Γέροντας Εὐσέβιος Γιαννακάκης

2015-11-01 15:24

Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης

Ὁ βίος του

     Ὁ π. Εὐσέβιος, κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Γιαννακάκης, γεννήθηκε τὸ 1910 στὸ Γεωργίτσι τῆς Σπάρτης καὶ οἱ πολύτεκνοι εὐλαβεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς τοῦ τὸν ἀνέθρεψαν ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.

     Ὁ Ἀντώνης ἦταν παιδὶ ὑπάκουο, «χαριτωμένο», μὲ σπλαχνικὴ καρδιά. Ἐγκρατής, εἰλικρινής, καλοπροαίρετος, μὲ θεῖο ζῆλο, ποὺ τὸν ἔκανε ὅταν χρειαζόταν μαχητικὸ ὑπερασπιστὴ τῆς πίστεως. Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ἐκκλησία καὶ τὶς ἀκολουθίες της. Μία Κυριακὴ ποὺ πήγαινε στὴν ἐκκλησία -θὰ ἦταν τότε δέκα ἕως ἕνδεκα ἐτῶν- συνάντησε ἕναν ἄγνωστο νέο, ἐπιβλητικὸ καὶ ἀσκητικό, ποὺ μὲ σοβαρότητα καὶ ἀγάπη τὸν συμβούλεψε ἑρμηνεύοντας τοῦ τί σημαίνει κοσμικὴ καὶ τί ἠθικὴ ζωή. Ὁ Ἀντώνης ὅταν μπῆκε στὴν ἐκκλησία βλέποντας τὴν εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἔκπληκτος κατάλαβε ὅτι ὁ νέος ποὺ τὸν συνάντησε ἦταν αὐτός. Ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ τοῦ ἀλλοιώθηκε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴ θεία Χάρη, ποὺ τὸν ἐπεσκίαζε.

     Μέχρι τὰ δεκαεφτά του χρόνια βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς γεωργικὲς ἐργασίες. Στὴν Ἀθήνα ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ ἐργαστεῖ γνώρισε τὸν ἱερομόναχο π. Ἰγνάτιο Κολιόπουλο, τὸν ὁποῖο ἔκανε πνευματικό του. Κάνοντας ὑπακοὴ ζοῦσε αὐστηρὴ καὶ προσεκτικὴ πνευματικὴ ζωή. Κάθε Κυριακή, πρὶν ἀκόμη ξημερώσει, ἔφευγε ἀπὸ τὸ Κουκάκι, ὅπου ἔμενε, καὶ πήγαινε μὲ τὰ πόδια στὴ Χρυσοσπηλιώτισσα, στὴν ὁποία ἦταν ἐφημέριος καὶ ὁμιλητῆς ὁ πνευματικός του, γιὰ νὰ προλάβει τὴν ἀρχὴ τοῦ Ὄρθρου. Τὸ ἀπόγευμα παρακολουθοῦσε τὰ κηρύγματα τοῦ π. Σεραφεὶμ Παπακώστα στὸ μητροπολιτικὸ Ναό. Μαζὶ μὲ ἄλλους νέους ἐργαζόταν ἱεραποστολικὰ στὰ νοσοκομεῖα καὶ τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα. Πολὺ χαρὰ αἰσθάνθηκε ὅταν κάποιος γιὰ νὰ τὸν πειράξει τὸν ἀποκάλεσε «κοσμοκαλόγερο». Εἶχε ἀποφασίσει νὰ ζήσει τὸ χριστιανικὸ ἄγαμο βίο. Γιὰ ἱερωσύνη οὔτε σκέψη. Αἰσθανόταν ἀνάξιος γι' αὐτήν.

     Στὸν πόλεμο τοῦ 1940 ἐπιστρατεύτηκε καὶ κατὰ θεία πρόνοια ὑπηρέτησε σὲ θέση ποὺ δὲν χρειάστηκε νὰ κάνει χρήση τοῦ ὅπλου του ὥστε ἀργότερα νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἱερέας. Κάθε Κυριακὴ περπατοῦσε πολλὰ χιλιόμετρα πάνω στὰ Ἀλβανικὰ βουνὰ -ἀφοῦ ἔπαιρνε πρῶτα ἄδεια ἀπὸ τὸ λοχαγὸ τοῦ- ἀναζητώντας στὸ πλησιέστερο χωριὸ Ἐκκλησία γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει. Παρακαλοῦσε θερμὰ τὸν Κύριο νὰ τὸν διαφυλάξει ὥστε νὰ ἐργαστεῖ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του στὸ ἀμπελώνα του.

Στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίας Λαύρας - Καλαβρύτων

      Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ μέτωπο μετὰ τὴν ὑπόδειξη καὶ εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του ἀπορρίπτοντας τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ περιφρονώντας τὶς εἰρωνεῖες γνωστῶν καὶ συγγενῶν πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας, ὑποτακτικὸς στὸ Γέροντα Σεραφεὶμ Ρηγόπουλο, Προηγούμενο τῆς Μονῆς. Ὁ Γέροντας Σεραφείμ, ὄσιακη, σεβάσμια καὶ πατερικὴ μορφὴ ὅρισε τὸν Ἀντώνη διακονητή του. Ἔμενε στὸ ἴδιο κελλὶ μαζί του. Μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ προθυμία διακονοῦσε ὁ Ἀντώνης τὸ Γέροντά του, γιατί γνώριζε ὅτι μέσω ἐκείνου ὑπηρετοῦσε τὸ Θεό.

     «Βρῆκα ἐξωτερικὲς δυσκολίες πολλές, πάρα πολλές, ὅμως στὸ ἰδανικό μου δὲν εἶχα δυσκολίες. Ὡς πρὸς τὴν κλήση μου ἤμουν ἀπέραντα ἱκανοποιημένος. Ἤμουν ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένος», ἔλεγε ὁ ἴδιος ἀργότερα. Οἱ δυσκολίες ὀφείλονταν στὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα τῆς Μονῆς ποὺ ἔφερε μία πνευματικὴ χαλάρωση. Σὲ ἕνα χρόνο ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Εὐσέβιος καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἑβδομάδα Ἱεροδιάκονος. Μαρτυρίες παλαιῶν πατέρων ἀναφέρονται στὴν εὐλάβεια, ταπείνωση, ὑπακοή, εὐθύτητα, εἰλικρίνεια, ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ π. Εὐσέβιου πρὸς ὅλους.

     «Τὰ τρία χρόνια ὑποταγῆς μου στὸ Γέροντα Σεραφεὶμ ἦταν τὰ καλύτερά της ζωῆς μου. Δὲν ἔκανα τίποτα τὸ δικό μου καὶ εἶχα ἀπέραντη χαρὰ» ἔλεγε ὁ ἴδιος ἀργότερα, νουθετώντας τὶς Μοναχές του.

     Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1943 ἐκοιμήθη ὁ Γέροντάς του, καὶ τὸν Δεκέμβριο ὁ π. Εὐσέβιος ἔζησε τὸ δράμα τῆς ἐκτέλεσης τῶν Πατέρων καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Μονῆς ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Στὶς 13 Δεκεμβρίου ἔγινε ἡ φρικτὴ ἐκτέλεση τῶν 1300 Καλαβρυτινῶν καὶ ἡ πυρπόληση τῆς πόλης ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ἡ εἴδηση δὲν ἔφθασε στὴν Ἁγία Λαύρα, διότι οἱ Γερμανοὶ εἶχαν κλείσει τὶς ἐξόδους καὶ εἰσόδους. Ὅμως οἱ Μοναχοὶ ἀπὸ μέρες εἶχαν ἀρχίσει νὰ κρύβουν τὰ πολύτιμα κειμήλια τῆς Μονῆς. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ πρωτοστάτησε ὁ π. Εὐσέβιος, ὁ ὅποιος ἦταν τότε ἐκκλησιαστικὸς.

     Ἀπὸ τὸ Δεκέμβριο ἕως τὸν Ἀπρίλιο ποὺ ἔφυγαν οἱ Γερμανοί, ὁ π. Εὐσέβιος καὶ οἱ ἄλλοι Μοναχοὶ διανυκτέρευαν στὸ δάσος. Τὴν ἥμερα ἐπισκεύαζαν ὅπως μποροῦσαν τὶς χαμωκέλλες τοῦ Μοναστηρίου, γιὰ νὰ κατοικήσουν.

     Παράλληλα ὁ π. Εὐσέβιος πρωτοστατεῖ στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης στὴν προσπάθεια νὰ βοηθηθοῦν οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ τῶν Καλαβρύτων. Οἱ μοναχοὶ ἔβαζαν στὴν ἄκρη ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ τρόφιμα ποὺ τοὺς ἔδινε τὸ Μοναστήρι, καὶ ὁ π. Εὐσέβιος τὰ συγκέντρωνε καὶ τὰ πήγαινε στὰ Καλάβρυτα. Ὁ ἴδιος ἔδινε ὅλο τὸ μερίδιό του.

     Στηρίζει μὲ τὴν προσευχή του, τὸ λόγο καὶ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη τοῦ μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἦταν ὁ παρήγορος ἄγγελος τῶν ταλαιπωρημένων ἐκείνων ὑπάρξεων, ποὺ ὁ πόνος, ἡ ὀρφάνια, ἡ φτώχεια, ἡ πείνα καὶ τὸ κρύο τους ἔσπρωχναν στὴν ἀπόγνωση. Περισσότερο ὅμως συμπονεῖ τὰ παιδιά.

     Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου ξεκινᾶ ἕνα πλούσιο κατηχητικὸ ἔργο στὴν περιοχή. Πηγαινοέρχεται μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι στὰ Καλάβρυτα καὶ στὰ γύρω χωριὰ καὶ κάνει κατηχητικὸ στὰ παιδιά. Δὲν ἦταν ὅμως μόνο ὁ κατηχητής τους. Στὸ πρόσωπο τοῦ σεμνοῦ ἱερομόναχου τὰ ἀπορφανισμένα ἐκεῖνα παιδιὰ βρῆκαν τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφό, τὸ φίλο. Παράλληλα αὐτὰ τὰ χρόνια φοιτοῦσε καὶ στὸ Γυμνάσιο Καλαβρύτων. Λίγο ἀργότερα (ἀπὸ τὸ 1948 ἕως τὸ 1950) μὲ τὴ δραστηριότητα καὶ τὸ ζῆλο ποῦ τὸν διέκριναν, ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς.

Τὸ ἔργο του στὸ Ἱπποκράτειο νοσοκομεῖο

     Τὸ 1951, ἔρχεται στὴν Ἀθήνα νὰ σπουδάσει στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Χάρη στὸ ταπεινό του ἦθος κατόρθωσε νὰ μὴ διαγραφεῖ ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του. Παρέμεινε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγιολαυριώτης ἱερομόναχος.

     Τὸ 1952 χειροτονεῖται Πρεσβύτερος.Τὸν ἑπόμενο κιόλας μήνα διορίζεται ὡς ἐφημέριος στὸ Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν, ὅπου, ὅπως ὁ ἴδιος πίστευε, θὰ ἐργαζόταν μέχρι τὸ τέλος τῶν σπουδῶν του. Ὅμως ὁ Θεὸς εἶχε ἄλλα σχέδια γι' αὐτόν. Τὸν προόριζε νὰ γίνει παρηγοριὰ καὶ στηριγμὸς τῶν πονεμένων ἀνθρώπων στὴν Ἀθήνα, ἐπὶ τρεῖς καὶ πλέον δεκαετίες. Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Θεοκλητός, τὸν ἔκανε Πνευματικό, καὶ τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἔκτοτε ἀσκοῦσε τὸ ἐπίπονο ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐπιτέλεσε πράγματι ἔργο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. Τριανταπέντε σχεδὸν χρόνια ἔζησε μέσα στὸ νοσοκομεῖο ὁ π. Εὐσέβιος σὰν ἀσκητής. Ἦταν ἕνα ἄνθος τῆς ἐρήμου μέσα στὸν κόσμο. Γιὰ νὰ βρίσκεται συνεχῶς κοντὰ στοὺς ἀρρώστους, προτίμησε νὰ μένει μέσα στὸ νοσοκομεῖο, σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ δωμάτιο ποὺ τοῦ παραχώρησαν στὴν ταράτσα τοῦ παλαιοῦ κτιρίου. Ἦταν φτωχὸ καὶ ἀπέριττο. Ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἕνα σιδερένιο κρεββάτι, ἕνα κομοδίνο νοσοκομειακὸ κι ἕνα τραπεζάκι. Χωρὶς κὰν βοηθητικὸ χῶρο, χωρὶς μόνωση, χωρὶς θέρμανση.

     Τὸ φαγητὸ τοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἦταν νοσοκομειακό. Πολλὲς φορὲς ἔκλεινε ἡ τραπεζαρία καὶ ἔμενε νηστικός. Καὶ ὅμως ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τροφὴ γιὰ κεῖνον ἦταν ἡ ἀνακούφιση, ἡ χαρὰ καὶ ἡ πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν ἀσθενῶν. Ἐφάρμοζε τὴν προσωπικὴ ποιμαντικὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀσθενεῖς. Περνοῦσε καθημερινὰ ἀπὸ ὅλους τους θαλάμους, πλησίαζε τὸν κάθε ἄρρωστο καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν βοηθήσει πνευματικά.

     Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς παρακλήσεως τῶν ψυχῶν, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς διακρίσεως. Ἦταν ὁ χαρισματοῦχος Πνευματικός. Διέβλεπε τὸν πνευματικὸ κόσμο τῶν ἀσθενῶν καὶ πολλὲς φορὲς μ' ἕνα του λόγο τοὺς ἔφερνε σὲ μετάνοια. Οἱ ἄρρωστοι, ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ δύσκολοι, ἐξομολογοῦνταν -οἱ περισσότεροι γιὰ πρώτη φορά. Μόνο οἱ αἱρετικοὶ δὲν δέχονταν. Εἶναι χιλιάδες οἱ ψυχὲς ποὺ ἀναγεννήθηκαν κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ Γέροντα ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Καὶ γύριζαν στὰ σπίτια τοὺς νέοι ἄνθρωποι, ζώντας τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, χάρη στὴν ἐργασία ποὺ ἔκανε ὁ π. Εὐσέβιος στὴν ψυχή τους. Εἴτε ἔφυγαν ἕτοιμοι γιὰ τὸν Οὐρανό.

     Ζυμωμένος μὲ τὴ θεία Λατρεία στὸ Μοναστήρι, φρόντισε νὰ εἰσαγάγει τὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ νοσοκομεῖο, τὸ ὅποιο δὲν εἶχε ἀρχικὰ ναό.

     Τελεῖ τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου κάθε Τετάρτη μέσα στοὺς θαλάμους, τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ κάθε πρώτη του μηνὸς καὶ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας κάθε Παρασκευὴ στοὺς διαδρόμους τῶν τμημάτων τοῦ νοσοκομείου. Ἀκούραστος σὲ προσφορὰ εἶχε καθιερώσει τὴν περιφορὰ καὶ λιτάνευση τῆς εἰκόνος σὲ ὅλο τὸ νοσοκομεῖο κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, τοῦ Ἐπιταφίου τὴν Μεγάλη Παρασκευή, τοῦ Σταύρου κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταύρου. Περνοῦσε ἀπὸ κάθε κλίνη. Τὰ Θεοφάνεια ἁγίαζε προσωπικὰ τὸν κάθε ἄρρωστο καὶ ὅλο τὸ νοσοκομεῖο, καὶ τὴν Μεγάλη Τετάρτη ἔχριε ὅλους τους ἀσθενεῖς μὲ τὸ Ἅγιο ἔλαιο. Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ παρηγοροῦνται καὶ νὰ χαίρονται οἱ ἀσθενεῖς.

     Τὴν παραμονὴ κάθε θείας Λειτουργίας ὁ π. Εὐσέβιος ἑτοίμαζε τὸ ναὸ μὲ τὴ βοήθεια εὐλαβῶν ἀδελφῶν καὶ διοικητικῶν ὑπαλλήλων τοῦ νοσοκομείου. Μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια εὐπρέπιζε τὸ Ἱερό. Ἕνα καινούργιο τραπέζι χρησίμευε ὡς Ἁγία Τράπεζα καὶ ἕνα ἄλλο μικρότερο ὡς ἁγία Πρόθεση. Λειτουργοῦσε μὲ Ἀντιμήνσιο.

     Ὁ ταπεινὸς διάδρομος χάρη στὴν ἁγιωσύνη τοῦ Ἁγιολαυριώτη Ἱερομονάχου μετατρεπόταν σὲ ἐπίγειο οὐρανό. Ἀσθενεῖς πολλοὶ κατέβαιναν ἐκεῖ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, ἰατροί, νοσηλευτικὸ καὶ διοικητικὸ προσωπικό, ἐργαζόμενοι νέοι καὶ φοιτητὲς ποὺ ἔψαλλαν.

     Χάρη στὶς προσευχές του καὶ στὶς ἀκάματες προσπάθειές του, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, θεμελιώθηκε ὁ Ἱερὸς Ναὸς τοῦ νοσοκομείου τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1958, σὲ καίρια γωνιακὴ θέση ἐπὶ τῆς Βασιλίσσης Σοφίας. Ὁ Ναὸς ἐγκαινιάσθηκε τὸ 1965. Ἀργότερα κοσμήθηκε ὁ Ναὸς μὲ ὡραῖο σκαλιστὸ μαρμάρινο τέμπλο καὶ θαυμάσιες ἁγιογραφίες.

     Λειτουργοῦσε τρεῖς μὲ τέσσερις φορὲς τὴν ἑβδομάδα τὸ πρωὶ 4.30-7.30 π.μ., γιὰ νὰ κοινωνήσουν ἐγκαίρως οἱ ἀσθενεῖς, καὶ νὰ προλάβει τὸ προσωπικό του νοσοκομείου καὶ ἄλλοι ἐργαζόμενοι καὶ φοιτητὲς ποὺ σύχναζαν ἐκεῖ, νὰ ἐκκλησιασθοῦν. Κατέβαινε ἀπὸ τὶς τέσσερις γιὰ τὴν προσκομιδή. Μνημόνευε ἀμέτρητα ὀνόματα. Ὅταν τελείωνε ἡ θεία Λειτουργία ἀνέβαινε μὲ τὸ Ἅγιο Ποτήριο στοὺς θαλάμους νὰ κοινωνήσει στὴν κλίνη τοὺς ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶχε ἐξομολογήσει καὶ προετοιμάσει κατάλληλα.

     Ἀδελφές του νοσοκομείου καὶ ἰατροὶ ὁμολογοῦν ὅτι πολλάκις συνέβη, ὅταν μετέβαινε ὁ π. Εὐσέβιος νὰ κοινωνήσει κάποιον ἄρρωστο, ἐκεῖνος νὰ ἔχει πέσει σὲ κῶμα. Τὸν βεβαίωναν ὅτι δὲν ἔχει πλέον καμιὰ ἐπικοινωνία. Ὁ π. Εὐσέβιος ἀμίλητος πλησίαζε τὸν ἀσθενῆ, τὸν σταύρωνε μὲ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, τὸν προσφωνοῦσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὸν καλοῦσε νὰ πάρει τὸ Χριστό, «τὸ Μεγάλο Γιατρό». Ἐκεῖνος ἄνοιγε τὰ μάτια του, πρὸς ἔκπληξη τῶν παρευρισκομένων, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ κοινωνοῦσε μὲ πόθο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἀνελάμβανε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ παρ' ἐλπίδα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἀναχωροῦσε γιὰ τὸ σπίτι του. «Νά, ἡ δύναμις τῶν Μυστηρίων, ἡ δύναμις τῆς Ἐκκλησίας μας», ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ π. Εὐσέβιος δίνοντας δόξα στὸ Θεό.

     Διακονοῦσε στὸ Μυστήριο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Γι' αὐτὸ τὸ σκοπὸ ὑποβαλλόταν σὲ κάθε θυσία. Κοιμόταν δύο, τρεῖς ἢ τὸ πολὺ τέσσερις ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο. Μερικὲς φορὲς καὶ καθόλου. Συνέβη, ἐπιστρέφοντας στὶς 3.30 μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀπὸ ἀγρυπνία ποὺ εἶχε τελέσει στὸ Μοναστήρι του στὸν Ὠρωπό, νὰ ἐξομολογήσει κάποιον ἄρρωστο, ποὺ μόλις τότε τὸ εἶχε ἀποφασίσει, καὶ ποὺ τὸ πρωὶ θὰ ἔμπαινε στὸ χειρουργεῖο. Δύο ὧρες κράτησε ἡ Ἐξομολόγηση. Ἦταν ἤδη ἔξι τὸ πρωί, ὅταν ὁ Γέροντας ἔμπαινε στὸ κελλί του. Σὲ λίγο θὰ ἄρχιζε μία καινούργια ἥμερα μὲ τὸ δικό της φόρτο ἐργασίας. Ἐκεῖνος ὅμως δόξαζε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς ψυχῆς. Δὲν ὑπολόγιζε τὸν κόπο. Ἄλλωστε, ὅπως συνήθιζε νὰ λέει, «ἡ κούρασις ξεκουράζει»!

     Ἐπὶ εἴκοσι περίπου χρόνια (1967-1986) ἐξομολογοῦσε τὰ κωφάλαλα παιδιὰ τῆς Σχολῆς Κωφῶν καὶ Βαρυκόων στοὺς Ἀμπελοκήπους, καὶ λειτουργοῦσε κατὰ διαστήματα στὸν Ἅγιο Λουκᾶ, ἀπὸ τὸ 1960 ἕως τὸ 1986 γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Ἐπὶ δώδεκα περίπου ἔτη ἐξομολογοῦσε τὶς σπουδάστριες στὴ Σχολὴ Ἐπισκεπτριὼν Ἀδελφῶν στοὺς Ἀμπελοκήπους καὶ λειτουργοῦσε σὲ μία αἴθουσα τῆς Σχολῆς γιὰ νὰ κοινωνήσουν. Τὴν ἴδια ἐπίσης πνευματικὴ διακονία ἔκανε καὶ στὴ Σχολὴ Μαιῶν κοντὰ στὸ νοσοκομεῖο Ἀλεξάνδρα.

     Ἀκτήμων σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ ἀφιλοχρήματος ὁ π. Εὐσέβιος οὐδέποτε ἀπέκτησε κάποιο περιουσιακὸ στοιχεῖο στὸ ὄνομά του καὶ οὔτε εἶχε ποτὲ βιβλιάριο καταθέσων σὲ ἐπίγειες τράπεζες. Ποτὲ δὲν πῆρε τὸ μισθὸ τοῦ ἀλλὰ ἔδινε ἐντολὴ νὰ διαμοιράζεται σὲ ἄπορους ἀσθενεῖς. Συνήθιζε νὰ τοποθετεῖ διακριτικὰ κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλο τοὺς ἕνα φακελάκι μὲ χρήματα.

     Ἐπὶ τρεῖς καὶ πλέον δεκαετίες τὸ Ἱπποκράτειο ὑπῆρξε καταφύγιο ψυχῶν καὶ πολυσύχναστη πνευματικὴ κυψέλη, χάρις στὴν ἁγιωσύνη τοῦ Γέροντα. Σύχναζαν ἐκεῖ οἱ φιλακόλουθοι, οἱ φιλομόναχοι καὶ πολλὲς χριστιανικὲς οἰκογένειες, νέοι δὲ πάρα πολλοί, ἐργαζόμενοι καὶ φοιτητές.

     Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ τελοῦνταν κανονικὰ ὅλες οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες, Θεῖες Λειτουργίες καὶ συχνὰ ἀγρυπνίες. Τὸ Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο ἔγινε μία ὄαση πνευματικὴ στὴν ἔρημό της Ἀθήνας, λιμάνι ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς οἰκείους τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ χιλιάδες ψυχὲς ποὺ ἔβρισκαν ἐκεῖ τὸν διακριτικὸ ἐξομολόγο, τὸ χαρισματοῦχο Γέροντα, τὸν ἀφοσιωμένο Λειτουργὸ.

     Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἐξομολόγηση τῶν ἀσθενῶν ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες τῆς ἡμέρας στὴν Ἐξομολόγηση τῶν ἐξωτερικῶν ποὺ καθημερινὰ πλήθαιναν. Ὁ π. Εὐσέβιος δὲν ἦταν ἁπλῶς ὁ ἐξομολόγος καὶ διακριτικὸς πνευματικὸς ὁδηγὸς τῶν πιστῶν ποὺ κατέφευγαν κοντά του, ἦταν ἀληθινὸς Πατέρας. Ἢ ἀγάπη του γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιὰ ξεπερνοῦσε τὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ τὸν ἔκαναν κοινωνὸ τῶν προβλημάτων τους. Ὁ π. Εὐσέβιος τὰ ἐνίωθε καὶ τὰ ἀνελάμβανε σὰν δικά του.

     Μεγάλη εὐλογία ἐρχόταν σὲ ὅλους μὲ τὴν προσευχή του. Προβλήματα δυσεπίλυτα, προσωπικὰ ἢ οἰκογενειακά, ἔπαιρναν καλὴ πορεία καὶ τακτοποιοῦνταν. Ἡ συμμετοχή του στὰ προβλήματα τῶν πνευματικῶν του τέκνων δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν προσευχή. Συμπαραστεκόταν ἄμεσα καὶ ἀπὸ κοντά.

     Ὡς γνήσιος Πατέρας στήριζε ὄχι μόνο ἠθικὰ ἀλλὰ καὶ ὑλικά τους νέους ποὺ σπούδαζαν. Ἔδινε συχνὰ χρήματα σὲ φοιτητές, ἀνεξαρτήτως ἂν ἦταν ἡ ὄχι πνευματικά του τέκνα. «Εὐλογία, εὐλογία, ἔλεγε, καὶ μὴν τὸ πεῖς σὲ κανέναν... Ὅταν ἔχεις ἀνάγκη παιδί μου, ἐδῶ νὰ ἔρχεσαι». Τοὺς ἔδινε ἀκόμη καὶ τὸ φαγητό του. Εἶχε νοικιάσει μαζὶ μὲ τὸν παλαιὸ συμμοναστὴ τοῦ ἀρχιμανδρίτη π. Ἠλία Τσακογιάννη, μετέπειτα Μητροπολίτη Δημητριάδος, ἕνα σπίτι, κοντὰ στὸ Ἱπποκράτειο νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ στεγάζονται φοιτητὲς ἀπὸ τὴν ἐπαρχία.

     Ὁ ἅγιος Γέροντας, ὡς πνευματικὸς Πατέρας, ἦταν ἀνεξάντλητος στὴν προσφορὰ ἀγάπης πρὸς τὶς οἰκογένειες τὶς ὁποῖες στήριζε καὶ ὑλικά. Ἐπὶ χρόνια ὁλόκληρα πλήρωνε τὸ ἐνοίκιο ἄπορων οἰκογενειῶν. Μὲ πολλὴ στοργὴ περιέβαλλε παιδιὰ ὀρφανὰ ἀπὸ πατέρα ἡ μητέρα. Φρόντιζε γιὰ ὅλες τὶς ἀνάγκες τους.

     Σ' ὅλη του τὴ ζωὴ τόνιζε τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως. «Ἄριστο εἶναι νὰ ἔχει ὅλη ἡ οἰκογένεια ἕνα Πνευματικὸ πατέρα» ἔλεγε, ποὺ νὰ γνωρίζει τὰ θέματά της καὶ νὰ προσεύχεται, καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ὅλα τὰ μέλη νὰ κοινωνοῦν συχνὰ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐκεῖ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη.

     Ὁ π. Εὐσέβιος εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ἱεραποστολῆς ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ζῆλος γιὰ  τὴν οἰκοδομὴ καὶ τὴ σωτηρία τῶν συνανθρώπων τοῦ τὸν κατέτρωγε. Τὸ νὰ «εὐαγγελίζεται» ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἄφησε κενὸ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ στὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς σπορᾶς. Ἀπὸ τὸ 1958 μέχρι τὸ τέλος τῆς διακονίας του στὸ νοσοκομεῖο, λειτουργοῦσαν Κατηχητικὰ Σχολεῖα (Κατώτερο, Μέσο καὶ Ἀνώτερο) καὶ κύκλοι νέων καὶ νεανίδων στὸν Ἅγιο Λουκᾶ.

     Ὁ π. Εὐσέβιος ἦταν πολὺ αὐστηρὸς στὴν προσωπική του ζωή, ἀσκητικὸς καὶ ἀθόρυβος. Ἓν τούτοις εἵλκυε κοντὰ τοῦ πλῆθος νέων ἀνθρώπων, οἱ ὅποιοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἔτρεφαν πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπέραντο σεβασμὸ καὶ ἀφοσίωση. Ἦταν ὁ φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα παιδαγωγός.

     Οἱ κατὰ καιροὺς διευθυντὲς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς συνιστοῦσαν στοὺς ἱεροσπουδαστὲς νὰ πηγαίνουν στὸν π. Εὐσέβιο γιὰ Ἐξομολόγηση καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση. Γιὰ χάρη τοὺς ὁ Γέροντας ἔκανε σύναξη κάθε Πέμπτη ἀπόγευμα, ποὺ εἶχαν ἔξοδο ἀπὸ τὴ σχολή τους. Εἶναι πάρα πολλοὶ οἱ ἱερεῖς οἱ ὅποιοι κατὰ τὴν περίοδο τῶν σπουδῶν τοὺς μαθήτευσαν «παρὰ τοὺς πόδας» τοῦ π. Εὐσεβίου, ὁ ὁποῖος καλλιέργησε μέσα τοὺς τὸ γνήσιο Ὀρθόδοξο ἦθος καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

Κτιτωρ ἱερῶν μονῶν

     Ἀληθινὸς Μοναχὸς ὁ ἴδιος καὶ πλήρης θείας Χάριτος ἀναδείχθηκε ἐμπνευστὴς Ἱερατικῶν καὶ Μοναχικῶν κλίσεων. Ἀσκητικός, ταπεινός, γλυκὺς καὶ πράος ἔγινε ὁ ἔμπειρος καὶ ἀπλανὴς Νυμφαγωγὸς πολλῶν ψυχῶν ποὺ ποθοῦσαν τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία.

     Ἐραστὴς τοῦ Μονήρους κατὰ Θεὸν βίου ὑπῆρξε ἐμπνευσμένος διοργανωτὴς Κοινοβίων. Παράλληλα μὲ τὴν ἐξαντλητικὴ ἐργασία καὶ διακονία του στὸ Νοσοκομεῖο, ἵδρυσε καὶ ἐκ βάθρων ἀνήγειρε τὴν Ἱερὰ Γυναικεία Κοινοβιακὴ Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὸ Μαρκόπουλο Ὠρωπού, ὅπου ἀναλώθηκε ἐπὶ εἴκοσι ἔτη (1967-1987) ὡς Κτίτωρ καὶ πνευματικὸς Πατέρας.

     Τὸ 1987, ποὺ ὁ π. Εὐσέβιος εἶχε πλέον συνταξιοδοτηθεῖ, ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας μὲ μία ὁμάδα εὐλαβῶν νεανίδων, πνευματικῶν του τέκνων ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ μονάσουν.

     Ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Καλαβρύτων θεώρησε ξεχωριστὴ εὐλογία τὴν ἄφιξη τοῦ π. Εὐσεβίου στὴ Μητρόπολή του. Τὸν περιέβαλε μὲ πηγαία ὑϊικὴ ἀγάπη καὶ τοῦ ἔδειξε δυὸ Μοναστήρια τῆς Ἐπαρχίας του. Ὁ ἱερὸς λόφος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μὲ τὸ ὑγιεινὸ κλίμα, τὸ ἄριστο νερὸ τῶν πηγῶν καὶ τὸ πανέμορφο φυσικὸ τοπίο μὲ τὸν ἀνοικτὸ ὁρίζοντα, ἐνέπνευσε τὸν Γέροντα, ὥστε νὰ ἐπιλέξει τὸ ἐρειπωμένο Μετόχι τῆς Ι. Μ. Ταξιαρχῶν, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ἡ Ἀδελφότητα.

     Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1987, τὸ ἕως τότε Μετόχι μετατράπηκε μὲ προεδρικὸ διάταγμα σὲ Ἱερὰ Γυναικεία Κοινοβιακὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Μὲ τὴν οὐσιαστικὴ ἠθικὴ καὶ ὑλικὴ βοήθεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Ἀμβροσίου, τὸ παλαιὸ κτήριο ἀνακαινίσθηκε ἐκ βάθρων καὶ οἱ πρῶτες δεκατέσσερις Ἀδελφὲς ἐγκαταστάθηκαν στὰ τέσσερα κελλιά του, τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα τοῦ 1988.

     Ὁ ἐρχομὸς τοῦ π. Εὐσεβίου στὴ Μητρόπολη Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστοὺς εὐλογία Θεοῦ καὶ δῶρο τοῦ Οὐρανοῦ. Μέσα στὰ ὀκτὼ χρόνια ποὺ ἔζησε ἐκεῖ -κατὰ κοινὴ ὁμολογία- ἀναμόρφωσε πνευματικὰ τὴν Αἰγιαλεία μὲ τὶς κατανυκτικὲς θεῖες Λειτουργίες, τὶς Ἀγρυπνίες, τὴν Ἐξομολόγηση, τὸ ἐμπνευσμένο κήρυγμά του καὶ τὶς κατ' ἰδίαν πατρικὲς νουθεσίες. Ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγιασμένου Γέροντα βρῆκε τὸν πονετικὸ πατέρα ὁ ὁποῖος συνέπασχε μαζί του.

     Ἡ ἀνεπάρκεια τοῦ χώρου γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς Ἀδελφότητος ἀνάγκασαν τὸν Γέροντα στὰ 77 τοῦ χρόνια νὰ ἀποδυθεῖ σ' ἕνα τιτάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας Μονῆς μὲ μοναδικὸ ἐφόδιο τὴν ἀκράδαντη πίστη του στὸ Θεό. Ἡ ἀνέγερση τῆς νέας Μονῆς ἦταν ἕνα παρατεινόμενο θαῦμα, ἀφοῦ χρήματα δὲν ὑπῆρχαν, καὶ ἡ νεοσύστατη Μονὴ δὲν εἶχε καμιὰ περιουσία.

     Ὁ Γέροντας, ἔχοντας ἄνωθεν πληροφορία ἐνθάρρυνε τὶς Μοναχές: «Μὴν ἀνησυχεῖτε. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προπορεύεται. Ἐκεῖνος θὰ τὸ κτίσει. Ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο ταμεῖο γιά μας καὶ ὅταν χρειαζόμαστε μᾶς δίνει...». Τὸ κτήριο θεμελιώθηκε τὸ 1991, καὶ τὸ 1995 ποὺ ὁ Γέροντας ἐκοιμήθη, εἶχε σχεδὸν ὁλοκληρωθεῖ.

     Εἶναι σημαντικὸ τὸ ὅτι ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐργαζόμενοι στὴ Μονὴ (χτίστες, σιδεράδες, μαρμαράδες, ὑδραυλικοί, ἠλεκτρολόγοι), συγκινημένοι ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμα τοῦ ἐξομολογήθηκαν κοντά του, καθὼς καὶ οἱ οἰκογένειές τους.

     Ὁ ἔμπειρος στὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἠγιασμένος Γέροντας ὀργάνωσε τὸ ἱερὸ Κοινόβιο σύμφωνα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ γνήσιου Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ὁσία ζωὴ τοῦ ἦταν κανὼν καὶ τύπος ἀληθινοῦ Μονάχου καὶ μὲ τὶς ἅγιες νουθεσίες τοῦ καλλιεργοῦσε καὶ καθοδηγοῦσε ἀκάματα τὶς Μοναχὲς στὴν στενὴ τρίβο τῆς Ἀγγελικῆς πολιτείας.

     Χιλιάδες ἄνθρωποι ἀνέβαιναν ἕως ἐκεῖ γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὸν ἅγιο Γέροντα. Ἡ γλυκιὰ καὶ ὀσιακὴ μορφὴ τοῦ μετέδιδε Χάρη. Κοντὰ τοῦ οἱ ψυχὲς εἰρήνευαν καὶ γεύονταν ἁγιοπνευματικὴ χαρά. Ἡ φιλοξενία τοῦ ἀρχοντική, παροιμιώδης.

     Οἱ πάντες ἐνίωθαν τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη του. Ὁ καθένας ἐνίωθε ὅτι ὁ Γέροντας τὸν ἀγαποῦσε περισσότερο. Γιατί εἶχε μία ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ ὅλους. Εἶχε πολλὴ παρρησία στὸ Θεό· ἡ προσευχὴ τοῦ ἔλυνε δυσεπίλυτα προβλήματα, θεράπευε ἀνίατες ἀσθένειες, φυγάδευε ἀκάθαρτα πνεύματα, ἔφερνε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Βαθιὰ ταπεινός, εἶχε τὰ χαρίσματα τῆς διοράσεως καὶ προοράσεως, ὅμως δὲν ἔδινε σημασία σ' αὐτά· ἐκεῖ ποὺ ἑστίαζε τὴν ποιμαντική του ἦταν ἡ μετάνοια, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος βίωνε καὶ γι' αὐτὸ τὴν ἐνέπνεε.

     Ὁ Γέροντας εἶχε ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχὴ τοῦ εἶχε ἀγγελικὴ καθαρότητα. Ἄδολος, ἀθῶος, ἁπλός. Ἀποκορύφωμα ὅλων, ὅμως, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη του καὶ ἡ βαθύτατη ταπείνωσή του. Σύγχρονος νηπτικὸς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Γέροντας, εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς.

     Ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν ἡ θεία Λειτουργία, καὶ ἡ μνημόνευση ὀνομάτων στὴν ἁγία Προσκομιδὴ ἡ προσφιλέστερη ἀπασχόλησή του. Μνημόνευε ἀμέτρητα ὀνόματα, ἐπὶ τέσσερις καὶ πλέον ὧρες. Στὰ 52 χρόνια Ἱερωσύνης τοῦ οὐδέποτε κάθισε στὸ Ἱερὸ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς θείας Λειτουργίας. Ἀπὸ τὶς 4.30 ἕως τὶς δώδεκα, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ Ἱερό, ἦταν ὄρθιος καὶ δὲν ἐνίωθε καθόλου κούραση· τὸ Ἱερὸ Βῆμα γιὰ τὸ Γέροντα ἦταν ὁ πιὸ εὐχάριστος χῶρος ἐπάνω στὴ γῆ.

     Ὁ ἴδιος ζοῦσε ἐν μετάνοια καὶ γι' αὐτὸ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴ μετάνοια καὶ τὴ Μυστηριακὴ ζωή. Ὡς Πνευματικὸς πατέρας ἦταν Χριστοκεντρικός. Συνέδεε τὰ πνευματικά του τέκνα μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι μὲ τὸ πρόσωπό του. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ πνευματικό του ἔργο συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμησή του. Ἦταν ὑπέρμαχος τῆς συχνῆς -κατόπιν βέβαιά της κατάλληλης προετοιμασίας- θείας Μεταλήψεως καὶ καλλιεργοῦσε τὰ πνευματικά του τέκνα μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα.

     Ἐπειδὴ εἶχε σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ συμπονοῦσε πολύ τους ἄρρωστους καὶ προσευχόταν γι' αὐτούς, ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ χάρισμα τῶν ἰαμάτων. Ἡ ἔμπονη προσευχὴ τοῦ ἄλλαζε τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Ἑκατοντάδες εἶναι τὰ περιστατικὰ θαυματουργικῆς θεραπείας ἀσθενῶν.

     Ὁ Γέροντας ἔβλεπε ἐν Ἁγίω Πνεύματι τὶς ψυχὲς ὅπως πραγματικὰ ἦταν, ἀλλὰ καὶ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ βρίσκονταν πολὺ μακριά. Γνώριζε τοὺς κρυφοὺς διαλογισμοὺς τῶν καρδιῶν καὶ προγνώριζε γεγονότα πολλὰ χρόνια προτοῦ συμβοῦν. Ὅμως ἀπὸ πολλὴ ταπείνωση ἀπέκρυπτε ἐπιμελῶς τὰ χαρίσματα αὐτά, τὰ ὅποια οὐδόλως ἀξιολογοῦσε. «Τὸ προορατικὸ καὶ διορατικὸ χάρισμα δίνονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ δὲν σώζουν τὸν ἄνθρωπο, ἡ μετάνοια ὅμως σώζει, αὐτὴ μας χρειάζεται», ἔλεγε.

     Μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ τὴ συνεχῆ Μυστηριακὴ ζωὴ εἶχε λάβει ἐξουσία κατὰ τῶν δαιμόνων. Οἱ προσευχές του, κυρίως ὅμως ἡ ταπεινοφροσύνη του, φυγάδευαν ἀκάθαρτα πνεύματα.

     Ἡ ἀρετὴ ποὺ κυρίως διέκρινε τὸν π. Εὐσέβιο ἦταν ἡ βαθιὰ ταπείνωσή του. Ζοῦσε στὴν ἀφάνεια καὶ ἐργαζόταν ἀθόρυβα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο ἀγαποῦσε ἐξ ὅλης ψυχῆς, διανοίας καὶ ἰσχύος. Ὁ ἴδιος ἐπιμελῶς ἀπέκρυπτε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε πολὺ ταπεινὴ ἰδέα.

     Ἀνεξίκακος συγχωροῦσε ἀμέσως ὅσους τὸν ἔβλαπταν καὶ τοὺς εὐεργετοῦσε, τόσο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ τοὺς ἄλλαζε.

     Ἡ ὑπομονή του στὶς δυσκολίες, τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς θλίψεις ἦταν ἀπέραντη. Ὑποτασσόταν μὲ ταπείνωση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· εὐχαριστοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸ ὄνομά Του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ ὀδυνηρὲς καὶ δύσκολες ὧρες τῆς ζωῆς του. Τὸ «δόξα Σοὶ ὁ Θεὸς» δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὰ χείλη του.

τό ὀσιακό τέλος του

     Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ λειτουργεῖ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ νὰ αὐτοεξυπηρετεῖται μέχρι τέλους. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ τὰ χάρισε καὶ τὰ δύο. Ἡ τελευταία Θεία Λειτουργία ἦταν σαράντα ἡμέρες πρὸ τῆς ὀσιακῆς κοιμήσεώς του στὶς 8 Μαΐου, ἑορτὴ τοῦ προστάτου τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

     Τὴν ἁγία ζωὴ τοῦ σφράγισε τὸ κατὰ πάντα ὀσιακὸ τέλος τοῦ τὸ ὁποῖο καὶ προγνώρισε. Ἀντιμετώπισε τὴν ὀδυνηρὴ νόσο τοῦ καρκίνου μὲ θαυμαστὴ καρτερία καὶ δοξολογία στὸ Θεό. Μέσα στοὺς φρικτοὺς πόνους τοῦ ἀκατάπαυστα ἐδόξαζε τὸν Θεό. Καθημερινὰ κατέφθαναν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του γιὰ τελευταία φορά. Ἦλθαν Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ μοναχές. Παρὰ τοὺς ἀφόρητους πόνους τοῦ ὅλους τους δεχόταν. Τακτοποίησε ἀθόρυβα ὅλα τὰ θέματα τῆς Ἀδελφότητος. Ἄφησε καὶ γραπτῶς τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες πρὸς τὶς Μοναχές.

     Εἶχε πλήρη διαύγεια μέχρι τέλους. Εὐλογοῦσε καὶ συμβούλευε πατρικά, συγχωροῦσε ἀπὸ τὴν καρδιά του, ζητοῦσε πρῶτος συγγνώμη καὶ εὐχαριστοῦσε ὅλους. Συμβούλευε τὶς Μοναχὲς γιὰ ἑνότητα καὶ ἀγάπη. Προσευχόταν ἀκατάπαυστα.

     Ἐπὶ ἕνδεκα συνεχεῖς ἡμέρες ἐτελεῖτο Ἀγρυπνία στὴ Μονὴ καὶ ὁ π. Εὐσέβιος περίμενε μὲ πολλὴ λαχτάρα κάθε φορᾶ τὴ Θεία Κοινωνία.

     Μιλοῦσε ἀνοικτὰ καὶ χωρὶς φόβο γιὰ τὸ θάνατό του: «Τὸ μοναδικὸ ταξίδι, τὸ ὑπέροχο, τὸ ἄφθαστο ταξίδι»!

     Τὴν περισσότερη ὥρα ἔμενε σιωπηλός. Βυθισμένος στὴν προσευχὴ καὶ στὶς οὐράνιες θεωρίες, σήκωνε ποὺ καὶ ποὺ τὸ ἐξαντλημένο χέρι του καὶ προσπαθοῦσε νὰ κάνει τὸ σταυρό του.

     Ξημέρωνε ἡ 19η Ἰουνίου, ἥμερα Δευτέρα. Ἡ θεία Λειτουργία τελείωσε γύρω στὶς 2 τὸ πρωί. Ὁ Γέροντας, ἂν καὶ ἦταν τόσο βαριά, κατέβασε τὰ πόδια του ἀπὸ τὴν κλίνη καὶ κοινώνησε καθιστὸς γιὰ τελευταία φορά. Ἀπὸ σεβασμό, οὔτε μία φορὰ δὲν κοινώνησε ξαπλωμένος.

     Ἦταν πανέτοιμος. Ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔφευγε πλησίαζε. Βαθιὰ σιγὴ ἐπικρατοῦσε στὸ κελλί του.

     Στὶς ἔξι τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας εἶπε μὲ φωνὴ μισοσβησμένη:

     «Φεύγω... Λειβάδια! Λειβάδια!».

     Οἱ μοναχὲς πῆραν τὴν εὐχή του γιὰ τελευταία φορά. Ἡ ὥρα ἦταν 9 π. μ., ὅταν ἔφερε τὸ βλέμμα τοῦ γύρω, τὶς κοίταξε, ἔπλεξε μὲ κόπο τὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν τοῦ μεταξύ τους, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἑνότητα, καὶ τοὺς εἶπε ψιθυριστά: «ἑνωμένες, ἑνωμένες, ἑνωμένες καὶ ἀγαπημένες. Πάντα μαζί, ὅλοι μαζί, ἐκεῖ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ μαζί».

     Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν ἄκουσαν νὰ λέει:

     «Ὅλα λάμπουν, ὅλα λάμπουν, ὅλα λάμπουν».

     Στὶς 10.15 π.μ., ὁ Γέροντας ἀνάσαινε μὲ πολλὴ δυσκολία. Ξαφνικά, σήκωσε ζωηρὰ τὸ κεφάλι του, κοίταξε ψηλὰ καὶ δεξιὰ μὲ μία ἔκφραση εὐχάριστου ἐκπλήξεως. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε.

    «Χαίρω, χαίρω, χαίρω!» εἶπε, καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πέταξε στὰ οὐράνια σκηνώματα.

     Ἡ κηδεία τοῦ ἦταν μία ἀποκάλυψη. Ἦταν ἡ καλὴ ἔξωθεν μαρτυρία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἅγιο Γέροντα ποὺ ἀναλώθηκε στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης. Χιλιάδες λαοῦ, ἀπ' ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος πέρασαν ἀπὸ τὸ ἀπέριττο φέρετρο τοῦ ἀποδίδοντας τὸν ὕστατο χαιρετισμό. Ἑπτὰ Ἀρχιερεῖς, πολλοὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι κι ἕνα πλῆθος μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ κατευόδωσαν τὸ Γέροντα στὸ ὕστατο ταξίδι...

     Πλάι στὸ ἵερό του Καθολικοῦ ἐναποτέθηκε τὸ σεπτὸ σκήνωμά του, γιὰ ν' ἀναπαυθεῖ ἀπὸ τοὺς κόπους του.

Ἀπὸ τό: ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ καὶ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ τοῦ πολυχαρισματούχου Γέροντος ΕΥΣΕΒΙΟΥ Γιαννακάκη (1910-1995) ΕΚΔ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη 2009)