Ὁ Σκίουρος Κοροϊδευτούρας

2014-08-04 10:56

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας!

        Τήν ἱστορία πού θά σᾶς διηγηθῶ μοῦ τή διηγήθηκε ὁ παππούς μου ὁ Γεροσύννεφος, πού ἔχει γυρίσει ὅλο τόν κόσμο κι ἔχει πάρει μέρος σέ χιλιάδες ΣΥΝΝΕΦΟαποστολές καί ὁμίχλες. Σέ ἕνα λοιπόν ἀπό τά ταξίδια του συνάντησε τόν σκίουρο Κοροϊδευτούρα. Ἀκοῦστε τί ἦταν αὐτός.

        Μιά φορά κι ἕναν καιρό ζοῦσε μέσα στό δάσος ἕνας σκίουρος, πού τόν λέγανε Κοροϊδευτούρα. Ἦταν στρουμπουλός καί γκριζοκαφετής. Ἡ οὐρά του ἦταν φουντωτή καί εὐλύγιστη. Τά δοντάκια του κοφτερά καί τά πόδια του πολύ πολύ δυνατά καί γρήγορα. Ἀφοῦ, να φανταστεῖτε, σκαρφάλωνε τόσο γρήγορα στα ψηλά δέντρα, πού ἔσπασε ὅλα τά ρεκόρ στο πρωτάθλημα «κατακόρυφης ἀνάβασης σέ βελανιδιά».

        Τί τά θέλετε ὅμως; Μέσα στό δάσος κανείς δέν τόν ἤθελε γιά φίλο. Καί ξέρετε γιατί; Γιατί ὁ Κοροϊδευτούρας ὅλους τούς κορόϊδευε. Ἔτσι σιγά σιγά ἔμεινε μόνος. Μάζεψε λοιπόν τά λίγα πραγματάκια του μέσα στό σακκίδιό του, πῆρε καπέλο, γυαλιά καί ξεκίνησε νά φύγει. Ἄ, ξέχασα, πῆρε μαζί του κι ἕναν μεγεθυντικό φακό, γιά νά βλέπει τάχα τίς παγίδες τῶν κυνηγῶν.

        Περπάτησε, περπάτησε, ὥσπου βγῆκε ἀπό το πυκνό δάσος κι ἔφτασε στά χωράφια τῶν ἀνθρώπων.

        - Πώ-πώ! Τί εἶναι πάλι αὐτό; Μουρμούρισε καθώς εἶδε ἀπό μακριά ἕναν γαϊδαράκο να κουβαλᾶ κανάτια.

        Ὁ Κοροϊδευτούρας ἔτρεξε πρός τό μέρος του. Τόν παρατήρησε καλά καλά κι ἄρχισε να κυλιέται κάτω σκασμένος στά γέλια!

        - Χά! Χα! Χα! Χί! Χι! Χι! Οὔχου χου! Οὔχου χου! Πῶς εἶσαι ἔτσι; Χά! Χα! Οὔχου χου!

        Ὁ γάϊδαρος τόν κοίταξε ἀνόρεχτα καί ρώτησε:

        - Σάν πῶς σοῦ φαίνομαι δηλαδή;

        - Σάν γάϊδαρος! Οὔ χα χα! Τί μεγάλα αὐτιά!

        Καί τί ἄσχημα πόδια! Ἀπορῶ μαζί σου, φιλαράκο! Πῶς ἀντέχεις μέ τόσο ἄσχημο σῶμα;!

        Ὁ γαϊδαράκος, πού πρώτη φορά ἄκουγε τέτοια λόγια, κοιτάχτηκε, ξανακοιτάχτηκε καί συνέχισε τή δουλειά του.

        - Ἔ, ε, νά σοῦ πῶ! ξαναφώναξε ὁ Κορϊδευτούρας. Δέν λυπᾶσαι τόν ἑαυτό σου; Πέρα δῶθε, πέρα δῶθε; Δέν βαρέθηκες! Χά χα χα, κορόϊδο!

        Τότε ὁ γάϊδαρος σταμάτησε ἐκεῖ στή μέση τοῦ δρόμου, χαμήλωσε τό λαιμό του κι ἔφερε τό κεφάλι του κοντά στόν Κοροϊδευτούρα.

        - Ἄκου νά σοῦ πῶ, ἐμεῖς οἱ γάϊδαροι ἔχουμε μεγάλα αὐτιά, ἀλλά ἔχουμε καί μεγάλη ὑπομονή. Εἴμαστε τά πιό ὑπομονετικά ζῶα. Ὥς κι ἄνθρωποι παραδειγματίζονται ἀπό μᾶς.

        Ἔτσι εἶπε ὁ γάϊδαρος κι ἄρχισε νά γκαρίζει χαρούμενα μʼ ὅλη τή δύναμή του. Ὁ Κοροϊδευτούρας ἔκλεισε τά αὐτιά του κι ἄρχισε νά τρέχει μακριά... Καί νά σέ λίγο ἔφτασε στό Καρυδοχώρι.

        - Πώ-πώ καρύδια! φώναξε ἐνθουσιασμένος.

        Στό λεπτό σκαρφάλωσε στό πιό ψηλό κλαδί κι ἄρχισε λαίμαργα νά τρώει. Ὅταν πιά φούσκωσε ἡ κοιλιά του κι ἦταν ἕτοιμος νά κατέβει, εἶδε στή ρίζα τοῦ δέντρου ξαπλωμένο ἕνα σκύλο.

        - Καλέ τί ἄσχημο σκυλί! Ἔ, ε, ἀσχημομούρη! Πῶς εἶσαι ἔτσι; Χά! Χα! Χα! Χί! Χι! Χι! Οὔχου χου! Οὔχου χου! Δέν ντρέπεσαι, πού ἔχεις τόσο ἄσχημη κι ἀδύνατη οὐρά; Καί τί μακρύ στόμα! Χά χα χα! Ἔχεις πολλή πλάκα, φίλε! Τό ξέρεις;!

        - Ποιός εἶσαι σύ, πού τολμᾶς νά κοροϊδεύεις τό φύλακα τοῦ σπιτιοῦ; ρώτησε ἄγρια ὁ σκύλος.

        - Εἶμαι ὁ Κοροϊδευτούρας! Ὁ πιό γρήγορος σκίουρος τοῦ δάσους!

        - Ἔ, λοιπόν, τότε δίνε του γρήγορα!

        - Χά, χα! Ὁρίστε μας μᾶς διώχνει ὁ ἀσχημόσκυλος!

        - Κοίτα νά σοῦ πῶ, εἶπε ὁ σκύλος, δέν ξέρω τί ἀνοησίες εἶναι αὐτές πού λές! Ἐμεῖς πάντως οἱ σκύλοι εἴμαστε ζῶα πιστά στʼ ἀφεντικά μας. Ποτέ δέν τά προδίδουμε καί πάντα ἀγαπᾶμε τούς εὐεργέτες μας.

        - Μμμμμ, τί μᾶς λές....! εἶπε εἰρωνικά ὁ σκίουρος καί πήδηξε ἀπό κλαδί σέ κλαδί...

        Ὥσπου....

        Ζζζζζζζ .... Ζζζζ ζζζ.... Ζζ ζζζζ....

        - Ποιός ροχαλίζει τέτοια ὥρα; Φώναξε ὁ Κοροϊδευτούρας.

        - Ζζζζζζ.... Δέ ροχαλίζω. Πετῶ. Εἶμαι ἡ μελισσούλα! Καλημέρα, κύριε σκίουρε!

        - Ἐσύ εἶσαι ἡ μέλισσα; ἀπόρησε ὁ Κοροϊδευτούρας κι ἔβγαλε τό μεγεθυντικό φακό του.

        - Πώ-πώ τί ἀπαίσια! Πρώ τη φορά βλέπω τόσο ἄσχημο ἔντομο! Χά! Χα! Χα! Χί! Χι! Χι! Οὔ χου χου! Οὔχου χου! Πῶς εἶσαι ἔτσι;! Χνουδωτή καί ριγέ. Σάν καρναβάλι! Οὔχου χου! Ἀπορῶ πῶς δέν μαραίνονται τά λουλούδια, ὅταν κάθεσαι πάνω τους! Οὔχου χου!!

        Ἡ μελισσούλα τά ᾽χασε. Ἦταν ἕτοιμη νά βγάλει τό κεντρί της, ἀλλά συγκρατήθηκε καί εἶπε:

        - Πές ὅ,τι θές! Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἐργατικές μέλισσες, πού κάνουμε τό μέλι, τήν πιό ὑγιεινή τροφή.

        Καί ζζζζζζ πέταξε μακριά.

        Ὁ Κοροϊδευτούρας συνέχισε τό ταξίδι του. Κατευθύνθηκε μέ προσοχή πρός τή μεγάλη πολιτεία. Μπῆκε μέσα στό ζωολογικό κῆπο. Ἐδῶ σίγουρα πολλούς θά εἶχε νά κοροϊδέψει.

        - Ὤ, τί μεγάλη μύτη! Σάν ξεχειλωμένη πυροσβεστική ἀντλία! Χά! Χα! Χα! Χί! Χι! Χι! Οὔχου χου! Οὔχου χου! Καί τί τεράστια αὐτιά! Σάν κουβέρτες! Χί! Χι! Οὔχου χου! Οὔχου χου! ἔλεγε καί χτυπιόταν ἀπό τά γέλια μπροστά στόν ἐλέφαντα.

        - Φύγε, μικρέ, γιατί, ἄν σέ πατήσω, χάθηκες!

        - Μπά, μπορεῖς νά κουνηθεῖς, κύριε μπουλντόζα; κορόϊδεψε ὁ σκίουρος.

        Ὅμως ὁ ἐλέφαντας δέν ἀστειευόταν. Γύρισε τήν προβοσκίδα του στόν Κοροϊδευτούρα καί «Φφφφφφφφφ....» τόν φύσηξε μακριά, μακριά, μακριάααα.

        Ὅταν ὁ Κοροϊδευτούρας προσγειώθηκε πάνω στή φουντωτή οὐρά του, βρέθηκε πάλι μόνος κι ἔρημος μέσα στό δάσος. Ἄφησε κάτω τό σακκίδιό του, ἀκούμπησε τό μεγεθυντικό του φακό πάνω σε μιά πετρούλα, κατέβασε το καπέλο του στά μάτια του καί σιγά σιγά τον πῆρε ὁ ὕπνος.

        Ὅμως.... Ξαφνικά.... Τί γίνεται;! Πώ - πώ! Τι ζέστη!

        - ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΤΟ ΔΑΣΟΣ! ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑ! φώναζε ἀπελπισμένος ὁ Κοροϊδευτούρας, περικυκλωμένος ἀπό τίς φλόγες!

        - ΦΩΤΙΑΑΑΑΑ! ΚΑΙΓΟΜΑΙ!! ΤΡΕΞΤΕ! Τσίριζε ὁ σκίουρος.

        Ὁ καημένος δέν κατάλαβε ὅτι, καθώς οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου περνοῦσαν μέσα ἀπό τό φακό του, ζέσταναν τόσο πολύ τά ξερά χορταράκια, πού ἔπιασαν φωτιά. Καί θά γινόταν τεράστια ἡ πυρκαγιά, ἄν δέν προλάβαινε ὁ κυρ-Ἐλέφαντας νά ρίξει νερό μέ τήν προβοσκίδα του.

        Μέσα σέ λίγη ὥρα ὅμως ἔφτασε ἡ ἀστυνομία τοῦ δάσους.

        - Κύριοι ἀθτυνομικοί! Αὐτόθ ἐδῶ ὁ θκίουρος ἔβαλε τή φωτιά! Αὐτόθ! κατέθεσε ἕνα μικρό λαγουδάκι κι ἔδειξε μέ τό δάχτυλο τον Κοροϊδευτούρα.

        - Τώρα θά πάρεις τό μάθημά σου! Γρήγορα στή φυλακή! φώναξε ὁ ρινόκερος ὁ ἀστυνομικός καί τοῦ φόρεσε χειροπέδες.

        Μανούλα μου! πρώτη φορά ἔμπαινε ὁ Κοροϊδευτούρας στή φυλακή. Ἦταν σκαλισμένη στήν πιό βαθιά κουφάλα τοῦ πιό μεγάλου δέντρου τοῦ δάσους. Ἦταν κατασκότεινη. Εἶχε ἕνα τόσο δά μικρό παραθυράκι μέ κάγκελα. Ὁ Κοροϊδευτούρας τά χρειάστηκε. Ἔκανε νά πάει δεξιά, χτύπησε στόν ἕνα τοῖχο τῆς φυλακῆς. Ἔκανε ἀριστερά, χτύπησε στόν ἄλλο τοῖχο.

        «Σίγουρα αὐτή ἡ φυλακή εἶναι γιά τους ἐμπρηστές καί τούς βαρυποινίτες», σκέφτηκε κι ἄρχισε νά τρέμει.

        - Ἄχ, τί θά κάνω; Τί θά κάνω; Θέλω να βγῶ! Θέλω νά βγῶ! ἔλεγε κι ἔκλαιγε.

        Τότε ἄκουσε μιά φωνή μέσα του: «Ἐμεῖς ἔχουμε μεγάλη ὑπομονή».

        - Ποιός μίλησε; ρώτησε τρομαγμένος ὁ σκίουρος.

        Ὅμως ἡσυχία ἁπλωνόταν στό σκοτεινό κελί. Σέ λίγο ξανακούστηκε ἡ φωνή: «Ἐμεῖς ἔχουμε μεγάλη ὑπομονή». Ὁ Κοροϊδευτούρας θυμήθηκε τά λόγια τοῦ γαϊδαράκου.

        - Ἄχ, ναί, πρέπει κι ἐγώ νά κάνω ὑπομονή! Πρέπει νά ἔχω ὑπομονή, σάν τό γαϊδαράκο! εἶπε καί κοίταξε κατά τό παραθυράκι.

        - Ζζζζζζ! Ἔλα Κοροϊδευτούρα, σοῦ ἔφερα λίγη κηρύθρα μέ φρέσκο μέλι, γιά νά πάρεις δύναμη! Κάνε ὑπομονή! Ἄκουσα ὅτι γρήγορα θά σέ βγάλουν.

        - Ἄχ, κυρία μελισσούλα... καί πῶς πεινάω, εἶπε ὁ Κοροϊδευτούρας καί ΧΛΑΠ κατάπιε με μιᾶς ὁλόκληρη τήν κηρύθρα.

        Τότε ἄκουσε μιά ἄλλη φωνή μέσα του: «Ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τούς εὐεργέτες μας».

        - Ἄαα! ἡ φωνή τοῦ σκύλου! ψιθύρισε ὁ σκίουρος και στράφηκε δακρυσμένος πρός τή μελισσούλα.

        - Σʼ εὐχαριστῶ, κυρία μελισσούλα, σʼ εὐχαριστῶ καί ....ἔ, νά ....ἔ,          πῶς τό λένε ...ἔ ...συγγνώμη, συγγνώμη πού σέ κορόϊδεψα πρίν.

        Καθώς ἡ μελισσούλα χαμογέλασε καί ἔκανε νά πετάξει μακριά... πώ - πώ! Τί χαλασμός! Ἔτρεμε ὁλόκληρο τό δάσος.

        - ΣΕΙΣΜΟΣ!!! φώναξε ὁ Κοροϊδευτούρας. Ἄχ, δέν θέλω νά πλακωθῶ μέσα στή φυλακή! Ἔεεε! Τί γίνεται; Κάποιος γκρεμίζει τή φυλακή!

        - Ναί, Κοροϊδευτούρα, ἐγώ τή γκρεμίζω, εἶπε ὁ ἐλέφαντας καί πλησίασε τό τεράστιο μάτι του σέ μιά μικρή τρυπούλα. Καί συνέχισε

        - Ἄκουσα ὅτι ζήτησες συγγνώμη. Ἐπιτέλους πῆρες τό μάθημά σου. Ἔτσι εἶναι, ὅποιος κοροϊδεύει, τήν παθαίνει. Ἔλα τώρα βγές! εἶπε και μέ μιά δυνατή σπρωξιά ἄνοιξε τή φυλακή.

        Κι ἀπό κείνη τή μέρα, φίλοι μου, ὁ Κοροϊδευτούρας δέν ξανακορόϊδεψε κανέναν, μά κανέναν. Γιατί κατάλαβε ὅτι:

        Ὅποιος κοροϊδεύει, μόνος πάντα μένει.

        Ὅποιος κοροϊδεύει, πάντα τήν παθαίνει.

        Ὅποιος κοροϊδεύει, ἀνάβει μιά φωτιά καί διώχνει τήν ἀγάπη, διώχνει τή φιλία, διώχνει τή χαρά!

        Σᾶς χαιρετῶ μέ ἀγάπη

τό ΣΥΝΝΕΦΟ

Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/727/727.pdf