Λόγος στήν παραμονή τῶν Φώτων.

2015-11-18 17:46

Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου

     [...] Ἀλλά τί νά ποῦμε καί γιά τόν προερχόμενον ἀπό τήν ἔρημον Ἰωάννη, τό παράδοξο αὐτό καί πολυπόθητο γιά τούς Ἰσραηλίτες θέαμα, τόν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἀπόστολος πρίν τούς Ἀποστόλους; Ὅμως ἕνας τόσο μεγάλος Βασιλιάς τέτοιο στρατιώτη ἔπρεπε νά ἔχει, αὐτόν τόν τόσο μεγάλο Προφήτη, ὁ μέγιστος Ἀρχιερεύς. Καί ἄς κατανοήσουμε ποιό καί πόσο μεγάλο μυστήριο ἔχουμε ἐνώπιόν μας: ἐπειδή ἦταν ἀνάρμοστο, ἐνῶ παρευρίσκεται ὁ νυμφαγωγός, νά ἀπουσιάζει ὁ νυμφίος, καί ἐνῶ ἡ φωνή ἀναβοᾶ, νά μήν ἀκούεται ὁ Λόγος, τί γίνεται, πῶς τά οἰκονόμησε ὁ Θεός; Συστέλλεται κάπως στήν ἀφάνεια ὁ Ἰωάννης ἀπό τή βρεφική ἀκόμη ἡλικία, ζώντας ὑπερφυσικά σάν κάποιος «λύχνος ὑπό μόδιον (κάδο)» μέσα στήν ἔρημο· καί ἐκεῖ ἀκούει θεῖες φωνές καί ἀξιώνεται νά δεῖ θεῖες ὀπτασίες· μυσταγωγεῖται στά ἀπόρρητα καί διδάσκεται, ὅπως τότε πού ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὅτι δηλαδή εἶναι Υἱός Θεοῦ, καί ὅτι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο θά δεῖ τήν πνευματοειδή περιστερά νά «καταβῆ καί νά μείνη ἐπ' αὐτόν, οὗτος εἶναι ὁ βαπτίσων (πού θά βαπτίσει) ἐν Πνεύματι Ἁγίω».

     Καί ὅταν συμπληρώθηκε «τό μέτρον τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» καί ἡ περίοδος τῆς τριακονταετοῦς παρατάσεως ἔλαβε τέλος, τότε «καί ὁ λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν καιόμενος, καί φαίνων πάσι τοῖς ἐν τή οἰκία ἀγαλλιάσιμα» - ἐάν ἐννοήσουμε ὡς οἰκία τήν Ἰσραηλιτική Συναγωγή. Ἐπεφάνη δέ τότε καί τό ἀληθινό φῶς πού φωτίζει τόν κόσμο. Ὤ τοῦ θαύματος! Ὁ ἥλιος πρός τόν ἀστέρα, ὁ λόγος πρός τή φωνή, ὁ νυμφίος πρός τόν φίλο, ἐπειδή αὐτό ἦταν τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὥστε μέ αὐτόν τόν τρόπο τῆς προσεγγίσεως νά ἐκπληρωθεῖ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ «πάσα δικαιοσύνη», καί γιά νά μιλήσουμε εὐαγγελικά, «ὁ μέν ἕνας νά αὐξάνη, ὁ δέ ἄλλος νά ἐλαττοῦται». Πράγματι, πῶς θά ἦταν δυνατόν νά μή ἐλαττωθεῖ τό φῶς τοῦ λύχνου, ἤ καί νά ἀποσυρθεῖ ἐντελῶς, ἀφοῦ ἤδη ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μέ τά θαύματά του ἀστραποβολοῦσε ἐξαίσια; Βλέπεις πόσο χρονικό διάστημα χρειάσθηκε γιά νά ὁλοκληρωθεῖ σωματικά ὁ Ἰησοῦς, κατά τήν διάρκεια τοῦ ὁποίου ὑποτασσόταν στούς γονεῖς του; «Ὤ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεοῦ»! Γιατί ἄραγε; Ὅσοι εἶναι ὑψηλοί στίς θεωρητικές ἀναβάσεις καί γνωρίζουν τά βάθη τοῦ Πνεύματος, ἄς δώσουν ὁ καθένας τή δική του ἐξήγηση· κατά τή δική μου γνώμη ὅμως, γιά δύο λόγους: γιά νά νομοθετήσει ὁ νομοθέτης ὅλων τῶν νομοθετῶν μέ τή δική του ὑποταγή τήν ὑπακοή τῶν τέκνων πρός τούς γονεῖς καί γιά νά ἁγιάσει ὅλα τά στάδια τῆς ἡλικίας καί τρίτον γιά νά μήν ἐπιδείξει ὁ παντέλειος κάποια ξένη πρός τή δική μας καί ἀνόμοια βιοτή, ἐφ' ὅσον μάλιστα ἤθελε νά μᾶς παρουσιάσει τόν τέλειο τρόπο ζωῆς. Ἀφοῦ καί τώρα, μολονότι εἶχε φθάσει στήν τελεία ἀνδρική ἡλικία, ὁ Ἄρειος τόλμησε νά διακηρύξει ὅτι τό σῶμα τοῦ ἦταν ἄψυχο· ὁ δέ Ἀπολινάριος, ἀκολουθώντας τόν προηγούμενο ὡς πρός τήν ἀσέβεια, νά φλυαρήσει ὅτι ὁ Κύριός μας δέν εἶχε νοῦ· ὁ δέ νέος Μανιχαῖος φθάνοντας στό ἀποκορύφωμα τῆς ἀσέβειας, νά δογματίσει ὅτι δέν πρέπει νά εἰκονίζεται. Καί ἄς δοῦμε πόση εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ἑνός ἀπό τό ἄλλο· αὐτός μέν πού δίδει τόν χαρακτηρισμό τοῦ ἄψυχου, ἀφαιρεῖ τή ζωή ἀπό τό σῶμα τοῦ Δεσπότη· διότι ὅ,τι στερεῖται ψυχῆς, βρίσκεται βεβαίως καί ἔξω ἀπό τή ζωή. Ἐκεῖνος δέ πού φλυαρεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἄνους, τόν συναριθμεῖ μέ τήν ἄλογη φύση ἐπειδή κάθε τί πού δέν ἔχει νοῦ εἶναι καί ἄλογο· ὁ ἄλλος δέ πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν πρέπει νά εἰκονίζεται, ἀρνεῖται ἐντελῶς τή σωματική φύση τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος· διότι ἀφοῦ δέν εἰκονίζεται σημαίνει ὅτι εἶναι ἀσώματο. Πράγματι ἄν ἔχει σῶμα, καί κάθε σῶμα μπορεῖς νά τό ἀγγίσεις, καί ἔχει κάποιο χρῶμα, ἀναγκαίως ἕπεται ὅτι ἠμπορεῖ καί νά εἰκονισθεῖ, ἕκτος βέβαια ἐάν περιττολογοῦμε· διότι ἐάν δέν εἶναι δυνατόν νά εἰκονισθεῖ, τότε ἀναμφιβόλως ἐξέρχεται ἀπό τά ὅρια τοῦ σωματικοῦ καί ἀνήκει στή φύση τῶν ἀσωμάτων. Τίποτε, ὅπως φαίνεται, δέν μπορεῖ νά συγκρατήσει τή γλώσσα πού ἀσεβεῖ, ὅταν ὑποστηρίζεται καί ἀπό τή δύναμη τῆς ἐξουσίας.

     Ἄς ἀνυψώσουμε ὅμως τό βλέμμα στίς προφητικές θεοπτίες καί ἄς δοῦμε πώς προτυπώνεται σ' αὐτές τό ἱερότατο βάπτισμα· διότι σ' αὐτό μας καλεῖ ἡ συνέχεια τοῦ λόγου. Τί λέγει λοιπόν ὁ Ἠσαΐας; Ἄς ἀναφέρουμε ἐκλεκτικά- «Εὐφράνθητι ἔρημος διψώσα, ὅτι ἐρράγη (θά ἀναβλύσει) ἐν ἐρήμω ὕδωρ, καί φάραγξ ἐν γῆ διψώση». Ἀπευθύνεται δηλαδή στήν ἀνθρωπινή φύση, αὐτή πού εἶναι ἔρημος ὅσον ἀφορᾶ τήν καρποφορία, ἡ ὁποία προϋποθέτει πίστη καί ἀγαθά ἔργα· καί ὡς ἐκ τούτου, ἐπειδή διψᾶ τό ὕδωρ τῆς υἱοθεσίας, ἀνέβλυσε πρός χάριν τῆς σάν ρεῦμα ποταμοῦ τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος στόν Ἰορδάνη· καί τότε τί ἔγινε; «Καί ἔσται ἡ ἄνυδρος εἰς ἕλη», ἐννοεῖ πλούσια σέ πίστη· «καί εἰς τήν διψώσαν γῆν, πηγή ὕδατος ἔσται», ἡ κρήνη αὐτή τῆς υἱοθεσίας δηλαδή· «καί ἐκεῖ ἔσται εὐφροσύνη ὀρνέων», ἐκείνων δηλαδή πού ἀναγεννιοῦνται μέ τό βάπτισμα, οἱ ὁποῖοι ὡς πρός τόν τρόπο τῆς ζωῆς μοιάζουν μέ τά ὄρνεα, ἀφοῦ καί αὐτά ἐκ φύσεως εὐχαριστοῦνται νά διαβιώνουν στά νερά. Ἀλλά καί κατά τόν Γεδεῶν τί εἶναι ἡ πλήρης ὕδατος λεκάνη; Καί ἐδῶ ὁ λόγος σημαίνει τήν ὅμοια μέ μήτρα κολυμβήθρα, ἡ ὁποία ἔχει σχῆμα κυκλικό καί εἶναι τορνευμένη ἀπό παντοῦ, ὅπως ἡ ἀναμαρτησία· σ' αὐτήν ξεχύθηκε ἡ ἰαματική δροσιά τοῦ νοητοῦ πόκου, ἡ πλήρης Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναγεννιοῦνται οἱ «νεοτελεῖς παῖδες» τοῦ Θεοῦ ἀντικαθιστώντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν «ἐκ σαρκός καί αἵματος» γέννησή τους· καί ἀνυψώνονται «εἰς ἄνδρα τέλειον» τόσον, ὥστε νά κατανικοῦν μέ τήν Τριαδική λατρεία τό γένος τῶν δαιμόνων. Καί κατά τόν Ἠλία ὅμως, τί εἶναι ἡ τριπλῆ ἔκχυση τοῦ ὕδατος ἐπάνω στό θυσιαστήριο καί στό ὁλοκαύτωμα; Θεωρῶ ὅτι φανερώνει ἤ τήν τριττή ὑπόσταση τῆς θείας μακαριότητας, τήν ὁποίαν ἐπικαλεῖται ὁ ἱερέας κατά τό βάπτισμα, ἤ τήν τριττή κατάδυση τοῦ βαπτιζόμενου. Καί ὁ Νεεμᾶν ἀνέρχεται ἀπό τό νερό, σύμφωνα μέ τή διαταγή τοῦ Ἐλισαίου, πλήρως καθαρισμένος· «ἐπέστρεψε», λέγει, «ἡ σάρξ αὐτοῦ ὡς σάρξ παιδαρίου μικροῦ, καί ἐκαθαρίσθη». Τό θαῦμα αὐτό συμβολίζει τήν πλήρη ἀπαλλαγή τοῦ βαπτιζομένου ἀπό τίς πληγές τῶν ἁμαρτιῶν, καί σημαίνει ὅτι αὐτός ἀνέρχεται ἀπό τό νερό μέ ψυχή καθαρισμένη ἀπό κάθε κηλίδα τῶν προηγούμενων πλημμελημάτων.

     Ἐάν μάλιστα θέλεις νά μάθεις καί τό ἄμισθό της πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, ἄκουσε τόν Ἠσαΐα ποῦ λέγει; «Οἱ διψῶντες. πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ καί ὅσοι μή ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καί φάγετε καί πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καί τιμῆς». Ὅποιος δηλαδή ἐπιθυμεῖ κάποιο χάρισμα, ἀκόμη καί ἄν δέν τό λάβει, κέρδισε ζωή. Ἀλλά αὐτά οὕτως ἤ ἄλλως λαμβάνονται καί μετέχοντα ἐδῶ μερικῶς· καί ἡ ἰδική μου δέ πτωχή διάνοια προσκόμισε ἀνάλογο μέ τή δεκτικότητά της ἀφιέρωμα στά προεόρτια. Σύ ὅμως, παρακαλῶ, κοίταξε τί γεγονότα θαυμαστά παρατηροῦνται· οἱ κολυμβῆθρες ἔχουν γεμίσει ἀπό νερά· βλέπουμε τίς πηγές καί τίς βρύσες, τούς ποταμούς καί τίς λίμνες νά ἔχουν γίνει δοχεῖα τοῦ Πνεύματος· ἡ φύση τῶν ὑδάτων ἀνυψώθηκε σέ τιμή
ὑπέρτιμο· φῶτα πολύμορφα πού μοιάζουν μέ ἀστέρια ἑτοιμάζονται νά φωτίσουν ὅλη τή γῆ κατά τήν ἱερή ἐκείνη νύκτα. Σέ κάθε δέ πόλη καί χώρα ὑπάρχουν κήρυκες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἱερουργοῦν τά θεία καί ὑψηλά αὐτά μυστήρια καί ἁγιάζουν τά ὕδατα διά τῆς ἐπιφοιτήσεως σέ αὐτά τοῦ θείου Πνεύματος. Εἴθε μέ τήν μετάληψή τους νά ἁγιαστοῦμε καί ἐμεῖς καί νά φωτισθοῦμε αὐτή τήν ἡμέρα ἀπό τό γεμάτο φῶς Πνεῦμα, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἠμῶν, ὤ ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

(Πηγή: «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», ἔκδ. Ι. Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Ἅγιον Ὅρος, σ. 642-646.