Ὁ Ὃσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης

2015-11-16 15:08

            Βουνά, λαγκάδια, χαλιάδες, νεροσυρμές, βράχια. Αὐτὴ εἶναι ἡ τραχειὰ μορφὴ τῆς Καλάνας. Ἕνας βράχος ἀτόφιος, ἀποῤῥώξ, θεόρατος καὶ ἀπότομος. Τὰ πόδια του πλένοντας στὶς ὄχθες τοῦ Ἀσπροποτάμου, καὶ τώρα τῆς λίμνης τῶν Κρεμαστῶν. Ἡ κορφή του περήφανη καὶ αἰχμηρή, χαμένη πολλὲς φορές, στὰ σύννεφα. Ντυμένος μὲ πανώρια δάση ὡς τὴν μέση, γυμνὸς ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πάνω, κακοτράχαλος. Στέκεται περήφανος ἀπέναντι ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ταρτάνας, δείχνοντας ἀλάνθαστα τὶς καιρικὲς μεταβολές, ποὺ πρὶν ἡ Μετεωρολογικὴ Ὑπηρεσία τὶς ἀναγγείλει.

            Ἐκεῖ σὰν σὲ παραμύθι, μέσα στὴν ἀχλὺ τοῦ θρύλου ἀλλὰ καὶ τῆς πραγματικότητας, ἔζησε ἕνας μεγάλος ἀσκητής. Ἐκεῖ ποὺ φωλιάζουν οἱ ἀετοὶ καὶ οὐρλιάζουν τὴν νύχτα οἱ λύκοι, ἔζησε κάποτε στὸν 13ο αἰῶνα, ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης. Ἀκόμη καὶ σήμερα γιὰ νὰ πᾶς στὴν σπηλιά, ὅπου ἀσκήτεψε χρειάζεσαι κόπο πολύ, καὶ γερὴ σπλῆνα. Ἐκεῖ ποὺ καὶ σήμερα δύσκολα πλησιάζεις, ἔζησεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος τὸ περισσότερο μέρος τῆς ζωῆς του καὶ μάλιστα τὸ τελευταῖο καὶ σπουδαιότερο.

            Βρισκόμαστε στὰ χρόνια τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου, στὰ χρόνια δηλαδὴ ποὺ οἱ ἀλῆτες τῆς Φραγκιᾶς, ποὺ κακῶς τοὺς λέμε Σταυροφόρους -δαιμονοφόροι ἦσαν- εἶχαν μπήξει τὰ μολυσμένα χέρια τους στὶς ἄχραντες σάρκες τῆς Ῥωμανίας, τῆς ἱερᾶς γῆς τῶν Πατέρων μας καὶ τὴν καταξέσχισαν.

            Ἐδῶ καὶ κεῖ ἔμεινα κάποιες γωνιές, ἐλεύθερες. Μιὰ τέτοια ἦταν καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου μὲ πρωτεύουσα τὴν Ἄρτα. Στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἡγεμὼν Δεσπότης ἦταν ὁ Μιχαὴλ Β´ ὁ Κομνημός (1237-1271). Σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτειά του (Ἤπειρος-Ἀκαναρνία-Αἰτωλία κ..π.), ἐπικρατοῦσε εἰρήνη καὶ γαλήνη, ἐνῶ γύρω μαίνονταν ἡ φουρτουνιασμένη, ἡ μαύρη θάλασσα τῆς Φραγκοκρατίας. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου μας χάνονται στὸ ἡμίφως καὶ μόλις διακρίνονται. Λέγουν ὅτι γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριό, ποὺ τὸ ὠνόμαζαν Μονοδένδρι, ἐκεῖ κάπου στὴν περιοχὴ τῆς Καλάνας. Ἀκόμη λέγουν ὅτι εἶχε νυμφευθῆ καὶ ὅτι εἶχε ἀποκτήσει καὶ τέκνα.

            Πολὺ νωρὶς ὅμως ἐτρώθη ὑπὸ θείου ἔρωτος καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα. Ἴσως νὰ εἶχε χηρέψει στὸ μεταξύ. Ἴσως νά χώρισε ἀπὸ συμφώνου μὲ τὴν σύζυγο, γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν ζωὴ τῆς ἀσκήσεως, πρᾶγμα καθόλου σπάνιο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

            Ἔφυγε καὶ πῆγε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἄγνωστο σὲ μᾶς. Ἔζησε ἐκεῖ γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ζωὴ σταυρωμένη γεμάτη στερήσεις καὶ πολλὴ ἄσκηση.

            Μετὰ ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισε πάλι στὴν πατρίδα, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ ζήσῃ στὸ χωριό του, ὅπως πρίν, ἀλλὰ γιὰ νὰ βρῇ τόπο τραχύ, καὶ δύσβατο, καὶ νὰ συνεχίσῃ μὲ μεγαλύτερο ζῆλο τὴν ἄσκησή του. Σὰν ντόπιος ποὺ ἦταν γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ κατατόπια. Γνώριζε ὅτι αὐτὸς ὁ θεόρατος, ἀπόκρημνος καὶ ἀπέραντος βράχος, ποὺ καὶ ἀπὸ μακρυὰ σὲ φοβίζει, κρύβει στὰ σπλάγχνα του βαθειὲς σπηλιές. Κατάλληλες γιὰ ἀγρίμια ἀλλὰ καὶ γιὰ ἀσκητές. Τράβηξε πρὸς τὰ ἐκεῖ. Σκαρφαλώνοντας σὰν ἀγριοκάτσικο, ματώνοντας πόδια καὶ χέρια ἀπὸ τὰ κοφτερὰ στουρνάρια, ξεσχίζοντας τὶς σάρκες ἀπὸ τὰ θεριεμένα βράχια, ψάχνοντας, προσευχόμενος νὰ τοῦ ἀποκαλύψῃ ὁ Κύριος τόπο ἀσκήσεως, τραχύ, καὶ ἄγριο, βρῆκε ἐπὶ τέλους μιὰ σπηλιά, εὐρύχωρη, στεγνή, χωρὶς τὴν παρουσία ἄγριων ζώων ποὺ τότε ἀφθονοῦσαν. Ἐκεῖ θὰ ἦταν ἡ τελευταία ἐπὶ γῆς κατοικία του.

            Κανεὶς δὲν γνωρίζει τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του. Ζοῦσε μόνος, μονώτατος, τῷ μόνῳ Θεῷ εὐχόμενος. Συντηροῦνταν ἀπὸ τὰ ἀγριόχορτα τοῦ βουνοῦ, τὰ βατόμουρα καὶ τὸ ἄγριο μέλι. Γιὰ ποτό, εἶχε τὸ γάργαρο νερό, ποὺ ἄφθονο κυλοῦσε ἀπὸ τὶς βρυσομάνες καὶ τὶς ρεματιές. Ὅμως καὶ αὐτὸ μὲ μέτρο. Θυμόταν πάντα τὸ παλιὸ πρόσταγμα τῶν μεγάλων καθηγητῶν τῆς ἐρήμου: καὶ τὸ ὕδωρ σου μέτριον, ὦ μοναχέ, ἵνα σωθῆς.

            Ἄκουσα ἀπὸ παλιούς, ὅτι γιὰ ἄσκηση κυλοῦσε ἀκόνια, βαρειὰ στουρναρόλιθα στὸν κατήφορο. Ὅταν αὐτὰ σταματοῦσαν κάτω στὰ βαθειὰ φαράγγια, κατέβαινε, τὰ σήκωνε στὸν ὦμο καὶ τὰ ἀνέβαζε πάλι ἐπάνω.

            Ζώντας τέτοια ζωή, ἄσαρκη καὶ ἀγγελική, δὲν ἄργησε νὰ γίνῃ καὶ θαυματουργός. Ἀξιώθηκε δηλαδή, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεό, νὰ κάνῃ θαύματα. Ἀλλὰ θαύματα σὲ ποιούς; Στὶς ἀλεποῦδες ἢ στοὺς λύκους; Ὄχι βέβαια! Ἡ φήμη του διαδόθηκε ἀπὸ περαστικοὺς κυνηγούς, σὲ ὅλα τὰ γύρω χωριά. Ἄρχισαν νὰ σκάβουν μονοπάτια ἀνάμεσα στὰ ἀπάτητα βράχια. Δὲν ἄργησαν νὰ φθάνουν μπροστὰ στὴν σπηλιά, δαιμονισμένοι, σακάτηδες, ἀσθενεῖς ἀπὸ κάθε λογῆς ἀρρώστειες. Καὶ ὅλοι, μὲ τὶς θερμὲς προσευχές, τοῦ Ἁγίου, θεραπεύονταν.

            Ἀπέκτησε ἔτσι, ζῶν ἔτι, δύο ἐπίζηλους τίτλους: Ἐρημίτης, καὶ θαυματουργός.

            Ὅμως, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, ἦρθαν χρόνια δίσεκτα. Πόλεμοι συνεχεῖς. Φράγκοι, Σλάβοι, Βενετσιάνοι, καὶ τέλος Τοῦρκοι. Ὅλοι μὲ ἕνα κοινὸ στόχο. Νὰ διαλύσουν ὅτι ἀπέμενε ἀπὸ τὴν Ῥωμανία. Αἵματα ποτάμια, φόνοι ἀδιάκοποι, βιασμοὶ καθημερινοί. Ταραχές, πυρκαϊές, καὶ ὅ,τι ἄλλο κακό, μπορεῖ νὰ βάλῃ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔπεσαν σὰν χιονοστιβάδες καὶ κατεπλάκωσαν ἱστορίες, θαύματα, διηγήσεις. Τὸ μόνο ποὺ ἔμεινε ἦταν τὸ θαυμαστὸ γεγονός, τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου. Αὐτὴ κατεγράφη ἀργότερα σὲ συναξάρι τοῦ 18ου αἰῶνος.

            Λαμπάδες οὐρανομήκεις ἐμήνυσαν τὴν κοίμησή του. Φῶτα λαμπρά, ποὺ ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὴν σπηλιά, ἀνέβαιναν στὰ οὐράνια, καὶ κατέβαιναν ὅλη τὴν νύκτα, ἐμήνυσαν στὰ γύρω χωριά, ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου, ἄφησε τὸν μάταιο καὶ πρόσκαιρο αὐτὸν κόσμο.

            Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, μετεδόθη ἀστραπιαία ἀπὸ χωριό, σὲ χωριό, καὶ ἔφθασε μέχρι καὶ τὴν πρωτεύουσα τοῦ Δεσποτάτου τὴν Ἄρτα. Πλῆθος κόσμου ξεκίνησε γιὰ νὰ φθάσῃ στὴν σπηλιά, και νὰ προσκυνήσει τὸ Ἅγιο λείψανο. Ἱερεῖς, ἱερομόναχοι, μοναχοί, λαϊκοί, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, γέροντες, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων, πῆραν τὸ δύσβατο μονοπάτι.

            Ἀλλὰ καὶ ἡ Βασίλισσα, ἡ σύζυγος τοῦ Μιχαήλ, ἡ Ἁγία Θεοδώρα, μαζὶ μὲ τὴ Σύγκλητο, ἔκαμαν μεγάλη πομπή, ἀπὸ τὴν Ἄρτα, γιὰ νὰ φθάσουν πεζοπορώντας.

            Σὰν ἕνα πελώριο μακρὺ φίδι σέρνονταν στὸ φίδι τοῦ βράχου, ἀγαλλομένῳ ποδί, μὲ ἕνα καὶ μόνον σκοπό. Νὰ προσκυνήσουν τὸ ἁγιασμένο λείψανο, νὰ τὸ ἐνταφιάσουν σεμνοπρεπῶς μὲσα στὴν ἴδια τὴν σπηλιά του.

            Καὶ ὅλα ἔγιναν κατὰ πὼς ἔπρεπε. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ποὺ καὶ πρίν, πολλὰ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Ἅγιο, δὲν παρέστη μόνο στὸν ἐνταφιασμό του. Ηὐλαβεῖτο τόσο πολὺ τὸν Ὅσιο, ὥστε ἔδωσε χρήματα πολλά, γιὰ τὴν ἀνέργεση ναοῦ στὸν τόπο τῆς κοιμήσεώς του. Καὶ πράγματι μέσα στὴν σπηλιά, χτίσθηκε ναός, ποὺ μέχρι καὶ σήμερα σώζεται. Σὲ αὐτὸν τὸν ναό, στὶς 15 Μαΐου κάθε χρόνο, ἠμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἀγίου, πλήθη πιστῶν συγκεντρώνονται καὶ τώρα ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, τοῦ Βάλτου, γιὰ νὰ λάβουν ἁγιασμό, παρηγοριά, τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου.

            Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος, κατόπιν ἐμφανίσεως τοῦ Ἁγίου, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων λειψάνων του. Μιὰ ἀργυρῆ θήκη, φτιαγμένη στὸ Καρπενήσι ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ ἀργυροχόους, ὑπεδέχθη τὰ κυριότερα καὶ μεγαλύτερα ὀστᾶ. Ἀρκετὰ τεμάχια δόθηκαν χάριν εὐλογίας στὰ γύρω μοναστήρια. Ὅλα ὅμως χάθηκαν στὶς μεγάλες περιπέτειες τοῦ Γένους μας ποὺ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐπηκολούθησαν.

            Ἕνα μικρὸ τεμάχιο, ὑπάρχει ἀκόμη στὸ Μοναστήρι τῆς Ταρτάνας, καὶ θεωρεῖται ἱερὸν φυλακτήριο καὶ μέγα θησαύρισμα. Γιὰ μᾶς τοὺς παροικοῦντας σὲ αὐτὸ τὸ Μοναστήρι, εἶναι πράγματι θησαυρός, μεγάλος. Καὶ βλέποντας τὸ βουνὸ τῆς Καλάνας ἀπέναντι παρακαλοῦμε τὸν Ἅγιο νὰ πρεσβεύῃ καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ἀναξίους

            Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 15 Μαΐου

Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου: Οἱ Ἅγιοί μας, Ἱ. Μ. Τατάρνης Εὐρυτανίας, ἔκδοσις γ´, σελ.11-17.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ο ἔνσαρκος ἄγγελος
            Ἀνδρείῳ φρονήματι ὑπεραθλήσας, λαμπρῶς ἀνδρείως ἐμόχθησας ὑπὲρ Χριστοῦ ἀληθῶς, ᾿Ανδρέα μακάριε· σὺ γὰρ καὶ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐρήμῳ παλαίσας, ἤθλησας ἐν Καλάνᾳ, τῷ θεῷ εὐαρέστως· δι' ὃ ἐν παῤῥησίᾳ, σεπτέ, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον

            Δῆμοι τῶν Ἀγράφων εὐλαβεῖς καί τῆς Αἰτωλίας οἱ φιλόθεοι εὐσεβεῖς ἀθρόως προσκυνοῦσιν Ἀνδρέου τὴν παλαίστραν, τὸ σκάμμα τῆς Καλάνας τὸ θεοτίμητον.