ΠΩΣ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ Ο ΙΤΑΛΟΣ ΠΡΕΣΒΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΓΚΡΑΤΣΙ

2018-10-22 08:59

     "Δέκα λεπτὰ πρὶν ἀπὸ τὶς 3 τῆς νύχτας τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ὁ στρατιωτικός μου ἀκόλουθος, ὁ διερμηνέας μου καὶ ἐγώ, φθάσαμε στὴν καγκελόπορτα μιᾶς μικρῆς οἰκίας στὴν Κηφισιά, ὅπου ἔμενε ὁ Πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος. Στὸν φρουρὸ τῆς οἰκίας εἶπα ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ δῶ τὸν Πρωθυπουργὸ γιὰ κάτι πολὺ ἐπεῖγον. Ὁ φρουρὸς ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὸ κουδούνι τοῦ ἐσωτερικοῦ της οἰκίας, ἀλλὰ δὲν ἐλάμβανε καμίαν ἀπάντηση. Διερωτήθηκα ἐὰν ἦτο δυνατὸν μία πρωθυπουργικὴ κατοικία νὰ μὴν ἀπαντᾶ ἀμέσως. Γιατί ἐγὼ εἶχα ἐντολὴ νὰ παραδώσω τὸ τελεσίγραφον στὶς 3 π.μ. ἀκριβῶς, τῆς 28/10/1940, λόγω δὲ τῆς προσπάθειάς μου νὰ ἀκουσθεῖ τὸ κουδούνι καὶ νὰ ἀνοίξει ἡ πόρτα, ἡ ὥρα εἶχε ἤδη φθάσει 3.

     Ἐπιτέλους τὸ κουδούνισμα ξύπνησε τὸν ἴδιο τὸν Μεταξά, ποῦ ἔκαμε τὴν ἐμφάνισή του σὲ μία μικρὴ πλαϊνὴ πόρτα καὶ ἀναγνωρίζοντας μέ, μὲ ἄφησε νὰ περάσω. Ὁ Μεταξὰς φοροῦσε μία μάλλινη ρόμπα, ἀπὸ τὸν γιακὰ τῆς ὁποίας φαινόταν ἕνα μετριότατο βαμβακερὸ νυκτικό. Μοῦ ἕσφιξε τὸ χέρι καὶ μὲ ἔβαλε νὰ καθίσω σὲ ἕνα μικρὸ φτωχικὸ σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ. Μόλις καθίσαμε, καὶ ἐπειδὴ ἡ ὥρα ἦταν λίγα λεπτὰ μετὰ τὶς 3, τοῦ εἶπα ἀμέσως ὅτι ἡ Κυβέρνησίς μου, μοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ τὸ ἐγχειρίσω προσωπικὰ ἕνα κείμενο, ποὺ δὲν ἦτο τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ τελεσίγραφον τῆς Ἰταλίας πρὸς τὴν Ἑλλάδα, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ Ἰταλικὴ Κυβέρνηση ἀπαιτοῦσε τὴν ἐλεύθερη διέλευση τῶν στρατευμάτων της στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο, ἀπὸ τὶς 6 π.μ. τῆς 28/10/1940. Ὁ Μεταξὰς ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζει. Μέσα ἀπὸ τὰ γυαλιά του, ἔβλεπα τὰ μάτια του νὰ βουρκώνουν. Ὅταν τελείωσε τὴν ἀνάγνωση μὲ κοίταξε κατὰ πρόσωπο, καὶ μὲ φωνὴ λυπημένη ἀλλὰ σταθερή μου εἶπε:

     -Μέταξας:Λοιπὸν ἔχουμε πόλεμο.

     -Γκράτσι:Ὄχι ἀπαραίτητα Ἐξοχωτατε.Ἡ ἰταλικὴ κυβέρνηση ἐλπίζει ὅτι θὰ δεχθεῖτε τὴν ἀξίωσίν της καὶ θ'ἀφήσετε τὰ ἰταλικὰ στρατεύματα νὰ διέλθουν διὰ νὰ καταλάβουν τὰ στρατηγικὰ σημεῖα τῆς χώρας.

     -Μέταξας:Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ στρατηγικὰ αὐτὰ σημεῖα,περὶ τῶν ὁποίων ὁμίλει ἡ διακοίνωσις;

     -Γκρατσι:Δὲν εἶμαι εἰς θέσιν νὰ σᾶς εἰπῶ,Ἐξοχωτατε.Ἡ Κυβέρνησίς μου δὲν μὲ ἐνημέρωσε...Γνωρίζω μόνον ὅτι τὸ τελεσίγραφο ἐκπνέει εἰς τὰς 6 τὸ πρωί.

     -Μέταξας: Ἐν τοιαύτη περιπτωσει ἡ διακοίνωσις αὐτη ἀποτελει κήρυξιν πολέμου τῆς Ἰταλίας ἐνάντιόν τῆς Ἑλλάδος.

     -Ὄχι,Ἐξοχωτατε.Εἶναι τελεσίγραφον.....

     -Ἰσοδύναμον πρὸς κήρυξιν πολέμου.

    -Ἀσφαλῶς ὄχι,διότι πιστεύω ὅτι θὰ παράσχετε τὰς διευκολύνσεις,τὰς ὄποια ζητεῖ ἡ κυβέρνησίς μου.

    -ΟΧΙ! Οὔτε λόγος δύναται νὰ γίνη περὶ ἐλευθερας διελεύσεως.Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν ὑπετιθετο ὅτι θὰ ἔδιδα μία τοιαύτην διαταγὴν (τὴν ὁποίαν δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ δώσω),εἶναι τώρα τρεῖς τὸ πρωί.Πρέπει νὰ ἑτοιμασθῶ,νὰ κατέβω εἰς τὰς Ἀθηνᾶς,νὰ ξυπνήσω τὸν Βασιλέα,νὰ καλέσω τὸν Ὑπουργὸν τῶν Στρατιωτικῶν καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου,νὰ θέσω εἰς κίνησιν ὅλες τὸς στρατιωτικὲς τηλεγραφικὲς ὑπηρεσίες,ἔτσι ποὺ μία τέτοια ἀπόφασις νὰ γίνει γνώστη στὰ πλέον προκεχωρημένα τμήματα τῶν σύνορων.Ὅλα αὐτὰ εἶναι παρακτικως ἀδύνατα.Ἡ Ἰταλία,ἡ ὁποία δὲ μᾶς παρέχει καν τὴ δυνατότητα νὰ ἐκλεξωμε μεταξὺ πολέμου καὶ εἰρήνης,κηρύσσει οὐσιαστικως τὸν πόλεμον ἐνάντιόν της Ἑλλάδος

     Μεταξάς: Πολὺ καλὰ λοιπόν,ἐχομεν πόλεμον.

     "Μὲ συνόδευσε στὴν ἔξοδο ὑπηρεσίας ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχα μπεῖ καὶ ὅταν ἤμασταν στὸ κατώφλι μου εἶπε:


     "Vous etes le plus forts" (εἶσθε οἱ πιὸ ἰσχυροί). Μὲ τὴν σειρά μου δὲν ἤξερα τί νὰ ἀπαντήσω στὰ λόγια αὐτὰ καὶ στὴν βαθιὰ λύπη ποὺ τὰ δονοῦσε. Νομίζω δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος μία τουλάχιστο φορᾶ στὴν ζωή του, νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ἀπέχθεια γιὰ τὸ ἐπάγγελμά του. Ἂν στὴ μακρὰ σταδιοδρομία μου στὴν ὑπηρεσία τοῦ κράτους ὑπῆρξε ποτὲ μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐμίσησα τὸ δικό μου, μία
στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ καθῆκον τοῦ ἀξιώματός μου μοῦ φάνηκε σταυρὸς καὶ ὄχι μόνο θλιβερός, ἀλλὰ καὶ ταπεινωτικός, ἡ στιγμὴ αὐτὴ ἦταν ὅταν ἄκουσα ἐκεῖνα τὰ ἀποκαρδιωμένα λόγια ποὺ πρόφερε ὁ πρεσβύτης ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε καταναλώσει ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ ἀγωνιζόμενος καὶ ὑποφέροντας γιὰ τὴν χώρα του καὶ πού, καὶ κατὰ τὴν ὑπέρτατη ἐκείνη στιγμή, προτιμοῦσε νὰ διαλέξει γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ τὸ δρόμο τῆς θυσίας καὶ ὄχι
τὸ δρόμο τῆς ἀτιμώσεως. Ὑποκλίθηκα μπροστά του μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμὸ καὶ βγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι του".