Τά Φῶτα στ' Ἄϊβαλι

2015-11-18 19:11

     τοῦ Φώτη Κόντογλου

     Στά θαλασσινά τά μέρη ρίχνουνε τόν Σταυρό, ὕστερ' ἀπό τή Λειτουργία τῶν Θεοφανίων. Ἔτσι τόν ρίχνανε καί στήν πατρίδα μου, κ' ἤτανε ἕνα θέαμα ἔμορφο καί παράξενο.

     Ξεκινοῦσε ἡ συνοδεία ἀπό τή μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τά ξαφτέρουγα καί τά μπαϊράκια, κ' ὕστερα πηγαίνανε οἱ παπάδες μέ τόν δεσπότη, ντυμένοι μέ τά χρυσά τά ἄμφια, παπάδες πολλοί κι ἀρχιμαντρίτες, γιατί ἡ πολιτεία εἶχε δώδεκα ἐκκλησίες, καί κατά τίς ἐπίσημες μέρες στίς μικρές ἐνορίες τελειώνανε γλήγορα τή Λειτουργία καί πηγαίνανε οἱ παπάδες στή μητρόπολη, γιά νά γίνεται ἡ γιορτή πιό ἐπίσημη. Οἱ ψαλτάδες ἤτανε καί κεῖνοι κάμποσοι κ' οἱ πιό καλλίφωνοι, καί ψέλνανε μέ μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ἑλληνικά, κι ὄχι σάν σήμερα ποῦ τρελλαθήκαμε καί κάναμε τήν ψαλμωδία μας σάν ἀνάλατα καί ξενικά θεατρικά τραγούδια. Ἀπό πίσω ἀκολουθοῦσε λαός πολύς.

     Σάν φτάνανε στ' Ἀγγελή τόν Γιαλό, ὅπως λέγανε κείνη τήν ἀκρογιαλιά, ὁ δεσπότης μέ τούς παπάδες ἀνεβαίνανε σέ μία μεγάλη σανιδωτή σάγια ἐμορφοσκαρωμένη, γιά νά κάνουνε τόν Ἁγιασμό, Ὁ κόσμος ἐπίανε τήν ἀκρογιαλιά κι ἀνέβαινε ὁ καθένας ὅπου εὕρισκε, γιά νά μπορεῖ νά βλέπει. Τά σπίτια ποῦ ἤτανε ἕνα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οἱ γυναῖκες θυμιάζανε ἀπό τά παραθύρια. Ἀπό τό μέρος τῆς θάλασσας ἤτανε μαζεμένα ἴσαμε ἑκατό καΐκια καί βάρκες ἀμέτρητες, μέ τίς πλῶρες γυρισμένες κατά τό μέρος ποῦ στεκότανε ὁ δεσπότης. Ἔτσι ποῦ ἤτανε παραταγμένα τά καΐκια, μοιάζανε σάν ἁρμάδα ποῦ θά κάνει πόλεμο. Πιό ἀνοιχτά, κατά τό πέλαγο, ἔβλεπες φουνταρισμένα τά μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο καί κεῖνα. Ἄλλα πάλι εἴχανε περιζωσμένες τίς βάρκες ποῦ βρισκόντανε γιαλό, κ' ἤτανε κι αὐτά γεμάτα κόσμο, πρό πάντων θαλασσινοί καί παιδομάνι.

     Σ' αὐτά τά μέρη κάνει πολύ κρύο, καί τίς πιό πολλές φορές οἱ ἀντένες τῶν καραβιῶν ἤτανε χιονισμένες, ἕνα θέαμα πολύ ἔμορφο. Ἀπάνου στά ξάρτια καί στίς σκαλιέρες, στίς γάμπιες καί στά μπαστούνια τῶν καραβιῶν ἤτανε σκαλωμένοι πλῆθος θαλασσινοί, μεγάλοι καί μικροί. Ἡ θάλασσα ἤτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε ἀπό τά ξάρτια σέ πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στήν κάθε βάρκα ἀπό κεῖνες ποῦ εἴχανε κοντοζυγώσει στή στεριά καί περιμένανε νά πέσει ὁ Σταυρός στή θάλασσα, στεκόντανε ἀπό ἕνα - δύο νοματέοι ἀπάνω στήν πλώρη, ἐνῶ ἄλλοι δύο ἤτανε στά κουπιά. Αὐτοί ποῦ στεκόντανε ὀρθοί στήν πλώρη, ἤτανε ὁλόγυμνοι, ἐξόν ἕνα ἄσπρο βρακί ποῦ φορούσανε σάν πεστιμάλι. Οἱ πιό πολλοί ἤτανε σάν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τά κορμιά τούς ἤτανε κόκκινα ἀπό τό κρύο. Τά ποδάρια τούς ἤτανε γερά καί φουσκωμένα σάν ἀδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζῆδες, κοντραμπατζῆδες, ψημένοι μέ τ' ἁλάτι. Οἱ πιό πολλοί εἴχανε ριχμένες στίς πλάτες τίς γοῦνες τους, γιά νά μήν παγώσουνε, Ἕνα - δύο ὅμως στεκόντανε γυμνοί καί κάνανε κάπου - κάπου τόν σταυρό τους. Μά τό μάτι τούς ἤτανε καρφωμένο στό μέρος ποῦ θά 'ριχνε τόν Σταυρό ὁ δεσπότης.

     Ἀνάμεσα στούς γυμνούς ἤτανε ὁ Κωστής ὁ Γιωργάρας, ὁ Στρατης ὁ Μπεκός, ὁ Γιωργής ὁ Σόνιος, ὁ Δημητρός ὁ Μπούμπας,  Πέτρος ὁ Κλόκας, ὁ Βασίλης ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβό - Παρασκευᾶς κι ἄλλοι. Σάν νά τούς βλέπω μπροστά μου. Ὁ Γιωργάρας ἤτανε μίαν ἀνθρωπάρα θηρίο, σάν Κουταλιανός, μέ μουστάκια μαῦρα, μ' ἕναν λαιμό σάν βαρέλι. Εἶχε δεμένο στό κεφάλι τοῦ ἕνα μαντίλι κ' ἤτανε ἴδιος κουρσάρος. Ἀκουμποῦσε ἀπάνω σ' ἕνα κοντάρι, λές κ' ἤτανε ὁ Ποσειδώνας ζωντανός. Ὁ Δημητρός ὁ Μπούμπας ἤτανε ἕνα ἄλλο θεριόψαρο, χοντρός καί κοντόφαρδος, μαυριδερός σάν Σαρακηνός, καί καθότανε ἀνεκούρκουδος, σκεπασμένος μέ τή γούνα του, μέ τό μάτι τοῦ καρφωμένο στόν δεσπότη. Ὁ Πατσός ὁ Ἀράπης, ὁ λεγόμενος παλαβό - Παρασκευᾶς, εἶχε γένεια κατσαρά καί κόκκινα καί τό πετσί τοῦ ἤτανε ἀπό φυσικό του κόκκινο. Στό κορμί ἤτανε ἀντρειωμένος καί σβέλτος σάν τζαμπάζης καί δέν χαμπάριζε ὁλότελα ἀπό κρύο. Στό σουλούπι ἤτανε ἴδιος Ροῦσος. Αὐτός ἤτανε ἀνεβασμένος ἀπάνω στά ξάρτια σέ μία μπρατσέρα φουνταρισμένη, καί στεκότανε δίχως νά σαλέψει, σάν τ' ἄγαλμα. Μυστήριο πῶς δέν πάγωνε! O Πέτρος ὁ Κλόκας ἤτανε ὁ μονάχος ποῦ δέ φοροῦσε βρακιά. Αὐτός ἤτανε εὐρωπαϊσμένος, φοροῦσε στενό πανταλόνι καί ναυτικό σκουφί. Στό κορμί ἤτανε λιγνός καί μάγκας στό σχέδιο. Τά χέρια τοῦ τά 'χε μπλεγμένα μπροστά στό στῆθος του καί σουλατσάριζε ἀπάνω στή βάρκα, ὁλοένα μιλοῦσε κ' ἔκανε καί κάμποσα θεατρικά.

     Σάν σίμωνε λοιπόν ἡ συνοδεία στή θάλασσα, κι ἀκουγότανε ἀπό μακριά ἡ ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος ἀλαλαγμός ἀπάνω στίς βάρκες. Οἱ βουτηχτάδες πετούσανε τίς γοῦνες τούς κ' οἱ ἄλλοι τραβούσανε τά κουπιά, γιά νά 'ναι οἱ βάρκες τούς κοντά στό μέρος ποῦ θά 'πεφτε ὁ Σταυρός. Ἄλλοι φωνάζανε ἀπό τά ξάρτια, ἄλλοι μαλώνανε, ἄλλοι ἀνεβαίνανε στίς κουπαστές γιά νά δοῦνε. Τέλος φτάνανε οἱ στρατιῶτες καί ταχτοποιούσανε τόν κόσμο. Μπροστά πήγαινε ὁ ἀξιωματικός ὁ Τοῦρκος κι ἄνοιγε τόν δρόμο νά περάσει ὁ δεσπότης, κ' ἔλεγε: «Γιόλ βέριν ἐφεντιά!» - δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στόν ἀφέντη!» Ὁ στρατός ἀραδιαζότανε σέ παράταξη κ' οἱ ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στό τέλος τό 'ψελνε κι ὁ δεσπότης κ' ἔριχνε τόν Σταυρό στή θάλασσα. Ἀλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στή θάλασσα. Οἱ βάρκες καί τά καΐκια καργάρανε τά κουπιά καί τρακάρανε τό 'να τ' ἄλλο. Οἱ πλῶρες χτυπούσαμε ἡ μία τήν ἄλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, ἀπόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οἱ βουτηχτάδες πέφτανε στό νερό κ' ἤ θάλασσα ἄφριζε σάν νά παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί ἀπ' αὐτούς κάνανε ὥρα πολλή ν' ἀνεβοῦνε ἀπάνω, παίρνανε μακροβούτι καί ψάχνανε στόν πάτο νά βροῦνε τόν Σταυρό. Γιά μία στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι καί βουλίαζε γλήγορα πρίν νά τό δεῖς.

     Ἄξαφνα βγῆκε ἕνα κεφάλι μέ κόκκινα γένια κ' ἕνα χέρι ξενέρισε καί βαστοῦσε τόν Σταυρό. Ἤτανε ὁ παλαβό - Παρασκευᾶς. Μέ δύο - τρεῖς χεροβολιές κολύμπησε κατά τό μέρος τοῦ δεσπότη καί σκάλωσε στήν ἀραξιά. Ἔκανε μετάνοια καί φίλησε τό χέρι τοῦ κ' ἔδωσε τόν Σταυρό. Ὁ δεσπότης τόν πῆρε, τόν ἀσπάστηκε καί τόν ἔβαλε στόν ἀσημένιο δίσκο κ' ὑστέρα ἔδωσε τόν δίσκο στόν Παρασκευά. Οἱ ψαλτάδες πιάσανε πάλι καί ψέλνανε κι ὁ κόσμος ἀλάλαζε. Ὕστερα ἡ συνοδεία τράβηξε πάλι γιά τήν ἐκκλησιά. Ὁ Παρασκευᾶς θεόγυμνος, μέ τόν δίσκο στά χέρια, γύριζε στούς μεγάλους καφενέδες καί στίς ταβέρνες κ' ἔρριχνε ὁ κάθε ἕνας ὅ,τι ρεγάλο ἤθελε.
     Τόσες ὧρες ὁλόγυμνος καί βρεμένος, μέ παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κᾶνε τούς ὤμους του δέν ἀνεσήκωνε. Ὅπως ἤτανε κοκκινογένης ἀστακόχρωμος, ἔλεγε κανένας πῶς ἤτανε ὁ Σκύθης Ἀναχαρσις, ποῦ γύριζε τόν χειμώνα γυμνός μέσα στήν Ἀθήνα τά παλιά τά χρόνια, κ' οἱ Ἀθηναῖοι τόν ρωτούσανε γιατί δέν κρυώνει, κι αὐτός ἀποκρινότανε πῶς ὅλο τό κορμί τοῦ εἶναι σάν τό κούτελο, ποῦ δέν κρυώνει ποτές.

     Τήν ὥρα ποῦ ἔπεφτε ὁ Σταυρός στή θάλασσα, ὅλα τά καΐκια καί τά καράβια, ποῦ ἤτανε φουνταρισμένα ἀνοιχτά στό πέλαγο, γυρίζανε τήν πλώρη τούς κατά τήν Ἀνατολή, ἀπό κεῖ ποῦ ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο.

Πηγή: https://www.zoiforos.gr