Ἱερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης

2015-11-01 15:12

Ο βίος του

            «Στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 1950 (νέο ἡμερολόγιο), ἔφθασε ὁ Χαράλαμπος στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τὴν ἑπομένη ἦρθε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Γέρο- Ἀρσένιο, ποὺ ἦταν θείος  καὶ νονός του.

            Ἡ οἰκογένεια τοῦ Χαράλαμπου καταγόταν ἀπὸ τὸν εὐλογημένο Πόντο. Μὲ τὶς Τουρκικὲς πιέσεις ὅμως τοῦ 1880, ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του, μαζὶ μὲ χιλιάδες ἄλλους Ποντίους, πέρασαν ἀπέναντι στὴν νότιο Ρωσία. Ἔτσι, ὁ Χαράλαμπος γεννήθηκε στὴν Ὀρθόδοξη Ρωσία τὸ 1910, καὶ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸ θεῖο του, τὸν μετέπειτα μοναχὸ Ἀρσένιο.

            Ἐξ αἰτίας τῆς κομμουνιστικῆς ἐπαναστάσεως... ἡ οἰκογένειά του μετώκησε. Ἐνῶ λοιπὸν ἦταν ἤδη δώδεκα ἐτῶν, τὸ 1922, ἡ οἰκογένειά του ἔφθασε στὸ Ἀρκαδικό της Δράμας. Ὁ Χαράλαμπος γράφτηκε στὸ Δημοτικὸ σχολεῖο καὶ ἦταν πολὺ καλὸς μαθητής. Ἔκανε καὶ δύο χρόνια στὸ Γυμνάσιο μὲ ἐξαιρετικὲς ἐπιδόσεις, ἀλλὰ τὰ χρόνια ἦταν δύσκολα καὶ χρειάσθηκε νὰ σταματήσει τὶς σπουδές του, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν πατέρα του.

            Λέγεται ὅμως, ὅτι καὶ ὁ πατὴρ Ἀρσένιος εἶχε γράψει στὸν Λεωνίδα νὰ βγάλει τὸν Χαράλαμπο ἀπὸ τὸ σχολεῖο, διότι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος εἶχε «δεῖ» πὼς κάτι παρέες στὸ σχολεῖο πολὺ θὰ τὸν ζημίωναν πνευματικά...Κατὰ θεία νεύση, γνωρίσθηκε μὲ κάποιον εὐλαβέστατο Ρῶσο, ὀνομαζόμενον Ἠλία, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν δίδαξε νὰ ἀγωνίζεται μὲ τὴν εὐχούλα. Ὁ κὺρ- Ἠλίας χρημάτισε κάτι σὰν Γέροντας τοῦ κοσμικοῦ Χαράλαμπου.

            Ὁ Χαράλαμπος ὑπηρέτησε στὸν στρατὸ καὶ πολέμησε στὸ Ἀλβανικὸ μέτωπο ἐναντίον τῶν Ἰταλῶν μὲ τὸ βαθμὸ τοῦ δεκανέα...Τὴν Κυριακή της 6ης Ἀπριλίου τὸ 1941 οἱ Γερμανοὶ εἰσέβαλαν ἀστραπιαίως στὴν Ἑλλάδα, ἔχοντας γιὰ ἐφεδρεῖες τὶς Βουλγαρικὲς δυνάμεις...

            Ἡ ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ ἡ Θράκη, δόθηκαν στοὺς Βουλγάρους...Στὶς χαλεπὲς αὐτὲς ἡμέρες συνελήφθη καὶ ὁ Χαράλαμπος μὲ ἄλλους συμπατριῶτες του καὶ ὠδηγήθηκαν ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους γιὰ ἐκτέλεση. Τότε ἐπικαλέσθηκε σὲ βοήθεια τὸν «αἰχμαλώτων ἐλευθερωτή», Μεγαλομάρτυρα ἅγιο Γεώργιο, κάνοντας τάμα πὼς ἐὰν τὸν σώσει θὰ γίνει μοναχός. Πράγματι μὲ ἄμεση θαυματουργικὴ καὶ ὀφθαλμοφανῆ ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Γεωργίου σύντομα ἀφέθηκε ἐλεύθερος αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι. Ἀπὸ τότε ἡ καρδιὰ τοῦ πλέον δόθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό μας. Μὰ ἕνα σωρὸ ἐμπόδια ξεφύτρωσαν στὸν δρόμο του...

            Ὅταν ἐνηλικιώθηκαν καὶ σπούδασαν τὰ ἀδέλφια του, θέλησε πλέον νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπόσχεσή του καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἄφηναν οἱ συμπατριῶτες του, διότι ἔλεγαν πὼς τὸν εἶχαν ἀνάγκη...

            Τελικὰ τὴν Τρίτη της 13ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1950, ἔφθασε ὁ μεσήλικας πλέον Χαράλαμπος στὸ Ἅγιον Ὅρος, μὲ τελικὸ σκοπὸ νὰ μονάσει κοντὰ στὸν θεῖο καὶ νονό του, πατέρα Ἀρσένιο. Τὴν ἄλλη μέρα κιόλας τῆς ἀφίξεώς του, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κίνησε γιὰ τὴν Ἁγία Ἄννα.

            Ὁ ἴδιος διηγεῖται τὶς πρῶτες ἡμέρες του ὡς ἑξῆς: « Πλησιάζω, λοιπόν, καὶ βλέπω ἕνα μεσήλικα, ρακένδυτο μοναχό, ξυπόλυτο, ξεσκέπαστο καὶ μ' ἕνα ράσο ξεσχισμένο. Μὲ πέρασε στὴν σπηλιά του, καὶ τί νὰ δῶ! Μία στενὴ σπηλιά, μισοσκότεινη, ἀνεπιμέλητη, γεμάτη ἀράχνες καὶ σκουπίδια. Πάνω σ' ἕνα τσουβάλι κοιμόταν!

            Μόλις, λοιπὸν ἔμαθα πὼς ὁ ἐν λόγω μοναχὸς ἦταν ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος ἀπὸ τὴ συνοδεία τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, ξαφνιάστηκα. « Τί καλόγεροι εἶναι αὐτοί;» Τὰ' χασα. «Τέτοια καλογερικὴ θὰ κάνω;» ἄρχισα νὰ διερωτῶμαι...Καὶ ἐνῶ σκεπτόμουν ἀπελπισμένος αὐτά, μοῦ λέει μὲ πολλὴ εὐγένεια ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος.   
            Ἔλα, ἔλα. Ἔλα νὰ σὲ πάω. Τὸν Γέροντα θέλεις;Τὸν πατέρα Ἀρσένιο; Ἐγὼ βλέποντας τὸν ἔτσι ξυπόλυτον ἀπελπίσθηκα».

            Με αυτές τις εντυπώσεις, λοιπόν κίνησε για τον Γέροντα Ιωσήφ...

           «Τὴν πρώτη βραδυὰ μὲ εἶχε ἀφήσει καὶ κοιμήθηκα. Τὴν δεύτερη βραδυά, ἀφοῦ κοιμηθήκαμε καὶ κατόπιν ξυπνήσαμε, λέει ὁ Γέροντας γιὰ νὰ μὲ δοκιμάσει:          
            Ἐμεῖς ἐδῶ ζοῦμε πολὺ σκληρά, ἐσὺ δὲν φαντάζομαι νὰ μπορέσεις.

             Θὰ δοκιμάσω, Γέροντα.  
            Ὁ θεῖος σου κάνει τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες κάθε βράδυ, ἐσὺ μπορεῖς;

            Θὰ δοκιμάσω, Γέροντα.  
            Πάτερ Ἀρσένιε, πάρ'τὸν καὶ πηγαίνετε νὰ κάνετε ἀπὸ 3000 μετάνοιες. Νὰ δοῦμε πόσες μετάνοιες θὰ κάνει.

            Ἀρχίσαμε λοιπόν, νὰ κάνωμε μετάνοιες καὶ τελειώνει πρῶτος ὁ Γερὸ-Ἀρσένιος. Ἐμένα μου ἔμεναν ἀκόμα ἄλλες πενήντα μετάνοιες. Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τοῦ Γερὸ-Ἀρσένιου τὸ ἔδαφος ἦταν λίγο ἀνηφορικό, ἐνῶ ἐμένα ἴσιο. Τελείωσα καὶ μὲ φώναξε ὁ Γέροντας.

            -Πῶς βλέπεις, Χαράλαμπε, τὰ πράγματα; Θ' ἀντέξεις;

          - Ἔτσι θὰ πᾶμε; Ρωτῶ.

          - Τί εἶναι; Ρωτᾶ ὁ Γέροντας.

           - Πρὸς τὸ παρὸν δὲν δυσκολεύθηκα. Στὸ μέλλον δὲν ξέρω.

          - Λοιπὸν θέλεις νὰ δοκιμάσεις;

          - Ναὶ Γέροντα, γι' αὐτὸ ἦλθα...»

            Ὁ Γέροντας ὡς διορατικὸς ποὺ ἦταν, μὲ τοὺς πνευματικούς του ὀφθαλμοὺς εἶχε δεῖ ὅλη τὴν μελλοντικὴ ἐξέλιξη καὶ προκοπὴ τοῦ ὑποψηφίου καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά του. Ἔτσι πάλαιψε ἀρκετὰ καὶ τελικὰ ὁ Χαράλαμπος «ἔχασε» τὴν μάχη, εἶπε τὸ «ναὶ» καὶ ἔμεινε ἔκτοτε κοντὰ στὸν Γέροντά μας μέχρι τὴν ὀσιακὴ κοίμησή του.

            Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δυσκολίες προσαρμογῆς, ὁ νεαρὸς Χαράλαμπος ἔπρεπε νὰ περάσει καὶ ἀπὸ τὶς ἐξετάσεις τοῦ Γέροντος. Μάλιστα ἡ πρώτη ἐξέτασις ἦρθε πολὺ σύντομα...

            Μᾶς διηγήθηκε κάποτε: « Θὰ εἶχε περάσει μιὰ ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἦρθα καὶ μοῦ λέγει ὁ Γέροντας:

            -Θὰ πᾶς ἐκεῖ πάνω στὸ ὑψωματάκι, ποὺ ἔχει ἕνα θαυμάσιο καλυβάκι. Θὰ χαίρεσαι νὰ κάθεσαι μέσα. Λοιπόν, θὰ σκαρφαλώσεις ἐκεῖ καὶ θὰ μείνεις μέχρι νὰ σὲ φωνάξω. Ἐντάξει;

            - Νὰ 'ναι εὐλογημένο Γέροντα.

            Ἔβαλα μετάνοια καὶ ἀμέσως σκαρφάλωσα τὰ βράχια. Ἐγὼ νόμισα ὅτι θὰ εἶναι κανένα περιποιημένο καλυβάκι. Μόλις ὅμως πῆγα ἐκεῖ, τί νὰ δῶ; Ἕνα βράχο ἀπὸ τὴν μία μεριά, μία ξύλινη πόρτα ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ ἕνα-δύο βήματα νὰ ἔκανες μέσα στὸ κελλί, τὸ κεφάλι σου κτυποῦσε πάνω στὸ βράχο. Ἕνα ξύλινο παλιὸ κρεββάτι, μὲ μία κουβέρτα πάνω. Χώματα δεξιὰ κι ἀριστερά, ἕνα μαξιλάρι μὲ ἄχυρα, καὶ πολλὲς τρύπες, ποὺ μποροῦσαν νὰ μποῦν φίδια μέσα. Ἄρχισα νὰ μονολογῶ: « Τί μου λέγει ὁ Γέροντας καλὸ καὶ καλό! Τί καλύβι εἶναι αὐτό;» Μπορεῖ νὰ τὸ εἶπα αὐτὸ πέντε-ἔξι φορές. Ἀλλὰ τί νὰ κάνω, ἀφοῦ τὸ εἶπε ὁ Γέροντας; Κάτω δὲν τὸ βάζω, ἔστω καὶ νὰ πεθάνω, ἂν δὲν μὲ φωνάξει ὁ Γέροντας, πίσω δὲν γυρνάω. Ἂς πεθάνω στὴν ὑπακοή, παρὰ νὰ λιποτακτήσω.

            Μετά, δωσ' τοῦ προσευχή, δωσ' τοῦ προσευχή, ἔξι ὧρες συνέχεια. Ὕστερα μὲ 'πιάσαν τὰ κλάματα, μία ὥρα ἔκλαιγα. Παρακαλοῦσα καὶ εὐχαριστοῦσα τὸν Θεό. Τὸν παρακαλοῦσα νὰ συγχωρέσει καὶ τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο πάνω στὴ γῆ. Κι' ἐγὼ ποὺ νόμιζα ὅτι κάτι ἔκανα στὸν κόσμο, τί πλανεμένος ποὺ ἤμουν! Ὅταν ἔλεγα ὅτι κάτι κάνω τρέχοντας ἀπὸ 'δω καὶ ἀπὸ 'κει! Καὶ τώρα ἐδῶ νύχτα-ἡμέρα πολεμῶ καὶ δὲν μπορῶ νὰ βάλω τὸν ἑαυτό μου σὲ μία σειρά. Κι' εὐχαριστοῦσα τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἔφερε 'δω. Ὕστερά μου ἦρθε μία ἀλλοίωσις! Πῶ-πῶ-πῶ! Ἔβλεπα ἐκεῖνο τὸ κελλὶ σὰν παλάτι καὶ δὲν ἤθελα νὰ φύγω! Τόσο ὡραῖο καὶ καλό μου φαινόταν. Τὸ βράδυ ἔβλεπα τὸν οὐρανό, τὴν θάλασσα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ βαστάξω τὰ δάκρυά μου. Δὲν ἤθελα πλέον νὰ φύγω ἀπὸ 'κει!

            Καὶ μετὰ ἀπὸ 2-3 ἡμέρες ἀκούω μία φωνή:

             Χαράλαμπε, εἶπε ὁ Γέροντας νὰ κατέβεις κάτω.

            Πιστέψτε μέ, μὲ βαριὰ καρδιὰ κατέβηκα.

            Μὲ πῆρε στὸ κελλὶ τοῦ ὁ Γέροντας καὶ μὲ ἐρωτᾶ:     
            Χαράλαμπε, θέλω νὰ μοῦ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Πῶς πῆγες;  
            Καλὰ Γέροντα, πολὺ καλά! Ἀρχικῶς μόλις εἶδα τὸ καλύβι μὲ τὰ χώματα καὶ τὶς τρύπες, μπορεῖ νὰ εἶπα πέντε-ἔξι φορές: «Μά, τί μου λέγει ὀΓέροντας καλό, καλό! Κελλὶ εἶναι αὐτό; Ἐδῶ φίδια μπαίνουν μέσα!» Ἀλλὰ κατόπιν, ἄρχισα νὰ προσεύχομαι. Θεέ μου! Μία παρηγοριά, μία ἀνέκφραστος εἰρήνη, χαρὰ καὶ δάκρυα. Ἄρχισα νὰ προσεύχομαι γιὰ ὅλους τους ἐχθρούς μου. Τελευταία μου φάνηκε ὅτι δὲν ἤθελα νὰ φύγω. Ὅπως μου εἶπες, ἔτσι καὶ ἔγινε.         
            Παιδί μου, ἄρχισε νὰ λέγει ὁ Γέροντας, νὰ αὐτὸ εἶναι ὁ μοναχισμός. Ἅμα ἔρχεται ὁ Θεὸς μέσα σου, ὅλα εἶναι καλὰ καὶ ὄμορφα! Ἅμα λείπει ὁ Θεός, ὅλα εἶναι στραβά.

            Ὁ νεαρὸς Χαράλαμπος ἔμελλε νὰ μάθει κι' ἄλλα γιὰ τὴν γλυκύτητα τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Καὶ συνέχισε τὴν διήγησή του: «Ἔτσι, λοιπόν, μέσα σὲ ὀκτὼ περίπου ἡμέρες ποὺ ἔμεινα, πέταξα τὰ κοσμικὰ ροῦχα καὶ φόρεσα τὰ καλογερικά.

            Δὲν θὰ πέρασαν δέκα ἡμέρες καὶ ἦταν ἡ πανήγυρις τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ὅταν πήγαμε στὴν πανήγυρη καὶ ἄκουσα τὶς ψαλμωδίες, νόμισα ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκαν. Δὲν εἶχα ἀκούσει στὸν κόσμο τέτοιες ψαλμωδίες.

            Ὅταν γύρισα λέω στὸν Γέροντα:           
            Ἐγώ, ἂν δὲν μάθω νὰ ψάλλω, θὰ τὰ πετάξω, δὲν μπορῶ νὰ γίνω καλόγερος. Πρέπει νὰ ψάλλω! Τοῦ λέω μὲ ἐγωϊσμὸ.           
            Θὰ σὲ μάθω νὰ ψάλλεις, λέει ὁ Γέροντας, μὴν στενοχωριέσαι.

            Τέσσερεις ὧρες τραβοῦσα κομποσχοίνι, καὶ κατόπιν διάβαζα γιὰ νὰ ψέλνω. Μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα τοῦ λέω:  
            Γέροντα πῆρα φωτιὰ ἀπὸ τὴν προσευχή, καὶ οὔτε ψάλσιμο θέλω οὔτε τίποτε.

            Παρέμεινε, λοιπόν, ὁ Χαράλαμπος κοντὰ στὸν Γέροντά μας περίπου ἕνα μήνα γιὰ δοκιμὴ καὶ ὁ Γέροντας ἄρχισε τὴν συνηθισμένη ἐν σοφία καὶ γνώσει παιδεία, δηλαδὴ τὸ συνηθισμένο τοῦ σφυροκόπημα. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσφωνεῖ καὶ τὸν Χαράλαμπο μὲ διάφορα ἐπίθετα. Γιὰ παράδειγμα, συνήθιζε νὰ τοῦ λέει: «Ἔλα δῶ ρέ». Ὁ δόκιμος Χαράλαμπος στὶς ἀρχὲς ἔλεγε μέσα του: «Ρέ; Τί ρέ! Ὄνομα δὲν ἔχω; Δούλευα μὲ κοσμικοὺς στὴ Νομαρχία καὶ ποτὲ δὲν ἄκουσα νὰ μιλοῦν μ' αὐτὸν τὸν τρόπο. Πάντα στὸν πληθυντικό μου ἀπευθύνονταν: «Τί γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; Ἢ σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς παρακαλῶ. Ἐδῶ μέχρι στιγμῆς δὲν ἄκουσα οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ ἢ ἕνα παρακαλῶ. Παράξενοι ἄνθρωποι!»

            Μετὰ ὅμως τὴν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν τοῦ τὸν περίλαβε ὁ Γέροντας καὶ τοῦ φανέρωσε ὅλη τὴν ἐσωτερική του κατάσταση.
            - Ὥστε στὸν κόσμο ἤσουν ἀγωνιστὴς ἐ; Ἐνήστευες, ἀγρυπνοῦσες, ἀσκήτευες, ἤσουν ἔξυπνος, ἐργατικός, τίμιος! Καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τί κατάφερες; Νὰ μᾶς κουβαλήσεις ἐδῶ ἕνα σωρὸ κενοδοξία, ἐγωϊσμὸ καὶ αὐτοπεποίθηση. Τώρα ποὺ κόπηκαν οἱ ἔπαινοι δὲν εἶναι καλὰ ἐ;

            Ὁ ἀγωνιστὴς Χαράλαμπος, ὑποβοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἁπλὴ καὶ ταπεινὴ φύση του, ἐπίασε τὸ μάθημα ἀμέσως. Κατάλαβε πόση ζημιὰ κάνουν στὴν ψυχὴ οἱ ἔπαινοι καὶ ἄλλαξε πορεία στὸν λογισμό του.

            Στὴν ἀρχὴ ἔκανε ἀγώνα νὰ νικήσει τὴν ἀγάπη τῆς μητέρας του, ποὺ τῆς εἶχε τρομερὴ ἀδυναμία καὶ ποὺ ἦταν καὶ ἄρρωστη. Τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «    Μὴν στενοχωριέσαι. Ἄγγελο θὰ στείλει ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὴν φροντίζει».

            Στὸ τέλος, τὴν ἔκανε μοναχή, καὶ τὴν ὠνόμασε Μάρθα. Ὅλοι της συνοδείας κάναμε μοναχὲς τὶς μητέρες μας.

            Ὁ Χαράλαμπος ἦταν πολὺ ὑγιὴς καὶ δούλευε σκληρά. Εὐλογημένος ἄνθρωπος. Ἐξυπηρέτησε μὲ σκληρὲς δουλειὲς τὸν Γέροντα. Καὶ ἔζησε 91 χρόνια σ' αὐτὴ τὴ ζωὴ πρὶν τὴν μακαρία κοίμησή του τὸ 2001.

Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου, Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ Σπηλαιώτης (1897-1959) , Ἔκδ. Ι. Μ. Ἁγίου Ἀντωνίου Ἀριζόνας USA 2008, σ. 358 - 368).

Δεῖτε βίντο γιά τόν πάπα- Χαράλαμπο ΕΔΩ