Ὁ καρπός τῆς νηστείας

2014-08-01 15:08

             Ὁ ἄνθρωπος ποὺ φοβᾶται τὸ Θεό, δὲν καταφρονεῖ τὸ νόμο τῆς νηστείας. Θὰ σᾶς μιλήσω γι' αὐτὸ τὸ θέμα, γιατί ὁ πονηρὸς διάβολος, ποὺ μισεῖ ὅλα τὰ καλά, πηγαίνει σὲ κάθε χριστιανὸ καί, δένοντας τὸν ἀόρατα μὲ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ὀκνηρία, τὸν πείθει νὰ καταφρονήσει τὴν ἁγία νηστεία, ποὺ γεννάει τόσα πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ συντελεῖ στὴ σωτηρία μας.

            Γὶ΄αὐτὸ σας παρακαλῶ, νὰ μὴν ἀκούσετε καθόλου τὸν ἐχθρό της ψυχῆς μας οὔτε νὰ ὑποκύψετε στὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας οὔτε νὰ ξαναγυρίσετε σὲ περασμένη κακὴ συνήθεια.

            Καθένας μας ἂς μὴν ξεχνάει τὴν ὠφέλεια ποὺ προξενεῖ ἡ νηστεία. Εἶναι ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν μας. Ἄλλου ταπεινώνει τὴ σάρκα. Ἄλλου καταπραΰνει τὸ θυμό. Ἀπὸ ἄλλον διώχνει τὸν ὕπνο. Σὲ ἄλλον φέρνει τὴν  προθυμία νὰ κάνει ἀγαθοεργίες. Ἄλλου καθαρίζει τὸ νοῦ καὶ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς. Ἄλλου δαμάζει τὴν ἀδάμαστη καὶ ἀσυγκράτητη γλώσσα, γιὰ νὰ μὴν λέει λόγια περιττὰ καὶ ἄπρεπα. Ἄλλου ἐμποδίζει τὰ μάτια νὰ βλέπουν ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ περιεργάζονται πράγματα μάταια ἢ βλαβερά.

            Ἡ νηστεία σιγὰ - σιγὰ λεπταίνει τὸ στρῶμα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ καλύπτει τὴ ψυχή, καὶ διώχνει ἂπ΄αὐτὴν τὸ νοητὸ σκοτάδι, ὅπως ὁ ἥλιος διώχνει τὴν ὁμίχλη, καθαρίζει τὰ ψυχικά μας μάτια καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ νηστεία, μαζὶ μὲ τὴν ἀγρυπνία, μαλακώνει τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ μᾶς φέρνει σὲ κατάνυξη, ὅποτε εὔκολα περνοῦμε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ θύελλα τῶν παθῶν καὶ τὴ φουρτούνα τῶν πειρασμῶν, καὶ φτάνουμε στὸ λιμάνη τῆς ἀπαθείας.

            Αὐτὰ βέβαια, ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν μέσα σὲ μία μέρα οὔτε μία βδομάδα, ἀλλὰ κατορθώνονται, μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, μέσα σὲ μεγάλο χρονικὸ διάστημα καὶ μὲ πολὺ κόπο, ἀνάλογα μὲ τὴν προθυμία καὶ τὴν προαίρεση τοῦ καθενός, τὸ μέτρο τῆς πίστεώς του, τὴ διάθεση καταφρονήσεως τῆς ἁμαρτίας, τὸ βάθος τῆς ἀδιάκοπης μετάνοιας, τὴ θερμότητα καὶ τὴ συχνότητα τῆς προσευχῆς. Ὅλων αὐτῶν, ὅμως, βάση καὶ προϋπόθεση καὶ ἀρχὴ εἶναι ἡ νηστεία. Χωρὶς τὴ νηστεία δὲν γίνεται ἄλλη πνευματικὴ ἐργασία. Ὅσες ἀρετὲς χτίσουμε πάνω στὸ θεμέλιό της νηστείας, εἶναι ἄσειστες καὶ ἀσάλευτες, σὰ νὰ χτίστηκαν πάνω σὲ στερεὴ πέτρα. Ὅταν βγάλουμε τὸ θεμέλιό της νηστείας καὶ στὴ θέση τοῦ βάλουμε τὸ χορτασμὸ τῆς κοιλιᾶς, τότε μᾶς παρασύρουν οἱ πονηροὶ λογισμοὶ καὶ οἱ σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τὰ ψυχοφθόρα πάθη, ὅπως σέρνεται ἡ ἄμμος ἀπὸ τὸ ποτάμι, καὶ γκρεμίζεται ὁλόκληρη ἡ οἰκοδομὴ τῶν ἀρετῶν.

            Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ λοιπὸν σὲ μᾶς αὐτὸ τὸ κακό, ἂς χτίσουμε τὸ οἰκοδόμημα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς πάνω στὴ νηστεία. Αὐτὸ ὅμως νὰ γίνει μὲ τὴ θέλησή μας, χωρὶς τὴν πίεση τῶν ἄλλων. Πρέπει ἐλεύθερα καὶ ἑκούσια νὰ ἐκτιμήσουμε καὶ ν' ἀγκαλιάσουμε τὴ νηστεία, ποὺ ἡ ἀναγκαιότητά της ὑπογραμμίζεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τοὺς κανόνες τῶν ἁγίων Συνόδων καὶ τὶς ὑποθῆκες τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο.

            Πρῶτα - πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πρὶν ἀναμετρηθεῖ στὴν ἔρημο μὲ τὸ διάβολο, νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιατί Τοῦ χρειαζόταν ἡ νηστεία γιὰ νὰ καταβάλει τὸν πονηρό, ἀφοῦ εἶναι Θεὸς παντοδύναμος, ἀλλὰ γιατί θέλησε νὰ μᾶς δώσει, ὅπως καὶ σ' ἄλες περιπτώσεις, ἄμεσο καὶ προσωπικὸ παράδειγμα γιὰ μίμηση. Ἐκεῖνος, σὰν Θεός, ὄχι, ἀλλὰ ἐμεῖς, σὰν ἄνθρωποι, ναί, ἔχουμε ἀνάγκη τὴ νηστεία γιὰ νὰ διώξουμε μακριὰ μας τὸ σατανᾶ. Γιατί ὁ Χριστὸς πάλι βεβαίωσε, πῶς τὸ γένος τῶν δαιμόνων «ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν (ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο) εἰ μὴ ἐν προσευχὴ καὶ νηστεία». Ὅπως λοιπὸν ὁ ἀγώνας τοῦ Κυρίου κατὰ τοῦ διαβόλου θεμελιώθηκε στὴ νηστεία, ἔτσι καὶ ὁ δικός μας.

            Ἀλλὰ καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε, ὅτι στὴν ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ἦταν κάποιοι «προφῆται καὶ διδάσκαλοι», τοὺς ὁποίους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρόσταξε νὰ στείλουν τὸν Παῦλο καὶ τὸ Βαρνάβα στὸ ἀποστολικὸ ἔργο. Πότε καὶ πῶς ὅμως τοὺς μίλησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; «Λειτουργούντων αὐτῶν τῷ Κυρίω καὶ νηστευόντων». Καὶ πράγματι, «ἐπιθέντες τὰς χείρας αὐτοῖς (τῷ Βαρνάβα καὶ τῷ Παύλω) ἀπέλυσαν». Πῶς καὶ πάλι; «Νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι». Καὶ ὅταν οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι ἐπισκέφτηκαν ἀργότερα τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας, «χειροτονήσαντες πρεσβυτέρους κατ' ἐκκλησίαν, προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ».

        Σὲ μία ἐπιστολή του, ἐξάλλου ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος συμβουλεύει τοὺς συζύγους νὰ ἐγκρατεύονται «ἐκ συμφώνου προς καιρόν, ἵνα σχολάζωσι τῇ νηστείᾳ και τῇ προσευχῇ».

            Βλέπουμε τώρα καθαρά, μέσ' ἀπὸ τὴ Γραφή, τὴ σημασία τῆς νηστείας. Αὐτὴ διώχνει τὸ διάβολο. Αὐτὴ ἑλκύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ μας σηκώνει νοερὰ ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου τρεφόμαστε μὲ «τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην»., καὶ μᾶς ἐμπνέει τὴ λαχτάρα γιὰ τὰ οὐράνια, γιὰ «τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Αὐτὴ μας κάνει ὅμοιους μὲ τοὺς ἄσαρκους ἀγγέλους, ποὺ ποτὲ δὲν τρῶνε καὶ ἀκατάπευστα δοξολογοῦν τὸ Θεό.Αὐτὴ δίνει φτερὰ στὸ θεῖο πόθο, στὴν προσευχὴ καὶ τὴ δοξολογία τοῦ Κυρίου, στὴ μελέτη τοῦ λόγου Του. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Οὐκ ἐπ' ἂρτῳ μόνῳ ζήσεται ἂνθρωπος, ἀλλ' ἐπί παντί ῥήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ».

            Ἂς χορταίνουμε λοιπόν, ὄχι τὴν κοιλιά μας μὲ γήινες τροφές, ἀλλὰ τὴν ψυχή μας μὲ τὰ θεία λόγια της Γραφῆς καὶ τὶς θεόπνευστες διδαχὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Κάθε γήινη τροφὴ «οὐκ εἰσπορεύεται εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλ' εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρώνα ἐκπορεύεται». Ἡ οὐράνια τροφὴ τοῦ θείου λόγου, ὅμως, μπαίνει στὴν καρδιά, τρέφει τὴν ψυχή, φωτίζει τὸ νοῦ, ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Ἂς διώξουμε τὴν ἀμέλεια καὶ τὴ ραθυμία. Ὅποιος κάθεται στὸ τραπέζι καὶ δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ φαγητό, εἶναι ἄρρωστος σωματικά. Ἔτσι ὅποιος δὲν ἀκούει καὶ δὲν μελετάει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ πόθο καὶ εὐχαρίστηση μεγάλη, εἶναι ἄρρωστος ψυχικά, ἄγευστος ἀπὸ πνευματικὰ χαρίσματα, ἑτοιμοθάνατος ἀπὸ πείνα καὶ δίψα πνευματική.

            Ἂς συνειδητοποιήσουμε  λοιπὸν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς παθοκτόνου καὶ ψυχωφελοῦς νηστείας, ποὺ θὰ ζωογονήσει τὸ πνεῦμα, θὰ ἐλαφρώσει τὸ σῶμα, θὰ καταστείλει τὰ πάθη καὶ θὰ παρακινήσει τὴ βούλησή μας σὲ πνευματικὰ παλαίσματα, σὲ καρποφόρα ἄσκηση, σὲ πείνα καὶ δίψα καὶ πόθο Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἂρτος τῆς ζωῆς˙ ὁ ἐρχόμενος προς  με οὐ μη πεινάσῃ και ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μη διψήσῃ πώποτε».

            Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου