Ὁ Χρυσοστάχης Σιταράκης καί ὁ Ἐγωίσταχος

2014-08-04 10:42

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, τήν ἱστορία αὐτή τήν ἄκουσα τήν ὥρα πού πότιζα τά σπαρτά σ᾽ ἕναν ἀπέραντο κάμπο! Μοῦ τήν διηγήθηκε ὁ ἐγγονός τοῦ Σιταράκη.

        - Μαμά, τί εἶναι αὐτό; ρώτησε γεμάτος περιέργεια ὁ μικρός σπόρος τοῦ σιταριοῦ, καθώς κατρακύλησε στό χωράφι.

        - Τό καινούργιο μας σπίτι! Σοῦ ἀρέσει;

        - Καθόλου. Εἶναι ὀργωμένο καί χωματένιο.

        - Κι ὅμως, μικρέ μου σπόρε, εἶναι τό καλύτερο σπιτάκι.

        Ἐκείνη τήν ὥρα ἕνα κοκκινοκίτρινο τρακτέρ πέρασε μέ δύναμη ἀπό δίπλα τους κι ἕνα πράσινο σιδερένιο ἀλέτρι ἔσπρωξε ὅλα τά σιταράκια βαθιά μέσα στό χῶμα. Ὁ μικρός σπόρος ἀγκάλιασε τρομαγμένος τη μαμά του κι ἄρχισε νά κλαίει.

        - Εὐτυχῶς γλιτώσαμε, Σιταράκη μου.

        - Ἀπό τί, κλαψούρισε ὁ σποράκος, σκουπίζοντας τά μάτια του.

        - Ἀπό κεῖνο τό μεγάλο σπουργίτι πού ἤθελε νά μᾶς φάει. Τώρα πιά εἴμαστε ἀσφαλεῖς.

        - Καί γεμάτοι χώματα, παραπονέθηκε ὁ μικρός σπόρος.

        - Θά δεῖς σέ λίγο καιρό δέν θά ἀναγνωρίζεις τόν ἑαυτό σου. Περίμενε.

        Ὁ Σιταράκης -τί νά κάνει;- συνήθισε σιγά σιγά μέσα στα σπλάχνα τῆς γῆς. Ἦταν ὄμορφα τελικά ἐδῶ καί ζεστά. Εἶχε και πολλούς φίλους. Ἑκατοντάδες μικροί σπόροι σιταριοῦ ὅλη μέρα ἔπαιζαν ἐκεῖ κάτω. Κάποιο ὅμως χειμωνιάτικο ἀπόγευμα φύτρωσε ἔτσι ξαφνικά στήν παρέα τους ἕνα πολύ ἀκατάδεχτο σιταράκι, ὁ Στάχος. Ἦταν λιγνούλης καί μουτρωμένος. Ὅλα τοῦ φταίγαν.

        - Γιατί δέν μοῦ δίνετε κι ἐμένα την μπάλα; Γιατί δεν μοῦ μιλᾶτε; Γιατί κάνει τόσο κρύο; Οὔφ, τί ζέστη εἶναι πάλι αὐτή;

        - Ἄ, Στάχο, εἶπε ὁ Σιταράκης, ὅλα σέ πειράζουν! Ἡ ζέστη αὐτή ἀπό πάνω μας εἶναι τό χιόνι.

        - Τίιιιιιι;;;;; Χιόνι; Δέν μ᾽ ἀρέσει τό χιόνι. Γιατί ἦρθε;

        - Τό χιόνι, ἐξήγησε ὁ Σιταράκης πού ὅλα τά ἤξερε, εἶναι σάν πάπλωμα. Ἁπλώνεται πάνω στά χωράφια καί μᾶς προστατεύει ἀπό τήν παγωνιά. Ὕστερα σιγά σιγά λειώνει καί μᾶς ραντίζει σάν ψιλή βροχούλα. Σέ λίγο θά βγοῦμε στόν κάμπο! Μη γκρινιάζεις!

        - Δέν θέλω νά βγῶ στόν κάμπο!

        Οἱ μέρες περνοῦσαν. Ὁ Χειμώνας σιγά σιγά ἔφευγε. Καί μόλις ἔλειωσαν τά χιόνια φάνηκαν τά καταπράσινα μικρά σιταράκια. Εἶχαν βγάλει ἕνα τόσο δά φυλλαράκι. Ὁ κάμπος ἕμοιαζε με καταπράσινη ρηχή θάλασσα.

        - Ἴιιιι!!!! φώναξαν μέ θαυμασμό ὅλα μαζί τά μικρά σιταράκια.

        - Τί ὄμορφος κάμπος! φώναξε κι ὁ Σιταράκης.

        - Ἀπαίσιος, μουρμούρισε ὁ Ἐγωίσταχος. Εἶναι φοβερό νά ἔχω το χρῶμα πού ἔχουν ὅλοι!

        Ἀπό τήν ἄκρη τοῦ κάμπου ἀ κούστηκε μια φωνή. Ἦταν τοῦ γέρο-Πεύκου. Χρόνια ἦταν φυτεμένος στήν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ. Ἦταν σοφός. Εἶχε δεῖ χιλιάδες καί ἑκατομμύρια στάχια, χρόνια καί χρόνια. Ἤξερε ὅλα τά μυστικά τοῦ καιροῦ. Αὐτός καλωσόριζε πρῶτος τά νέα φυντάνια κι αὐτός τά ἀποχαιρετοῦσε τελευταῖος την ὥρα τοῦ χρυσοῦ θερισμοῦ. Καί τώρα ξερόβηξε, τίναξε ψηλά τίς φουντωτές μεγάλες βελονωτές τοῦφες του. Ὅλα τά σιταράκια τέντωσαν τό μικρό κορμί τους κι ἀπόμειναν ἀκούνητα, γιά νά ἀκούσουν.

        - Καλωσορίσατε, ἀγαπητά σιταράκια! Περίμενα μῆνες νά ξεπροβάλετε. Και τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά σᾶς συστήσω στούς δασκάλους καί εὐεργέτες σας.

        - ...

        - Πρῶτος μεγάλος δάσκαλος κι εὐεργέτης ὁ ἥλιος. Αὐτός μέ τό χρυσό του φῶς θά σᾶς βοηθήσει νά μεγαλώσετε, νά δέσετε καρπό, νά γίνετε ὑγιή. Καί στό τέλος θά σᾶς δώσει τό δικό του χρῶμα!

        - Δέν μʼ ἀρέσει ὁ ἥλιος, θα τά καταφέρω καί μόνος μου, ψιθύρισε ὁ Ἐγωίσταχος.

        - Σςςςςςςςς.... , τοῦ σφύριξαν ὅλα μαζί τά σιτάρια γιά να σωπάσει.

        - Δεύτερη δασκάλα σας, συνέχισε ὁ γερο-Πεῦκος, εἶναι ἡ βροχή. Νά ᾽τη ξεπρόβαλε κιόλας πάνω ἀπό τό βουνό. Εἶναι καλά κρυμμένη μέσα στό μεγάλο σύννεφο. Θα ἔρχεται καί θά σᾶς δροσίζει, θά σᾶς ποτίζει ὅποτε χρειάζεται. Αὐτή θά σᾶς δώσει τό νεράκι, γιά νά γίνει ὁ σπόρος σας γλυκός καί μεγάλος.

        - Δέν μʼ ἀρέσει ἡ βροχή! Θά κρατάω ὀμπρέλα, ξανάπε ὁ Ἐγωίσταχος θυμωμένος.

        - Τρίτος καί σημαντικός δάσκαλος κι εὐεργέτης σας εἶναι τό σπίτι σας, ἡ γῆ. Αὐτή θά σᾶς δίνει ὅλα τά θρεπτικά συστατικά, γιά νά στηριχτεῖτε στή ζωή καί να ψηλώσετε.

        - Δέν θέλω τή γῆ! φώναξε ὁ Ἐγωίσταχος καί προσπάθησε νά τινάξει τίς ριζοῦ λες του.

        - Μήηηη, τοῦ φώναξαν τρομαγμένα τά σιταράκια, θά πεθάνεις!

        Ὁ γερο-Πεῦκος σώπασε. Τά σιταράκια ἀνυπομονοῦσαν νά ἀρχίσουν τά μαθήματα.

        Ἀπό κείνη τή μέρα τά μικρά σιταράκια ἀκολουθοῦσαν μέ τό βλέμμα τους τον ἥλιο, ρουφοῦσαν τίς ζεστές ἀκτῖνες του καί σιγά σιγά μεγάλωναν. Δέχονταν καί τη βροχούλα καί ξεδιψοῦσαν, μάζευαν νεράκι καί πότιζαν τίς ριζοῦλες τους. Κι ἀπό το σπίτι τους ἔπαιρναν μπόλικο φαγητό. Ἔτσι ἀργά ἀργά ψήλωναν, ἔδεναν καρπό, ἔπαιρναν χρῶμα χρυσό.

        Ὁ Ἐγωίσταχος μόνο ἔκανε ὅ,τι τοῦ κατέβαινε στό κεφάλι. Ὅταν ἔβρεχε κρατοῦσε ὀμπρέλα, ὅταν ἔβγαινε ὁ ἥλιος, ἔσκυβε τό κούφιο του κεφάλι στό χῶμα, κι ὅταν ἡ γῆ τοῦ ἔστελνε μέσα ἀπό τίς ριζοῦλες φαγητό τίναζε τίς πατοῦσες του.

        Οἱ μῆνες περνοῦσαν. Τά σιταράκια μεγάλωσαν. Ψήλωσαν πολύ. Μερικά μάλιστα ξεπέρασαν τό 1,20μ. Ἔγιναν ὁλόχρυσα. Ψηλά ψηλά στό κεφαλάκι τους εἶχαν ὅλα μεγάλα ὁλόχρυσα βελόνια, πού προστάτευαν τά πολύτιμα σποράκια. Κάποια στάχυα εἶχαν ὥς καί ἑκατό σποράκια. Το κεφαλάκι τους ἔγερνε ἀπό τό βάρος τοῦ καρποῦ. Ὁ ἥλιος τά χάιδευε κάθε πρωί ὅλο καί περισσότερο. Σέ λίγο θά ἄρχιζε τό πανηγύρι τοῦ θερισμοῦ.

        Μόνο ἕνα στάχυ μέσα στόν κάμπο εἶχε ὄρθιο τό κούφιο του κεφάλι, ὁ Ἐγωίσταχος. Οὔτε ἕνα σπυρί σιτάρι δέν κατάφερε νά φέρει. Ψήλωσε, ψήλωσε, ψήλωσε. Ξεπέρασε ὅλα τά στάχυα. Ὅμως ἦταν τόσο κούφιος. Ὁ ἴδιος βέβαια καμάρωνε γιά το μπόϊ του.

        - Πώ πώ. Εἶμαι τό πιό ψηλό στάχυ, ἔλεγε. Σίγουρα ἐγώ θά γίνω βασιλιάς στόν κάμπο! Καλέ, τί κοντούλικα πού εἶστε! Κορόιδευε τά ὑπόλοιπα στάχυα. Οὔτε τό κεφάλι σας δέν μπορεῖτε νά σηκώσετε! Δέν εἶστε σαν κι ἐμένα. Δεῖτε κορμοστασιά, δεῖτε ὕψος!

        Τά στάχυα δέν μιλοῦσαν. Ἑτοιμάζονταν γιά τή μεγάλη ὥρα. Σέ λίγο θά ἔρχονταν οἱ γεωργοί, θά μάζευαν τά στάχυα, θά ξεχώριζαν τό σιταράκι. Καί μετά, τό σιτάρι θα γινόταν ἀλεύρι κι ὕστερα εὐλογημένο ψωμί καί τόσα ἄλλα χρήσιμα κι ὠφέλιμα πράγματα. Αὐτά σκέφτονταν τά καρπερά ὥριμα στάχυα κι ὅλο ἔγερναν τό κεφαλάκι τους.

        Ὥσπου ἕνα πρωί φάνηκαν στό χωράφι οἱ γεωργοί. Χάιδεψαν τά καρπερά στάχυα εὐχαριστημένοι. Τά καμάρωναν. Ὑπολόγισαν πόσο πολύ καρπό θά ἔπαιρναν φέτος. Ὅμως;... Τί εἶναι αὐτό ἐκεῖ στή μέση τοῦ χωραφιοῦ; Ἀπόρησαν οἱ γεωργοί καί πλησίασαν τόν Ἐγωίσταχο.

        «Σίγουρα μέ θαυμάζουν! Θά μέ κάνουν ἀρχηγό ὅλου τοῦ κάμπου» σκέφτηκε μές στό κούφιο του κεφάλι.

        Ὅμως... φίλοι μου, τί νά σᾶς πῶ καί τί να ὁμολογήσω; Οἱ γεωργοί τό παρατήρησαν καλά καλά καί θύμωσαν μέ τό ἄκαρπο στάχυ. Κανένα σπυρί σιτάρι δέν εἶχε πάνω του! Ἦταν ἔντελῶς ἄχρηστο. Γι᾽ αὐτό με ἕνα χράπ... τό ξερίζωσαν, γιά νά τό ρίξουν στή φωτιά. Ὑπῆρχε, εἶπαν, κίνδυνος νά μολύνει τό χωράφι.

        Ἀπίστευτη ἡ κατάληξη τοῦ Ἐγωίσταχου. Ἀπίστευτα καί τά τραγούδια πού ἄκουσα τήν ὥρα τοῦ θερισμοῦ:

        Γιά νά φέρεις καρπούς πολλούς πρέπει τούς δασκάλους σου ν᾽ ἀκοῦς!

        Ὅποιος ἔχει μέσα του καρπό πολύ ὅλο τό ν κόσμο ὠφελεῖ!

        Ὁ ἐγωιστής ἔχει κούφιο κεφάλι καί δέν ἀκούει τί τοῦ λένε οἱ ἄλλοι.

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/14982/760.pdf