H ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στή Ναΐν

2014-10-09 18:25

Λουκ. 7, 11-16

     Τό θαῦμα πού μᾶς διηγεῖται σήμερα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι σέ ὅλους μας γνωστό: ὁ Χριστός, ἀκολουθούμενος ἀπό τούς μαθητές Τοῦ ἀλλά καί ἀπό πολύ κόσμο, πήγαινε νά κηρύξει στήν πόλη Ναΐν. Καθώς πλησίασαν στήν πύλη τῆς πόλεως, συνάντησαν μία νεκρική πομπή, μία χήρα μάνα νά συνοδεύει τό μονάκριβο παιδί της στήν τελευταία του κατοικία, καί μαζί της βέβαια ἀρκετός κόσμος. Ὅταν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τή σπλαχνίστηκε καί τῆς εἶπε «μήν κλαῖς»· στή συνέχεια πλησίασε τή σωρό καί εἶπε «νεαρέ, σέ σένα μιλάω, σήκω!». Ἀμέσως ὁ νεκρός ἀνακάθισε καί ἄρχισε νά μιλάει, ὁ δέ Χριστός τόν ἔδωσε στήν μητέρα του. Ὅλος ὁ λαός πού παρακολουθοῦσε τά τεκταινόμενα, κυριευμένος ἀπό δέος δόξαζε τόν Θεό λέγοντας ὅτι ὁ Θεός ἐπισκέφτηκε τόν λαό Του, στέλνοντας ἀνάμεσά τους ἕναν μεγάλο προφήτη.

     Τό συγκεκριμένο θαῦμα εἶναι ἕνα ἀπό τά ἐλάχιστα πού κάνει ὁ Χριστός χωρίς νά Τοῦ ζητηθεῖ, χωρίς τήν ἐπιβεβαίωση τῆς πίστεως ἐκ μέρους ἐκείνου πού δέχεται τήν ἔκτακτη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε δεῖ ὅτι πάντα, ὅσες φορές κάποιος παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά ἐπέμβει θαυματουργικά, ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν «ἄς γίνει κατά τήν πίστη σου» ἤ «ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε» ἤ ἀκόμη «ἅμα πιστεύεις, ὅλα εἶναι δυνατά». Σήμερα ἐπεμβαίνει αὐτόκλητα, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ πίστη ἀποτελεῖ προϋπόθεση τοῦ θαύματος ὄχι γιά τόν Θεό, ἀλλά γιά μας. Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἡ βούλησή Του καί ἡ δύναμή Του δέν περιορίζονται οὔτε προσδιορίζονται ἀπό τό μέτρο τῆς δικῆς μας πίστης. Συνδέεται ὅμως τό θαῦμα μέ τήν πίστη, διότι ὁ σκοπός ἀκόμα καί τοῦ θαύματος εἶναι ἡ προοπτική της σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀσφαλῶς ἡ βελτιοποίηση τῶν συνθηκῶν τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας. Γί αὐτό καί ὁ Θεός θαυματουργεῖ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει πίστη, ἐκεῖ πού ὑπάρχει πνευματικό ὄφελος.

     Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο θαυματουργεῖ αὐτόκλητα σήμερα ὁ Χριστός, εἶναι γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος. Μόλις ὁ Χριστός εἶδε τή θρηνοῦσα μητέρα τήν σπλαχνίστηκε, μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Τό θαῦμα πού ἀκολουθεῖ, ἀποτελεῖ ἔμπρακτη ἀπόδειξη αὐτῆς Τοῦ τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του γιά τά πλάσματά Του. Δέν ἐπιθυμεῖ ὁ Θεός τόν ἀνθρώπινο πόνο, οὔτε τήν ὀδύνη, οὔτε τόν θάνατο. Αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα τῶν δικῶν μᾶς ἐπιλογῶν, καί ἄν δέν τά ἀποτρέπει ὁ Θεός, ὅπως ἐπίσης δέν ἀποτρέπει τήν πείνα, τούς πολέμους, τήν ἀδικία κλπ, εἶναι γιατί δέν θέλει νά καταλύσει τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου καί περιμένει ἀπό ἐμᾶς τήν ὀρθή καί χρηστή ἄσκηση αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ὁποία μᾶς ἔχει προικίσει.

     Καί τό τρίτο σημεῖο πού ἐπισημαίνεται μέ τό θαῦμα αὐτό εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ νικητής τοῦ θανάτου. Ἄς μή γελάσουμε, σκεπτόμενοι ὅτι παρά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι συνεχίζουν νά πεθαίνουν. Τό ζητούμενο δέν εἶναι ὁ σωματικός θάνατος, γιά τόν ὁποῖο ἄλλωστε πιστεύουμε ὅτι θά καταλυθεῖ μόνιμα κατά τή Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου. Τό σπουδαιότερο καί ζωτικότερο εἶναι ἡ ἀποτροπή τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, ἡ ἐσωτερική ἀνάσταση καί ζωή. Δέν εἶναι τυχαῖο πού, ὅταν θέλουμε νά περιγράψουμε τά γεγονότα τῆς καθημερινότητας, συχνά μιλᾶμε γιά σήψη τῶν ἀνθρώπων καί γενικότερά της κοινωνίας. Στή φύση ἡ σήψη, ἡ φθορά, ὁ θάνατος, εἶναι διαδικασίες μή ἀναστρέψιμες. Μόνη λύση ἀποτελεῖ τό φτιασίδωμα τῆς ἀσχήμιας, ἐνῶ ἡ ὁποιαδήποτε «ἀνακαίνιση» περιορίζεται σέ συντήρηση καί ἐκ νέου ἐπίχρισμα τοῦ πεπαλαιωμένου, ἄν ὄχι πλήρη ἀντικατάστασή του. Ἡ πνευματική φθορά καί σήψη μοιραία ἀκολουθεῖ τή φυσική ὁδό, τῆς πλήρους δηλαδή ἀποδόμησης ἤ ἀποσύνθεσης, χωρίς βέβαια αὐτό νά σημαίνει ὅτι ἀποτελεῖ καί μή ἀναστρέψιμη κατάσταση.

     Ἡ πνευματική ὅμως μεταστροφή, ἡ πνευματική ἀνάσταση, ἐκτός ἐλαχιστοτάτων περιπτώσεων, εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο διότι κατά κανόνα τή μία ἐσωτερική φθορά ἀκολουθεῖ συνήθως μία δεύτερη σοβαρότερη, καί μία τρίτη ἀκόμα χειρότερη. Ἀπόδειξη περί αὐτοῦ ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ «πέφτουμε ἀπό τά σύννεφα» ὅταν μάθουμε κάτι τό ἀξιοκατάκριτο γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχαιρε τῆς ἐκτίμησής μας, δυσπιστοῦμε ὅταν πληροφορηθοῦμε τήν μεταστροφή καί καλύτερη διαγωγή κάποιου πεπτωκότος, καί περιμένουμε νά τόν δοῦμε καί πάλι νά κατρακυλᾶ.

     Ἴσως γί αὐτό λέμε συχνά ὅτι «ἡ κοινωνία χρειάζεται κάποιο θαῦμα», μία ἄνωθεν δηλαδή παρέμβαση. Τό θαῦμα ὅμως, ὅπως βλέπουμε ἀκόμα καί στή σημερινή διήγηση, εἶναι συνάντηση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἤ -στήν περίπτωσή μας- τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ἐνῶ, δηλαδή, ἡ θεϊκή βούληση εἶναι δεδομένη, τά δικά μας μάτια δέν κοιτᾶνε πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, οὔτε ἀσφαλῶς καί οἱ ἐνέργειές μας. Οὐσιαστικά ἀπουσιάζει ἀπό τήν καρδιά μᾶς τόσο ἡ πίστη ὅσο καί ἡ βούληση, σέ βαθμό πού ἡ ἐπίκληση τοῦ θαύματος γίνεται μόνο καί μόνο γιά νά ἀποσείσουμε τήν προσωπική μας εὐθύνη, γιά νά κοιμήσουμε ἀκόμη μία φορά τή συνείδησή μας.

     Ὁ Χριστός, στόν ὑποψήφιο μαθητή Του πού ζήτησε ἄδεια νά πάει πρῶτα νά θάψει τόν πατέρα του, ἀπάντησε «ἄσε τούς νεκρούς νά θάψουν τούς δικούς τους νεκρούς» (Μτθ. 8, 22. Λούκ. 9, 60). Σέ σύγχρονη μεταγραφή θά λέγαμε ὅτι ἡ ἀνάσταση τῆς προσωπικότητάς μας πρῶτα καί μετά ὁλόκληρής της κοινωνίας δέν πρόκειται νά πραγματοποιηθεῖ ἄν συνεχίσουμε νά ἀσχολούμαστε μέ πράγματα νεκρά, φθοροποιά, γήινα. Εἶναι ἑπομένως καιρός νά ἀλλάξουμε προσανατολισμό, καί τότε θά συμβεῖ καί τό θαῦμα.

https://xerouveim.blogspot.gr/2010/10/10-10-2010.html