Ἰνδιάνικη ἱστορία

2014-08-04 10:30

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα

        Φίλοι μου, γειά σας!

        Σήμερα σᾶς ἔφερα νά διαβάσετε ἕνα καταπληκτικό βιβλίο.

        ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ

        Ὁ Ἰνδιάνος Μεγάλο Γεράκι, ἀρχηγός τοῦ χωριοῦ, κάθισε ὀκλαδόν και κοίταξε γύρω του τό ἐρυθρόδερμο πλῆθος. Ὕστερα ἔσιαξε τά φτερά, πού ξεκινοῦσαν ἀπό τό κεφάλι του καί κατέβαιναν ὥς κάτω στήν πλάτη του. Ξερόβηξε. Πῆρε τό κοκκάλινο τόξο του, τράβηξε ἀπό τη δερμάτινη φαρέτρα του ἕνα βέλος καί το στέριωσε στή χορδή. Τό πλῆθος κοίταζε ἀμίλητο. Τό Μεγάλο Γεράκι στράφηκε στήν ἀνατολή, μισόκλεισε τά μαῦρα μάτια του ἀντικρίζοντας τό φῶς καί σημάδεψε κατά τόν ἥλιο. Ἔμεινε λίγα δευτερόλεπτα ἀκίνητος κι ὕστερα ἄφησε  μʼ ὁρμή τό βέλος. Ὅλα τά μάτια παρακολουθοῦσαν τήν τροχιά του. Ξαφνικά, στή μέση τῆς συνάθροισης, μπροστά στά πόδια τοῦ ἀρχηγοῦ ἔπεσε μια μαύρη καλιακούδα.

        Οἱ Ἰνδιάνοι ἤξεραν αὐτή τήν κίνηση. Τή συνήθιζε ὁ ἀρχηγός, ὅταν εἶχε νά τούς ἀνακοινώσει κάτι σπουδαῖο. Περίμεναν λοιπόν να ἀκούσουν μέ τά μάτια καρφωμένα πάνω του.

        - Ἡ κατάσταση στό χωριό μας, Ἰνδιάνοι, ἔχει γίνει ἀνυπόφορη. Τώρα πού μᾶς ἄφησαν οἱ λευκοί, μᾶς βρῆκε ἄλλο κακό μεγαλύτερο. Τό γνωρίζετε ὅλοι. Οὔτε τό ὄνομά του δέ θέλω νά ἀναφέρω μπροστά σας· θά τό πῶ μόνο μπροστά στόν ψηλό καταρράχτη τοῦ κόκκινου βράχου. Σᾶς ρωτῶ: τί θά γίνει; ποιός θα δώσει τέλος στό κακό;

          Οἱ Ἰνδιάνοι ἔσκυψαν τά κεφάλια τους στο κοκκινωπό χῶμα μέ ντροπή καί συλλογή. Και τό Μεγάλο Γεράκι συνέχισε.

        - Γιʼ αὐτό σᾶς κάλεσα σήμερα ἐδῶ. Ἔχω νά σᾶς ἀνακοινώσω ὅτι ἡ λύση εἶναι μία: Πίσω γιά μπρός! Ἀκούσατε; Πίσω γιά μπρός. Ὅλοι καταλαβαίνετε πολύ καλά τό νόημα τῶν λόγων μου. Λοιπόν ἀπό σήμερα μέχρι καί την τελευταία φεγγαράδα πρίν τήν ἀνατολή τοῦ λευκοῦ ἄστρου θά παρακολουθῶ ἄγρυπνα τά πάντα μέσα στό χωριό. Ὁ Ἰνδιάνος πού θά πάει πίσω γιά μπρός θά πάρει ὡς ἀμοιβή τό χρυσό φτερό τοῦ βασιλικοῦ ἀετοῦ τῆς ἐρήμου. Ὅποιος ὅμως παρακούσει κι ἀποτύχει, αὐτός θά φορέσει τό μαῦρο φτερό αὐτῆς ἐδῶ τῆς μαύρης σκοτωμένης καλιακούδας καί θά ᾽ναι γιά πάντα ντροπιασμένος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΑΚΟΥΝΗΤΟ ΛΙΘΑΡΙ

        Ὁ μικρός Ἰνδιάνος Ἀκούνητο Λιθάρι, πού τον φώναζαν καί Ἄρι, ἦταν πολύ ἐκνευρισμένος ὅλη τήν ἑβδομάδα.

        - Ὅλα παράξενα τά λέει ὁ ἀρχηγός. Τι πάει νά πεῖ «πίσω γιά μπρός»; ρώτησε τον πατέρα του ἕνα πρωί κάνοντας τόν ἀνήξερο.

        - Νομίζω, Ἀκούνητο Λιθάρι, ὅτι γνωρίζεις πολύ καλά τό μυστικό νόημα, εἶπε ὁ πατέρας.

        Ὁ Ἄρι δέ μίλησε καθόλου ὅλη τήν ἡμέρα καί ἀπέφευγε νά συναντήσει τόν πατέρα του. Τή νύχτα εἶδε στό ὄνειρό του ὅτι ἦταν πάνω στό καφετί ἄλογό του καί πήγαινε μια μπρός μιά πίσω, μιά μπρός μιά πίσω κι ὅλο ἔμενε ἀκούνητος στό ἴδιο μέρος. Σπιρούνιζε στά καπούλια, ἀλλά τό ἄλογο δέν καταλάβαινε. Ὥσπου ξαφνικά ἀφήνιασε κι ἄρχισε νά τρέχει σάν τρελό πρός τόν ψηλό καταρράχτη τοῦ κόκκινου βράχου καί τότε ἦρθε πάνω του μιά μαύρη καλιακούδα καί ἕνα μεγάλο γεράκι μέ χρυσά φτερά καί μεγάλα νύχια καί...

        - Οὔφ, ὄνειρο ἦταν, εἶπε τρομαγμένος ὁ Ἄρι μούσκεμα στόν ἱδρώτα.

        Ξημέρωμα ἀκόμη πετάχτηκε ἔξω ἀπό τη σκηνή του και φορτωμένος τά κανάτια του κατέβηκε στήν πηγή γιά νερό.

  • Καλημέρα, Ἀκούνητο Λιθάρι! Φώναξαν δυό φίλοι.
  • Καλημέρα καί κάντε στην μπάντα νά περάσω πρῶτος, ἀπάντησε κοφτά.

        - Αὐτό δέ γίνεται, εἶπαν τά παιδιά, γιατί ἐμεῖς ἤρθαμε πρῶτοι. Νά περιμένεις τή σειρά σου.

        - Δέν περιμένω τίποτα. Εἶπα στήν μπάντα ὅλοι. Θα περάσω ἐγώ.

        Οἱ φίλοι του πού ἤξεραν τί ἀκούνητο λιθάρι ἦταν, ἔκαναν ἕνα βῆμα πίσω, για νά περάσει πρῶτος καί να μήν ἀνάψει καυγάς πρωί- πρωί. Ὁ Ἄρι πῆρε νερό καί γεμάτος καμάρι γύρισε τήν πλάτη κι ἔφυγε.

        Τήν ἄλλη μέρα στό Σχολεῖο ὁ δάσκαλος, ὁ Ἰνδιάνος Φωτεινό Ἀστροπελέκι, ξεκίνησε με τό μάθημα τῆς τοξοβολίας. Ἀφοῦ ζωγράφισε κάτω στήν ἄμμο ὅλες τίς λαβές καί τίς τεχνικές, μοίρασε στά Ἰνδιανάκια τά τόξα και μπῆκαν ὅλα στή σειρά κατά ὕψος. Ὁ Ἄρι ἦταν ἕκτος κι εἶχε σκάσει.

        - Ἐγώ θά ρίξω πρῶτος, φώναξε καί προχώρησε μπροστά.

        -Ἔεεε, ὄχι, διαμαρτυρήθηκαν τά παιδιά καί προσπάθησαν μέ σκουντιές νά τόν βάλουν στή θέση του. Ὅμως ἐκεῖνος, ἴδιο ἀκούνητο λιθάρι, δέ σάλευε.

        Εἶδε κι ἀπόειδε ὁ δάσκαλος καί τελικά τόν ἄφησε.

        - Κάνετε, παιδιά, ἕνα βῆμα πίσω, εἶπε κοφτά καί τά Ἰνδιανάκια στά λόγια τοῦ δασκάλου ὑποχώρησαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.

        Ἄρχισε ἡ τοξοβολία. Πρῶτος ἔριξε ὁ Ἄρι. Ὅμως ἦταν τόση ἡ φόρα του, πού ἀστόχησε καί τσάκισε τό βέλος του στό βράχο. Τά παιδιά γέλασαν κι ὁ Ἄρι ἔβγαζε καπνούς ἀπʼ τό θυμό του. Στό τέλος τῆς μέρας ὅλα τά Ἰνδιανάκια κρατοῦσαν στά χέρια τους τά λάφυρά τους: ἄλλο εἶχε σκοτώσει λύκο, ἄλλο κρατοῦσε τσακάλι, ἄλλο κάπρο, ἄλλο κρατοῦσε ἀετό, ἄλλο ζαρκάδι. Μόνο ὁ Ἄρι κρατοῦσε ἕναν σκοτωμένο ποντικό!

        Ἔφτασε στή σκηνή του κακόκεφος. Ἔριξε μιά ματιά στό καζάνι πού ἔβραζε χάμω.

  • Τί, πάλι τά ἴδια θά φᾶμε; γκρίνιαξε.

        - Εἶναι ἀγριογούρουνο, γιέ μου, εἶπε ἡ μάνα του κι ἀνακάτεψε το φαγητό μέ μιά ξύλινη κουτάλα.

        -Ἐγώ θέλω κατσίκι μέ ρίζες κάκτου και σάλτσα ἀπό καλαμπόκι.

        - Αὔριο, γιέ μου, ἀπάντησε γλυκά ἡ μάνα του καί τίναξε πίσω τίς μαῦρες κοτσίδες της.

        -Σήμεραααα! φώναξε τό Ἀκούνητο Λιθάρι καί χτύπησε τό πόδι χάμω. Ἄκουσες; Σήμερα. Ἀλλιῶς θά φύγω στό βουνό!

        Ἡ μάνα του, πού ἤξερε καλά τί ἀκούνητο λιθάρι ἦταν, δέν τοῦ ξαναμίλησε. Καί ὄντως ὁ Ἄρι ἔφυγε. Καί χρειάστηκε νά βγεῖ ἡ μάνα του στό βουνό καί νά φωνάζει μέ το πιάτο στό χέρι «Ἄρι, Ἄρι!»

        Ὁ Ἄρι μόλις τήν εἶδε φώναξε ἀπό μακριά: «Εἶναι κατσίκι μέ ρίζες κάκτου καί σάλτσα καλαμποκιοῦ;». «Ναί» ἔγνεψε ἡ μάνα του κι ὁ Ἄρι κατέβηκε καί τό καταβρόχθησε μονομιᾶς, γιατί εἶχε μιά πείνα!

        Κάποια μέρα πάλι τήν ὥρα πού ἔπαιζε μέ τά ἀδέλφια του, φώναξε: «θά παίξουμε τσακάλι!». (Τό τσακάλι ἐκτός ἀπό ζῶο, εἶναι καί ἰνδιάνικο παιχνίδι. Ἕνας παίκτης παριστάνει τό τσακάλι φωνάζοντας ου-ου-άου-ουάα και προσπαθεῖ νά βάλει τρικλοποδιά στούς ἄλλους. Ὅσους πε ρισσότερους ρίξει στό χῶμα, τόσους περισσότερους βαθμούς κερδίζει.)

        - Ὄχι, ὄχι, φώναξαν τά ἀδέλφια του. Περιμένουμε σήμερα στή σκηνή μας τόν ἀρχηγό κι εἶπε ἡ μαμά νά μή λερωθοῦμε.

        - Καί τί μέ νοιάζει ἐμένα; Ἐγώ θέλω να παίξουμε τσακάλι!

        Τά ἀδέλφια του, πού ἤξεραν τί ἀκούνητο λιθάρι ἦταν, ἔκαναν πίσω καί δέχτηκαν να παίξουν ἀλλά γιά λίγο. Μέσα σέ ἐλάχιστα λεπτά ὁ Ἄρι τούς ἔριξε ὅλους μέσα στά λασπόνερα.

        - Χά-χά-χά! Νίκησα πάλι! Ζητωκραύγασε καί... τότε... ἀκούστηκε τό βούκινο. Ἐρχόταν ὁ ἀρχηγός στή σκηνή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ:ΤΟ ΦΤΕΡΟ

        Ὁ ἀρχηγός Μεγάλο Γεράκι κάθισε ὀκλαδόν στό δέρμα μιᾶς λαφίνας. Κοίταξε την οἰκογένεια κι εἶπε:

        - Σήμερα τελείωσε ἡ προθεσμία.

        - Ποιά προθεσμία; ρώτησε μέ ἀγένεια ὁ Ἄρι.

        Οἱ γονεῖς του δαγκώθηκαν. Ἕνας Ἰνδιάνος ποτέ δέ διακόπτει τόν ἀρχηγό. Τόν ἔσπρωξαν λοιπόν παραπίσω, ἀλλά ὁ Ἄρι μʼ ἕνα πήδημα ἔφτασε πάλι μπροστά στό Μεγάλο Γεράκι.

        - Παρακολουθοῦσα τό Ἀκούνητο Λιθάρι τόσο καιρό καί νομίζω ὅτι θά τοῦ δώσω το φτερό. Γιʼ αὐτό νά ἔρθει αὔριο στή μεγάλη συνέλευση.

        - Τό χρυσό φτερό τοῦ βασιλικοῦ ἀετοῦ τῆς ἐρήμου; ρώτησε μέ λαχτάρα ὁ Ἄρι, ἀλλά δεν πῆρε ἀπάντηση. Ὁ ἀρχηγός ἦταν ἤδη μακριά.

        Τήν ἄλλη μέρα πρωί-πρωί στή συνέλευση τῶν ἐρυθρόδερμων ὁ Ἄρι στεκόταν μπροστά-μπροστά καμαρωτός. Τό Μεγάλο Γεράκι ἄρχισε.

        - Ἐρυθρόδερμοι, κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μας, φίλοι τῆς γῆς καί τοῦ νεροῦ μας, ἀδέλφια τοῦ ἀέρα μας καί παιδιά τῶν βουνῶν μας, σᾶς κάλεσα γιά νά σᾶς πῶ τό μεγάλο «εὐχαριστῶ». Τόσες μέρες παρακολουθῶ τό καθετί κι εἶδα ὅτι ὅλοι βάλατε τά δυνατά σας. Ὅλοι κάνατε ἕνα βῆμα πίσω τήν ὥρα τοῦ καυγά, ἕνα βῆμα πίσω τήν ὥρα τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἔχθρας. Ἕνα βῆμα πίσω τήν ὥρα πού ἄναβε τό πεῖσμα. Μπράβο σέ ὅλους. Ἔτσι μόνο θά πάει μπροστά τό χωριό μας. Πίσω γιά μπρός! Γιʼ αὐτό θά περάσετε ὅλοι νά πάρετε τό χρυσό φτερό τοῦ βασιλικοῦ ἀετοῦ τῆς ἐρήμου. Ὅλοι. Ἐκτός ἀπό ἕναν, πού δεν ὑποχώρησε οὔτε μία φορά. Ἐκτός ἀπό τον Ἰνδιάνο πού δέν ἔκανε πίσω ποτέ, πού δέ σεβάστηκε τή γνώμη τῶν φίλων, τῶν γονιῶν, τῶν ἀδελφῶν, τοῦ δασκάλου. Αὐτός θά πάρει τό μαῦρο φτερό τῆς καλιακούδας.

        Τό Ἀκούνητο Λιθάρι τά χρειάστηκε. Γούρλωσε τά μάτια του καί γιά πρώτη φορά στη ζωή του ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω. Ἀλλά δυστυχῶς ἡ προθεσμία εἶχε λήξει.

        - Ἔλα ἐδῶ, ἀκούνητο Λιθάρι, γιά νά φορέσεις τό φτερό τῆς ντροπῆς, φώναξε ὁ ἀρχηγός.

Τότε ὁ πατέρας τοῦ Ἄρι ἔπεσε στά πόδια τοῦ ἀρχηγοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά συγχωρέσει τό γιό του καί νά τοῦ δώσει ἄλλη μία εὐκαιρία. Τό Μεγάλο Γεράκι σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε κι ἀποφάσισε νά κάνει λίγο πίσω, γιά νά βοηθήσει τόν Ἄρι.

        Τί νά σᾶς πῶ, φίλοι μου. Λέτε νά τά κατάφερε ὁ Ἄρι;

        Θά μάθω τή συνέχεια καί θά σᾶς πῶ.

        Πάντως ὥς τότε, μήν τό ξεχνᾶτε:

        ΠΙΣΩ ΓΙΑ ΜΠΡΟΣ!

          Σᾶς χαιρετῶ με ἀγάπη...