Κυριακή Δ’ Νηστειῶν

2016-04-07 09:29

     Ἕνας ταλαίπωρος πατέρας, τοῦ ὁποίου τὸ παιδὶ εἶχε «παιδιόθεν» καταληφθεῖ ἀπὸ πνεῦμα ἄλαλο καὶ κωφό, ἦταν δηλαδὴ δαιμονισμένο, ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Χριστό. Στην ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ὁ δαίμονας, ὁ ὁποῖος «ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ' ἀρχῆς», ταράσσεται καὶ σπαράσσει τὸ παιδί: «καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων». Ὁ δαίμονας ρίχνει κάτω τὸν νέο σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ κάνει ὅσο περισσότερο κακὸ ἀκόμη μπορεῖ γιατὶ καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἐξουσία του τελειώνει.

     Ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται στὸ αἴτημα τοῦ πατέρα, ζητῶντας ὅμως πρῶτα τὴν πίστη του: «Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι», τοῦ λέει. Ὅλα μποροῦν νὰ γίνουν τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός, ἐφόσον ὑπάρχει ἡ πίστη. Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι μὲν δεδομένη, ὅμως τὸ ἐὰν θὰ ἐνεργοποιηθεῖ ἢ ὄχι ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. Ἄρα λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται ἐὰν θὰ λάβει ἢ ὄχι αὐτὸ ποὺ ζητεῖ. Ἀμέσως τότε «κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω Κύριε, φωνάζει δυνατὰ ὁ πατέρας, ὅμως βοήθα με νὰ πιστέψω ὅπως πρέπει.

     Ὁ Κύριος τότε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» προστάζει τὸν δαίμονα καὶ τοῦ λέει:  «Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Καὶ πράγματι, τὸ δαιμόνιο ἐξέρχεται καὶ τὸ παιδὶ ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν τυραννία του. Ἀργότερα, «κατ' ἰδίαν», ὅταν οἱ μαθητὲς ζήτησαν νὰ μάθουν γιατὶ οἱ ἴδιοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκδιώξουν τὸν δαίμονα, ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε ὅτι τὸ ἀπαιτούμενο εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία.

     Κατ' ἀναλογία μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε καὶ ἐμεῖς, ἐφόσον βέβαια ἐπιθυμοῦμε νὰ νικήσουμε τὰ πάθη μας ποὺ σὰν δαίμονες μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ τὴ νηστεία.

     Κατὰ πρῶτον, ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι τυπικὴ ὑποχρέωση. Ἀντιθέτως, ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ὅπως τὸ λουλούδι μαραίνεται ὅταν τὸ ποτίζουμε ἀραιὰ καὶ πού, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ στεγνώνει καὶ μαραίνεται ὅταν δὲν ζητᾶμε ἀκατάπαυστα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχή. Οἱ Πατέρες λένε «μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον». Δηλαδὴ πιὸ πολὺ χρειάζεται νὰ θυμᾶται κανεὶς τὸν Θεὸ κάθε ὥρα καὶ στιγμή, παρὰ νὰ ἀνασαίνει. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν προσευχή, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.

     Καὶ βέβαια ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι χρέος καὶ ὑποχρέωση -ὅπως πολλοὶ νομίζουν- μόνο τῶν ἱερέων καὶ τῶν μοναχῶν. Κάθε ἄλλο. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴτε ἱερωμένοι εἶναι εἴτε μοναχοὶ εἴτε ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῆς καθημερινότητας, ὀφείλουν καὶ πρέπει νὰ προσεύχονται συνεχῶς, σύμφωνα καὶ μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ἐὰν ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν ὅλοι νὰ ἐφαρμόσουν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ μᾶς τὸ ζητοῦσε. Στὸ κάτω κάτω ἐὰν αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ περιορίζεται μόνο στοὺς ἱερωμένους καὶ τοὺς μοναχοὺς δὲν θὰ εἶχαν βρεθεῖ τόσοι καὶ τόσοι κοσμικοὶ ποὺ τὴν ἐφάρμοσαν καὶ χαριτώθηκαν δι' αὐτῆς. Καὶ γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν ἀπαιτοῦνται ἰδιαίτερες συνθῆκες, παρὰ μόνο ζῆλος καὶ πίστη καὶ προσοχή. Ἔτσι μπορεῖ κάποιος νὰ ζεῖ μέσα στὶς μέριμνες καὶ στὶς φροντίδες τῆς καθημερινότητας, νὰ δουλεύει καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ διάφορα πράγματα καὶ ὅμως ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ μικρὴ φρασούλα, τὸ Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με, νὰ μὴ λείπει ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδία του.

     Ἐκτὸς τῆς προσευχῆς, ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου εἶναι καὶ ἡ νηστεία. Αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ στὴν ἄσκηση, στὴν ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ στὴ συγκέντρωση τοῦ νοῦ κατὰ τὴν προσευχή. Διδάσκοντας τὰ πολὺ μεγάλα ὀφέλη τῆς νηστείας ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς λέει τὰ ἑξῆς: «ὅταν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη αὐτό ποὺ κάνει πρῶτα εἶναι νὰ δεσμεύσει τὸ νερὸ καὶ τὸ φαγητό. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης, δηλαδὴ οἱ ἐχθροί, γιὰ νὰ μὴν τὰ στερηθοῦν καὶ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, παραδίδονται καὶ ὑποτάσσονται στὸν βασιλιά. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ ποικίλα πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ στέρηση καὶ ἐγκράτεια, τὰ πάθη του ἐξασθενίζουν καὶ εὔκολα καταβάλλονται καὶ δὲν ἀποτελοῦν πλέον κίνδυνο γι' αὐτόν».