Ὁ Ἀριστείδης, ἡ Ἀριστέα καί τά παράξενα ἐπιλπλα

2014-08-04 10:49

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα

        Φίλοι μου, γειά καί χαρά σας!

        Τήν ξέρετε τήν Ἀριστέα; Γνωρίζετε τόν Ἀριστείδη; Εἶναι δυό δίδυμα ἀδέλφια, πού τέλειωσαν πέρσι τήν Τρίτη Δημοτικοῦ ἀλλά κανείς δέν ξέρει σέ ποιά τάξη εἶναι φέτος! Ἄχ, μήν τά ρωτᾶτε! Τρομακτική ἡ ἱστορία τους. Γιά ὅλα φταῖνε τά ἔπιπλα τοῦ καινούργιου σπιτιοῦ. Θά σᾶς τά πῶ μέ τή σειρά!

        Πρίν ἀπό μερικούς μῆνες, στήν ἀρχή τοῦ Καλοκαιριοῦ, ὁ Ἀριστείδης καί ἡ Ἀριστέα μετακόμισαν μέ τούς γονεῖς τους στό καινούργιο τους σπίτι.

        - Μμμμμ, τί ὄμορφο πού εἶναι! Φώναξε ἡ Ἀριστέα, μόλις κατέβηκε ἀπό τό αὐτοκίνητο.

        - Τέλειο! εἶπε κι ὁ Ἀριστείδης κοιτώντας πρός τήν πίσω αὐλή με τίς μπασκέτες.

        Στάθηκαν μπροστά στή μικρή πόρτα τοῦ κήπου κάτω ἀπό τήν καμάρα μέ τήν βουκαμβίλια καί τό θαύμαζαν. Ἰσόγειο μέ σοφίτα. Μέ λουλουδιασμένα μπαλκονάκια καί μέ τεράστιες αὐλές.

        - Εἶναι ἐπιπλωμένο, καί μάλιστα μᾶς εἶπε ὁ εἰδικός διακοσμητής ὅτι τά ἔπιπλα εἶναι μεγάλης μάρκας! μίλησε μέ καμάρι ὁ πατέρας, καθώς ἀνέβαιναν τά λιγοστά σκαλιά.

        - Θά ἔχετε καί δικά σας δωμάτια, συμπλήρωσε μέ χαμόγελο ἡ μητέρα, κι ἄνοιξε τήν ὁλόλευκη ἐξώπορτα μέ τά χρυσαφιά τζαμάκια.

        - Ἴιιι, φώναξε μέ ἐνθουσιασμό ἡ Ἀριστέα. Εἶναι τό πιο παραμυθένιο σπίτι πού ἔχω δεῖ ποτέ!

        - Φανταστικό! ψιθύρισε κι ὁ Ἀριστείδης.

        Ἔτρεχαν νά τά δοῦν ὅλα μέ τή μιά. Το εὐρύχωρο σαλόνι μέ τήν ὑπέροχη θέα ὥς κάτω μακριά στή θάλασσα, τή γαλαζωπή κουζίνα, τήν τραπεζαρία μέ τό μεγάλο ὀβάλ τραπέζι. Ἐκεῖ ὅμως πού τά ἔχασαν κυριολεκτικά ἦταν τά δωμάτιά τους.

        - Οὔτε οἱ πριγκίπισσες δέν ἔχουν τέτοιο δωμάτιο, φώναξε ἡ Ἀριστέα, καθώς βούλιαζε στό καινούργιο μαλακό κρεβάτι της μέ τά λευκορόζ σεντόνια.

        - Μαμά, πότε νά καλέσω τούς φίλους μου; ρώτησε ὁ Ἀριστείδης χωμένος στα διαστημικά πούφ.

        Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα καί ὅλο τό Καλοκαίρι δέν χόρταιναν νά τριγυρίζουν στο σπιτάκι τους. Ὅλα τούς φαίνονταν πρωτότυπα, παραμυθένια, καταπληκτικά.

        Ὅμως... δυστυχῶς τό Καλοκαιράκι πέρασε καί...

        - Ἀπό αὔριο σχολεῖο! φώναξε ἕνα πρωινό τοῦ Σεπτέμβρη ἡ μητέρα, καθώς ἄνοιγε τά παντζούρια στό δωμάτιο τοῦ Ἀριστείδη.

        Ἀπό τήν πρώτη κιόλας μέρα στό σχολεῖο ὅλα ἔδειχναν ὅτι ὁ Ἀριστείδης καί ἡ Ἀριστέα θά ἦταν ἄριστοι μαθητές. Μέ τέτοια φωτεινά δωμάτια, μέ τέτοια καινούργια ἔπιπλα ἄνοιγε ἡ ὄρεξή τους γιά γράμματα!

        Ὅμως... κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε στό σπίτι τους... Τί ὅμως; Τί;

        Μόλις πῆραν τά καινούργια βιβλία και γύρισαν στό σπίτι, ὁ Ἀριστείδης ὅλο χαρά ξάπλωσε στό διαστημικό πούφ καναπέ και τά ξεφύλλιζε. Σιγά σιγά ὅμως βούλιαξε τόσο πολύ, τόσο πολύ πού νύσταξε.

        - Μμμμ, τί ἀναπαυτικά πού εἶναι ἐδῶ, πρόλαβε νά ψιθυρίσει, προτοῦ τό πάρει για τά καλά ὁ ὕπνος. Στο ὄνειρό του ἔβλεπε διαστημόπλοια και πλανῆτες καί ἱπτάμενους καναπέδες.

        Τήν ἴδια ὥρα στό διπλανό δωμάτιο συνέβαιναν πολύ παράξενα πράγματα.

        - Ποῦ νά βάλω τά καινούργια μου βιβλία; ἀποροῦσε ἡ Ἀριστέα καθισμένη σε μιά βελουδένια περιστρεφόμενη καί κουνιστή πολυθρόνα.

        Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τήν ἀπορία της κι ἡ πολυθρόνα ἄρχισε νά κουνιέται. Ἦταν τόσο διασκεδαστική! Τόσο ἀπέραντη ἡ θέα ἀπό τό παράθυρό της, τόσο... Ἄχ θυμήθηκε ἕνα παραμύθι...

        - Μμμμμ, ἐσένα θά σέ λέω Πολυθρονίτσα Παραμυθίτσα, εἶπε χαϊδεύοντας την πολυθρόνα της. Οἱ μέρες καί οἱ νύχτες περνοῦσαν. Τά μαθήματα προχωροῦσαν. Τό διάβασμα γινόταν κάθε μέρα και περισσότερο. Ὅμως τά δίδυμα πήγαιναν ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Οὔτε βιβλίο ἄνοιγαν οὔτε σέ γραφεῖο κάθονταν οὔτε σέ τετράδιο ἔγραφαν. Ἔπιαναν μιά τόν καναπέ καί μιά τήν πολυθρόνα και δῶσ᾽του παραμύθια καί δῶσ᾽του ὕπνος! Καί πάλι καναπές καί πάλι πολυθρόνα!

        - Ἀριστείδη, ξέρεις τί θά γίνω ὅταν θά μεγαλώσω;

        -  Τί;

        - Παραμυθοῦ, καί θά πουλάω κουνιστές πολυθρονίτσες παραμυθίτσες! Ἐσύ τί θα γίνεις;

        - Δέν ἀποφάσισα ἀκόμη. Πάντως ἤ ἀστροναύτης ἤ πωλητής καναπέδων μάρκας ʻμπεσκαιδέςʼ!

        - Τί ᾽ναι αὐτό πάλι;

        - Ἔτσι ὀνόμασα τόν καναπέ μου. ʻΜπές καί δέςʼ. Μόλις βουλιάζω μέσα του, βλέπω τά πιό ὡραῖα ὄνειρα.

        - Τελικά εἶχε δίκιο ἐκεῖνος ὁ διακοσμητής. Τά ἔπιπλά μας εἶναι μεγάλης μάρκας!

        Ἐκείνη τήν ὥρα βρόντησε μέ δύναμη ἡ ἐξώπορτα.

        - Ὤχ, τί ἦταν αὐτό, Ἀριστέα;

        - Δέν ξέρω.

        - Παιδιά! ἀκούστηκε αὐστηρή ἡ φωνή τοῦ πατέρα, ἐλᾶτε γρήγορα στο σαλόνι.

        Τά δυό παιδιά πάγωσαν. Σηκώθηκαν ἀργά ἀργά καί πλησίασαν στούς καναπέδες τοῦ σαλονιοῦ. Πρίν προλάβουν νά καθίσουν...

        - Ὄρθιοι! φώναξε ὁ πατέρας καί συνέχισε, σήμερα πῆγα στο σχολεῖο σας...

        - ...

        - ...

        - Οἱ δάσκαλοί σας εἶναι πολύ ἀνήσυχοι κι έγώ πολύ στενοχωρημένος! Ἔχετε διορία μέχρι τήν ἄλλη ἑβδομάδα νά διορθώσετε τή συμπεριφορά καί τήν ἀπόδοσή σας. Καί τώρα γρήγορα στά δωμάτιά σας! Μέχρι τό βράδυ θά σκεφτῆτε καί θά μοῦ πεῖτε τί ἔφταιξε. Πηγαίνετε!

        Ἦταν τέτοια ἡ φωνή τοῦ πατέρα, πού δέν τόλμησαν οὔτε νά τόν ξανακοιτάξουν. Κλείστηκαν στά δωμάτιά τους ἀμίλητοι. Ἡ ὥρα περνοῦσε.

        «Ντούκ-ντούκ» χτύπησε ἡ Ἀριστέα τον τοῖχο τοῦ Ἀριστείδη.

        «Ντούκ-ντούκ» ἀπάντησε ὁ Ἀριστείδης.

        - Τί κάνεις; ρώτησε σιγανά ἡ Ἀριστέα καί ἀμέσως κόλλησε το αὐτί της στον τοῖχο.

        - Σκέφτομαι τό ὑπόγειο. Ἐσύ;

        - Κι ἐγώ. Πᾶμε;

        Περπατώντας στίς μύτες βγῆκαν ἀπό τά δωμάτιά τους, διέσχισαν τόν μεγάλο διάδρομο, ἔστριψαν δεξιά, ἄνοιξαν μιά καφετιά πόρτα δίπλα στήν ἀποθηκούλα και ἄρχισαν νά κατεβαίνουν τά σκαλιά.

        - Ἀριστείδη, φοβᾶμαι. Δέν βλέπω τίποτα, ἄναψε τό φῶς, κλαψούρισε ἡ Ἀριστέα.

        - Κουτή, θά μᾶς καταλάβουν! εἶπε τρέμοντας τό ἀγόρι.

        - Ἀριστείδη, λές νά μᾶς τίς πῆραν;

        - Ἀποκλείεται, τίς ἔκρυψα πολύ καλά.

        Μπροστά τους ἀχνοφάνηκε μιά χαμηλή σιδερένια πορτούλα μέ λουκέτο. Ἡ καρδιά τους πήγαινε νά σπάσει ἀπό τήν ἀγωνία. Στό τελευταῖο σκαλί σταμάτησαν. Πιάστηκαν χέρι χέρι.

        - Τ-ώ-ρ-α; τραύλισε ἡ Ἀριστέα.

        - Σσσσσσ.

        Κόλλησαν τά αὐτάκια τους στην πόρτα. Τίποτε δέν ἀκουγόταν. Ψαχούλεψαν τό κλειδί. Σέ λίγο ἔτριξε ἡ μικρή πορτούλα καί μια μπερδεμένη μυρωδιά τούς χτύπησε ἀπό τό ὑπόγειο.

        - Περίμενέ με ἐδῶ, ψιθύρισε ὅσο μποροῦσε πιό ψύχραιμα ὁ Ἀριστείδης καί προχώρησε στό μισοσκόταδο.

        Ἡ ἀδελφή του ἔμεινε πίσω μέ κλειστά τά μάτια, κλαψουρίζοντας.

        - Ἐσύ φταῖς, Ἀριστείδη, πού εἶπες ὅτι πρέπει νά τις φυλακίσουμε, γιατί εἶναι ἄβολες καί ἄχρηστες. Γιατί νά σέ ἀκούσω; Ἄχ, τί τραβάω τώρα! Ἐσύ φταῖς, γιά ὅλα, ἐγώ τήν ἀγαποῦσα...

        - ΝΑ-ΤΕΣ! φώναξε μέ ἐνθουσιασμό ὁ Ἀριστείδης ἀπό τό βάθος τοῦ δωματίου. Κι ἦταν τόσο δυνατή ἡ φωνή του, πού ἡ Ἀριστέα ἔδωσε ἕνα σάλτο ἀπό τήν τρομάρα της καί βρόντησε πίσω της την πόρτα. Ὅταν ἔφτασε στήν κορφή τῆς σκάλας, θυμήθηκε τόν ἀδελφό της, ἀλλά ἦταν πιά ἀργά. Μπροστά της στέκονταν οἱ γονεῖς της.

        Ἀργά τό βράδυ στή μέση τοῦ χώλ ἔστησε ὁ πατέρας τίς δυό καρέκλες γραφείου. Ξεσκόνισαν ὁ καθένας τή δικιά του ἀμίλητος. Ὕστερα τίς ὁδήγησαν στά δωμάτιά τους. Πῆραν ὁ καθένας ἕνα χαρτονάκι κι ἔγραψαν:

Ἡ καρέκλα τοῦ γραφείου

ποτέ στή φυλακή τοῦ ὑπογείου.

Ὅποιος κάθεται σ΄ αὐτή

βλέπει μεγάλη προκοπή!»

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/15220/763.pdf