Ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος

2014-08-04 10:47

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα

        Φίλοι μου, γειά σας.

        Ἔχω σήμερα γιά σᾶς ἕνα καταπληκτικό παραμύθι. Τό ἄκουσα πρίν ἀπό μερικές μέρες ἀπό ἕναν γυπαετό πού πετοῦσε πάνω ἀπό τό Ἀρκουδόρεμα.

        Μιά φορά κι ἕναν καιρό στό φημισμένο Ἀρκουδόρεμα ζοῦσε ἡ κυρία Ρούδα Ἀρκούδα μέ τά τέσσερα καφετιά ἀρκουδάκια της. Πώ-πώ, πόσο χαρούμενοι ἦταν ὅλοι τους! Κάθε πρωί ἔβγαιναν γιά περίπατο κι ὕστερα πλένονταν στό ρέμα, κυνηγοῦσαν τήν τροφή τους, ἔκαναν γυμναστική. Φανταστική ζωή! Τά ἀρκουδάκια μάθαιναν ἐπίσης καί ἀρκουδογράμματα, γιατί ἤθελαν, μόλις μεγαλώσουν, νά πᾶνε στό μεγάλο σχολεῖο πού ἦταν στό δά σος τῆς Μαύρης Ἐλάτης.

        Ἐνῶ ὅμως ἡ ζωή τους κυλοῦσε τόσο ξένοιαστα, κάποια μέρα τό πιό μεγάλο ἀρκούδι, ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος ξύπνησε ἄκεφος καί προβληματισμένος.

        - Ὄχι, δέν πρόκειται νά πάω σήμερα περίπατο, ψιθύρισε, οὔτε γιά μπάνιο, οὔτε γιά κυνήγι.

        Μά τί συνέβη ἄραγε;

        Ποῦ νά σᾶς τά λέω, παιδιά. Ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος εἶχε ἐκείνη τή μέρα σπουδαία δουλειά νά κάνει. Τί; Ἄχ, μην τά ρωτᾶτε. Ἀποφάσισε νά ἀνακαλύψει τό πιό πολύτιμο πράγμα πάνω στή γῆ καί νά γίνει αὐτός μόνο ὁ πιο σπουδαῖος ἀρκοῦδος.

        - Ποιό νά ᾽ναι ἄραγε τό πιό πολύτιμο πράγμα; ἀναρωτιόταν. Σίγουρα θά τό βρῶ! Ἔτσι λοιπόν πολύ πρωί, προτοῦ ξυπνήσει ἡ ὑπόλοιπη οἰκογένειά του, ξεκίνησε τή μεγάλη του ἐξερεύνηση. Ἦταν ἀκόμη σκοτεινά.

        Περπάτησε, περπάτησε, καί σαν ἔφτασε στό πλάτωμα τῆς πεταλούδας, τον βρῆκε τό πρῶτο φῶς. Πώ-πώ, τί ὑπέροχος οὐρανός! Ἐκεῖ κατά τήν ἀνατολή εἶχε μαζευτεῖ ὅλο τό ρόδινο χρῶμα τῆς αὐγῆς. Ὅλη ἡ φύση περίμενε τό βασιλιά ἥλιο νά ἀνατείλει. Τά δέντρα δέν σάλευαν τά κλαδιά τους, τά λουλούδια γύρισαν τά κεφαλάκια τους νά δοῦν τό ὑπέροχο θέαμα, τά πουλιά σταμάτησαν το τραγούδι τους γιά λίγο. Ὥς καί τά ζουζούνια ἔκοψαν τό ζουζούνισμα. Ὅλα κράτησαν τήν ἀναπνοή τους. Νά, σέ λίγο θά φανεῖ ὁ μεγάλος βασιλιάς, ὁ ἥλιος!

        ≪Σίγουρα ὁ ἥλιος εἶναι τό πολυτιμότερο πράγμα στή γῆ≫, μουρμούρισε ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος, καθώς τόν εἶδε να ἀνεβαίνει μεγαλόπρεπα στόν καθαρό οὐρανό. ≪Πρέπει νά τόν κάνω δικό μου≫, σκέφτηκε μέ τό ἀρκουδίσιο μυαλό του καί ξεκίνησε γιά τήν ψηλή κορφή.

        Καταμεσήμερο πιά ἔφτασε στόν ψηλό λόφο. Ὅμως πόσο διψοῦσε καί πόσο κουρασμένος ἦταν! Πότε θά φτάσει τόν ἥλιο; Σήκωσε τά μάτια ψηλά, ἀλλά δέν μπόρεσε νά κοιτάξει τό ἐκτυφλωτικό φῶς. Πόσο ἤθελε μιά σκιά για νά δροσιστεῖ! Κοίταξε ἀπό δῶ, κοίταξε ἀπό ἐκεῖ, τίποτε. Περπάτησε πάνω στο γυμνό βράχο καί... τότε...

        - Οὔ, οὔ, οὔ, ἄουου, ἄουου, οὐάαα! Καίγομαι! Καίγομαι! Καίγονται τά ποδαράκια μου! Ἄρχισε νά φωνάζει ὁ Ἀρκοῦδος μόλις πάτησε στόν καυτό βράχο.

        - Ὄχι, ὄχι, ὄχι! Δέν εἶναι ὁ ἥλιος το πολυτιμότερο! φώναξε θυμωμένος καί ἱδρωμένος. Καί κατέβηκε ἀπό το λόφο γεμάτος ἀπογοήτευση. Ἄχ, πόσο διψοῦσε.

        - Μμμμ, γιά στάσου, κάτι ἀκούω, εἶπε στόν ἑαυτό του. Ἄχ καί νά ᾽ναι καμιά πηγή μέ δροσερό νερό!

        Πράγματι στά ριζά τοῦ λόφου μιά νερομάνα ἔβγαζε ἄφθονο κρύσταλλο νερό. Ὁ Ἀρκοῦδος μας ἤπιε, ἤπιε, ἤπιε.

        - Ἐπιτέλους! φώναξε χαρούμενος, τό βρῆκα. Τό νερό εἶναι τό πολυτιμότερο σ᾽ αὐτή τή γῆ! Ζήτω! Ζήτω! Το θέλω ὅλο δικό μου! Ζήτω!

        Καί ΜΠΛΟΥΜ! Γεμάτος ἐνθουσιασμό ἔκανε μιά μεγάλη βουτιά. Ὅμως ἡ πηγή ἦταν βαθιά κι ὁ Ροῦδος χώθηκε ὥς τό λαιμό.

        - Βοήθειααααα! Πνίγομαι! τσίριξε ὁ καημένος, κι εὐτυχῶς ἕνα δέντρο ἅπλωσε τά γερά του κλαδιά καί τον ἔβγαλε.

        - Οὔτε τό νερό, οὔτε τό νερό, κλαψούριζε καί περπατοῦσε μούσκεμα ὥς τό κόκκαλο καί βαρύς μέ τή βρεγμένη γούνα του.

        Σέ λίγη ὥρα ἔφτασε στό λιβάδι τῆς μελισσομάνας.

        - Ζζζζζ - Ζζζζζζ! ἀμέτρητες μέλισσες πετοῦσαν ἀπό λουλούδι σέ λουλούδι.

        - Ἄ, μά βέβαια! φώναξε μέ νέα δύναμη ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος σαν εἶδε ἀπό μακριά στό βράχο τό ἀγαπημένο του λαχταριστό μέλι.

        - Πῶς δέν τό σκέφτηκα! Τό μέλι εἶναι τό πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο.

        Καί ΦΡΑΠ ἔχωσε τό μπροστινό δεξί του πόδι στή μελισσοφωλιά. Καί τότε... ἔ, τί ἔγινε τότε...

        - Ἄου, ἄου, οὐά, οὐά, οὐάα! Βοήθεια! Βοήθεια!

        Ἑκατοντάδες μέλισσες ὅρμησαν και τόν τσίμπησαν στά πόδια, στή μύτη, στά μάτια, στό στόμα, παντοῦ.

        - Ὄχι, ὄχι, ὄχι, οὔτε τό μέλι, οὔτε τό μέλι, φώναζε κι ἔτρεχε γεμάτος δάκρυα.

        Ὁ καημένος ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος! Ἀργά τό βράδυ κουρασμένος, πεινασμένος, πρησμένος περπατοῦσε μόνος κι ἔρημος. Ἦταν τόσο λυπημένος.

        -Τί κρίμα. Δέν θά βρῶ ποτέ τό πολυτιμότερο πράγμα στόν κόσμο. Τί κρίμα!

        Πάνω πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια, αἰσθάνθηκε νά χάνει τίς δυνάμεις του, κι ὅλο ἔπεφτε, ἔπεφτε καί σερνόταν. Πώ-πώ, ὁ ἀρκοῦδος μας λιποθυμοῦσε. Κάπου ἀπό μακριά ἔφταναν στά αὐτιά του ἀνάκατες φωνές:

        - Ροῦδοοοοο!

        - Ροῦδο ποῦ εἶσαι;

        Ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος προσπάθησε να φωνάξει ἀλλά δέν ἔβγαινε ἡ φωνή του.

        - Ποιός μέ φων...............................................................

        - Μά ποῦ βρίσκομαι; ρώτησε ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος μόλις συνῆλθε.

        Ἄνοιξε τά μάτια του κι εἶδε γύρω του τά ἀδελφάκια του καί τή μητέρα του. Πόσο γλυκά τόν κοιτοῦσαν! Καί πόσο γλυκά χαμογελοῦσαν!

        - Ποῦ ἤσουν;

        - Ποῦ εἶχες πάει;

        - Ἄχ, πόσο μᾶς τρόμαξες, Ροῦ δο.

        - Γιατί εἶσαι πρησμένος;

        - Σέ βρήκαμε πεσμένο στό δάσος. Πῶς ἔφτασες τόσο μακριά;

        Βροχή οἱ ἐρωτήσεις. Ὁ Ροῦδος Ἀρκοῦδος ξανάκλεισε τά μάτια του και εἶπε εὐτυχισμένος:

        - Ἔψαχνα νά βρῶ τό πιο πολύτιμο πράγμα τοῦ κόσμου!

        - Καί τό βρῆκες; ρώτησε μ᾽ ἕνα στόμα ἡ ἀρκουδοοικογένεια.

        - Ναί! Τό ἀνακάλυψα μόλις τώρα. ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ! Ἡ ἀγαπημένη μου οἰκογένεια!

        Καί μ᾽ ἕναν πῆδο σηκώθηκε κατάγερος πιά ἀπό τό στρῶμα του.

        Φίλοι μου, σᾶς χαιρετῶ μέ ἀγάπη...

τό ΣΥΝΝΕΦΟ.

Καί μήν ξεχνᾶτε:

Τό πιό πολύτιμο πάνω στή γῆ

εἶναι ἡ οἰκογενειακή ἀγάπη

καί ἡ ἀδελφική στοργή!

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3284/736.pdf