Ὃ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Essex

2015-11-01 21:35

        

        Ὃ Γέρων Σωφρόνιος γεννήθηκε στὴ Μόσχα ἀπὸ Ρώσους γονεῖς τὸ 1896. Σπούδασε στὴν Κρατικὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας καὶ  ἐπιδόθηκε στὴ ζωγραφική. Ἕκτος ἀπὸ τὰ πλούσια φυσικὰ χαρίσματα ποῦ εἶχε, ὁ Θεὸς τὸν προίκισε καὶ μὲ ἐξαιρετικὰ πνευματικὰ χαρίσματα  ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀφομοίωσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Στὴ νεότητα τοῦ διακατείχετο ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ Ἀπολύτου καὶ ἀσχολήθηκε σοβαρὰ μὲ τὰ πολλὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ περιβάλλοντός του. Οἱ ἔντονες μεταφυσικὲς ἀναζητήσεις τοῦ τὸν ὁδήγησαν στὴν ὀδυνηρὴ συναίσθηση τοῦ τραγικοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι. Στὴ συνείδηση τοῦ ὑποτίμησε τὴν ἰδέα ὅτι τὸ Ἀπόλυτο μπορεῖ νὰ περικλυσθεῖ στὸν ψυχισμὸ τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ὁδό. Ἢ θεωρία τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ὡς λογικὴ λύση στὸ θλιβερὸ θέαμα τῶν παθημάτων καὶ τοῦ πόνου, εἵλκυσε τὸν Γέροντα, καὶ γιὰ ὀκτὼ περίπου χρόνια ἀσκήθηκε στὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμὸ τῆς φιλοσοφικῆς αὐτῆς πλάνης του ὑπερπροσωπικοῦ Ἀπολύτου. Τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἐκκλησία προκάλεσε τὸ βιβλικὸ κείμενο τῆς Σιναϊτικῆς ἀποκαλύψεως«Ἐγὼ εἰμὶ ὁ "Ὧν». Βοηθούμενος ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κατενόησε ὅτι τὸ Ἀπόλυτο καὶ "Ἄναρχο Εἶναι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν προσωπικὸ Θεό, ποῦ ἀποκαλύφθηκε πρῶτα στὸν Μωυσῆ καὶ «ἒπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν... ἐν (τῷ Μονογενῆ) υἱῶ» τοῦ Θεοῦ, διὰ Ἰησοῦ Χρίστου. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς προσωπικῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν ὄντως "Ὄντα, δὲν ἔπαυσε μὲ ἄκρα ἔφεση νὰ μυεῖται στὸ μυστήριο τοῦ ἀποκαλυφθέντος Θεοῦ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὶς ἄπειρες διαστάσεις τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Χρίστου, κατ' εἰκόνα τοῦ Ὅποιου κτίσθηκε ὃ ἄνθρωπος. Τὴν πλάνη του στὸ ἀπρόσωπο καὶ φανταζόμενο Ἀπόλυτό του ἰνδικοῦ τύπου θρήνησε μὲ πένθος ἀκραίας ἐντάσεως ἐπὶ δεκάδες χρόνια, θεωρώντας τὴν ὡς πτώση ὅμοια μὲ ἐκείνη τοῦ Ἀδάμ, καὶ ὡς αὐτοκτονία σὲ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο. Στὸ ἔργο τοῦ «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», ποῦ εἶναι ἢ πνευματικὴ αὐτοβιογραφία του, περιγράφει πῶς ὁ ἴδιος ἔζησε τὴ μετάνοιά του.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος

        Τὸ 1925 - μετὰ ἀπὸ μικρὴ περίοδο σπουδῶν στὸ Θεολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι - μετέβη στὸ  Ἅγιον Ὅρος, ὁπού μόνασε συνολικὰ 22 χρόνια. Πρῶτα ἐγκαταβίωσε στὴ Μονὴ τοῦ Ἅγιου Παντελεήμονος, ὁπού δέχθηκε τὴ μεγαλύτερη δωρεὰ τῆς ζωῆς του. Γνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ (1866-1938), στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου κατόπτευσε τὶς αὐθεντικὲς διαστάσεις τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

        Ἔμεινε κοντὰ στὸν Ἅγιο ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, κι ἔπειτα, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καὶ τῶν Γερόντων τῆς Μονῆς, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημό του Ἁγίου Ὅρους. Ἀπὸ ἐκεῖ διακονοῦσε ὡς πνευματικὸς τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ἁγίου Παύλου, Ὅσιου Γρηγορίου, Ὅσιου Σίμωνος Πέτρας, Ὅσιου Ξενοφῶντος καὶ πολλῶν ἄλλων κελιῶν καὶ σκητῶν.

Στὴ Γαλλία

        Τὸ 1947 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἄθωνα στὴ Γαλλία γιὰ νὰ ἐκδώσει τὰ χειρόγραφα, ποῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς πρὶν τὸν θάνατό του, προσθέτοντας μερικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα του καὶ ἐκτενῆ ἀνάλυση τῆς διδασκαλίας του. Εἶχε ὅμως ἤδη κλονισθεῖ σοβαρὰ ἢ ὑγεία του. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πέντε χρόνων τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ποῦ προηγήθηκε, τρεφόταν βασικὰ μὲ παξιμάδια καὶ ἀγριοκάστανα ποῦ μάζευε ἀπὸ τὸ δάσος. Ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἢ σπηλιὰ στὴν ὁποία κατοικοῦσε ὑπέστη ρωγμὴ καὶ γέμιζε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς βροχῆς. 'Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔφθασε στὴ Γαλλία, οἱ ὀροὶ κάτω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζοῦσε ἦταν δυσμενεῖς. Ἐργάσθηκε σκληρὰ μόνος γιὰ τὴ συγγραφὴ καὶ πολυγράφηση τῆς πρώτης ρωσικῆς ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου του γιὰ τὸν Ἅγιο Σιλουανό, ποῦ κυκλοφόρησε τὸ 1948. Σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔπαθε γαστρορραγία καὶ ὑποβλήθηκε σὲ πολὺ σοβαρὴ ἐγχείρηση, κατὰ τὴν ὁποία τοῦ ἀφαίρεσαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ στομάχου. Γιὰ ὀγδόντα μέρες τρεφόταν μὲ ὀρό. Μόλις ἐπέζησε. Μετὰ ἀπὸ μία σχετικὴ ἀνάρρωση ἐγκαταστάθηκε στὸ ρωσικὸ γηροκομεῖο τῆς Ἅγιας Γενεβιέβης τοῦ Δρυμοῦ (Saint Genevieve Bois), προαστίου τῶν Παρισίων. Στὸ ἵδρυμα αὐτὸ ὑπῆρχε παρεκκλήσι, ὁπού σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ τελεῖ ἀκολουθίες καὶ νὰ λειτουργεῖ. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς γέροντες καὶ τὶς γερόντισσες ποῦ συμμετεῖχαν στὶς λειτουργίες καὶ τὴν κοινὴ προσευχὴ ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μοναχές, καὶ δημιουργήθηκε ἔτσι μικτὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα στὸ γηροκομεῖο. Ὃ Γέροντας ἔγινε γρήγορα γνωστὸς καὶ μερικοὶ νέοι ἦλθαν καὶ κατοίκησαν σὲ ἕναν στάβλο κοντὰ στὸ γηροκομεῖο, γιὰ νὰ συμμετέχουν καὶ αὐτοὶ στὴ λατρεία καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν πλούσια διδασκαλία του.

Ἵδρυση τῆς μονῆς στὸ ΕΣΣΕΞ

        Δὲν πέρασαν ὅμως πολλὰ χρόνια καὶ οἱ νέοι ἄρχισαν νὰ παροτρύνουν τὸν Γέροντα νὰ ἱδρύσει Μονή, ὁπού θὰ μποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν ἀνάλογα τὴ μοναχική τους ζωή. Στὴν ἀρχὴ ὁ Γέροντας ἦταν διστακτικὸς λόγω τῆς ἐξαντλημένης ὑγείας του καὶ τοῦ δύσκολου ἀπὸ κάθε ἄποψη ἐγχειρήματος. Συγχρόνως μερικοὶ φίλοι του ἀπὸ διάφορες χῶρες τῆς Εὐρώπης προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἑλκύσουν, ὁ καθένας στὴ δική του πατρίδα. Τελικὰ προτιμήθηκε ἢ Ἀγγλία, ὁπού καὶ ἀγοράσθηκε τὸ μέρος γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς σὲ μία ἀπόμερη τοποθεσία τῆς κομητείας τοῦ Ἔσσεξ τὸ 1958. Τὸ 1959 ἵδρυσε τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, ὁπού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω τὴν 11η Ἰουλίου 1993.

Ἢ πνευματική του πορεία

        Ὡς πνευματικὴ παρουσία, ὁ Γέροντας ἀποτελεῖ σημεῖο τοῦ θεοῦ γιὰ τὴ γενεά του. Ἔζησε τὴν τραγωδία, τὶς ἀνησυχίες, τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ πολυτάραχου εἰκοστοῦ αἰώνα, καὶ μὲ τὴ ζωή, τὴν προσευχὴ καὶ τὸν λόγο τοῦ ἔδωσε ἀπαντήσεις στὰ φλέγοντα ἐρωτήματα τῶν συγχρόνων του.

        Τὸ ὀλίσθημα τοῦ Γέροντα στὴν ἀπρόσωπη θεωρία τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, κατὰ τὴ νεότητά του, ἢ θαυμαστὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸ μετέβαλε σὲ δῶρο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μολονότι ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε ἐνσυνείδητα τὸν Χριστό, ὡστόσο ὁ ἴδιος θεώρησε τὴν παραπλάνησή του ὡς ἀποστασία καὶ ἔγκλημα ἐναντίον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Αὐτὸ ἔγινε ἀφετηρία γιὰ ἀκατάπαυστη, βαθιὰ καὶ ἀπαράκλητη μετάνοια. Μὲ τὴ χαρισματικὴ ἀπόγνωση στὴ μετάνοια, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν ἀποκαλεῖ, πέτυχε νὰ ἐλευθερωθεῖ τελείως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπαθὴς νὰ εὐμοιρήσει στὴ θεωρία τοῦ ἄκτιστου Φωτὸς τοῦ Προσώπου τοῦ Χρίστου. Τότε ὁ Γέροντας κατανόησε τὸν πνευματικὸ «τόπο» τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μὲ θεανθρώπινο πλήρωμα. Εἶδε τὶς δύο μεγάλες ἐντολὲς τῆς ἀγάπης νὰ ἀποβαίνουν νόμος ὁλοκλήρου του εἶναι του, καὶ ἢ μὲν πρώτη νὰ ἐκδηλώνεται μὲ τὸν ἀκράτητο πόθο γιὰ τὸν θεὸ μέχρι αὐτομίσους, ἢ δὲ δεύτερη μὲ τὴν προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ κόσμου μέχρι αὐτολήθης καὶ πολλῶν δακρύων. Στὴν προσευχὴ αὐτὴ καταπονήθηκε δεκάδες χρόνια.

        Ἔχοντας ὁ Γέροντας τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τοῦ προσώπου ἤ, ὅπως προτιμᾶ νὰ λέει, τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς, ἀποκλειστικοῦ χαρίσματος τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ γνωρίζοντας ἀπὸ μέσα τὸ περιεχόμενο τῶν ἰνδικῶν θρησκευμάτων, ἀποδείχθηκε ἀνεκτίμητος ἀπολογητὴς τοῦ ὀρθόδοξου ἡσυχαστικοῦ βιώματος μέσα στὸ συγκρητιστικὸ πνεῦμα καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς του. Κατόρθωσε μὲ ἐπιβλητικὴ καὶ ἀναντίρρητη αὐθεντία νὰ διακρίνει τὴ διαφορὰ τῶν θεωριῶν τῶν δύο ἀσκητισμῶν, τοῦ ἰνδικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ, ποῦ τόσο ἀπέχουν μεταξύ τους, ὅσο τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο. Ἀντέταξε στὴν ἐπὶ μεταφυσικοῦ ἐπιπέδου αὐτοκτονία, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ὁ ὑπερβατικὸς διαλογισμός, τὴ ζωηφόρο καὶ ἀσύγκριτη πείρα τῆς συναντήσεως καὶ ἑνώσεως μὲ τὸν προσωπικὸ θεὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἡ σχέση του μὲ τὸν Ἅγιο  Σιλουανὸ

        Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε περίπου πέντε χρόνια  στὴ Μονὴ τοῦ Ἅγιου Παντελεήμονος, πρὶν ἀκόμη γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Σιλουανό. Χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1930. Κάθε φορᾶ ποῦ ἔβγαινε νὰ θυμιάσει τοὺς μοναχοὺς αἰσθανόταν δέος καὶ ντροπή, ὅταν περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Μέχρι τότε ὅμως δὲν ἔτυχε νὰ συνομιλήσει μαζί του.

        Λίγο χρόνο μετὰ τὴ χειροτονία  τοῦ Γέροντος ἦλθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ὁ ἐρημίτης μοναχὸς π. Βλαδίμηρος, μὲ τὸν ὅποιο συζήτησαν διάφορα πνευματικὰ θέματα. Κατανυγμένος ἀπὸ τὴ συζήτηση καὶ τὴν ὅλη πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς συνομιλίας, ὁ π. Βλαδίμηρος ἀπευθύνει ξαφνικὰ στὸν Γέροντα τὸ ἐρώτημα: «Πάτερ Σωφρόνιε, πές μου ἕναν λόγο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου». Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Γέροντας, ποῦ ἑτοίμαζε τσάι γιὰ τὸν π. Βλαδίμηρο, λέει: «Νὰ στέκεσαι στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου τῆς ἀπογνώσεως, καὶ ὅταν δεῖς ὅτι ἀρχίζεις νὰ ἀποκάμνεις, τραβήξου λίγο πίσω καὶ πιὲς ἕνα φλιτζάνι τσάι». Τότε τοῦ ἔδωσε τὸ τσάι. Ὃ λόγος αὐτός, καὶ προπαντὸς ἡ ἐνεργεία ποῦ μετέδωσε, χτύπησε τὸν ἐρημίτη, ποῦ ἀποχώρησε συντετριμμένος, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς προτροπῆς.

        Τὴν ἑπομένη τῆς συναντήσεως ὁ Γέροντας κατέβαινε ἀπὸ τὴ σκάλα τοῦ πολυώροφου κτιρίου τῆς Μονῆς πρὸς τὴν κεντρικὴ αὐλὴ καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀνέβαινε ἀπὸ τὸν ἀρσανὰ πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ συναντηθοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ .Ὃ Γέροντας ὅμως, ἀπὸ εὐλάβεια ὅπως πάντοτε, λοξοδρόμησε γιὰ νὰ μὴν συναντήσει τὸν Ἅγιο. Ἄλλα καὶ ὁ Σιλουανὸς ἄλλαξε πορεία, καὶ ἢ συνάντηση μπροστὰ στὴν Τράπεζα ἦταν ἀναπόφευκτη. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ρώτησε τὸν Γέροντα: «Πάτερ Σωφρόνιε, ἦλθε σὲ σένα χθὲς ὁ π. Βλαδίμηρος;» Καὶ ὁ Γέροντας, ἀποφεύγοντας ὅλα τὰ ἐνδιάμεσα στάδια τοῦ κοινοῦ διαλόγου, ἀπάντησε: «Ἔσφαλα;». Καὶ ὁ  Ἅγιος Σιλουανός, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέει σὲ αὐτόν: «Ὄχι, ἀλλὰ ὁ λόγος ὑπερέβαινε τὰ μέτρα καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἀδελφοῦ.  Ἔλα αὔριο νὰ συζητήσουμε ἀπὸ κοντά».

         Ἔτσι, ὁ π. Σωφρόνιος ἐπισκέφθηκε τον  Ἅγιο Σιλουανό, ποῦ τοῦ διηγήθηκε τὴ ζωή του. Ἀνιστόρησε σὲ αὐτὸν τὰ δεκαπέντε χρόνια της πάλης του μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας. Ἐμπιστεύθηκε σὲ αὐτὸν τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο τοῦ Χρίστου «κρατεῖ τὸν νοῦν σου εἰς τὸν ἄδην καὶ μὴ ἀπελπίζου», ποῦ ἀποτέλεσε σταθμὸ στὸν πνευματικό του ἀγώνα, καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὁποίου διασώθηκε ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ προσβολὴ καὶ καθαρίσθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφάνειας.

        Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπέκτησε τέτοια πίστη καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν Σιλουανό, ὥστε μὲ τὸ πνεῦμα του νὰ προσκυνεῖ καὶ τὰ ἀχνάρια τῶν ποδιῶν του. Ὅπως ὁ ἴδιος διηγιόταν καὶ ἔγραφε, θεωροῦσε τὴ γνωριμία καὶ τὸν σύνδεσμο μὲ τον  Ἅγιο Σιλουανὸ ὡς τὴ μεγαλύτερη πρὸς αὐτὸν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶχε καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴ μετέπειτα πνευματικὴ ἐξέλιξη καὶ θεολογία του. Ἡ ἐπικοινωνία του μὲ τον  Ἅγιο ἔδωσε στὸν Γέροντα τὴ διαβεβαίωση γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας μὲ τὸ ὅποιο ἐμφορεῖτο ὡς τότε. Πληροφορήθηκε στὴ διδαχή του καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν λόγο τοῦ ἀπέκτησε σταθερότητα στὴν ἀσκητικὴ ζωή του καὶ ὁδηγήθηκε στὴν ἀπάθεια. Ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῶν ἥμερών του, στὴν ἔρημο καὶ ἀργότερα στὴ διακονία τοῦ μέσα στὸν κόσμο, μαρτυρώντας ὅτι μόνο μὲ τὴν ἑκούσια κατάβαση στον  Ἅδη, χάριν τῆς ἐντολῆς, ὁ πιστὸς τοποθετεῖται στὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει τὴν ἀπερίγραπτη ταπείνωση τοῦ Χρίστου καὶ ἑνώνεται μαζί Του.

Ὁ γέροντας

        Κατακοσμήθηκε μὲ πολλὰ καὶ μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μεγαλύτερη ἐντύπωση ἂπ' ὅλα δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ θεοῦ, ποῦ ἅρπαζε μὲ τὴν προσευχή του καὶ κυοφοροῦσε ἐνεργὰ στὴν καρδιά του. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Λόγου. Κάθε ἐπαφὴ μαζί του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς καὶ θεωρίας, καὶ ὁ πιὸ συνήθης λόγος τοῦ πληροφοροῦσε μὲ χάρη αὐτοὺς ποῦ τὸν προσέγγιζαν. Προσευχόταν ἐκτενῶς καὶ μὲ ἔνταση για  τοὺς πάσχοντες καὶ χαιρόταν ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ θαῦμα, ὅταν ὁ λόγος καὶ ἢ προσευχὴ τοῦ μεταποιοῦσαν τὴν καρδιά τους. Ἀγωνιζόταν νὰ μειώσει τὸν πόνο τους, ἀλλὰ ἐκδαπανόταν μέχρι τέλους νὰ διακονήσει τὸ μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο θαῦμα τῆς πρόσκαιρης ὑπάρξεως: τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ζῶντος καὶ αἰωνίου θεοῦ.

        Κανένα φαινόμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς δὲν ἐξέπληττε τὸν Γέροντα. Εἶχε διανύσει ὅλη τὴν ὁδό. Ἐκτεινόταν συγχρόνως πρὸς ἀπύθμενα βάθη καὶ ἀθεώρητα ὕψη. Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς μετανοίας καὶ γνώριζε ἐπίσης τὶς ἀλλοιώσεις καὶ τὰ ἐνεργήματα τῆς νοερᾶς προσευχῆς.  Ἦταν μαθητευμένος στὸν ἀνακαινιστικὸ λόγο τοῦ Χρίστου καὶ ἀφομοιωμένος στὴ μαρτυρικὴ ἱεροσύνη Του. Ἀγαποῦσε μὲ πάθος τὴ θεία Λειτουργία καὶ βεβαίωνε ὅτι ἢ ὀρθὴ τέλεση τῆς ἀφήνει τοὺς ἴδιους καρποὺς χάριτος στὸ ἐπίπεδό της προσευχῆς, ὅπως ἢ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ τῆς ἐρήμου.

        Ὁ Γέροντας δὲν ἦταν ποτὲ ἀπόλυτος ἀπὸ στείρα αὐτάρκεια στὴ λογικὴ ἀπὸ αὐτοπεποίθηση στὴν πολυπειρία τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ πάντοτε διαμέσου τῆς ἀδιάλειπτης καὶ ταπεινῆς προσευχῆς τοῦ γνώριζε τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας. Σὲ κάθε ἄνθρωπο ποῦ τὸν προσέγγιζε μετέδιδε κατάλληλο λόγο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὶς δυνατότητες τῆς φύσεώς του. Ὅμοια μὲ τὸν Διδάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Σιλουανό, προσευχόταν στὸν ἐλεήμονα Κύριο νὰ γνωρίσουν τὸν Σωτήρα Θεὸ ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γὴς ἐν Πνεύματι  Ἁγίω, καὶ δοκίμαζε μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν ἀναγέννηση ἔστω καὶ ἑνὸς ἀκόμη πιστοῦ.

        Ἔλεγε: «Γιὰ νὰ εἶσαι χριστιανός, πρέπει νὰ εἶσαι καλλιτέχνης». Ὅπως οἱ καλλιτέχνες κατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ τὸν πόθο νὰ τὸ ἐκφράσουν μὲ  ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ τέλειο τρόπο, ἔτσι καὶ ὁ χριστιανὸς κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν πόθο νὰ φθάσει τὴν ἀτελεύτητη τελειότητά Του.

        Ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος του νὰ ἐγγίζει, εἶπε: «Ὅλα τὰ ἔχω πεῖ στὸν Θεό. Τελείωσα ὅ,τι εἶχα νὰ κάνω. Τώρα πρέπει νὰ φύγω». Τότε μὲ ταπεινὴ τόλμη ἔγραψε θερμὸ γράμμα στὸν Παναγιώτατο καὶ Σεπτὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο εὐχαριστώντας Αὐτὸν ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ ὅλη τὴν εὔνοια ποῦ ἔδειξε στὴ Μονή του. Ἐξέφρασε βαθιὰ εὐγνωμοσύνη καὶ παρακάλεσε τὸν Πατριάρχη νὰ ὑπερασπίσει τὸ εὔθραυστο ἔργο τῶν χειρῶν του: «Εὔλογων εὐλόγησαν τὰ τῆς ἐμῆς μάνδρας ταπεινὰ πρόβατα, καὶ μήποτε ἔγκαταλιπης τὴ Σὴ φιλόστοργα) φροντίδι καὶ εὐδοκία τόπον σμικρόν, πτωχὸν καὶ ἀσήμαντον μέν, ἂλλ' ἐν δάκρυσι πολλοῖς, καὶ ἐκ βάθους στεναγμοῖς, καὶ αἵματι καὶ ἰδρώτι ἱδρυθέντα». Στὸ τέλος τοῦ γράμματος ζήτα τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου του, γιὰ νὰ ἀπέλθει «πρὸς τὸ ποθούμενον Φῶς τῆς τοῦ Χρίστου Ἀναστάσεως».

        Ὁ Γέροντας ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίω, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ ὑπηρετεῖ μὲ τὸν λόγο του καὶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ τὸ θαῦμα ποῦ ἀγάπησε ἢ ψυχή του: τὴν ἀναγέννηση τῶν πιστῶν καὶ τὴν πλούσια εἴσοδό τους στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου ἠμῶν καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χρίστου.

Θαυματουργὸς χάρη

        Θαύματα κατὰ τo θάνατό του, εἴδαμε πάμπολλα. Τὰ διηγοῦνται ἄνθρωποι ἀπὸ διάφορες χῶρες τοῦ κόσμου. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς εὐεργετηθέντες, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐχαριστία τους, ἀνήγειραν ναοὺς καὶ κατασκεύασαν εἰκόνες πρὸς τιμὴ τοῦ °Ἁγίου του Γέροντα, τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ. Ἀντισταθήκαμε ὅμως στὸν πειρασμὸ νὰ τὰ καταγράψουμε, γιὰ νὰ μείνει ἢ ἔμφαση στὸν χαρισματικὸ λόγο ποῦ τοῦ ἔδωσε ὁ θεός, ἱκανὸ νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ ὁδηγήσει σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία.

        Στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ὂ  Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι, ἂν τὸ καθένα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ ἀναγραφόταν ξεχωριστά, οὔτε ὁ κόσμος ὅλος θὰ χωροῦσε τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἔτσι ἀρκεῖται στὴν παράθεση ἑπτὰ μόνο σημείων ποῦ «ἐποίησεν» ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς ἐκτεταμένης διδαχῆς τῶν λόγων Του. 'Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἅγιοί του Θεοῦ εἶναι μέτοχοί της ἴδιας θείας ἐνεργείας ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ὁ κόσμος. Γι' αὐτὸ καὶ στοὺς βίους τῶν Ἅγιων, ποῦ ὁ Θεὸς δόξασε μὲ τὴ δωρεὰ τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ Λόγου Του, παρατίθενται ἕνα ἢ δύο ἢ τρία θαύματα μόνο, ὥστε νὰ παραμείνει ὁ τονισμὸς καὶ ἢ προσοχὴ τῶν πιστῶν στὸν προφητικὸ χαρακτήρα τῆς διδασκαλίας τους πρὸς καταρτισμὸ καὶ οἰκοδομῆ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχοντας τὰ παραπάνω ὡς κανόνα, τὸν ὅποιο ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἀκολούθησε στὴν περιγραφὴ τοῦ βίου τοῦ Ἅγιου Σιλουανοῦ, καὶ ὑποκύπτοντας κάπως στὴν ἐπίμονη παράκληση πολλῶν ἀδελφῶν καὶ φίλων, προβαίνουμε στὴ διήγηση ἑνὸς μόνο θαυμαστοῦ γεγονότος, ποῦ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε σὲ μία κρίσιμη στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα, μαρτυρώντας ἔτσι τὴν εὐδοκία τοῦ θελήματός Του.

        Ὅταν ὁ Γέροντας ὑπέβαλε αἴτηση νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Ἀγγλία μὲ ὅλη τὴ συνοδεία του, ἔγινε τὸ ἑξῆς:Σὲ συνέντευξή του μὲ τὸν Ἄγγλο πρόξενο στὸ Παρίσι ἐρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο ἤθελε νὰ μεταβεῖ στὴν Ἀγγλία καὶ τί θὰ εἶχε νὰ προσφέρει στὴ χώρα αὐτή. Ὃ Γέροντας ἀπάντησε ὅτι τίποτα δὲν εἶχε νὰ προσφέρει οὔτε νὰ συμβάλλει παραγωγικὰ στὴν οἰκονομία της, ἀλλὰ ὅτι γύρευε ἕνα ἥσυχο μέρος γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λειτουργία. Καὶ ὁ πρόξενος ἀπορημένος μονολόγησε: «Παράξενοι ἄνθρωποι»!

        Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες διεξαγόταν ἔντονη συζήτηση στὴ Βουλὴ τῆς Μεγάλης Βρετανίας γιὰ τὸ θέμα τοῦ μεταναστευτικοῦ ρεύματος καὶ γιὰ τοὺς ὅρους, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐπιτρεπόταν ἢ εἴσοδος τῶν ἀλλοδαπῶν στὴ χώρα αὐτή. Τὸ θέμα ἀνέλαβε νὰ ρυθμίσει ὁ τότε ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν, Α. Β, ὁ ὅποιος καὶ πρότεινε νὰ εἰσαγάγει «σημαντικὲς ἀλλαγὲς» στὴ μεταναστευτικὴ πολιτικὴ τῆς Κυβερνήσεως. Ἀπέρριψε τὴν πρόταση τῶν σοσιαλιστῶν νὰ ἀλλάξουν τὸ ἄρθρο τοῦ νόμου ποῦ περιόριζε τὴν εἴσοδο τῶν ἀλλοδαπῶν, ἀναγγέλλοντας ὡστόσο ὅτι μερικοὶ περιορισμοὶ θὰ μετριασθοῦν: «Οἱ παραχωρήσεις κυρίως θὰ ἀφοροῦν εὔπορους ἀνθρώπους, ποῦ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκαταβιώσουν στὴ χώρα μας, γιατί ἀρέσει σ' αὐτοὺς ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας». Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ ὁ κοινοβουλευτικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Ἐργατικοῦ Κόμματος Hale διαφώνησε λέγοντας: «"Ἂν οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι κατέφθαναν στὸ λιμάνι τοὺ  Dover... τότε σύμφωνα μὲ τοὺς ἐξωτερικούς μας κανονισμοὺς θὰ μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὴ χώρα μας μόνο ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, στὸν ὅποιο τὰ τριάκοντα ἀργύρια θὰ ἐπαρκοῦσαν νὰ ζήσει κατὰ τὴν περίοδο ἀναζητήσεως ἐργασίας, τὴν ὁποία βρίσκοντας θὰ ἀποκτοῦσε τὸ δικαίωμα νὰ παρατείνει τὴν προθεσμία τῆς παραμονῆς τοῦ (βλέπε σχετικὰ τὰ πρακτικὰ τῶν συζητήσεων τῆς Βουλῆς στὶς ἐφημερίδες Times καὶ DailyMail, Λονδίνο, 21 Νοεμβρίου 1958, σ. 9 καὶ 12 καὶ σ. 11αντιστοίχως). Τὸ κατὰ Πρόνοια Θεοῦ περιστατικὸ αὐτὸ προετοίμασε τὸ ἔδαφος. Ἢ αἴτηση τοῦ Γέροντα γιὰ νὰ μεταβεῖ μὲ τὴ συνοδεία του στὴν Ἀγγλία ἦταν ἢ πρώτη ποῦ ἐξετάσθηκε καὶ ἱκανοποιήθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ὑπουργὸ Ἐσωτερικῶν Α. Β, ὁ ὅποιος ἔγραψε πάνω στὴν αἴτηση τὴν ἀπόφαση: «Δῶστε στὸν ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο ὅλα ὅσα ζητεῖ».

Ἀπὸ τὸ https://www.imga.gr/stalagmata/o_geron_sofronios_tou_essex.html

Δεῖτε βίντεο γιά τόν γέροντα Σωφρόνιο ΕΔΩ