Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης

2015-11-01 21:41

  1. Ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ οἰκογένειά του

        Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰάκωβος γεννήθηκε τὴν 5η Νοεμβρίου τοῦ 1920 στὰ εὐλογημένα καὶ ματωμένα χώματα τῆς ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συγκεκριμένα στὸ Λιβίσι τῆς Μάκρης, μία μικρὴ πόλη ἀπ' τὶς παραθαλάσσιές της Ἰωνικῆς Γής, στὸ ὕψος περίπου τοῦ Καστελλόριζου, ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Σταῦρο Τσαλίκη καὶ τὴν Θεοδώρα, κόρη τοῦ Γεωργίου καὶ τῆς Δέσποινας Κρεμμυδά. Οἱ γονεῖς τοῦ Γέροντος γέννησαν ἐννέα παιδιά, ἀλλὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ μείνουν μόνον τρία.

        Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ εὔπορες οἰκογένειες τῆς περιοχῆς, ὁ μεγάλος της ὅμως πλοῦτος ἦταν ἡ εὐσέβειά της καὶ ἡ ἁγνὴ χριστιανικὴ πίστη ποὺ εἶχε πολὺ βαθιὲς ρίζες. Τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τῆς εἶχε νὰ καυχηθεῖ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ καύχηση ἑπτὰ γενεὲς Ἱερομονάχων, ἕναν ἀρχιερέα καὶ ἕναν ἅγιο. Τὰ θλιβερὰ γεγονότα ὅμως τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, οἱ θηριωδίες καὶ τὰ ἐγκλήματα τῶν ἀγριανθρώπων Νεοτούρκων καὶ τῶν Κεμαλικῶν σὲ βάρος τῶν χιλιάδων Ἑλλήνων τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου, ποὺ εἶχαν ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τὸ 1915 καὶ 1917 μέχρι τὸ 1920, ἔπληξαν καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Γέροντος Ἰακώβου. Ὁ παπποὺς καὶ νονός του, ὁ Γιώργης Κρεμμυδᾶς, ἄνθρωπος πραγματικά του Θεοῦ, ὁ θεῖος του, ὁ γιατρὸς Χατζηδουλής, καθὼς καὶ ἄλλοι οἰκεῖοι του συνελήφθησαν ἀπ' τοὺς Τούρκους καὶ στὴ διάρκεια τῆς ἐξοντωτικῆς πορείας γιὰ τὰ τάγματα ἐργασίας στὰ βάθη τῆς Τουρκίας ξεψύχησαν κοντὰ στὴ Νίγδη ἀπ' τὰ βασανιστήρια τῶν ἄγριων καὶ αἱμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων - χωροφυλάκων - καὶ στρατιωτῶν. Ὁ πατέρας του, Σταῦρος Τσαλίκης, πιάστηκε αἰχμάλωτος κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἄνδρες τοῦ Λιβισιοῦ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922. Μετὰ ἀπὸ φοβερὲς κακουχίες, ἀτέλειωτες ὀδυνηρὲς ὁδοιπορίες καὶ ἀναγκαστικὲς ἐργασίες σὲ ὀρυχεῖα, νταμάρια καὶ ἀλλοῦ, τὸν πῆγαν στὰ μέρη τῆς Τραπεζούντας καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ χτίζει νοσοκομεῖο.

  1. Ὁ ξεριζωμὸς

        Ὁ π. Ἰάκωβος, δύο χρονῶν τότε παιδάκι, μὲ τὴ γιαγιά του, τὴ μητέρα του, τὰ δύο του ἀδέλφια, τὸν Γιῶργο τεσσάρων χρονῶν καὶ τὴν Ἀναστασία, σαράντα μόλις ἡμερῶν, ξεριζώθηκαν κι αὐτοὶ ἀπ' τὴν πατρίδα τους, τὸ Λιβίσι, μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέροντες, καταληστευμένοι καὶ ταλαιπωρημένοι πολὺ ἀπ' τοὺς Τούρκους, ποὺ εἶχαν γίνει πιὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες μόνο μαχαιροβγάλτες, ἅρπαγες καὶ βιαστές. «Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς...». Τὰ καράβια τῆς προσφυγιᾶς ποὺ μετέφεραν τοὺς Ἕλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους ἀπὸ πείνα, δίψα καὶ ψείρα, «πιάσανε» στὸν Πειραιά. «Ὅταν κατεβήκαμε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ», ἀφηγεῖτο ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, «παρόλη τὴ νηπιακή μου ἡλικία, θυμᾶμαι ὅτι ἀκούσαμε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωὴ μᾶς κάποιους Ἕλληνες νὰ βλαστημᾶνε τὰ Θεία. Τότε ἡ γιαγιά μου εἶπε: "Ποῦ ἤρθαμε ἐδῶ; Καλύτερα νὰ γυρίσουμε πίσω νὰ μᾶς σκοτώσουν οἱ Τοῦρκοι, παρὰ νὰ ἀκοῦμε τέτοια λόγια. Στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲν ξέραμε τέτοια ἁμαρτία». Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς γιαγιᾶς τοῦ Γέροντος Ἰακώβου φανερώνουν τὸ πῶς οἱ Μικρασιάτες ζοῦσαν τὸν Θεό.

        Ἀπὸ τὸν Πειραιὰ τὸ καράβι ποὺ μετέφερε καὶ τὴν οἰκογένειά του Γέροντα ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰτέα, ὅπου ἐκεῖ τους κατέβασαν μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους πρόσφυγες καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ὁδήγησαν ποδαρόδρομο σ' ἕνα χωριὸ τῆς Ἀμφισσας, τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ὅπου ἔμειναν μαζὶ μὲ ἄλλες οἰκογένειες κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες, σὲ μία μακρόστενη ἀποθήκη γιὰ δύο χρόνια.

        Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔφερε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια στὴν περιοχὴ ὅπου ζοῦσαν τὸν πατέρα τοῦ Γέροντος γιὰ ἀναζήτηση ἐργασίας, ὁ ὁποῖος εἶχε δραπετεύσει ἀπ' τοὺς Τούρκους, παρόλο ποὺ τὸν φύλαγαν σὰν τὰ μάτια τους, γιατί τὸν εἶχαν ἀνάγκη γιὰ ἀρχιμάστορα, κι ἔτσι ξανάσμιξε μὲ τὴν οἰκογένειά του μὲ θαυμαστὸ τρόπο.

  1. Ἡ κλίση του πρὸς τὸ Θεὸ

        Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, πέντε χρονῶν παιδάκι τότε, γιὰ παιχνίδι τοῦ εἶχε ἕνα κεραμιδάκι στὸ ὁποῖο ἔβαζε καρβουνάκι ἀπ' τὴν πυροστιὰ ποὺ μαγείρευαν καὶ ψάλλοντας «ἀλούγια - ἀλούγια» (ἀλληλούϊα), λιβάνιζε τὴν οἰκογένειά του κι ὅλες τὶς προσφυγικὲς οἰκογένειες ποὺ ἔμεναν στὴν ἀποθήκη, ἔχοντας γιὰ χωρίσματα κουβέρτες ποὺ κρέμονταν ἀνάμεσά τους. Μένανε πάντα στὴν ἀποθήκη, γιατί τοὺς ἔδιναν ὑποσχέσεις ὅτι σὲ λίγο θὰ τοὺς μεταφέρουν ἀλλοῦ, θὰ τοὺς δώσουνε χωράφια καὶ θὰ τοὺς φτιάξουνε σπίτια...

        Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος δὲν ἔβγαινε νὰ παίξει καθόλου στὸν δρόμο, δὲν μποροῦσε νὰ ἀκούει τὰ παιδάκια τοῦ χωριοῦ καὶ μαζὶ μ' αὐτὰ καὶ προσφυγόπουλα νὰ λένε τὶς κακὲς λέξεις, ἔστω κι ἂν δὲν τὶς καταλάβαινε. Προτιμοῦσε νὰ πηγαίνει κάθε ἀπόγευμα μὲ τὴ γιαγιὰ καὶ τὴ μητέρα τοῦ ν' ἀνάβουνε τὰ καντηλάκια καὶ νὰ βάζει τὴ γιαγιά του νὰ τοῦ λέει γιὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ γιὰ τοὺς Ἱερομόναχους τῆς οἰκογένειάς τους.

  1. Ἡ ἐγκατάσταση στὴν Βόρεια Εὔβοια

        Στὰ τέλη τοῦ 1925 ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος Ἰακώβου μεταφέρθηκε μαζὶ μ' ἄλλους πρόσφυγες στὴν Βόρεια Εὔβοια, στὸ χωριὸ Φαράκλα. Ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικὰ σὲ κάτι σκηνὲς καὶ μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια σὲ μικρὰ σπίτια καὶ καλλιεργοῦσαν κτήματα.

        Ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα ἦταν καὶ πολὺ καλὸς τεχνίτης, χτίστης, κι ὁ κόσμος τὸν προτιμοῦσε καὶ γι' αὐτὸ συχνὰ ἔλειπε ἀπ' τὸ σπίτι. Ἔτσι, καθοριστικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα Ἰακώβου ἔπαιξε ἡ προσωπικότητα τῆς μητέρας του, Θεοδώρας. Στολισμένη ἐκείνη μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἐγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), τῆς ἐργατικότητας καὶ τῆς νοικοκυροσύνης, τὶς μετέδωσε μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ στὴν ἁπαλὴ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ της, Ἰακώβου. Τοῦ ἔμαθε ἐπίσης νὰ προσεύχεται καὶ νὰ κάνει πολλὲς μετάνοιες. Ἀπὸ ἔξι χρονῶν ὁ μικρὸς Ἰάκωβος, χωρὶς νὰ ξέρει ἀκόμη γράμματα, εἶχε μάθει ἀπ' ἔξω τὰ τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὰ σιγοψέλνε μόνος του, κάνοντας ἐλάχιστα λάθη. Τόση ἀγάπη δὲ ἀπέκτησε στὶς μετάνοιες, ὥστε ἀκόμη καὶ τὶς Κυριακὲς ποὺ πήγαινε ἀπ' τὴ νύχτα στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ διακονήσει ἀρχικὰ στὸ ἱερὸ κι ἀργότερα στὸ ἀναλόγιο, μέχρι νὰ ἔλθει ὁ κόσμος ἔκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.

        Ἀφηγεῖτο σχετικὰ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος: «Κάποια Κυριακὴ πρωΐ μὲ βρῆκε ὁ ἱερέας νὰ κάνω μετάνοιες στὸ ἱερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Παιδί μου Ἰάκωβε, σήμερα Κυριακή, ἡμέρα ἀναστάσιμη, ἀνέστη ὁ Κύριος, δὲν κάνουν μετάνοιες». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα: «Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί ἡ μητέρα μου ἔτσι μὲ ἔμαθε».

        Ἔλεγε ἐπίσης ὁ Γέροντας: «Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπὰς τοῦ χωριοῦ, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν "Οἱ τὰ χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...", ἐγὼ ἄκουα φτερουγίσματα γύρω ἀπ' τὴν ἁγία Τράπεζα». «Ὁ παπάς», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «νόμιζα ὅτι δὲν ἔχει σῶμα. Εἶναι ἄγγελος. Ἔλεγα ἔχει δύο κόκκαλα στοὺς ὤμους, σὰν κρεμάστρα καὶ κρέμονται τὰ ράσα ἀπ' ἐκεῖ».

        Ἔτσι, ἔβλεπαν τὴν ἱερωσύνη τὰ παιδικὰ μάτια τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του. Ἔβλεπε τὸν ἱερέα σὰν ἐπίγειο ἄγγελο, ποὺ λειτουργεῖ μὲ τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ. Κι ἔτσι στ' ἀλήθεια τὰ θεία πράγματα εἶναι.

  1. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ

        Ἡ ἀγάπη τοῦ μικροῦ Ἰακώβου γιὰ τὰ προσκυνητάρια καὶ τὰ ἐξωκκλήσια τὸν ἔκανε νὰ ἐπισκέπτεται τακτικὰ καὶ τὸ ἐξωκκλήσι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, σ' ἕνα λόφο λίγο ἔξω ἀπ' τὸ χωριό, ποὺ στὰ πρῶτα χρόνια λειτουργοῦσε ἐκεῖ καὶ τὸ σχολεῖο του. Ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ περιποιούμενος τὸν ναό της, εἶχε τὴν εὐλογία, παιδάκι τότε ὀκτὼ - ἐννέα ἐτῶν, νὰ δεῖ ἀρκετὲς φορὲς ὁλοζώντανη τὴν ἁγία. Ὑπακούοντας σὲ συμβουλὴ τῆς μητέρας του, ζήτησε ἀπ' τὴν ἁγία σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις της «νὰ τοῦ πεῖ, νὰ τοῦ δώσει τὴν τύχη του». Καὶ ἡ ἁγία Παρασκευὴ τοῦ εἶπε: «ἄκουσε μέ, Ἰάκωβε. Θὰ δεῖς δόξες πολλές, πολὺς κόσμος θὰ 'ρχεται νὰ σὲ δεῖ, πολλὰ χρήματα θὰ περάσουν ἀπ' τὰ χέρια σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μείνουν». Καὶ πράγματι ὅλα αὐτὰ ἐπαληθεύτηκαν.

        Τὸ μεγάλο δῶρο τῆς πίστεως καὶ ἡ ταπείνωση τοῦ μικροῦ Ἰακώβου, καθὼς καὶ οἱ προσευχὲς τῆς ὁσίας μητέρας τοῦ ἦταν αἰτία, ὥστε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἀπὸ παιδὶ νὰ ἔχει μία ζωντανή, μία θαυμαστὴ πραγματικὰ σχέση μὲ τὴν Παναγία μας καὶ τοὺς ἁγίους μας. Ἔτσι, πολὺ ἁπλά, πολὺ φυσικά, εἶδε νὰ τὸν εὐλογεῖ καὶ νὰ τὸν θεραπεύει ἀπὸ δύσκολη ἀσθένεια ὁ ἅγιος Χαραλάμπης, τοῦ ὁποίου εἶχαν στὸ σπίτι τοὺς μία μικρὴ ἀσημένια εἰκόνα θαυματουργὴ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, πατρογονικὸ κειμήλιο ἕως ἑξακοσίων ἐτῶν. Τὸ ἴδιο ἁπλὰ καὶ φυσικὰ προσέτρεξε λίγο ἀργότερα στὴ χάρη τῆς Παναγίας μας καὶ τὴν παρακάλεσε μὲ κλάματα, τῆς μίλησε ὅπως τὸ παιδὶ στὴ μητέρα τοῦ μπροστὰ στὴ θαυματουργή της εἰκόνα τῆς ἐπωνομαζόμενης Ξενιᾶς, τὴν ὁποία εἶχαν φέρει γιὰ προσκύνημα σὲ διπλανὸ χωριό, καὶ εἶδε τὴν Παναγία μας νὰ τοῦ θεραπεύει σχεδὸν ἀμέσως τὰ πληγωμένα πέλματα τῶν ποδιῶν του, ἀπ' τὰ ὁποία ἔτρεχαν ὑγρὰ καὶ μὲ τὰ ὁποία εἶχε κάνει μαρτυρικὴ πορεία δύο ὡρῶν γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσει.

        Ἡ ἁγία ζωὴ τοῦ μικροῦ Ἰακώβου ἔκανε τοὺς συγχωριανούς του, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν, ὅπου πήγαινε εἴτε ὡς μαστορόπουλο, βοηθὸς τοῦ πατέρα του, εἴτε γιὰ νὰ ψάλλει μὲ τὴ μελωδικὴ καὶ ἐπιβλητικὴ φωνή του στὶς γιορτές τους, νὰ τὸν σέβονται καὶ νὰ τὸν ὑπολογίζουν ὡς παιδὶ τῆς ἐκκλησίας, παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Κι ἔγινε ἡ καταφυγή τους. Ἀπ' τὰ ἐννέα του χρόνια καὶ μετὰ ὅλοι τὸν εἶχαν γιὰ γιατρό. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, χαριτολογώντας, ἔλεγε ἀργότερα: «Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτα. Εἶχα μία Σύνοψη καὶ ὅ,τι προσευχὴ ἔβρισκα τοὺς διάβαζα, τοὺς σταύρωνα, τοὺς ράντιζα μὲ ἁγιασμὸ καὶ γινόντουσαν καλά». Ἀπὸ μικρὸ λοιπὸν παιδὶ ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα προικισμένο μὲ τὸ χάρισμα τὸ ἰαματικό, ἀλλὰ καὶ τὸ προορατικό, ἀφοῦ μὲ τὴν καθαρότητα καρδίας καὶ νοῦ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, προέβλεψε τὰ μεγάλα κακὰ ποὺ πλησίαζαν λόγω τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ καὶ τοῦ Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

        Στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ ὅπου πήγαινε εἶχε σ' ὅλες τὶς τάξεις ἄριστη ἐπίδοση. Ἐντυπωσίαζε δὲ τόσο πολὺ καὶ γιὰ τὴν συμπεριφορά του, ὥστε τὸν μικρὸ Ἰάκωβο τὸν σεβότανε κι ὁ δάσκαλος, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιθεωρητὴ ἐπέμεναν στοὺς γονεῖς του νὰ τὸν στείλουν στὴ Χαλκίδα στὸ Γυμνάσιο, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μόρφωσή του καὶ νὰ μὴν ἀδικηθεῖ ἕνα τέτοιο μυαλό. Ὁ πατέρας τοῦ ὅμως, φοβούμενος μήπως τὸ παιδὶ τοῦ κινδυνέψει ποικιλοτρόπως ἀπ' τὶς παγίδες τῆς κοινωνίας, δὲν τὸ ἐπέτρεψε.

        Ἔμεινε ἔτσι ὁ νεαρὸς Ἰάκωβος στὸ χωριὸ καὶ δούλευε στὰ χωράφια τὰ δικά τους καὶ σὲ ξένα γιὰ μεροκάματο. Ἔπειτα ὁ πατέρας τοῦ τὸν πῆρε μαζί του βοηθὸ στὰ χτισίματα.

  1. Τὰ πρῶτα βήματά του στὴν ἄσκηση

        Ὁ Ἰάκωβος, τὸ παιδὶ τῶν 13 καὶ 14 ἐτῶν, ἔγινε σιγὰ-σιγὰ ἕνας μικρὸς ἀσκητής. Ὅλη μέρα στὴ δουλειά, γιὰ τὸ μεροκάματο ἢ γιὰ τὶς ἐξυπηρετήσεις τῶν συγχωριανῶν του, ποὺ ὅλους τους συμπονοῦσε πολὺ καὶ δὲν ἔλεγε ὄχι σὲ ὅποιον καὶ ὅπου του ζητοῦσε χέρι βοηθείας, καὶ τὸ βράδυ στὸ σπίτι στὴν προσευχὴ καὶ στὶς μετάνοιες. Στὶς νυχτερινὲς μετάνοιες ποὺ στὴν ἡλικία τῶν 15-16 ἐτῶν ἔφτανε τὶς δύο χιλιάδες καὶ περισσότερες. Ἀλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς νηστείας ἐβίαζε πολὺ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ μεγάλα διαστήματα, ὄχι συνεχῆ, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα μέχρι τὸ Σάββατο ποὺ πήγαινε νὰ λειτουργηθεῖ, δὲν ἔτρωγε τίποτα. Μεταλάμβανε, ἔπαιρνε ἀντίδωρο καὶ μετὰ ἔτρωγε λίγο προσφάϊ. Τὴν Κυριακὴ ἔτρωγε κανονικά. Στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς ὅμως ἀπ' τὴν ἄσκηση, ἀθέλητα, κινδύνεψε δύο-τρεῖς φορὲς ἡ ὑγεία του, γιατί συνέβη μετὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς ἀφαγίας του νὰ βρεθοῦν πεινασμένα παιδιὰ τὴ μία φορὰ καὶ ἀνήμποροι γέροι τὴν ἄλλη, τοὺς ἔδωσε ὅ,τι εἶχε νὰ φάει γιὰ τρεῖς-τέσσερις ἡμέρες καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε χωρὶς τίποτα.

        Δὲν ἔλειπαν βέβαια καὶ οἱ εἰρωνεῖες καὶ τὰ πειράγματα ἀπὸ ὁρισμένους συγχωριανούς. Ἀλλὰ ὁ νεαρὸς Ἰάκωβος οὔτε ἀπαντοῦσε, οὔτε ἀνταπέδιδε. Ἡ φράση «εὐχαριστῶ μπάρμπα-Γιώργη» ἔμεινε παροιμιώδης στὸ χωριὸ Φαράκλα καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή. Ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ νέου τότε Ἰακώβου πρὸς κάθε χυδαία βρισιὰ τοῦ συγχωριανοῦ τοῦ μπάρμπα-Γιώργη, ὁ ὁποῖος ἐνῶ τοῦ εἶχε κλέψει τὴ σειρὰ στὸ πότισμα τῶν χωραφιῶν, τὸν ἔβριζε χυδαία, ὅταν ὁ νέος Ἰάκωβος διεκδίκησε τὴ σειρά του.

        Στὶς μαῦρες μέρες τοῦ 1942, παλληκάρι τότε εἴκοσι δύο ἐτῶν, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος πέρασε ἕνα μεγάλο πόνο καὶ μία μεγάλη λύπη ἀπ' τὴν κοίμηση τῆς μητέρας τοῦ Θεοδώρας, μὲ τὴν ὁποία εἶχε πολὺ μεγάλο φυσικὸ καὶ πνευματικὸ σύνδεσμο καὶ ἡ ὁποία ἐκοιμήθη μ' ἕνα θάνατο ἀληθινὰ ὀσιακό, προγνωρίζοντας τὸν ἀπὸ εἰδοποίηση τοῦ ἀγγέλου τῆς τρεῖς μέρες πρὶν τὴν κοίμησή της.

        Ἡ μετὰ θάνατον ὅμως ἐμφάνισή της στὸν ὕπνο του καὶ οἱ νουθεσίες ποὺ τοῦ ἔδωσε ἐνδυνάμωσαν καὶ παρηγόρησαν τὴν ψυχή του. Συνέχισε ἔτσι τὴν ἴδια ἀσκητικὴ ζωὴ μέχρι τὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν, ὅποτε τὸν πῆραν στρατιώτη, καθυστερημένα βέβαια, λόγω του ὅτι εἶχε κηρυχθεῖ ὁ πόλεμος, ὑπῆρχαν ἀνώμαλες καταστάσεις, Κατοχή, ἀνταρτοπόλεμος καὶ δὲν τοὺς εἴχανε καλέσει.

  1. Ἡ στρατιωτικὴ θητεία του

        Ἡ ἐποχὴ ποῦ πῆγε στρατιώτης (1947) ἦταν ἡ περίοδος τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἀδελφοκτόνου πολέμου στὴν πατρίδα μας. Μὲ τὴν πίστη του στὸν Θεό, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις του, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὸ θαυματουργὸ εἰκονισματάκι τοῦ ἁγίου Χαραλάμπη, μὲ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν πειθαρχία πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴ σεμνότητά του, ξεπέρασε τὶς ποικίλες δυσκολίες καὶ δοκιμασίες ποὺ ἀντιμετώπισε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τριετοῦς στρατιωτικῆς του θητείας, ἀρχικὰ στὸ Βόλο κι ὕστερα στὸν Πειραιά. Δὲν «συσχηματίσθηκε» ποτὲ μὲ ἄτοπες καὶ ἀπρεπεῖς ἐπιθυμίες ὁρισμένων συστρατιωτῶν του καὶ γι' αὐτὸ εἶχε, τουλάχιστον στὴν ἀρχή, νὰ πολεμήσει μὲ τὰ πειράγματα καὶ τὴ χλεύη τους. Μὲ τὴν ἐνάρετη ὅμως ζωὴ τοῦ ἐδίδαξε πολλοὺς καὶ στὸ τέλος ὅλοι τὸν ἀγάπησαν, γιατί στὶς δυσκολίες καὶ στὶς ἀρρῶστιές τους ἦταν πάντα δίπλα τους.

        Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος συνέχισε καὶ στὸ Στρατὸ τὴν ἄσκησή του. Οὐδέποτε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας τοῦ ἔφαγε λαδερὸ φαγητὸ τὶς Τετάρτες καὶ τὶς Παρασκευές, καθὼς καὶ τὶς Σαρακοστὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα. Αὐτὸ βέβαια γινόταν μὲ μεγάλες θυσίες...

        Ἡ εὐχαρίστησή του ἦταν μεγάλη ποὺ πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε ὅλους τους μεγάλους ναοὺς καὶ τὰ ἐκκλησάκια ποὺ ὑπῆρχαν στὴ διαδρομὴ ἀπ' τὸν Πειραιὰ μέχρι τὴν Ἀθήνα. Αὐτὸ γινόταν μὲ καθημερινὴ σχεδὸν πεζοπορία, ἡ ὁποία βέβαια ἄφησε τὰ σημάδια της ποὺ φάνηκαν ἀργότερα.

        Οἱ εὐχὲς ποὺ τοῦ ζητήσανε ἐπίμονα νὰ διαβάσει στὸ σπίτι ἑνὸς ἐφέτη στὴν Ἀθήνα καὶ οἱ προσευχὲς ποὺ ἔκανε, ὄντας ἀκόμη στρατιώτης, ἐλευθέρωσαν τὴν οἰκογένεια ἀπ' τὸν δαίμονα, τὸν ὁποῖο ἡ σύζυγος τοῦ ἐφέτη εἶδε μὲ τὴ μορφὴ μαύρου φοβεροῦ σκύλου ποὺ ἔβγαινε ἀπ' τὸ σπίτι της, λέγοντάς της: «Μ' ἐδίωξε ἐκεῖνος ὁ κοκκαλιάρης». Τέτοιες εὐεργεσίες ἔγιναν καὶ χάριν ἄλλων.

        Ἀπολύθηκε ἀπ' τὶς τάξεις τοῦ Στρατοῦ τριάντα καὶ πλέον ἐτῶν κι ἀφοῦ ἀποκατέστησε τὴν ἀδελφή του, κατὰ τὴν ἐντολὴ τῆς μητέρας του, ἔχοντας ζήσει «εὐαγγελικῶς» στὸν κόσμο, ἀκολούθησε τὴ μοναχικὴ ζωή, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ὁλόψυχα ἐπόθησε.

        Ἀρχικὴ ἐπιθυμία τοῦ π. Ἰακώβου ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους κι ἐκεῖ νὰ ζήσει στὴν Ἔρημο ὡς Ἀσκητής. Θεώρησε ὅμως καλὸ πρὶν ξεκινήσει γιὰ τοὺς Ἅγιους Τόπους νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μοναστήρι τοῦ Ὅσιου Δαυίδ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ ὁσίου.

        Ἡ ὁλοζώντανη ὅμως ἐμφάνιση ἐνώπιόν του μὲ τὴν ἄφιξή του ἐκεῖ του ἰδίου τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ποὺ τὸν ὑποδέχθηκε καὶ ἡ οὐράνια καὶ παραδείσια πολιτεία τῶν ἀσκητῶν ποὺ εἶδε μπροστά του σὲ ὅραμα, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ ἐρειπωμένου Μοναστηρίου ποὺ ὑπῆρχε στὴν πραγματικότητα, τὸν ἔκαναν νὰ ὑποσχεθεῖ στὸν Ἅγιο, ὅτι θὰ παραμείνει στὴ Μονή, ὅπως καὶ παρέμεινε. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσαν στὴ Μονὴ τρία γεροντάκια μὲ τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα. Ἡγούμενος ἦταν ὁ μακαριστὸς ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμάς, ἄνθρωπος ἐνάρετος, ἠθικὸς καὶ πολὺ ἐλεήμων, ἐργασθεῖς μὲ πολὺ ζῆλο γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς.

  1. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα Ἰακώβου

        Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ξεκινώντας τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἔβαλε ἀρχὴ ἀπαράβατη τὴν ὑπακοὴ καὶ δὲν ἔκανε τίποτα χωρὶς εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, τὴν ὁποία γιὰ νὰ λάβει ἀπαιτεῖτο πολλὲς φορὲς νὰ κάνει κοπιαστικὲς πορεῖες τεσσάρων καὶ πέντε ὡρῶν, ἀφοῦ ὁ Γέροντάς του ἀσκώντας καὶ ἐφημεριακὰ καθήκοντα εὐρίσκετο συχνὰ στὴν κωμόπολη τῆς Λίμνης.

        Ἡ ἀγόγγυστη ὑπακοὴ αὐτὴ τοῦ π. Ἰακώβου καὶ ὁ πύρινος ζῆλος μὲ τὸν ὅποιο ἐργαζόταν στὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἐργασία μέσα στὴ Μονὴ ἐκίνησαν τὸ φθόνο τοῦ μισόκαλου διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ξεσήκωσε τοὺς παλαιοὺς ἰδιόρρυθμους πατέρες ἐναντίον του. Θλίψεις, πικρίες καὶ δοκιμασίες πολλὲς ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ τὸν βρῆκαν ἐξ αἰτίας τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πατέρων αὐτῶν. Ὅμως δὲν κάμφθηκε, συνέχισε τὸν ἀγώνα του.

  1. Δοκιμασίες καὶ πειρασμοὶ

        Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ δοκιμασία τῆς ἀπίστευτης φτώχειας τῆς Μονῆς, ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ ἐρειπωμένου παγωμένου κελιοῦ του μὲ τὰ χαλασμένα παντζούρια ποὺ ἀπὸ τὶς χαραμάδες τους στοὺς βαρεῖς χειμῶνες ὁ ἀέρας περνοῦσε τὸ χιόνι μέσα, καὶ μὲ τὰ τρύπια πατώματα, ποὺ ἀπὸ κάτω τους βάζανε τὰ γίδια τῆς Μονῆς. Ἀκόμη ἡ στέρηση ἀπολύτως ἀναγκαίων ἀγαθῶν καὶ τῶν χειμερινῶν ἀκόμη ρούχων καὶ παπουτσιῶν τὸν ἔκαναν μὲ τὶς βροχές, τοὺς πάγους καὶ τὸ πολὺ χιόνι νὰ τρέμει σύγκορμος καὶ νὰ ἀρρωσταίνει συχνά. Ὅλες αὐτὲς οἱ ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν τὸ σῶμα του, καμμιὰ ὅμως δὲν βρῆκε τὴν ψυχή του, καμμιὰ δὲν πείραξε τὸ πνεῦμα του.

        Ἀλλὰ κι ὁ σατανᾶς δὲν ἔπαυε νὰ τὸν πολεμᾶ βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη του καὶ χρησιμοποιώντας ὅλα τὰ τεχνάσματά του Δὲν ἀρκοῦνταν στὸν πνευματικό, τὸν ἀόρατο πόλεμο ὅπου τσακιζόταν πάνω στὴν ὑπακοή, τὴν προσευχή, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ τὸν πολέμησε καὶ αἰσθητά, ὁρατά. Δεκαοκτὼ δαίμονες κάποια φορᾶ μὲ διάφορες μορφὲς σὰν ἄνθρωποι, σὰν πίθηκοι κ.α., ὅρμησαν ἐπάνω του τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόταν καὶ ἀπὸ τὰ χτυπήματά τους καὶ τὰ βασανιστήριά τους τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο, ὅταν μπόρεσε πιὰ καὶ ἀπελευθέρωσε τὸ χέρι του κι ἔκανε τὸ Σταυρὸ τοῦ. Τὸ ἴδιο ἐπανέλαβαν κι ἄλλη φορᾶ λιγότεροι στὸν ἀριθμὸ δαίμονες.

        Ἄλλοτε πάλι οἱ δαίμονες γιὰ νὰ τὸν τρομοκρατήσουν ἐμφανίσθηκαν μὲ μορφὴ χιλιάδων, ἀναρίθμητων σκορπιῶν μέσα στὴ σπηλιὰ στὸ Ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου Δαυίδ, ὅπου ὁ Γέροντας μιμούμενος τὸν ὅσιο Δαυΐδ πήγαινε συχνὰ τὶς νύχτες νὰ προσευχηθεῖ, βοηθούμενος στὴ νυχτερινὴ μετάβαση τοῦ ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι ποὺ τοῦ φώτιζε τὸ μονοπάτι, ποὺ δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ Ἄγγελος Κυρίου σταλμένος γιὰ τὴ διακονία αὐτή, ὡς ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὸ σχετικὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς του.

        Ὁ π. Ἰάκωβος δὲν πτοήθηκε Μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἔθεσε ὅριο ἀτοὺς σκορπιοὺς κι αὐτοὶ δεμένοι ἀπὸ τὴν ἐντολή του δὲν πέρασαν τὸν κύκλο ποὺ χάραξε γύρω τους ὁ Γέροντας. Σημάδι αὐτὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε δώσει στὸν πιστό του δοῦλο τὴν ἐξουσία νὰ χρησιμοποιεῖ κάτι ἀπὸ τὴ θεία δύναμή Του, ἀπὸ τὶς θεῖες ἐνέργειές Του.

        Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἀντέταξε τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸ Θεὸ καὶ τὴ θεία ἀγάπη του πρὸς τὸν ὅσιο Δαυίδ, τὴν πραγματικὰ ἰώβειο ὑπομονή του καὶ τὴν ἄκαμπτη καρτερία καὶ πραότητά του, τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωσή του, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς ὅλους.

        Τὸ Γραφικό: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» ἐφαρμόσθηκε πλήρως ἀπὸ τὸ Γέροντα. Ἡ βία ποὺ ἀσκοῦσε στὸν ἑαυτό του στὸ καθετὶ ἦταν τὸ κύριο χαρακτηριστικό του. Δὲν συγκατέβαινε εὔκολα στὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐθύτητά του ἦταν μοναδική, ἦταν ἄνθρωπος τοῦ «ναί, ναὶ» καὶ τοῦ «οὔ, οὔ», καὶ ἡ νηστεία τοῦ ἐπίσης ὑπεράνθρωπη.

  1. Ἡ ἱερατικὴ ζωή του

        Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν π. Ἰάκωβο καὶ τοῦ μεγάλου χαρίσματος τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἴδιος ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἔλεγε χαρακτηριστικά: Ἔγω ποτὲ στὴ ζωή μου δὲν ἐπεθύμησα θέσεις καὶ ἀξιώματα, οὔτε καὶ φαντάστηκα κατὰ διάνοιαν ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ἀξιωθῶ τέτοιας τιμῆς. Δέχτηκα μόνον ἀπὸ ὑπακοὴ πρὸς τὸ Γέροντά μου καὶ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἅγιο ἐκεῖνον ἐπίσκοπο Χαλκίδος, τὸ μακαριστὸ Γρηγόριο».

        Ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο ἔγινε στὶς 18 Δεκεμβρίου τοῦ 1952 στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴ Χαλκίδα καὶ σὲ ἱερέα τὴν ἑπομένη 19 Δεκεμβρίου στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἐπισκοπείου. Ὁ μητροπολίτης εἶπε στὸν π. Ἰάκωβο μετὰ τὴ χειροτονία τοῦ ἕνα λόγο προφητικό: «Καὶ σὺ παιδί μου, θὰ ἁγιάσεις. Νὰ συνεχίσεις μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σὲ ἀνακηρύξει σ΄ἅγιο ἡ Ἐκκλησία».

  1. Πνευματικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του

        Ὁ π. Ἰάκωβος μέσα στὸ ναὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ζοῦσε ὡς ἱερεὺς πολλὰ πνευματικὰ γεγονότα. Γινόταν ἐπίγειος ἄγγελος «συλλειτουργῶν», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε σὲ ὁρισμένα πρόσωπα, μὲ Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ καὶ μὲ Ἁγίους. Στὴν ἁγία προσκομιδὴ εἶδε καὶ ἄγγιξε τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ καλύψει τὰ Τίμια Δῶρα. Ἐκεῖ, ἄλλοτε, εἶδε Ἀγγέλους Κυρίου νὰ παραλαμβάνουν τὶς μερίδες τῶν μνημονευομένων καὶ νὰ πηγαίνουν νὰ τὶς ἐναποθέτουν σὰν προσευχὲς στὸ θρόνο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἄλλοτε εἶδε «πνευματικῶ τῷ τρόπω», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, κεκοιμημένους νὰ τοῦ ἐμφανίζονται κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴ χούφτα ἀνοιχτὴ καὶ νὰ τοῦ ζητοῦν νὰ βγάλει μερίδα ὑπὲρ αὐτῶν, ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τους, κι ὅταν τὸ ἔκανε τοὺς ἔβλεπε νὰ πηγαίνουν στὸν τόπο τοὺς ἀναπαυμένοι. Ἕνα φωτοειδὴ ἀστέρα εἶδε ἄλλοτε νὰ στέκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι εὐλαβοῦς ἱερέως ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴ Μονὴ καὶ λειτουργοῦσε, τὴν ὥρα ποὺ ἔθετε τὸν ἀστερίσκο ἐπάνω του Ἀμνοῦ κατὰ τὴν κάλυψη τῶν Τιμίων Δώρων. Πνευματικὰ γεγονότα τέτοια ἀνάλογα ὑπάρχουν πολλά, ὅλα αὐτά, μεγάλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἐκλεκτό του δοῦλο Ἰάκωβο.

        Ὡς πνευματικὸς πατέρας διέπρεψε. Κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ χωρὶς νὰ εἶναι ἀναπαυμένος καὶ εὐχαριστημένος Μὲ τὴν πολλή του ἀγάπη θυσιαζόταν γιὰ ὅλους καὶ παρόλο πού, ἰδίως τὰ τελευταία χρόνια, ὑπέφερε ἀπὸ πολλὲς ἀρρώστιες σὲ κανέναν δὲν εἶπε: «δὲν μπορῶ νὰ σὲ δῶ, νὰ ἀκούσω τὸ πρόβλημά σου». Ὁ κόσμος», ἔλεγε στὴ συνοδία του, «οὔτε νὰ φάει ζητάει, οὔτε νὰ πιεῖ, ζητάει τὴν ἀγάπη μας. Ἂν μποροῦμε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουμε θὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή μας ὡς μοναχοί».

        Ἀπὸ τὸ 1975, ὅποτε μὲ θεοφώτιστη ἀπόφαση τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία καὶ «ὁ λύχνος ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν», ἀποκαλύφθηκαν ἐξ ἀνάγκης τὰ πολλά του χαρίσματα ποὺ ἀγωνιζόταν ἐπιμελῶς νὰ κρύβει. Ἡ φήμη τῆς Μονῆς γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ὁσίου Δαυΐδ, τὸν ἁγιασμένο ἡγούμενο τῆς π. Ἰάκωβο, τὸν ἀνύστακτο κόπο καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία τῶν πατέρων τῆς διαδόθηκε σιγὰ-σιγὰ παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ κατέφθαναν στὴ Μονή, ἡ ὁποία ἔτσι ἀναδείχθηκε, ὅπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικῆς ζωῆς καὶ φάρος Ὀρθοδοξίας, πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη ἀναφορὰ τοῦ αἰώνα μας».

        Ἀπὸ τὰ πενήντα πέντε χρόνια του καὶ μετὰ παρεχώρησε ὁ θεὸς κι ὁ πατὴρ Ἰάκωβος πέρασε ἐκτὸς τῶν ἄλλων δοκιμασιῶν καὶ πολλὲς καὶ ἐπώδυνες ἀσθένειες. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς Γέροντας «πῆρε ὁ ἑωσφόρος τὴν ἄδεια νὰ πειράξει τὸ σῶμα μου». Αὐτὸ εἶπε ἀποκαλυπτικὰ καὶ τὸ δαιμόνιο μέσω μίας δαιμονισμένης φανερώνοντας καὶ τὶς παθήσεις ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας, τὶς ὅποιες μόνο ὁ ἴδιος ἤξερε. Κι ὁ Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: Ἔμενα ποὺ ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μὲ εἶδε γυμνό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μητέρα μου ὅταν ἤμουν παιδάκι, παραχώρησε ὁ Θεὸς νὰ μὲ δοῦν οἱ γιατροὶ καὶ οἱ νοσοκόμοι καὶ νὰ μὲ χειρουργήσουν ἐπανειλημμένως. Ἔγινα θέατρο ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις».

        Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς βέβαια ποὺ οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ ὅσιος Δαυΐδ, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἡ ἁγία Παρασκευή, ἐπενέβησαν μετὰ ἀπὸ παρακλήσεις του καὶ τὸν βοήθησαν στὶς ἀσθένειες τοῦ χαρίζοντας τοῦ τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία.

        Ἡ τελευταία δοκιμασία μὲ τὴν ὑγεία του ποὺ τελικὰ ὁδήγησε τὸ Γέροντα στὴν ἄλλη ζωὴ ἦταν ἡ πάθηση τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὅποια προέκυψε ἐξ αἴτιας κάποιου πειρασμοῦ ποὺ πέρασε.

  1. Τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Γέροντα

        Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰάκωβος ἔζησε ὁσίως σαράντα περίπου χρόνια στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ἔχοντας προηγουμένως ζήσει «εὐαγγελικῶς» στὸν κόσμο τριάντα δύο χρόνια Δούλεψε στὸν Κύριο τηρώντας ἀπὸ τὴ νεότητα ἕως τὸ γῆρας ἴση τὴν προθυμία τῆς ἀσκήσεως. Μιμήθηκε τὸν ὅσιο Δαυΐδ, καὶ βάδισε στὰ ἴχνη του. Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες ἦταν ἐφάμιλλοι τῶν παλαιῶν ὁσίων ποὺ ἀναφέρονται στὰ Γεροντικά, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐναντίον τοῦ ἐπιθέσεις, πνευματικὲς καὶ αἰσθητές, τοῦ Σατανᾶ, οἱ ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες καὶ κακοπάθειές του ἦταν ἀνάλογες μὲ αὐτὲς ποὺ ἀντιμετώπισαν πολλοὶ θεοφόροι Πατέρες.

        Ὅσο ὅμως μεγάλωναν οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀσθένειες καὶ τὰ βάσανά του, τόσο ὁ Θεὸς τὸν χαρίτωνε μὲ σπάνια πνευματικὰ χαρίσματα, ὅπως τῆς διοράσεως καὶ προοράσεως, τῆς διακρίσεως καὶ τῆς παραμυθίας, καὶ τόσο περισσότερες ἦταν οἱ θεοπτεῖες ποὺ εἶχε καὶ οἱ θεοσημεῖες ποὺ ἐπιτελοῦσε μὲ τὴν προσευχή του, ἀλλὰ καὶ τόσο μεγαλύτερη γινόταν ἡ ἀκτινοβολία του.

        Στὴ Μονὴ προσέρχονταν γιὰ νὰ τὸν δοῦν ἑκατοντάδες ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ πατριάρχες καὶ ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ κάθε βαθμοῦ καὶ μοναχοί, ἄρχοντες καὶ ἀνώτατοι δικαστές, καθηγητὲς Πανεπιστημίου καὶ ἐπιστήμονες. Ὅλοι φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μονὴ κι ἔχοντας δεῖ τὸ Γέροντα Ἰάκωβο αἰσθάνονταν ὅτι ἔφευγαν ἀπὸ ἕνα εἶδος Παραδείσου.

        Ὁ καθένας εὕρισκε κοντὰ στὸ Γέροντα τὴ βοήθεια ποὺ χρειαζόταν. Οἱ πονεμένοι εὕρισκαν μὲ τοὺς παραμυθητικούς του λόγους τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση, οἱ δαιμονισμένοι εὕρισκαν μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ τὴ θεραπεία τους, οἱ ἀσθενεῖς εὕρισκαν μὲ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς τοῦ τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία, οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὰ διάφορα βιοτικὰ προβλήματα τοὺς εὕρισκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ τὴν ἀναψυχή, τὴν ψυχική τους ἰσορροπία, τὴν ἐνδυνάμωση, τὴ λύση τῶν προβλημάτων τους. Οἱ φτωχοὶ εὕρισκαν μὲ τὴ συνεχῆ καὶ ἀγόγγυστη ἐλεημοσύνη τοῦ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴ θλίψη τῆς φτώχειας καὶ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ βάρη τῶν χρεῶν τους. Πολλὰ ἄτεκνα ζευγάρια μετὰ τὴν προσευχή, τὶς εὐχὲς καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἀποκτοῦσαν τέκνα χαριτωμένα. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους εἶχαν τὰ κατάλληλα μάτια νὰ δοῦν, ἡ παρουσία καὶ μόνο τοῦ Γέροντα, ἡ θεωρία του, ἀποτελοῦσε εὐλογία Θεοῦ, φανέρωση τῶν θείων ἐνεργειῶν, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.

        Ἰδοὺ τί ἀναφέρει σχετικῶς στὴν ἀπὸ 14.2.1994 ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος: «...Διὰ τὸν μακαριστὸν Γέροντα μὲ τὴν φωτεινὴν μορφὴν ἰσχύει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔγραφεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διὰ τὸν ἅγιον Μελέτιον Ἀντιοχείας: "Οὐ γὰρ διδάσκων μόνον, οὐδὲ φθεγγόμενος, ἀλλὰ καὶ ὀρώμενος ἁπλῶς, ἱκανὸς ἡ ἅπασαν ἀρετῆς διδασκαλίαν εἰς τὴν τῶν ὀρώντων ψυχὴν εἴσαγαγειν"».

  1. Ἡ ὀσιακὴ κοίμησή του

        Ἀντάξια της θαυμαστῆς ζωῆς τοῦ ἦταν καὶ ἡ ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ Γέροντα, τὴν ὁποία προγνώριζε, γὶ΄ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε ἁγιορείτη ἱεροδιάκονο ποὺ ἐξομολόγησε τὸ πρωΐ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991, ἐκείνης τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι ὡς τὸ ἀπόγευμα γιὰ νὰ τὸν «ντύσει».

        Καὶ πράγματι στὶς 4.17΄ τὸ ἀπόγευμα σὰν πουλάκι παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἄφησε τὸ φθαρτὸ αὐτὸ κόσμο τοῦ πόνου κι ἔφυγε γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση, στὸ Θεό.

        Τὸ λείψανο τοῦ ἦταν λαμπερό, εὔκαμπτο, ζεστό, ὄσιακο καὶ ἡ ἰαχὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη χιλιάδων ἀνθρώπων «ἅγιος ἅγιος... εἶσαι ἅγιος» ἀποτελοῦσε μία ὁμόφωνη μαρτυρία τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν γιὰ τὸ μακαριστὸ πλέον Γέροντα Ἰάκωβο.

        Ἂλλ΄ ὁ ἅγιος Γέροντας συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν ὄσιακη κοίμησή του, ὅπως τὸ ὁμολογοῦν ἑκατοντάδες πιστοὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖ μὲ τὴν παρρησία ποὺ ἔχει στὸ Θεό. Στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ ὑπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες* πιστῶν, ποὺ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος τοὺς βοήθησε. Οἳ μαρτυρίες αὐτές, ποὺ περιὲ-χονται σὲ ἐπιστολὲς τῶν ἴδιων τῶν εὔεργετηθεντων ἡ κατεγράφθηκαν μετὰ ἀπὸ προφορικὲς διηγήσεις τους, ἔχουν σχέση μὲ θεραπεῖες, εὐεργετικὲς ἐπεμβάσεις, ἡ μεταθανάτιες ἐμφανίσεις τοῦ Γέροντα.

Ἡ παρρησία τοῦ π. Ἰακώβου στὸ Θεὸ - Σύγχρονες μαρτυρίες

        1. Ὁ ἱερεὺς π. Ἰωάννης Βερνέζος, ἐφημέριος του Προσκυνηματικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου στὸ Προκόπι τῆς Εὔβοιας ἀνέφερε τὰ ἑξῆς: Εἶχα ἕνα ὀγκίδιο στὸ δεξί μου χέρι. Ἐκτὸς τῶν κινδύνων ποὺ ἔκρυβε, ἦταν καὶ ἀντιαισθητικό. Γὶ΄ αὐτό, ὅταν οἱ χριστιανοί μου φιλοῦσαν τὸ χέρι, τὸ κάλυπτα μὲ τὸ ράσο μου Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Γέροντος Ἰακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα τὸ Γέροντα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Καὶ καθὼς ἀσπαζόμουν τὸ ἱερὸ σκήνωμά του, ἀκούμπησα τὸ χέρι μου πάνω στὸ λείψανό του. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ὀγκίδιο ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ, ὥσπου ἐξαφανίστηκε. Μεγάλη ἡ χάρη τοῦ ὁσίου Γέροντα. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του!».

        2. Ἡ κ. Ἀνδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Εὐβοίας, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὴ Μονὴ γράφει τὰ ἑξῆς:

        «Στὶς 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε στὴν ἄκρη τῆς γλώσσας μου ἕνα μικρὸ κεράτινο ὀγκίδιο. Περνώντας οἱ μέρες αὐτὸ μεγάλωσε, κρεμόταν μπροστὰ στὴ γλώσσα μου καὶ μὲ ἐνοχλοῦσε στὴν ὁμιλία, τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγα καὶ ὅταν ἔπινα νερό. Πέρασαν δύο μῆνες ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ πρωτοεῖδα, τὸ ὀγκίδιο ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ψυχολογική μου κατάσταση ἦταν πολὺ ἄσχημη. Μέσα στὴ μεγάλη ψυχολογικὴ ἔνταση ποὺ βρισκόμουν, κι ἐνῶ σκεπτόμουν ὅτι ἀπὸ Δευτέρα ἔπρεπε νὰ πάω στὴν Ἀθήνα γιὰ γιατρό, ἄρχισα νὰ λέω τὸ πρόβλημά μου στὸν παπποὺ-Ἰάκωβο κοιτάζοντας μία μικρὴ φωτογραφία του ποὺ εἶχα ἀπέναντι στὸ τραπέζι μου. Τὸν παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήσει, νὰ μὴν ἀρχίσω τὶς ἀτέλειωτες ἐξετάσεις στοὺς γιατροὺς ποὺ χρειάζονται γιὰ τέτοιου εἴδους περιστατικὰ καὶ κατὰ τὶς δύο τὰ μεσάνυκτα ἀνέβηκα γιὰ ὕπνο στὸ δωμάτιό μου. Τὸ πρωὶ ποὺ σηκώθηκα, τὴν ὥρα ποὺ ἔπινα καφέ, διαπίστωσα ὅτι δὲν μὲ ἐνοχλοῦσε τίποτα στὴ γλώσσα μου. Ὅλο ἀγωνία πῆγα στὸν καθρέφτη καὶ εἶδα ὅτι τὸ ὀγκίδιο ποὺ εἶχα ἐξαφανίστηκε χωρὶς νὰ ἀφήσει οὔτε σημάδι. Ἔτσι ἁπλὰ παρακάλεσα τὸν ἅγιο Ἰάκωβο νὰ μὲ βοηθήσει, κι αὐτὸς ἔτσι ἁπλὰ μὲ βοήθησε.»

        3. Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του στὴ Μονή, ὡς ἀρχιμανδρίτης τότε, ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων θαυμάτων ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος σὲ Κυπρίους ἀδελφούς μας, τοὺς ὅποιους ἀγαποῦσε πολύ, καὶ τὸ ἕξης θαυμαστὸ:

        Εἶχα φέρει στὴν Κύπρο λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ τάφου τοῦ Γέροντα. Τὸ 1993 μὲ πῆρε στὸ τηλέφωνο ὁ ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Λάρνακος, ὁ π. Παναγιώτης Ζάρος, καὶ μοῦ εἶπε: «Πάτερ Νεόφυτε, δὲν εἶμαι καλά. Ἔχω ἕνα χρόνιο πρόβλημα ὑγείας, ἀλλὰ δὲν τὸ λέω.

        Ἔχω ραγάδες στὸ ἔντερο καὶ ἔχω μεγάλη αἱμορραγία. Καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔχω ἔντονους πόνους καὶ μεγάλη ροὴ αἵματος, καὶ σὲ παρακαλῶ κᾶνε μία παράκληση στὸν ἅγιο Γεώργιο, ποὺ ζεῖς στὸ μοναστήρι του, καὶ στὸν πατέρα Ἰάκωβο νὰ μοῦ δίνουν ὑπομονή, γιατί ὅταν πονῶ ὑποφέρω πολὺ καὶ φωνάζω καὶ στενοχωροῦνται καὶ ἡ παπαδιὰ καὶ τὰ παιδιά μου».

        Λυπήθηκα πολὺ καὶ τοῦ εἶπα ὅτι θὰ κάμω παράκληση καὶ θὰ τοῦ πήγαινα λαδάκι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ πατρὸς Ἰακώβου, γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. Αὐτὰ εἶπα καὶ ἔκλεισα τὸ τηλέφωνο. Μετὰ ἀπὸ δέκα πέντε λεπτὰ ὁ π. Παναγιώτης ἦρθε στὸ μοναστήρι καὶ μοῦ εἶπε: «Ἦρθα νὰ πάρω τὸ λαδάκι τοῦ Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολὺ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν χαρίτωσε καὶ θὰ μὲ βοηθήσει». Τοῦ ἔδωσα λάδι καὶ σταυρώθηκε στὸ μέτωπο καὶ ἔφυγε.

        Τὸ βράδυ μὲ πῆρε στὸ τηλέφωνο καὶ μοῦ εἶπε χαίροντας καὶ κλαίοντας ὅτι ἡ ροὴ τοῦ αἵματος σταμάτησε. Ἀπὸ τότε ἔγινε τελείως καλά. Ὁ π. Παναγιώτης ὑπέφερε ἀπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια καὶ τώρα ἦταν περίπου 40 ἐτῶν. Ὅταν ἔγινε καλὰ ὑποσχέθηκε νὰ τελεῖ θεία Λειτουργία καὶ μνημόσυνο στὸ Γέροντα Ἰάκωβο κάθε χρόνο σὰν αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς θεραπείας του. Ὅταν ὅμως πέρασε ἕνας χρόνος ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ π. Παναγιώτης ξέχασε τὴν ὑπόσχεσή του. Τὴ θυμήθηκε ὅταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα (στὸ χρόνο ἐπάνω) του παρουσιάσθηκε ἐλάχιστο αἷμα. Ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή του καὶ ἡ ροὴ τοῦ αἵματος σταμάτησε. Ἀπὸ τότε τὸ θυμᾶται κάθε χρόνο καὶ ἐπιτελεῖ θεία Λειτουργία καὶ μνημονεύει τὸ Γέροντα ἀνάμεσα στοὺς Ἅγιους.

        4. Ὁ κ. Γιῶργος Ἰωαννίδης, γιατρὸς παθολόγος ἀπὸ τὸ Βόλο, (προσωπικὸς τότε γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος καὶ τώρα Ἀρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἕξης:

        «Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ὅπου εἶχα ἔλθει μὲ τὴν οἰκογένειά μου γιὰ προσκύνημα τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1997, κι ἐνῶ βρισκόμουν στὴν πύλη τῆς αἰσθάνθηκα μέσα μου μία δυνατὴ ἐπιθυμία νὰ πάω νὰ ξαναπροσκυνήσω τὸν τάφο τοῦ Γέροντα Ἰακώβου. Αἰσθανόμουν ὅπως αἰσθάνεται κάποιος ποὺ ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο καὶ θέλει νὰ γυρίσει νὰ τὸ πάρει. Πραγματικὰ γύρισα μὲ τὸ γιό μου καὶ στὸ ἕνα μέτρο πρὶν ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα βλέπω κάτω στὴ γῆ ἕνα κομποσχοίνι. Παίρνω τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι μου, τὸ ὑψώνω καὶ τὸ κρατῶ ἐπιδεικτικά, ὥστε ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς γύρω προσκυνητὲς τὸ ἔχασε, νὰ τὸ δεῖ καὶ νὰ΄ ρθεῖ νὰ τὸ πάρει. Ἐκείνη ὅμως ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ἀκούω φωνὴ πίσω μου ποῦ μου ἔλεγε: «Τί ψάχνεις; Γιὰ σένα εἶναι τὸ κομποσχοίνι». Γυρίζω καὶ σὲ ἀπόσταση ἑνὸς μέτρου βλέπω ὁλοζώντανο τὸ Γέροντα Ἰάκωβο νὰ μοῦ χαμογελᾶ. Τὸν εἶδα ὁλοκάθαρα. Διέκρινα τὴν ὑγρασία τῶν ματιῶν του, τὶς φλεβίτσες στὸ πρόσωπό του, τὴ γενειάδα του, ὅπως τὴν εἶχε. Ἐνοίωσα κάτι τὸ ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Ἡ κυριολεκτικὰ αὔτη ζωντανὴ παρουσία τοῦ Γέροντα Ἰακώβου μπροστά μου ἦταν καθοριστικὴ κι ἔβαλε μέσα μου τὴ σφραγίδα περὶ τῆς βεβαιότητος τῆς θείας παρουσίας».

        5. Τὶς ἥμερες ποὺ γραφόταν αὐτὸ τὸ κείμενο καὶ συγκεκριμένα στὶς 10 Ὀκτωβρίου 2001 ἦρθε στὴ Μονὴ ὁ κ. Γιαννούλης, ναυτικός, ἀπὸ τὴν Ἄνδρο καὶ βουρκωμένος χωρὶς καν νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει καλὰ-καλὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὰ κλάματα ἀνέφερε τὰ ἕξης:

        «Ταξίδευα πρὸ καιροῦ καὶ εὑρισκόμουν στὴν Ἰνδία. Κάποια μέρα ἀντιμετώπισα σοβαρὸ πρόβλημα μὲ τὴν καρδιά μου Στὸ Νοσοκομεῖο ἐκεῖ ποὺ μὲ πῆγαν οἱ γιατροὶ εἶπαν στοὺς συναδέλφους μου ὅτι τελειώνω. Ἐγώ, πὰρ΄ ὅλο ποὺ ἤμουν σὲ κωματώδη κατάσταση, ἐνίωθα ὅτι κάποια ἀόρατη θεία δύναμη μὲ βοηθάει. Ὅταν ἀργότερα ἄνοιξα κάποια στιγμὴ τὰ μάτια μου τὸν πρῶτο ποὺ εἶδα μπροστά μου ἦταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ποὺ εἶχα διαβάσει ἀρκετὲς φορὲς τὸ βιβλίο του. Μοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, κύριε Γιαννούλη, θὰ σὲ βοηθήσω, θὰ γίνεις τελείως καλὰ καὶ θὰ ξαναγυρίσεις στὴν πατρίδα». Καὶ ἀπὸ ἐκείνης τῆς ὥρας πράγματι ἔγινα τελείως καλὰ».

        Ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες προφορικὲς καὶ γραπτὲς μαρτυρίες τῶν πιστῶν διαπιστώνεται ὅτι ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἔχει μεγάλη παρρησία στὸ Θεὸ καὶ γὶ΄ αὐτὸ εὔχομεθα νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ πάντων ὑμῶν. Ἀμὴν.

Πηγή: ἀρχιμ. Κυρίλλου ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυΐδ τοῦ Γέροντος καὶ τῶν πατέρων αὐτῆς, π. Ἰάκωβος Τσαλίκης ἕνας σύγχρονος ἅγιος Γέροντας, μέρος β΄, σέλ. 127-132, Περιοδικὸ Πεμπτουσία, τεῦχος 8, Ἀπρίλιος - Ἰούλιος 2002

Ἀφιέρωμα γιά τόν Γέροντα Ἰάκωβο ΕΔΩ