Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα: Ἡ ἀλήθεια τοῦ «Δρόμου»

2015-12-01 18:12

     Τοῦ Θανάση Ν. Παπαθανασίου

     Ὅταν ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μιλάει γιά τό θάνατο, ἐννοεῖ κάτι πού βρίσκεται στό τέρμα τῆς ζωῆς ἤ γιά κάτι πρίν ἀπό τό ὁποῖο ὑπάρχει ζωή. Συμφωνοῦμε ὅτι αὐτό πού συμβαίνει στό τέλος εἶναι ὁ θάνατος. Ὅμως αὐτό ποῦ ὑπάρχει πρίν ἀπό τό θάνατο εἶναι ζωή;

     Ἀλλά πόση ζωή εἶναι μία μίζερη ὕπαρξη ποῦ εἶναι βυθισμένη στόν ἀτομισμό, ἤ στίς ἀπρόσωπες πόλεις, ἤ οἱ ἀνθρωποθυσίες στό βωμό τῆς ἀτομικῆς καριέρας ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν μέ ἡμερομηνία λήξης;

     Αὐτό πού ὀνομάζουμε ζωή πολύ συχνά δέν εἶναι παρά ἡ δεσποτεία τοῦ θανάτου. Ἀντί ὁ θάνατος νά βρίσκεται στό τέρμα, διαποτίζει, δηλητηριάζει καί μεταλλάσσει τή ζωή. Ὅλα αὐτά σημαίνουν ἐπιβίωση δίχως νόημα, α-νόητη. Δέ περιέχει κάτι ἐκρηκτικό, κάποιον πού ν' ἀλλάξει τά πράγματα, δέν ἔχει ἐλπίδα.

     Μέσα σ' αὐτή τή μαυρίλα, τό ἐλάχιστο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι ν' ἀφουγκραστοῦμε τίς ἀντιστασιακές φωνές. Μία τέτοια φωνή πού πρόκειται ν' ἀκουσθεῖ αὐτές τίς ἡμέρες στούς δρόμους. Ἄν τή δοῦμε σάν ἔθιμο, θά τή χάσουμε. Ἄν συλλογιστοῦμε μέ φιλότιμο, θά βροῦμε ἕνα μπαξέ.

     Πρόκειται γιά τά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

     Κάλαντα εἶναι νάχεις κάτι νά πεῖς καί νά βρεῖς κάτι πολύτιμο γιά τή ζωή σου καί νά καίγεσαι νά τό μοιρασθεῖς.  Κάλαντα εἶναι μία διάθεση συνάντησης σέ μία ἀκοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα εἶναι ν' ἀνοίγεις τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου γιά νά ξεχυθεῖς στούς δρόμους νά ἀναζητήσεις τόν ἄλλο, νά τοῦ χτυπήσεις τήν πόρτα καί ν' ἀποζητήσεις τό πρόσωπό του. Κάλαντα εἶναι νά μετατρέψεις τίς πόρτες ἀπό ταφόπλακες σέ ἀνοίγματα ζωῆς.  Κάλαντα εἶναι ἡ προσκόμιση μίας εἴδησης, ὅτι ἡ ἐλπίδα ἔρχεται ἀπό αὔριο ἀπό μία συνάντηση. Αὔριο, 25 Δεκεμβρίου ὁ ἄνθρωπος παύει νά προορίζεται γιά τή χωματερή, ἀλλά συναντιέται μέ τό Θεό, γίνεται σάκα Θεοῦ. Γίνεται κοινωνός ἑνός τρόπου ὕπαρξης, τόν ὁποῖο τόν προσφέρει ἕνας Θεός μεθυσμένος ἀπό ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο, σέ τέτοιο σημεῖο πού ἀφήνει τά μεγαλεία γιά νά σαρκωθεῖ μέσα σέ μία φάτνη!

     «Νά τά ποῦμε;»

     Τά κάλαντα εἶναι ἡ ἀποζήτηση μίας ἐπικοινωνίας μέ τόν ἄλλο. Ἔχουμε νά τοῦ ποῦμε κάτι, ἀλλά δέν παραβιάζουμε τ' αὐτιά του καί τήν ἐλευθερία του. Εἶναι σάν νά τοῦ λέμε: « ἀδελφέ, ἐμεῖς πιστεύουμε σέ κάτι, πού τό θεωροῦμε σπουδαῖο καί πού νοιώθουμε πώς δίνει σέ μᾶς νόημα σέ κάθε στιγμή μας. Σκεφτόμαστε νά σού τό ποῦμε, κι' ἐσύ διαλέγεις καί παίρνεις. «Νά τά ποῦμε λοιπόν;»

     «Καλήν ἡμέραν ἄρχοντες».

     Τό ἔχετε προσέξει; Δέν ὑπάρχουν ξεχωριστά κάλαντα γιά ἄρχοντες καί χωριστά γιά τό λαό. Ὅλοι ἀποκαλοῦνται ἄρχοντες καί τό σπίτι τούς ἀποκαλεῖται «ἀρχοντικό». Τά κάλαντα κομίζουν ἕνα ὅραμα, μία κοινωνία ἀρχοντάδων δίχως ὑποτελεῖς, δούλους καί ἐξαθλιωμένους. Εἶναι ἕνα ὅραμα μέ ἐμπνευσμένο ἀπό τό μεδούλι τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό ἕνα Θεό πού προσφέρει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του σέ ὅλους χωρίς νά μονιμοποιεῖ τήν ταξική ἀδικία. Αὐτή τήν προσφορά Τοῦ ἐμεῖς τή λέμε Θ. Εὐχαριστία. Καί ὅταν τραγουδᾶμε:

     «Χριστός γεννᾶται σήμερον», κυριολεκτοῦμε. Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀναπόληση ἑνός μακρινοῦ παρελθόντος. Εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου νά γίνει μέτοχός της Βηθλεέμ σήμερα, νά μεταμορφωθοῦν οἱ πρῶτες ὕλες τῆς ζωῆς μας, τό ψωμί καί τό κρασί, σέ Σῶμα καί Αἷμα Αὐτοῦ πού γεννήθηκε « ἐν Βηθλεέμ τή πόλει».

     «Χαίρει ἡ κτίσις ὅλη».

     Τά κάλαντα ἀποτυπώνοντας τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ μπολιάζει μέ ζωή τό σύμπαν.
     Κοιτάξτε τή Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Γέννησης: Τά βράχια εἶναι ζωγραφισμένα πού νά στρέφονται πρός τόν Χριστό, τά δένδρα χαμηλώνουν κ.λ.π. Τά πάντα συμμετέχουν. Τά κάλαντα μαρτυροῦν ὅτι τό περιβάλλον εἶναι ἀφάνταστα περισσότερο ἀπό ἀντικείμενο στυγνῆς ἐκμετάλλευσης.

     Ὅταν θά κτυπήσουν τήν πόρτα μας τά παιδιά τῶν καλάντων, ἄς μήν τά ἀποπάρουμε. Εἶναι θελητά ἤ ἀθέλητά τους, ἀληθινοί ἀντάρτες τῶν πόλεων σήμερα. Μπορεῖ κίνητρό τους νά εἶναι ἡ παραξενιά κι ἡ χαρά τοῦ ἐθίμου, μπορεῖ καί τό χαρτζιλίκι πού ἀποκομίζουν. Τό θέμα εἶναι ὅτι στά χέρια τούς κρατιέται μία ὑπόθεση πού μακάρι νά βιωθεῖ κάποτε σέ ὅλες της τίς διαστάσεις. Διότι ὅσο ἀκόμη παίρνει τούς δρόμους ἡ ἀλήθεια τῶν καλάντων κι' ὅσο ἀντηχεῖ τό κάλεσμά τους σέ ἕνα ἀλλιώτικο ἀγαπητικό τρόπο ζωῆς, οἱ ἄχαρες πόλεις μας δέν ἔχουν πάρει ἀκόμη διαζύγιο ἀπό τήν ἐλπίδα. Δέν ἔχουν θαφτεῖ ἀκόμα στό ἀνέραστο ἀμπαλάζ τοῦ καταναλωτισμοῦ, τῶν βιτρινῶν, τῶν ρεβεγιόν δίχως προσδοκία τοῦ αὔριο, τῶν «Χριστουγέννων χωρίς Χριστό.

Ἀπό τό βιβλίο: «Ὁ Θεός μου ὁ ἀλλοδαπός»