Ὁ Πελαργάκης καί ὁ παππούς του

2014-08-04 10:49

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα

        Φίλοι μου, γειά σας.

        Mαντέψτε ποῦ ἤμουν! Στή Μεσόγειο! Ὄμορφη θάλασσα! Καιρός ἀπίθανος! Καί τόοοσα πολλά πουλιά αὐτόν τόν καιρό! Εἶναι ὁ καιρός τῆς μετανάστευσης ἀπό τίς θερμές χῶρες στίς βορειότερες, ὅπως εἶναι καί ἡ Ἑλλάδα. Τήν τελευταία μέρα τοῦ ταξιδιοῦ μου, τήν ὥρα πού ἔφτανα πάνω ἀπό τήν Κοζάνη γνώρισα καί τόν Πελαργάκη καί ὅλη του τήν οἰκογένεια. Ἔχουν μιά ἀπίθανη ἱστορία, πού νομίζω θά σᾶς χρεια στεῖ. Ζήτησα λοιπόν τήν ἄδεια ἀπό τόν κύριο Πελαργίδη καί σᾶς τή μεταφέρω. Γιά νάμέ πιστέψετε σᾶς

ἔφερα και τήν ἄδεια:

ΕΓΩ, Ο ΠΕΛΗΣ ΠΕΛΑΡΓΙΔΗΣ,

ΕΠΙΤΡΕΠΩ ΣΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ

ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΜΟΥ ΠΕΛΑΡ-

ΓΑΚΗ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙ, ΓΙΑ

ΝΑ ΤΗ ΜΑΘΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ

ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΗΝΥΜΑ.

ΜΕ ΤΙΜΗ,

ΠΕΛ.ΠΕΛ.ΠΕΛΑΡΓΙΔΗΣ

        Λίγους μῆνες πρίν, ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρίου Πελαργίδη, πού ἔμενε στήν Ἀφρική, ἑτοιμαζόταν γιά τό μεγάλο ταξίδι. Θα ἔφευγαν ὅλα μαζί τά ἀποδημητικά πουλιά γιά τήν πανέμορφη Ἑλλάδα. Σέ λίγο ἄρχιζε ἡ Ἄνοιξη! Τί χαρά! Ἡ κυρία Πελαργίνα ἔκλεινε βαλίτσες, ἑτοίμαζε φαγητά γιά τό δρόμο... Ὁ κύριος Πελαργίδης γύμναζε τά μεγάλα του φτερά, καθάριζε τό ράμφος του... Κι ὅλο κοίταζε μέ καμάρι τό μικρό του γιό.

        - Ἄντε, Πελαργάκη, καί σέ μερικές ἑβδομάδες θά γνωρίσεις τήν Ἑλλάδα.

        - Καί πῶς εἶναι, μπαμπά;

        - Εἶναι πανέμορφη, ἀνοιξιάτικη και γεμάτη φῶς!

        - Μπαμπά, θά πετάξουμε πάνω ἀπό τή Μεσόγειο;

        - Ναί, βέβαια, ἀλλά ὄχι πολύ. Γιά να μήν κουραστοῦμε, θά πᾶμε γύρω γύρω.

        - Ζήτω! καί θά γνωρίσω κι ἄλλες χῶρες, ἔ μπαμπά;

        - Ναί, βέβαια.

        - Καί δέ θά χάσουμε τό δρόμο;

        - Θά μᾶς ὁδηγεῖ ὁ παππούς, πού ἔχει πετάξει πολλές πολλές φορές.

        - Τίιιιιι;;;;!! Θά ἔρθει κι ὁ παππούς μαζί μας;!

        - Φυσικά, Πελαργάκη. Ποῦ νόμιζες ὅτι θά τόν ἀφήναμε;

        Ὁ Πελαργάκης τά χρειάστηκε, γιατί ὁ μπαμπάς του τοῦ ἔριξε ἕνα αὐστηρό βλέμμα. Ἔκλεισε λοιπόν τό στόμα του.

        Ἦταν καιρός τώρα πού δέν τά πήγαινε καλά μέ τόν παππού του. Ἦταν τόσο γέρος καί ἀργός. «Πώ-πώ, τί ἀτυχία», σκεφτόταν ὁ Πελαργάκης, «ἐγώ θέλω νά τρέχουμε στόν οὐρανό, να κάνουμε τοῦ μπες, νά παίζουμε, νά... Πῶς εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἀκολουθήσει ὁ παππούς;».

        Ὥσπου ἔφτασε ἡ μέρα τῆς ἀναχώρησης. Ὅλοι οἱ πελαργοί κλείδωσαν τά σπίτια τους καί γεμάτοι χαρά ἀπογειώθηκαν γιά τό μεγάλο τους ταξίδι. Ὁ κύριος Πελαργίδης κρατοῦσε στά μεγάλα καί δυνατά φτερά του τόν πατέρα του, τόν πιό σοφό πελαργό. Δίπλα του πετοῦσε ἡ κυρία Πελαργίνα μέ τόν Πελαργάκη μουτρωμένο καί θυμωμένο.

        - Μαμά, γιατί νά πάρουμε μαζί μας τόν παππού; Θά μᾶς καθυστερήσει τόσο πολύ!

        - Γιατί, καλό μου παιδί, ὁ παππούς γνωρίζει καλύτερα ἀπ᾽ ὅλους τό δρόμο καί μήν ξεχνᾶς ὅτι εἶναι ὁ πιό σοφός ἀπ᾽ ὅλους. Μόνο ἄν τόν ἀκολουθήσουμε, θά φτάσου με στό τέρμα.

        Ὅ,τι κι ἄν ἔλεγαν ὅμως οἱ γονεῖς του, ὁ Πελαργάκης δέν ἤθελε νά ἀ κούσει.

        - Ἄντε, τρέξτε πιό γρήγορα! Μᾶς πέρασαν ὅλα τά πουλιά! Μπαμπά, ἔλα νά πᾶμε σ᾽ ἐκεῖνο τό καράβι!

        - Φρόνιμα, Πελαργάκη, μήν ἀπομακρύνεσαι, φώναζε ὁ πατέρας.

        - Ἔλα ἀπό πίσω μας, παλληκάρι μου, φώναξε κι ὁ παππούς, τά πελαργάκια ποτέ δέν πετᾶνε μπροστά ἀπό τούς γονεῖς τους.

        Ὁ Πελαργάκης θύμωσε πολύ τότε, ἀλλά τό βλέμμα τοῦ πατέρα του δεν τόν ἄφησε νά ἀντιμιλήσει. Ἔτσι λοιπόν πῆγε παραπίσω καί πετοῦσε ἄκεφος. Ὅμως τί παράξενο, τώρα πετοῦσε πιο ἄνετα, γιατί ὁ ἀέρας δέν τόν χτυποῦσε κατ᾽ εὐθείαν στό πρόσωπο.

        - Ἔ, Πελαργάκη, γιά δές! φώναξε ξαφνικά ἡ μητέρα του˙ ἄρχισε νά φαίνεται ἡ Ἑλλάδα!

        - Ζήτω! Φτάσαμε, φώναξε κι ὁ Πελαργάκης κι ἔκανε μιά στροφή πρός τά κάτω γιά νά προσγειωθεῖ σέ μιά ἔρημη βραχονησίδα.

        - Ὄχι ἀκόμη, μίλησε ὁ παππούς πού ἤξερε καλά τό δρόμο˙ ὄχι ἐδῶ, εἶναι ἐπικίνδυνα.

        - Ἀμάν, αὐτός ὁ παππούς, ψιθύρισε ὁ Πελαργάκης μέσα ἀπό τό ράμφος του καί πέρασε ξυστά ἀπό ἕναν ἄγριο θαλασσαετό.

        - Κοίτα, αὐτή εἶναι ἡ Κρήτη καί σε λίγο θά φανεῖ ἡ Μάνη! εἶπε ἡ μητέρα.

        - Νά σταματήσουμε στή Μάνη; πρότεινε σέ λίγο ὁ Πελαργάκης, εἶναι τέλειο μέρος! Κοίτα κάτι πύργους! Ἐκεῖ νά χτίσουμε τό σπίτι μας!

        - Ὄχι, ὄχι, φώναξε ὁ παππούς, ἔχουμε σπίτι ἐμεῖς καί μάλιστα τό πιο γερό.

        Ὁ Πελαργάκης φούντωσε. Ἐν τῶ μεταξύ ὁ πατέρας του ρωτοῦσε και ξαναρωτοῦσε τόν παππού γιά τήν πορεία πού θά ἀκολουθοῦσαν.

        - Ἄ, ἐδῶ νά μείνουμε! εἶπε ὀ Πελαργάκης γεμάτος ἐνθουσιασμό, μόλις εἶδε τόν κάμπο τῆς Λάρισας.

        - Ὄχι, ὄχι! ξαναφώναξε ὁ παππούς. Πᾶμε πιό βόρεια, στο σπίτι μας.

        Κάποτε ἔφτασαν ἐπιτέλους στό σπίτι τους. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἦταν τό ὡραιότερο. Ὁ παππούς κοιτοῦσε εὐτυχισμένος το παλιό του σπίτι κι ὁ Πελαργάκης ἔκοβε βόλτες στή γειτονιά.

        Ὅμως ξαφνικά. Πώ-πώ. Τί ἀνεμοζάλη! Τί θύελλα, τί βροντές καί τί ἀστραπές! Ὁ Πελαργάκης τά ἔχασε. Τά φτερά του βράχηκαν καί πόσο βάρυναν. Τώρα, πῶς θά γλύτωνε; Ὁ δυνατός ἀέρας ξερίζωνε ὅλες τίς φωλιές ἀπό τά δέντρα καί ἡ νεροποντή ἔπνιξε τόσα μά τόσα ἀθῶα πουλάκια γύρω του. Κι αὐτός αἰσθάνθηκε νά πέφτει... να πέφτει... νά πέφτει... Μέσα στό χαλασμό ἄκουσε τη φωνή τοῦ παππού του:

        - Ἐδῶ, Πελαργάκηηηη! Πέτα μέ μαζεμένα τά φτεράαα! ἔλα προς τά ἐδῶ!

        Ὁ Πελαργάκης τίποτα πιά δέν ἔβλεπε. Μονάχα ἄκουγε τή φωνή τοῦ σοφοῦ παπποῦ του νά τόν καθοδηγεῖ.

        - Δεξιά, τώρα ἀριστερά. Ἄφησε λίγο τό δεξιό φτερό. Πέτα χαμηλά...

        Καί γιά νά μήν σᾶς τά πολυλογῶ, φίλοι μου, ὁ Πελαργάκης σώθηκε χάρη στόν παππού του, πού ἦταν ὁ μόνος πού ἤξερε ὅλα τά πετάγματα κι ὅλα τά κόλπα τοῦ καιροῦ. Ὅσο γιά τή φωλιά, ἦταν ἡ μόνη πού σώθηκε ἀπό τή φοβερή μπόρα.

        - Πόσο πολύ σ᾽ ἀγαπῶ, παππού, εἶπε ὁ Πελαργάκης ἀργά τό βράδυ καθώς κάθησε δίπλα στόν παππού του. Εἶσαι ὁ πιό σοφός παππούς ὅλου τοῦ κόσμου!

Φίλοι μου, σᾶς χαιρετῶ.

Μέ ἀγάπη, τό ΣΥΝΝΕΦΟ.

        Καί σᾶς δηλώνω ὑπεύθυνα:

        ΕΓΩ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΕΛΑΡΓΙΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ

        ΚΑΙ ΔΗΛΩΝΩ ΥΠΕΥΘΥΝΑ:

        ΟΠΟΙΟΣ ΑΚΟΥΕΙ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΤΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΦΟΒΑ ΘΑ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΝ ΜΠΟΡΑ.

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3124/735.pdf