Ἡ νήψη κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας

2015-11-22 18:35

Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτη

     Ἐάν ὑποθέσωμε ὅτι γνωρίσαμε ὅλα τά προηγούμενα, ἀλλά δέν τά ἐφαρμόσαμε στή ζωή μας, τώρα τί μποροῦμε νά κάνουμε; Τήν ἀπάντησή μας τήν δίνει ὁ ἅγιος Ἠσύχιος μέ τό μικρό ἀλλά περιεκτικώτατο σέ νόημα κεφάλαιο πού ἀκολουθεῖ, χρησιμοποιώντας ἕναν ψαλμικό στίχο τοῦ Δαβίδ.

     Ἅγιος Ἠσύχιος:

     Εἰ ἐπίστασαι καί ἐδόθη σοί εἰς τάς πρωίας παρεστάναι καί ἐποπτεύεσθαι, ἀλλά καί ἐποπτεύειν, οἶδας ὅ λέγων. εἰ δέ οὔ, νῆφε καί λάβης.

     Μετάφραση:

     Ἄν γνωρίζεις καί σού δόθηκε ἡ χάρη τό πρωί νά στέκεσαι ἐμπρός στό Θεό καί νά ἐξετάζεσαι, ἀλλά καί νά ἐξετάζεις τόν ἑαυτό σου, ἐννοεῖς τί λέω γιά τή νήψη. Ἄν ὄχι, ἔχε νήψη καί θά λάβεις τήν χάρη.

     Ἑρμηνεία:

     Ἐάν δέν ἔχεις ἀποκτήσει αὐτή τήν ὑπέροχη καί μοναδική κατάσταση, γιά τήν ὁποία ἀξίζει κανείς νά πεθαίνει καί νά ζεῖ, τότε ἐφάρμοσε αὐτό πού λέει ὁ Ψαλμωδός: Νά σηκώνεσαι τήν νύχτα καί νά παρίστασαι ἐνώπιόν του Θεοῦ, γιά νά σέ βλέπει ὁ Θεός καί νά τόν βλέπεις καί σύ. Ἡ καλύτερη ἀναγνώρισις τῶν ἰχνῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνακάλυψίς του, γίνεται τήν νύχτα. Ἐάν νήφεις ἔτσι, ὁπωσδήποτε θά λάβεις, καί ἡ ἐμπειρία σου αὐτή θά σέ συνοδεύει σέ ὅλη τήν ζωή σου.

     Μεγαλεία καί θαύματα ἀπορρέουν ἀπό τήν νήψη καί τήν εὐχή. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος ἀληθινός. Χρειάζεται ὅμως μία προϋπόθεσις: ἡ νυχτερινή ζωή. Χωρίς αὐτή, εἶναι ἀδύνατον νά ἔχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στήν πνευματική σου ζωή, κάποια ἐμπειρία ἤ γνώση. Δέν θά παίρνεις τίποτε ἀπό τόν Θεό, ὅποτε θά ζεῖς μέ ἐντελῶς ἐξωτερικά πράγματα, μέ κάποιες δραστηριότητες, μέ κάποιες γνῶμες.

     Εἰ ἐπίστασαι καί ἐδόθη σοί. Ἐάν, λέγει ὁ ἅγιος, γνωρίζεις νά παρίστασαι εἰς τάς πρωίας ἐνώπιόν του Θεοῦ, καί νά σού δόθηκε τό νά σέ δεῖ - καί ἐποπτεύεσθαι - ὁ Θεός, ἀλλά καί νά ἐποπτεύεις, νά τόν βλέπεις, τότε οἶδας ὁ λέγω, καταλαβαίνεις αὐτά πού σου λέγω, τά χαίρεσαι, τά ζεῖς.

     Ὅταν ὁ Φίλιππος γνώρισε τόν Χριστόν, εἶπε στόν Ναθαναήλ: "Ἔρχου καί ἴδε". Ἀλλά ὁ Ναθαναήλ τοῦ ἀπήντησε: Πῶς εἶναι δυνατόν νά προέλθει ἀπό τή Ναζαρέτ προφήτης; Ἐν συνέχεια - λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης-, ὁ Ἰησοῦς "εἶδε" τόν Ναθαναήλ νά ἔρχεται πρός Αὐτόν καί εἶπε: "Ἴδε ἀληθής Ἰσραηλίτης". Τότε ὁ Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, καί ἀνεφώνησε: "Ραββί, σύ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ". Λόγω τῆς ἁπλότητος τῆς καρδιᾶς του, ἀμέσως ἀνεγνώρισε τό δεύτερο πρόσωπο τῆς θεότητος, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ.

     Τό γεγονός αὐτό ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό κείμενό μας, ὅπως καί ἡ συνάντηση ἐκείνου τοῦ μαθητοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε στόν Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω νά σέ ἀκολουθήσω. Ὁ Χριστός τοῦ ἀπήντησε τότε, "αἵ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσι καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δέ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει πού τήν κεφαλήν κλίνη". Ποῦ νά μέ βρεῖς, τοῦ λέγει, ἀφοῦ δέν ἔχω καταλλυμα; Μήν ψάχνεις νά μέ βρεῖς κάπου, ὅπου νομίζεις ἐσύ, ἀλλά κάπως. Βρές τόν τρόπο πού θά σέ ὁδηγήσει σέ μένα. Ἐδῶ βρίσκεται τό βαθύ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό λέγει ὁ ἅγιος, ἄν γνωρίζεις καί ἄν σου δόθηκε τό νά παρίστασαι εἰς τόν Θεόν.

     Τό νόημα τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὁρατή στήν ζωή μας. Διότι μπορεῖς νά βλέπεις τά ἴχνη τοῦ λέοντος, τῆς τίγρεως, τοῦ πάνθηρος, ἀλλά δέν μπορεῖς νά δεῖς τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς νά παρακολουθήσεις ἀκόμη καί τά ἴχνη τοῦ πτηνοῦ, τόν Θεόν ὅμως πρέπει νά τόν βλέπεις πέρα ἀπό κάθε νοσσιά, πέρα ἀπό κάθε τόπο· χρειάζεται μέ κάτι ἄλλο νά τόν ζητήσεις, γιά νά τόν βρεῖς.

     Ἄς θυμηθοῦμε καί τούς δύο μαθητές τοῦ Ἰωάννου, πού ἀκολούθησαν τόν Ἰησοῦ. Ὅταν Ἐκεῖνος τούς ρώτησε "τί ζητεῖτε", διότι ἔπρεπε νά ἀποκτήσουν τήν γνώση, τό εἰ ἐπίστασαι, γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί ἀπήντησαν: "Ραββί, ποῦ μένεις;". Καί τότε πῆγαν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ στό σπίτι του καί ἐνεθυμοῦντο ἀργότερα ἀκόμη καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἔζησαν τά ὡραιότερα βιώματα τῆς ζωῆς τους. δέν ἦταν ὅμως τό σπίτι πού τούς χάρισε τά βιώματα, ἀλλά ὁ Χριστός τόν ὁποῖον ἐγνώρισαν.

     Εἰ ἐπίστασαι καί ἐδόθη σοί. Ἡ φράσις αὐτή δημιουργεῖ φοβερή ἔνταση μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μία παρότρυνσις, ἕνα εὐγενές παρακέλευσμα τοῦ ἁγίου πρός τόν ἄνθρωπο, σάν νά τοῦ λέγει: Σού συνέβη καμιά φορᾶ νά σέ δεῖ ὁ Θεός; τόν ἀντελήφθης; πέρασε μέσα ἀπό τήν καρδιά σου ὁ Χριστός καί ρίγησες ὁλόκληρος; ὄχι ἀπό ἐνθουσιαστικό κίνημα, ὄχι ἀπό μία συγκίνηση, ἀλλά ἐνοίωσες πραγματικά τήν ἐποπτεία τοῦ Θεοῦ, τό βλέμμα του νά καρφώνεται ἐπάνω σου; Μία φορά ἐάν σου συνέβη αὐτό, ἀρκεῖ. Παράλληλα ὅμως ἡ φράσις αὐτή εἶναι καί μία ἐπίπληξις: Μά, δέν γνωρίζεις τόν Θεόν; δέν τόν γεύθηκες; δέν τόν ἔζησες; ζεῖς χωρίς αὐτόν, σάν νεκρός; δέν δοκίμασες ἀκόμη νά τόν βρεῖς; Δέν προσπάθησες τό πρωί νά στέκεσαι ἐμπρός στό Θεό καί νά ἐξετάζεσαι ἀλλά καί νά ἐξετάζεις τόν ἑαυτό σου; Ἐάν ναί, τότε καταλαβαίνεις αὐτό πού σου λέω.

     Τό ἀνωτέρω χωρίο εἶναι παρμένο ἀπό τόν πέμπτο ψαλμό, "τό πρωί εἰσακούση τῆς φωνῆς μου, τό πρωί παραστήσομαι σοί καί ἐπόψει μέ", πού τόν διαβάζουμε στήν Πρώτη ὥρα. Ἡ ἐμπειρία πού εἶχε ὁ ψαλμωδός ἑκατοντάδες χρόνια πρίν ἀπό ἐμᾶς, ἰσχύει μέχρι σήμερα. Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν ἁγίων καί ποτέ δέν ἀνακαλεῖται. Κανένας δέν μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό, ἄν τήν νύχτα δέν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας ἄγρυπνος μέχρι τό πρωί.

     Ἀλλά ποιό εἶναι "τό πρωί"; Εἶναι ἡ τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά ἀπό τήν ὁποία ἀρχίζουν οἱ φυλακές τῆς ἡμέρας. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς νυκτός, κατά τήν ὁποία ἐγειρόμεθα γιά τήν πρωινή ἀκολουθία. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς λατρείας. Ἀρχίζει, σύμφωνα μέ τήν ἑλληνική ὥρα, στίς 3, 4 ἤ 5 τήν νύκτα - ἀναλόγως ἄν εἶναι χειμώνας ἤ καλοκαίρι - καί τελειώνει μέ τό χάραμα τοῦ ἥλιου. Μέ τό βυζαντινό ὡράριο ἀρχίζει πάντα στίς 9 (03:00 π.μ.). Γι' αὐτό ἀπό τίς δώδεκα εὐχές πού διαβάζει ὁ ἱερεύς κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἑξάψαλμου, οἱ ἕνδεκα μιλοῦν γιά τήν νύκτα καί γιά τό πνευματικό φῶς, ἡ δέ τελευταία γιά τήν ἀνατολή τοῦ αἰσθητοῦ καί πνευματικοῦ φωτός.

     Μετά τό θαῦμα τῶν πέντε ἄρτων, ὁ Χριστός ἐπέβαλε στούς μαθητές του νά μποῦν στό πλοῖο καί νά περάσουν στό ἀπέναντι μέρος, ἐνῶ ἐκεῖνος "ἀνέβη εἰς τό ὅρος κατ' ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δέ γενομένης μόνος ἤν ἐκεῖ". Ἡ νυκτερινή ζωή τοῦ Χριστοῦ ἄρχιζε ἀπό τήν ὀψία, πού εἶναι τό πρῶτο τρίωρό της νυκτός. Ὅλες λοιπόν ἐκεῖνες τίς ὧρες τῆς ὀψίας ὁ Κύριος προσευχόταν, ἐνῶ οἱ μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε ὅμως πῆγε νά τούς συναντήσει καί νά τούς χαρίσει τήν φοβερή ἐκείνη ἐμπειρία, νά φωνάξουν στήν ἀρχή "φάντασμα", διότι δέν εἶχαν γνωρίσει ἀκόμη τόν Χριστό μέ τά μάτια τοῦ Πνεύματος, καί ἐν συνέχεια νά καταλάβουν ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; "Τετάρτη δέ φυλακή τῆς νυκτός ἀπῆλθε πρός αὐτούς... λέγων: ἐγώ εἴμι"(Μάτθ. 14, 22-27). Τήν τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός τους ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του, δηλαδή τήν πρωία, ἀπό τίς 9 τό πρωί μέχρι τίς 12 περίπου, κατά τήν βυζαντινή ὥρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).

     Ἐπίσης ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος στό πρῶτο κεφάλαιό του λέγει γιά τόν Κύριον: "Πρωί ἔννυχα λίαν ἀναστᾶς ἐξῆλθε καί ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον κακεῖ προσηύχετο"(Μάρκ. 1, 35). Τό "πρωί" ἦταν οἱ βασικώτερες ὧρες τῆς κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ "ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ", γιά νά τούς ἀκούει ὁ Θεός , καί ὄχι γι' αὐτούς πού προσεύχονται τήν ἡμέρα. Γιατί; Διότι εἶναι ἄτονη ἡ ἡμέρα, ἄν ἡ νύκτα δέν εἶναι ἔντονη. Κατά τήν διάρκεια δέ τῆς πρωίας λαμβάνομε τούς καρπούς ἀπό τόν Θεόν, ἀγρυπνοῦντες καί ἀγραυλοῦντες μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅταν λοιπόν χάνουμε αὐτές τίς ὧρες, χάνουμε τή ζωή μας. Τά ὅσα φρικτά καί ἀνόητα ζοῦμε κάθε ἡμέρα, αὐτό δείχνουν. Περνοῦν οἱ μέρες καί οἱ νύκτες μας, καί δέν κάνομε τίποτα. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξίς μας ἀναλίσκεται, φθείρεται καί ἐξαφανίζεται.

     Καί πότε γίνεται ἡ σπορά; Τό βράδυ, τό ὀψέ. Ὅταν κανείς χάνει τό ὀψέ, χάνει καί τήν πρωία. Καί προσέξτε πώς ὁ πονηρός πετυχαίνει καί χάνομε τό ὀψέ. Τελειώνει τό Ἀπόδειπνο, πού σημαίνει ὅτι ἑτοιμαζόμαστε γιά τό ὀψέ, καί ἐμεῖς κουβεντιάζομε. Μᾶς ἀρέσει ὁ περίπατος, μᾶς ἀρέσουν τά ἀστεία, μᾶς ἀρέσουν ἄλλες δραστηριότητες. Ὅποιος ὅμως ἀφιερώνει τήν ὥρα αὐτή σέ κοσμικά πράγματα, σέ ματαιότητες καθημερινές καί φθηνές, πῶς μπορεῖ πηγαίνοντας στό κελί του νά ἀδολεσχήσει μέ τόν Θεόν; Γι' αὐτό, ἐάν ὁ μοναχός δέν πάει ἀμέσως μετά τό Ἀπόδειπνο στό κελί του, ἡ φυσικότερη συνέπεια εἶναι νά μήν ζήσει τό ὀψέ, τήν ὥρα τῆς σπορᾶς.

     Οἱ ὧρες 12 μέ 3, μέ τό Βυζαντινό ὡράριο εἶναι χρήσιμες γιά μας. Κατόπιν μποροῦμε νά ξεκουρασθοῦμε. Μποροῦμε ἐπίσης νά ξεκουρασθοῦμε καί ἀποβραδίς, κατά τήν διάρκεια τοῦ ὀψέ, ἀλλά στίς τρεῖς ἤ τέσσερις ἡ ὥρα, ἤ τό πολύ πέντε τό χειμώνα, νά εἴμαστε ξύπνιοι. Ἄλλως δέν μποροῦμε νά ζήσωμε τήν πρωινή ἀκολουθία. Ἐγώ τουλάχιστον αὐτό ξέρω ἀπό τήν ἐμπειρία μου. Ποτέ δέν χορταίνω καί ποτέ δέν καταλαβαίνω ἀκολουθία - τήν ζῶ μόνο ἐπιφανειακά, ἐπιδερμικά, ἐάν τό ὀψέ μου εἶναι χαμένο.

     Ἄς ξέρομε λοιπόν ὅτι ἡ ὥρα τῆς λατρείας εἶναι ἡ ὥρα τῆς συγκομιδῆς μας καί ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.

     Τό νά παρίσταμαι ἐνώπιόν του Κυρίου ἄγρυπνος καί προσκαρτερῶν, εἶναι ἡ δική μου ἐνέργεια. Τό "ἐποπτεύεσθαι" εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

     Τό "ἐποπτεύεσθαι" ἑπομένως εἶναι, πρῶτον, ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἀσχολεῖται μέ τά θεία καί ἀπευθύνεται στόν Θεό μέ τήν πίστη, τήν βεβαιότητα καί τήν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Θεός εἶναι μαζί του, καί αἰσθάνεται τήν παρουσία Του. Διότι εἶναι ποτέ δυνατόν οἱ ὀφθαλμοί τοῦ Θεοῦ νά μή βλέπουν ἐμένα τήν ὥρα ποῦ στέκομαι ἐνώπιόν του; Ἐάν ὅμως θέλω νά τόν δῶ ἐγώ, τότε χάνω αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μου. Δεύτερον, εἶναι ἔκφρασις ταπεινοφροσύνης τό νά λέγω, ἐγώ παρίσταμαι ἐνώπιόν σου, Θεέ μου, καί σέ δές μέ. Παρίσταμαι δηλαδή ἐνώπιόν του σάν σκουλήκι, νοιώθωντας ἐντελῶς ἀνάξιος νά τόν δῶ. Ὡς ἀνάξιος, μοῦ ἀρκεῖ νά παρίσταμαι ἐνώπιόν του καί νά τόν προσκυνῶ ἀοράτως. Σημασία ἔχει γιά μένα τό ὅτι μέ βλέπει Ἐκεῖνος. Αὐτό μέ χαροποιεῖ, αὐτό μέ γεμίζει καί μέ μεθυει. Δέν μέ ἐνδιαφέρει τό ὅραμα τό δικό μου, τό νά τόν βλέπω ἐγώ.

     Ἀλλά τί εἶναι τό ὅραμα τοῦ Θεοῦ, τό νά μέ κοιτάζει ὁ Θεός, τό ἐποπτεύεσθαι ὑπό τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τῶν ὀφθαλμῶν του, τό φῶς τοῦ προσώπου του, ὁ φωτιμσός πού διαλύει τό σκότος. Ἄρα, ἐφ' ὅσον ξέρω ὅτι ἐποπτεύομαι ἀπό τόν Θεόν καί ὅτι ἡ ἐποπτεία τοῦ εἶναι λῆψις φωτός, τό ἐποπτεύεσθαι εἶναι λῆψις φωτός, λῆψις θεότητος.

     Ὅταν ἀντιληφθῶ πόσο σημαντικό πράγμα εἶναι αὐτό, τότε νοιώθω τήν ἀνάγκη νά ἀναζητήσω τήν νοητή ὅραση καί αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, ὥστε παριστάμενος ἐνώπιόν του νά γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο τῆς ἀκτινοβολίας του. Διότι, ὅταν μέ βλέπει ὁ Θεός, εἶναι ἀδύνατον ἡ ἔκχυσις τοῦ φωτός του νά μή μοῦ γίνει αἰσθητή. χωρίς νά τόν βλέπω μπορῶ νά πῶ ὅτι τόν βλέπω. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη δέν ἔχω λάβει αὐτήν τήν αἴσθηση, καί ἄν ἀκόμη δέν ἔχω ἐθισθεῖ στήν πνευματική ἐνόραση, καί ἄν ἀκόμη δέν ἔχει λεπτυνθεῖ τό ἐν ἐμόι ὄργανο τοῦ πνεύματός μου, τό μεθύσι πού μου δημιουργεῖ ὁ Θεός εἶναι τέτοιο, ὥστε λέγω: Ναί, τόν βλέπω τόν Θεόν.

     Μή μέ ρωτᾶς λοιπόν λέγει ὁ ἅγιος ἄν μπορεῖς νά πετύχεις καί σύ αὐτά τά κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πές ἀποβραδίς τό καλησπέρα στόν Θεό, οὕτως ὥστε νά σού πεῖ Ἐκεῖνος τό καλημέρα μέ τήν ἀνατολή τοῦ φωτός, καί ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ὡς ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.

     Ἐάν ζεῖς ὅπως σου εἶπα, λέγει ὁ ἅγιος Ἠσύχιος, καταλαβαίνεις τί σου λέγω. Ἐάν καί ἐμεῖς νήφωμε μέ κόπο καί ἱδρώτα τήν νύκτα, τότε πραγματικά θά λάβωμε. Ἀλλά, ἐάν τυχόν δέν λάβωμε, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μᾶς κόστισε ἡ νύκτα, ὅτι δέν θελήσαμε νά παλέψωμε. δέν βρήκαμε τό εὔκολο κουμπάκι, μέ τό ὁποῖο ἀνάβει τό φῶ, ἔρχεται ὁ Χριστός, ὅποτε τόν βλέπει ἀμέσως. Βρές τό καί ἀμέσως θά λάβεις.

     Σκορποχώρι νά εἶναι ἡ ζωή μας, ὅμως μέ τήν νήψη ἀποκαθίστανται τά πάντα. Κᾶνε λοιπόν ἐσύ τήν λειτουργία τῆς ἀγρυπνίας σου καί θά λάβεις ὁπωσδήποτε ἀπό τόν Θεό τήν γνώση καί τήν δόση. Θά γνωρίσεις καί θά λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ.           
--------------------------------------------------------
πηγή: Ἀρχιμανδρίτου Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, "Λόγος Περί Νήψεως", ἔκδ. Ἴνδικτος