Ὁ Ὃσιος Δαυὶδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ

2015-11-16 13:43


     Ὁ ὅσιος πατὴρ Δαυὶδ γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 16 οὐ αἰώνα στὸ παραθαλάσιο χωριὸ Γαρδινίτζα, ἀντίκρυ της νήσου Εὐβοίας. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος ἱερέας. Μόλις τριῶν ἐτῶν, ὁ Δαυὶδ εἶδε μία νύκτα νὰ τοῦ φανερώνεται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν γειτονικὴ ἐκκλησία ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά του. Ἔμεινε ἐκεῖ, ὄρθιος καὶ ἀνυπόδητος γιὰ ἔξι ἡμέρες, βυθισμένος στὴ θεωρία, ἐνώπιόν της εἰκόνας τοῦ Προδρόμου. Ἀναθρεμμένος ἀπὸ τὴν πιὸ τρυφερή του ἡλικία μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ὑπακοῆς ἀπέναντι στοὺς γονεῖς του, τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ἄφησε τὸ πατρικό του σπίτι σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν, πρὸς ἀναζήτηση ἑνὸς πνευματικοῦ πατέρα. Τὸν βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερομονάχου Ἀκακίου, ὀνομαστοῦ γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμά του στὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς.

     Ὁ Δαυὶδ ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸ Σχῆμα στὴ Μονὴ τοῦ Ἀκακίου, κι ἐκεῖ ἔδειξε τέλεια ὑπακοὴ συνοδευόμενη ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Καθὼς ὁ Γέροντάς του ἐπιθυμοῦσε νὰ βρεῖ μία μονὴ περισσότερο προχωρημένη στὴν πνευματικὴ ζωή, τὸν ἀκολούθησε πρῶτα στὴν Ὄσσα, κοντὰ στὸν Ὄλυμπο, ἐν συνέχεια δέ, ἀφοῦ χειροτονήθηκε διάκονος, σὲ ἕνα προσκύνημα στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὁ Ἀκάκιος μετέβη μόνος του στὴν Κωνσταντινούπολη ἀφήνοντας τὸν Δαυὶδ στὴ Μεγίστη Λαύρα. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ἄρτης καὶ Ναυπάκτου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱερεμία καὶ κάλεσε μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν Δαυὶδ στὴν ἐπισκοπή του γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Ἂν καὶ ζοῦσε ἐν μέσω τῆς τύρβης τοῦ κόσμου ὁ Δαυὶδ δὲν χαλάρωσε διόλου τὶς νηστεῖες, τὶς ὁλονύκτιες προσευχές, τὶς ἀναρίθμητες μετάνοιες καὶ τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν πνευματικό του πατέρα. Ἔγινε σύντομα ἱερέας καὶ ὁρίστικε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζόμενης Βαρνάκοβας, κοντὰ στὴν Ναύπακτο. Ὁ ζῆλος τοῦ ὅμως καὶ οἱ πνευματικές του ἀπαιτήσεις ἦρθαν σὲ σύγκρουση ἐκεῖ μὲ τοὺς μοναχοὺς ἀδιάφορους οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν παρὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιόν τους θέλημα. Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὸ μοναστήρι τοῦτο πρὸς ἀναζήτηση ἑνὸς τόπου πρόσφορου γιὰ τὴν ἡσυχία. Ἐγκαταστάθηκε σὲ τόπο ἔρημο, στὸ ὅρος Στείρι, κοντὰ στὸν Παρνασσό. Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίθεση πολλῶν σατανικῶν πειρασμῶν.

     Μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἔδωσε καταφύγιο σὲ ἕνα σκλάβο φυγά, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὑποβλήθηκε ἐπὶ μακρὸν σὲ βασανιστήρια, κατόπιν, ἀπελευθερώθηκε μὲ λύτρα ποὺ μάζεψαν οἱ πιστοί της περιοχῆς καὶ ἀναχώρησε γιὰ νὰ βρεῖ καινούριο ἡσυχαστήριο στὴ νῆσο Εὔβοια. Ἐκεῖ ξανάχτισε μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ δὲν ἄργησε νὰ συγκεντρώσει γύρω τους μερικοὺς μαθητὲς ποὺ συμμερίζονταν τὴν πολιτεία του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν προσευχή. Μιμούμενος τὸν Χριστό, ὁ Δαυὶδ ἔδειχνε ἀπεριόριστη ἀγάπη γιὰ ὅσους ἔρχονταν σὲ αὐτὸν ἰδιαιτέρως γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει δίχως νὰ χύνει δάκρυα. Μοίραζε ἀφειδῶς τὰ ἀγαθὰ τῆς μονῆς σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη, ἄξιους καὶ ἀνάξιους, χριστιανοὺς καὶ μουσουλμάνους. Πέρασε ἔτσι χρόνους πολλοὺς ἀνταυγάζοντας γύρω του τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ πολλά του θαύματα. Ταξιδεύοντας γιὰ νὰ μεσολαβήσει στὶς διχοστασίες ποὺ χώριζαν τοὺς ἐπισκόπους της Πελοποννήσου, τὸ πλοῖο τοῦ ναυάγησε καὶ ὁ Δαυὶδ σώθηκε ἀπὸ θαῦμα. Ἔχοντας ἀξιωθεῖ τὸ χάρισμα τῆς προορατικότητας, βοήθησε πλῆθος ψυχῶν νὰ βροῦν τὴ σωτηρία καὶ προέγνωσε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Μάζεψε λοιπὸν τοὺς μαθητές του, τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες πνευματικὲς ὁδηγίες του καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμπιστευόταν σὲ ὅσους ἔστεκαν γύρω του ὅτι μόλις τοῦ φανερώθηκε ὁ Χριστός. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου (ἐν ἔτει 1589 ἢ 1601), πλῆθος θαυμάτων ἔλαβαν χώρα στὸν τάφο του.

Πηγή: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας - Ἐκδόσεις Ἴνδικτος 

Ἀπολυτίκιον Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
             Μέγαν εύρατο, Εύβοια κλέος, τον πανένδοξον, Δαβίδ τον θείον, ως ιεράς αρετής καταγώγιον, και του Χρίστου οπαδόν αληθέστατον, και των Όσίων απάντων εφάμιλλον. Διό Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθε ημίν το μέγα έλεος.

Ἀκοῦστε τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ ΕΔΩ

Μεγαλυνάριον

        Δίδου οὐρανόθεν ὡς συμπαθής, Δαβίδ θεοφόρε, αἰτημάτων τήν παροχήν, τοῖς θερμῶς αἰτοῦσι, τήν χάριν σου παμμάκαρ, καί αἴτει τῶν πταισμάτων, ἡμῖν τήν ἂφεσιν.