Ὁ πλοῦτος καί ἡ φτώχεια

2015-11-22 14:53

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

     Ἄν δεῖς κάποιον νά γίνεται πλούσιος χωρίς νά τό ἀξίζει, μήν τόν καλοτυχίσεις, μήν τόν ζηλέψεις, μήν τά βάλεις μέ τή θεία πρόνοια, μή νομίσεις ὅτι γίνεται τίποτα στόν κόσμο τοῦτο τυχαία καί ἄσκοπα. Θυμήσου τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου. O πλούσιος εἶχε φτάσει στήν κορύφωση τοῦ πλούτου καί τῶν ἀπολαύσεων, ἐνῶ συνάμα ἦταν σκληρός καί ἀπάνθρωπος, πιό ἄγριος κι ἀπό τά σκυλιά. Τά σκυλιά σπλαχνίζονταν τό Λάζαρο κι ἔγλειφαν τίς πληγές, πού σκέπαζαν τό σῶμα του, ἐνῶ ὁ πλούσιος οὔτε τά ψίχουλα τοῦ τραπεζιοῦ του δέν ἔδινε στόν φτωχό. Ὁ πλούσιος εἶχε περισσότερα ἀπ' ὅσα τοῦ χρειάζονταν. Ὁ Λάζαρος δέν εἶχε οὔτε τά ἀπόλυτα ἀναγκαία, οὔτε τήν ἀπαραίτητη καθημερινή του τροφή. Καί μολονότι πάλευε συνέχεια μέ τήν πείνα καί τήν ἀρρώστια, δέν ἀγανάκτησε, δέν βλαστήμησε τό Θεό, δέν παραπονέθηκε ἐνάντια στή θεία πρόνοια.

     Δέν εἶναι, λοιπόν, ἀδικαιολόγητο, ἐνῶ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπό τέτοιες συμφορές, νά βλαστημᾶς τό Θεό, ὅταν ἄλλοι ἄνθρωποι, ποῦ δοκιμάζονται σκληρά ἀπό διάφορα βάσανα, δοξάζουν τόν Κύριο ἀκατάπαυστα; Στό κάτω-κάτω, ὅποιος ὑποφέρει, κι ἄν ξεστομίσει καμιά βαρειά κουβέντα πάνω στόν πόνο του, εἶναι ἄξιος κάποιας συγγνώμης. Ὅποιος, ὅμως, χωρίς νά ὑποφέρει, βλαστημάει τό Θεό καί χάνει τήν ψυχή του, ποιᾶς συγγνώμης εἶναι ἄξιος;

     Γιά ποιό λόγο, ἄνθρωπέ μου, ὁ πλοῦτος σου φαίνεται σπουδαῖο πράγμα; Ἀναμφίβολα γιατί σου ἀρέσουν οἱ σπάταλες ἀπολαύσεις, γιατί εὐχαριστιέσαι ὅταν σέ θαυμάζουν ἤ σέ ζηλεύουν οἱ ἄλλοι, γιατί μπορεῖς μέ τά χρήματά σου νά κάνεις κακό στούς ἐχθρούς σου καί, τέλος, γιατί ὅλοι σέ φοβοῦνται γιά τή δύναμη πού σου δίνει ὁ πλοῦτος. Ναί, γι' αὐτές τίς τέσσερις αἰτίες κυνηγᾶς τά λεφτά, γιά τήν ἡδονή, τήν κολακεία, τήν ἐκδίκηση καί τό φόβο. Ἄλλη αἰτία δέν ὑπάρχει. Γιατί, συνήθως, ὁ πλοῦτος οὔτε πιό σοφό κάνει τόν ἄνθρωπο οὔτε πιό συνετό οὔτε πιό καλό οὔτε πιό φιλάνθρωπο. Καμιάν ἀρετή δέν μπορεῖ νά φυτέψει μέσα στήν ψυχή μας ὁ πλοῦτος. Ἀπεναντίας μάλιστα, ἄν βρεῖ μερικές ἀρετές, τίς ξεριζώνει, γιά νά φυτέψει μέσα μας τίς ἀντίστοιχες κακίες.

     Σού φαίνεται, λοιπόν, ποθητός ὁ πλοῦτος καί ἀξιοζήλευτος, ἐπειδή καλλιεργεῖ τά χειρότερα ἐλαττώματα στήν ψυχή μας, ἐπειδή μεταβάλλει τό θυμό σέ πράξη, ἐπειδή φουσκώνει τίς σαπουνόφουσκες τῆς δοξομανίας, ἐπειδή ξεσηκώνει μέσα μας τήν ἀλαζονεία; Ἀκριβῶς γι' αὐτά πρέπει νά τόν ἀποφεύγεις, μή γυρίζοντας καν τό κεφάλι γιά νά τόν κοιτάξεις. Ἀλλιῶς, θά ἐγκαταστήσει στήν καρδιά σου μερικά ἄγρια καί φοβερά θηρία, πού θά γίνουν αἰτία νά χάσεις κάθε τιμή. Παρουσιάζοντας, μάλιστα, τήν ἀτιμία σάν τιμή, κατορθώνει νά σέ ἐξαπατήσει, ὅπως οἱ ἄσχημες πόρνες, πού μέ τά καλλυντικά καί τά βαψίματα ὀμορφαίνουν τά πρόσωπά τους καί ξεγελοῦν τούς ἄντρες.

     Ἐσύ, λοιπόν, ὁ πλούσιος, μήν ξεγελιέσαι ἀπό τίς κολακεῖες καί τά χαμόγελα καί τίς περιποιήσεις τῶν ἄλλων. Ὅλα αὐτά σου τά κάνουν εἴτε ἀπό φόβο εἴτε ἀπό ἰδιοτέλεια. Ἄν μποροῦσες νά ἐξετάσεις τά βάθη τῶν καρδιῶν ἐκείνων πού σέ κολακεύουν, θά ἔβλεπες ὅτι ἀπό μέσα τους σέ κατηγοροῦν, σέ βρίζουν, σέ μισοῦν περισσότερο κι ἀπό τούς χειρότερους ἐχθρούς σου. Καί ἄν κάποτε ἡ κατάσταση μεταβληθεῖ, ἄν χάσεις τόν πλοῦτο σου, τότε τά προσωπεῖα θά πέσουν. Τότε θά γίνει ὅ,τι καί μέ τίς πόρνες, ὅταν ξεβάφονται. Τότε θά δεῖς καθαρά τά ἀληθινά πρόσωπα ἐκείνων πού πρωτύτερα σέ καλοπίαναν. Τότε θά καταλάβεις ὅτι ἐνίωθαν γιά σένα ὄχι ἐκτίμηση ἀλλά περιφρόνηση, ὄχι θαυμασμό ἀλλά φθόνο, ὄχι ἀγάπη ἀλλά μίσος.

     Ὅπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδαμινός, λιγόχρονος καί θνητός, ἔτσι εἶναι καί ὁ πλοῦτος. Ἤ μᾶλλον ὁ πλοῦτος εἶναι περισσότερο μηδαμινός. Γιατί πολύ συχνά δέν πεθαίνει μαζί μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά χάνεται πρίν ἀπ' αὐτόν. Ὁ καθένας σᾶς γνωρίζει τόσα καί τόσα παραδείγματα πλουσίων πού κατάντησαν φτωχοί. Αὐτοί ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν, μά ἡ περιουσία τούς χάθηκε. Καί μακάρι νά χανόταν μόνο ἡ περιουσία, γιατί συνήθως παρασύρει στήν ἀπώλεια καί τόν κάτοχό της. Δέν θά εἶχε, λοιπόν, ἄδικο κανείς, ἄν ἀποκαλοῦσε τόν πλοῦτο ὑπηρέτη ἀχάριστο, ὑπηρέτη δολοφόνο, πού θανατώνει τόν κύριό του.

     Αὐτά τά λέω καί δέν θά πάψω νά τά λέω, κι ἄς μέ κατηγοροῦν πολλοί. "Ὅλο μέ τούς πλουσίους τά βάζεις", διαμαρτύρονται. Πράγματι, ὄχι ὅμως μέ ὅλους, ἀλλά μόνο μ' ἐκείνους πού κάνουν κακή χρήση τοῦ πλούτου τους. Δέν χτυπάω τόν πλούσιο, ἀλλά τόν ἅρπαγα. Ἄλλο πλούσιος, ἄλλο ἅρπαγας. Νά ξεχωρίζουμε τά πράγματα, γιά νά μή δημιουργεῖται σύγχυση ἤ παρανόηση. Εἶσαι πλούσιος; Δέν σέ ἐμποδίζω. Ἁρπάζεις; Σέ ἀποδοκιμάζω. Ἔχεις τά κτήματά σου; Νά τά χαίρεσαι. Παίρνεις τά ξένα; Δέν μπορῶ νά σωπάσω. Θέλεις νά μέ πετροβολήσεις; Εἶμαι ἕτοιμος καί τό αἷμα μου νά χύσω, φτάνει νά σέ σταματήσω ἀπό τήν ἁμαρτία. Δέν νοιάζομαι γιά τό μίσος, δέν τρομάζω ἀπό τήν πολεμική. Γιά ἕνα πράγμα μόνο νοιάζομαι, γιά τήν προκοπή ἐκείνων πού μέ ἀκοῦνε.

     Καί οἱ φτωχοί καί οἱ πλούσιοι παιδιά μου εἶναι. Ὅποιος θέλει, ἄς μέ πετροβολήσει. Ὅποιος θέλει, ἄς μέ μισεῖ. Ὅποιος θέλει, ἄς σχεδιάζει τή θανάτωσή μου. Οἱ ἐπιβουλές ἐναντίον τῆς ζωῆς μου εἶναι γιά μένα ὑποθῆκες στεφανιῶν, οἱ πληγές εἶναι γιά μένα βραβεῖα. Δέν φοβᾶμαι τήν ἐπιβουλή. Ἕνα πράγμα μόνο φοβᾶμαι: τήν ἁμαρτία. Ἄς μή βρεθεῖ κανείς νά μέ ἐλέγξει γιά κάποιο ἁμάρτημα, κι ἄς μέ πολεμάει ὁ κόσμος ὅλος. Προδότης, λοιπόν, εἶναι ὁ πλοῦτος, προδότης καί δραπέτης καί φονιάς. Ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις, σού φεύγει καί σέ ἐγκαταλείπει καί σέ καταστρέφει. Θέλεις νά τόν κρατήσεις πραγματικά; Μήν τόν κρύψεις, ἀλλά μοίρασε τόν στούς φτωχούς. Θηρίο εἶναι ὅ πλοῦτος. Ἄν κρατιέται, φεύγει. Ἄν σκορπίζεται, μένει. Σκόρπισε τόν, γιά νά μείνει. Μήν τόν κρύψεις, γιά νά μή σού φύγει. "Ποῦ εἶναι ὁ πλοῦτος σας;", θά ρωτοῦσα ἐκείνους πού τόν εἶχαν καί τόν ἔχασαν. Καί θά τούς ρωτοῦσα, ὄχι γιά νά τούς χλευάσω -ποτέ τέτοιο πράγμα!- οὔτε γιά νά ξύσω πληγές, ἀλλά γιά νά κάνω λιμάνι τῆς σωτηρίας σᾶς τό δικό τους ναυάγιο. Γιά νά ἀντιληφθεῖτε, ὅτι αὐτός πού σήμερα εἶναι πλούσιος, αὔριο καταντάει φτωχός. Γι' αὐτό πολλές φορές γέλασα, ὅταν διάβασα διαθῆκες, πού ἔγραφαν: «Ὁ τάδε νά ἔχει τήν κυριότητα τῶν ἀγρῶν ἤ τοῦ σπιτιοῦ, τή χρήση ὅμως νά τήν ἔχει ἄλλος». Μά ὅλοι τή χρήση ἔχουμε, κανείς δέν ἔχει τήν κυριότητα. Ἀκόμα κι ἄν μείνουμε πλούσιοι σ' ὁλόκληρη τή ζωή μας, ὅταν πεθάνουμε, θέλουμε δέν θέλουμε, θά παραχωρήσουμε τόν πλοῦτο μας σέ ἄλλους. Γυμνοί φεύγουμε γιά τήν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ γιά μερικά χρόνια ἤμασταν μόνο χρῆστες, ὄχι καί κύριοί του πλούτου. Ξέρετε ποιοί ἔχουν στήν πραγματικότητα τήν κυριότητα τοῦ πλούτου; Ὅσοι περιφρονοῦν τή χρήση του καί περιγελοῦν τίς ἀπολαύσεις. Ὅσοι σκορπᾶνε τά λεφτά τους καί τά μοιράζουν στούς φτωχούς, κάνουν καλή χρήση τους καί φεύγουν ἀπ' αὐτόν τόν κόσμο ἀληθινά πλούσιοι, πλούσιοι σέ καλά ἔργα καί ἀγάπη καί χάρη Θεοῦ.

     Μά γιατί, τέλος πάντων, θεωρεῖς τόν πλοῦτο ἀξιοζήλευτο; Γιατί καλοτυχίζεις ὅσους ἔχουν πολλά χρήματα; Ποιά εἶναι ἡ διαφορά τοῦ πλούσιου ἀπό τόν φτωχό; Ἄνθρωποι δέν εἶναι καί οἱ δύο; Θά σού ἀποδείξω, μάλιστα, ὅτι ὁ ἕνας ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου, ἔτσι ὥστε οὔτε ὁ πλούσιος μπορεῖ νά ζήσει δίχως τόν φτωχό οὔτε ὁ φτωχός δίχως τόν πλούσιο. Ὁ Θεός οἰκονόμησε σοφά αὐτή τήν ἀλληλεξάρτηση, γιά νά ὑπάρχει ἀμοιβαία ἀγάπη καί συμπαράσταση, κοινωνική συνοχή καί εὐταξία. Πρέπει, μάλιστα, νά τονίσω, ὅτι οἱ πλούσιοι ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη τῶν φτωχῶν παρά οἱ φτωχοί τῶν πλουσίων. Καί γιά νά τό καταλάβεις, σού λέω ἕνα παράδειγμα: Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι χτίζονται δύο πόλεις, καί μέ νόμο ὁρίζεται ὅτι στή μία θά κατοικοῦν μόνο πλούσιοι, ἐνῶ στήν ἄλλη μόνο φτωχοί. Ἄν στήν πόλη τῶν πλουσίων δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας φτωχός καί στήν πόλη τῶν φτωχῶν οὔτε ἕνας πλούσιος, ἄς δοῦμε ποιά θά μπορέσει νά ἱκανοποιήσει καλύτερα τίς ἀνάγκες της.

     Στή πόλη, λοιπόν, τῶν πλουσίων δέν θά ὑπάρχει τεχνίτης, οὔτε χτίστης οὔτε μαραγκός οὔτε τσαγκάρης οὔτε φούρναρης οὔτε γεωργός οὔτε σιδεράς οὔτε ἄλλος κανένας. Γιατί ποιός πλούσιος θά καταδεχόταν νά ἀσκήσει κάποιο ἀπ' αὐτά τά ἐπαγγέλματα, τή στιγμή πού καί ὅσοι τά ἀσκοῦν, ὅταν πλουτίσουν, τά ἐγκαταλείπουν; Ἔτσι, ὅμως, πῶς θά μπορέσει νά συντηρηθεῖ ἡ πόλη; Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση, παρά νά καταργηθεῖ ὁ νόμος, πού θέσαμε στήν ἀρχή, καί νά κληθοῦν τεχνίτες, γιά ν' ἀντιμετωπίσουν τίς πρακτικές ἀνάγκες.

     Ἄς δοῦμε τώρα καί τήν πόλη τῶν φτωχῶν. Ἄν, ὅπως ὁρίσαμε, δέν ἔχει κανένα πλούσιο κάτοικο ἀλλά καί κανένα πλοῦτο, οὔτε χρυσάφι οὔτε ἀσήμι οὔτε πολύτιμα πετράδια οὔτε πορφυρά καί χρυσοΰφαντα ἐνδύματα, ποιά γνώμη ἔχεις; Κάτω ἀπό τέτοιες συνθῆκες, θά εἶναι δύσκολη ἡ ζωή τῆς πόλης; Καθόλου. Γιατί, ἄν χρειαστεῖ νά χτίσουν σπίτια ἤ νά κατεργαστοῦν τό σίδερο ἤ νά ὑφάνουν ροῦχα, δέν χρειάζονται χρυσάφι καί ἀσήμι καί μαργαριτάρια, ἀλλά τέχνη καί χέρια. Καί ἄν πρέπει νά σκάψουμε καί νά καλλιεργήσουμε τή γῆ, πλούσιοι ἤ φτωχοί μας χρειάζονται; Ὁπωσδήποτε φτωχοί. Ποῦ θά χρειαστοῦμε, λοιπόν, τούς πλουσίους, ἐκτός κι ἄν ἀποφασίσουμε νά κατεδαφίσουμε τήν πόλη;

     Ἄχρηστοι εἶναι οἱ πλούσιοι, ναί, ἄχρηστοι, ἐκτός κι ἄν εἶναι ἐλεήμονες καί φιλάνθρωποι. Μά, δυστυχῶς, λίγοι πλούσιοι, πολύ λίγοι ξεχωρίζουν γιά τή φιλανθρωπία τους. Οἱ περισσότεροι εἶναι βουτηγμένοι στή φιλαυτία, τήν ἀσπλαχνία, τήν ἁμαρτία. Γι' αὐτό μήν τούς ζηλεύεις. Ἐσύ νά σκέφτεσαι τόν Πέτρο καί τόν Παῦλο, νά σκέφτεσαι τόν Ἰωάννη καί τόν Ἠλία, νά σκέφτεσαι τόν ἴδιο τό Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε πού νά γείρει τό κεφάλι Του. Μιμήσου τή φτώχεια Ἐκείνου καί τῶν ἁγίων Του, πού ἦταν στερημένοι ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, εἶχαν ὅμως ἀμύθητα πνευματικά πλούτη. Νά θυμᾶσαι πάντα καί τή διακήρυξη τοῦ Κυρίου, πού βεβαίωσε πώς εἶναι πολύ δύσκολο νά σωθεῖ πλούσιος: «Ὅσοι ἔχουν χρήματα, πολύ δύσκολα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πιό εὔκολο εἶναι νά περάσει καμήλα μέσ' ἀπό βελονότρυπα, παρά νά μπεῖ πλούσιος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Λούκ. 18:24-25). Δίπλα σ' αὐτή τή θεϊκή διακήρυξη βάλε, ἄν θέλεις, ὅλο τό χρυσάφι τῆς γής, καί θά δεῖς ὅτι δέν ἀντισταθμίζει τή ζημιά, πού θά σού προξενήσει ἡ κατοχή του. Ἀκόμα, δηλαδή, κι ἄν εἶχες δικές σου τήν ξηρά καί τή θάλασσα, τίς χῶρες καί τίς πολιτεῖες τῆς οἰκουμένης, ἄν δούλευε γιά σένα ἡ ἀνθρωπότητα, ἄν ἔδιναν γιά χάρη σου οἱ πηγές χρυσάφι ἀντί γιά νερό, καί τότε θά ἔλεγα πώς δέν ἀξίζεις οὔτε τρεῖς δεκάρες, ἀφοῦ θά ἔχανες τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

     Πές μου, ἄν ὁ βασιλιάς σέ καλοῦσε στά ἀνάκτορα καί σ' ἔβαζε νά καθήσεις δίπλα στό θρόνο του καί σού μιλοῦσε τιμητικά μπροστά σέ ὅλους τους αὐλικούς καί σέ κρατοῦσε στό τραπέζι του, γιά νά γευθεῖς τά βασιλικά φαγητά, δέν θά θεωροῦσες τόν ἑαυτό σου ὡς τόν πιό εὐτυχισμένο ἄνθρωπο; Τώρα, λοιπόν, πού πρόκειται ν' ἀνέβεις στόν οὐρανό καί νά σταθεῖς κοντά στό Βασιλιά τοῦ σύμπαντος καί νά λάμπεις ὅπως οἱ ἄγγελοι καί νά συμμετέχεις στήν ἀπρόσιτη θεία δόξα, διστάζεις νά περιφρονήσεις τά χρήματα, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά πετᾶς ἀπό χαρά, ἀκόμα κι ἄν χρειαζόταν νά θυσιάσεις τή ζωή σου γιά τό σκοπό αὐτό; Γιά ν' ἀναρριχηθεῖς σέ κάποιο πρόσκαιρο δημόσιο ἀξίωμα, πού θά σού δώσει τήν εὐκαιρία νά κλέψεις, χρησιμοποιεῖς κάθε μέσο, θεμιτό καί ἀθέμιτο.
     Καί τώρα, πού μπροστά σου βρίσκεται ἡ αἰώνια βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πού τίποτα δέν πρόκειται νά τήν καταργήσει, ἀδιαφορεῖς καί κάθεσαι μ' ἀνοιχτό τό στόμα μπροστά στά χρήματα; Ἀλίμονο, πόση εἶναι ἡ ἀναισθησία μας! Τέτοια ἀγαθά προσδοκᾶμε, καί στά πράγματα τῆς γής εἴμαστε κολλημένοι! Δέν ἀντιλαμβανόμαστε τήν πανουργία τοῦ διαβόλου, πού μᾶς δίνει τά μικρά καί μᾶς παίρνει τά μεγάλα. Μᾶς προσφέρει λάσπη καί μᾶς ἁρπάζει τόν οὐρανό. Μᾶς παρασύρει στή σκιά καί μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τό φῶς. Μᾶς τραβάει στήν ἀπάτη καί μᾶς στερεῖ τήν ἀλήθεια. Μᾶς ξεγελάει μέ ὄνειρα -γιατί ὄνειρο εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ κόσμου τούτου- καί μᾶς καταντάει, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας, φτωχότερους κι ἀπό τούς πιό φτωχούς. Γιατί τότε δέν παίρνει μαζί του ὁ ἄνθρωπος τίποτ' ἄλλο πέρα ἀπό τήν ἀρετή του καί τά καλά του ἔργα.

     Ἄς μή νομίζουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι μεγάλο ἀγαθό. Μεγάλο ἀγαθό δέν εἶναι τό ν' ἀποκτήσει κανείς χρήματα, ἀλλά φόβο Θεοῦ. Ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος, πού γιά τήν ἀρετή τοῦ ἔχει πολλή παρρησία ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἀκόμα κι ἄν εἶναι ὁ φτωχότερος ἀπ' ὅλους, μπορεῖ ν' ἀντιμετωπίσει κάθε συμφορά. Στίς περιπτώσεις πού τά χρήματα εἶναι ἄχρηστα, ἕνας ἅγιος κατορθώνει τά ἀκατόρθωτα, φτάνει μόνο νά ὑψώσει τά χέρια του στόν οὐρανό καί νά ζητήσει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Σᾶς θυμίζω ἕνα χαρακτηριστικό σχετικό περιστατικό ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων:

     Οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης ἀνέβαιναν μία μέρα μαζί στό ναό. Ἦταν τρεῖς τό ἀπόγευμα, ὥρα προσευχῆς. Μπροστά στήν πύλη τοῦ ναοῦ, πού λεγόταν ὡραία, ἔφερναν ἕναν ἄνθρωπο ἐκ γενετῆς χωλό καί τόν ἔβαζαν ἐκεῖ κάθε μέρα γιά νά ζητάει ἐλεημοσύνη. Μόλις, λοιπόν, εἶδε τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη ἕτοιμους νά μποῦν στό ναό, τούς ζήτησε ἐλεημοσύνη. Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Κοίταξέ μας». Ὁ χωλός τους κοίταξε μέ προσοχή, περιμένοντας κάτι νά πάρει ἀπ' αὐτούς. Μά ὁ Πέτρος εἶπε: «Χρήματα ἀσημένια καί χρυσά δέν ἔχω. Ὅ,τι ὅμως ἔχω, αὐτό σου δίνω: Στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, σήκω καί περπάτα!». Καί πιάνοντας τόν ἀπό τό δεξί χέρι, τόν σήκωσε. Ἐκεῖνος τότε, μ' ἕνα πήδημα, στάθηκε ὄρθιος καί ἄρχισε νά περπατάει. Ὕστερα μπῆκε μαζί μέ τούς ἀποστόλους στό ναό, δοξάζοντας τό Θεό (Πράξ. 3:1-8). «Χρήματα ἀσημένια καί χρυσά δέν ἔχω», εἶπε ὁ Πέτρος. Ποιά λόγια εἶναι σεμνότερα ἀπ' αὐτά; Τί μακαριότητα καί τί πλοῦτο κρύβουν μέσα τους! Ἄλλοι καμαρώνουν γιά τά ἀντίθετα, λέγοντας μέ καυχησιά: "Ἔχω τόσα καί τόσα χρυσά τάλαντα, τόσα στρέμματα γής, τόσα σπίτια, τόσα ζῶα". Ὁ Πέτρος, μήν ἔχοντας ἀπολύτως τίποτα, ὄχι μόνο δέν πνίγεται ἀπό τή φτώχειά του, ἀλλά καί στολίζεται μ' αὐτήν. Ἔτσι, λοιπόν, μπορεῖς, χωρίς νά ἔχεις τίποτα, νά τά ἔχεις ὅλα δικά σου΄ καί ἔχοντας τά πάντα, νά μήν ἔχεις τίποτα. Γιατί ὅποιος θεωρεῖ τήν περιουσία τοῦ κοινή, ὄχι μόνο δική του, καί τή μοιράζεται μέ τούς ἄλλους, ἔχει καί τήν ξένη περιουσία δική του, γιατί ἀπ' ὅλους θά πάρει ὅ,τι χρειάζεται. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ κύριο τῶν πραγμάτων του καί δέν δίνει σέ κανένα τίποτα, ὄχι μόνο δέν θά πάρει τό παραμικρό ἀπό τούς ἄλλους, μά οὔτε καί τά δικά του δέν κατέχει, ἀφοῦ ἀνήκουν τελικά ὄχι τόσο σ' αὐτόν, ὅσο στούς κλέφτες καί τούς δανειστές καί τούς κληρονόμους.

     Ξόδεψε, λοιπόν, τά χρήματά σου, γιά νά ἔχεις τά πάντα δικά σου. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἐλέγχεται ἀπό τή συνείδησή του γιά τή διάπραξη παρανομιῶν, εἶναι ταλαίπωρος, ἔτσι κι ἐκεῖνος πού ἔχει καθαρή τή συνείδησή του, ἀκόμα κι ἄν φοράει κουρέλια ἤ παλεύει μέ τήν πείνα, εἶναι πιό εὔθυμος ἀπ' αὐτούς πού ξεφαντώνουν.

     Τά χρήματα τά ἔχεις γιά ν' ἀνακουφίζεις ἀπό τή φτώχεια, ὄχι γιά νά διαπραγματεύεσαι μέ τή φτώχεια. Ἐσύ, ὅμως, δανείζοντας χρήματα μέ τόκο στόν φτωχό συνάνθρωπό σου, τοῦ ἑτοιμάζεις μεγαλύτερη συμφορά. Κᾶνε αὐτή τή συναλλαγή, δέν σέ ἐμποδίζω, ἀλλά γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὡς ἀντάλλαγμα τῆς βοήθειας, πού προσφέρεις, μήν πάρεις τόκο, ἀλλά τήν αἰώνια ζωή. Γιατί γίνεσαι μικρολόγος καί χάνεις κάτι τόσο μεγάλο γιά λίγα χρήματα, ποῦ χάνονται; Γιατί ἀφήνεις τό Θεό καί ἐπιδιώκεις τό κέρδος; Γιατί παραβλέπεις τόν πλούσιο Κύριο καί κυνηγᾶς τόν φτωχό ἄνθρωπο; Ὁ Κύριος θά σού ἀνταποδώσει κάθε εὐεργεσία πού κάνεις, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος στενοχωριέται, ὅταν ἐπιστρέφει ὅ,τι τοῦ δάνεισες. Αὐτός δύσκολά σου δίνει καί τό ἕνα ἑκατοστό ἀπό τά δανεικά, ἐνῶ Ἐκεῖνος ἑκατονταπλάσια σου ἀνταποδίδει καί τήν ἀθανασία σου χαρίζει. Αὐτός σου δίνει τά δανεικά μέ βαρυγγώμια καί βρισιές, ἐνῶ Ἐκεῖνος σου ἀνταποδίδει τίς ἀγαθοεργίες μέ ἐπαίνους καί ἐγκώμια. Αὐτός νιώθει γιά σένα μίσος, ἐνῶ Ἐκεῖνος σου ἑτοιμάζει μέ ἀγάπη στεφάνια δόξας. Αὐτός ἀπρόθυμά σου δίνει σ' αὐτή τή ζωή ὅ,τι σου χρωστάει, ἐνῶ Ἐκεῖνος πρόθυμά σου δίνει καί σ' αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη ὅσα δέν σού χρωστάει.

     Τί πιό ἀνόητο, λοιπόν, ἀπό τό νά μή γνωρίζεις πῶς θ' ἀποκτήσεις τό μεγαλύτερο κέρδος; Γιατί τά χρήματα πρέπει νά τ' ἀποκτάει κανείς σάν πραγματικός κύριος καί ὄχι σάν δοῦλος τους. Κανείς δέν εἶναι πιό ἄμυαλος ἀπό τό δοῦλο τῶν χρημάτων. Νομίζει ὅτι τά ἐξουσιάζει, ἐνῶ ἐκεῖνα τόν ἐξουσιάζουν. Ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἔχει σκλαβώσει τόν ἑαυτό του, ἱκανοποιεῖται σάν νά εἶναι ἀφέντης. Ἐνῶ βλέπει ἕναν λυσσασμένο σκύλο νά ὁρμάει ἐναντίον τῆς ψυχῆς του, ἀντί νά τόν δέσει καί νά τόν λιώσει ἀπό τήν πείνα, τοῦ δίνει ὅλο καί περισσότερη τροφή, γιά νά γίνει πιό φοβερός καί νά τοῦ ἐπιτεθεῖ μέ μεγαλύτερη ὁρμή.

     Μή νομίζεις ὅτι, μέ τό ν' ἀποκτήσεις πολλά, ἀποκτᾶς καί ἀληθινή ἡδονή. Ἡδονή καί εὐχαρίστηση καί ἠρεμία ἔχεις μέ τό νά μή θέλεις νά πλουτίζεις. Ἄν κυνηγᾶς τόν πλοῦτο, ποτέ δέν θά πάψεις νά βασανίζεσαι. Γιατί ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούτου εἶναι ἔρωτας ἀνικανοποίητος. Ὅσο μακρύτερο δρόμο διανύσεις, τόσο περισσότερο ἀπομακρύνεσαι ἀπό τόν τελικό σκοπό σου. Ὅσο περισσότερα χρήματα ἐπιθυμεῖς, τόσο μεγαλύτερη γίνεται ἡ ἀγωνία σου.

     Ὁ φτωχός δέν λαχταράει τόσο τά ἀναγκαία, ὅσο ὁ πλούσιος τά περιττά. Ὁ φτωχός δέν ἔχει τόση ἱκανότητα στήν τίμια δουλειά, ὅση ὁ πλούσιος στήν ἀπάτη καί τό παράνομο κέρδος. Ἀφοῦ, λοιπόν, καί θέλει καί μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει, εἶναι φανερό ὅτι θά ζητάει ὅλο καί περισσότερα.

     Ὁ Θεός σ' ἔκανε πλούσιο γιά νά βοηθᾶς ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, γιά νά βρεῖς τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων σου μέ τή φιλανθρωπία. Δέν σού ἔδωσε χρήματα γιά νά τά φυλᾶς καί νά καταστραφεῖς, ἀλλά γιά νά τά μοιράζεις καί νά σωθεῖς. Γι' αὐτό τό λόγο ἔκανε καί τόν πλοῦτο ἀβέβαιο, πρόσκαιρο, ἀσταθῆ, γιά νά ἐλαττώσει τή μανία σου γιά χρήματα. Ἄν, λοιπόν, τώρα, πού ἡ διατήρηση τοῦ πλούτου εἶναι ἀβέβαιη, ἀλλά καί γεμάτη κινδύνους, ἐπιβουλές καί φόβους, τόσο λυσσασμένα τόν λαχταρᾶς, πόσα καί πόσα ἐγκλήματα δέν θά ἔκανες ἀδίσταχτα, ἄν εἶχες τή βεβαιότητα ὅτι θά τόν διατηροῦσες!

     Πές μου, ποιός ἦταν φτωχότερος ἀπό τόν προφήτη Ἠλία; Καί ὅμως, μέσα σέ τέτοια φτώχεια, ἦταν ἀνώτερος καί μακαριότερος ἀπ' ὅλους τους πλουσίους. Γιατί ἡ πλούσια καρδιά τοῦ θεωροῦσε πώς ὅλου του κόσμου τά χρήματα δέν ἀξίζουν τίποτα, ἄν συγκριθοῦν μέ τή ζωή κοντά στό Θεό. Ἄν θεωροῦσε σπουδαία τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, δέν θά εἶχε μόνο μία μηλωτή. Τόσο περιφρονοῦσε, ὅμως, καθετί ὑλικό, σάν μάταιο, ὥστε καί τό
χρυσάφι τό ἔβλεπε σάν λάσπη. Καί νά, ὁ πλούσιος βασιλιάς Ἀχαάβ ἄκουγε μέ ἀνοιχτό τό στόμα τά θεία λόγια του φτωχοῦ προφήτη. Τόσο ἀνώτερη, τόσο λαμπρότερη, τόσο πολυτιμότερη ἀπό τή βασιλική πορφύρα ἦταν ἡ μηλωτή καί ἀπό τά ἀνάκτορα ἡ σπηλιά, ὅπου ἔμενε ὁ δίκαιος Ἠλίας. Γι' αὐτόν τό λόγο, ὅταν ἀνέβαινε μέ τό πύρινο ἅρμα στόν οὐρανό, τίποτ' ἄλλο δέν ἄφησε στό μαθητή τοῦ Ἐλισαῖο παρά μόνο αὐτή τή μηλωτή. "Μ' αὐτήν", τοῦ εἶπε, "πάλεψα ἐνάντια στό διάβολο. Πάρε τήν κι ἐσύ, λοιπόν, καί κᾶνε τό ἴδιο. Γιατί ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι ὅπλο ἰσχυρό, ἀκαταγώνιστο". Καί ὁ Ἐλισαῖος δέχτηκε τή μηλωτή σάν τήν πιό μεγάλη κληρονομιά. Πράγματι, ἄξιζε περισσότερο ἀπ' ὅλο τό χρυσάφι τῆς γής. Μ' ἐκείνη τή μηλωτή ἔγινε διπλός Ἠλίας, προφήτης καί θαυματουργός.

     Γνωρίζω πώς καλοτυχίζετε τόν δίκαιο Ἐλισαῖο. Ὁ καθένας σας θά ἤθελε νά εἶναι στή θέση του. Τί θά κάνετε, ὅμως, ὅταν σᾶς ἀποδείξω πῶς ὅλοι πήραμε κάτι ἄλλο, ἀσύγκριτα πολυτιμότερο ἀπ' αὐτό ποῦ πῆρε ἐκεῖνος; Ὁ Ἠλίας, δηλαδή, ἀνεβαίνοντας στόν οὐρανό, ἄφησε στό μαθητή τοῦ τή μηλωτή του. Καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀνεβαίνοντας στόν οὐρανό, ἄφησε σ' ἐμᾶς τή Σάρκα Του.

     Ὅταν, λοιπόν, χάνουμε περιουσίες καί χρήματα, νά μήν ταραζόμαστε, ἀλλά νά λέμε: "Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός, καί θά βροῦμε πλοῦτο πολύ μεγαλύτερο". Ὅσο θά ὠφεληθοῦμε μ' αὐτόν μόνο τό λόγο, δέν θά ὠφεληθοῦμε οὔτε ἄν ξοδεύουμε ὅ,τι ἔχουμε σέ ἀγαθοεργίες, οὔτε ἄν γυρίζουμε παντοῦ ἀναζητώντας φτωχούς, γιά νά τούς βοηθήσουμε, οὔτε ἄν σκορπᾶμε τά λεφτά μας γιά νά προσφέρουμε φαγητό στούς πεινασμένους. Γι' αὐτόν τό λόγο δέν θαυμάζω τόσο τόν Ἰώβ, ἐπειδή εἶχε τό σπίτι τοῦ ἀνοιχτό σ' ἐκείνους πού χρειάζονταν βοήθεια, ὅσο γιατί μέ εὐχαριστία καί δοξολογία τοῦ Θεοῦ σήκωσε τήν ἀπώλεια τῶν ἀγαθῶν του. Ὅποιος μπορέσει, ὅταν δοκιμάσει συμφορά, νά πεῖ εἰλικρινά καί ἀγόγγυστα ὅ,τι εἶπε ὁ Ἰώβ, «Ὁ Κύριός μου ἔδωσε ὅσα εἶχα, ὁ Κύριός μου τά πῆρε» (Ἰώβ 1:21), μόνο γιά τό λόγο τοῦτο θά ἀνακηρυχθεῖ δίκαιος μαζί μέ τόν Ἰώβ καί θά σταθεῖ ἔνδοξος κοντά στόν Ἀβραάμ. Ὅταν ὁ διάβολος ἁρπάζει τόν πλοῦτο σου μ' ὁποιονδήποτε τρόπο κι ἐσύ δοξολογεῖς τόν Κύριο, πληγώνεις διπλά τόν ἐχθρό, ἀφενός γιατί δέν λυπήθηκες γιά ὅσα ἔχασες, καί ἀφετέρου γιατί δέχεσαι ἀκόμα καί τή δυστυχία εὐχαριστώντας τό Θεό. Ὁ διάβολος, ἄν δεῖ ὅτι στενοχωριέσαι γιά τήν ἀπώλεια τῶν χρημάτων καί τά βάζεις μέ τό Θεό, ποτέ δέν θά πάψει νά σού προξενεῖ παρόμοιους πειρασμούς. Ἄν, ὅμως, σέ δεῖ νά ἀντιμετωπίζεις καί τή μεγαλύτερη ἀκόμα καταστροφή μέ ἰώβεια ὑπομονή καί μακροθυμία, θά σταματήσει νά σέ πολεμάει, γιά νά μή σού ἐξασφαλίσει, χωρίς νά τό θέλει, λαμπρότερα στεφάνια. Καί ὁ μέν Ἰώβ, χάρη στή θεάρεστη στάση του, πῆρε πίσω διπλά ἐκεῖνα πού εἶχε χάσει. Ἐσύ, ὅμως, ὄχι μόνο διπλά καί τριπλά, μά ἑκατονταπλάσια θά τά πάρεις ὅλα, ἄν ὑπομείνεις μέ πνευματική γενναιότητα τίς συμφορές, καί, τό σπουδαιότερο, θά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή, τήν ὁποία εὔχομαι ν' ἀπολαύσουμε ὅλοι μας, μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου.

     (Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Θέματα ζωῆς». Κείμενα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου. Ἡ ἐπεξεργασία καί μετάφραση τῶν κειμένων καθώς καί ἡ ἔκδοση τῶν βιβλίων ἔχουν γίνει ἀπό τούς πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ, Τόμος Ἅ', σέλ. 182-195)

Πηγή:https://www.iak.gr