Ἡ “ἀπάτη” τοῦ πατριάρχη

2014-08-03 16:52

            Ὁ ἅγιος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀπολλινάριος ἦταν πολύ ἐλεήμων. Κάποιος νέος της Ἀλεξανδρείας κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς τοῦ μία μεγάλη περιουσία σέ πλοῖα καί χρυσό. Ἀπέτυχε ὅμως στή διαχείριση τῆς τά ἔχασε ὅλα καί ἔπεσε σέ μεγάλη φτώχεια.

            Ὁ ἅγιος πατριάρχης, βλέποντας τόν σέ τόση δυστυχία, θέλησε νά τόν βοηθήσει, ἀλλά δίσταζε μήπως τόν προσβάλει δίνοντάς του ἐλεημοσύνη. Κάθε φορᾶ ὅμως πού τόν συναντοῦσε καί ἀντίκριζε τό σκυθρωπό πρόσωπό του καί τά εὐτελῆ ροῦχα του, πληγωνόταν κατάκαρδα. Τί σοφίστηκε λοιπόν γιά νά τόν βοηθήσει!

            Κάλεσε κοντά τοῦ ἕναν ἔμπιστο ἐπίτροπο τοῦ πατριαρχείου καί τοῦ εἶπε:

            -  Μπορείς νά φυλάξεις ἕνα μυστικό;

            -  Ελπίζω δέσποτα, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ὅτι μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά μάθει κανείς ἀπό μένα ὅ,τι μου ἐμπιστευθεῖς.

            -  Πήγαινε τότε καί ἑτοίμασε ἕνα γραμμάτιο, πού νά γράφει ὅτι τό Πατριαρχεῖο χρωστᾶ στόν Μακάριο (τόν πατέρα τοῦ νέου), πενήντα λίτρες χρυσό. Βάλε μάρτυρες καί ὅρους καί φέρ' τό μου.

            Ὁ ἐπίτροπος ἐκτέλεσε τήν παραγγελία τοῦ ἁγίου καί ἔφερε τό πλαστό γραμμάτιο. Ἐπειδή ὅμως ὁ πατέρα τοῦ νέου εἶχε πεθάνει πρίν ἀπό δέκα χρόνια καί τό χαρτί ἦταν καινούργιο, εἶπε ὁ πατριάρχης στόν ἐπίτροπο:

            -  Πήγαινε καί παράχωσε τό γραμμάτιο σέ σιτάρι ἤ κριθάρι, ὥστε νά κιτρινίσει λίγο καί νά πάρει ὄψη παλαιοῦ.

            Ὁ ἐπίτροπος πήγε σέ λίγες μέρες στό ἅγιο Ἀπολλινάριο τό γραμμάτιο παλαιωμένο.

            -  Τώρα πήγαινε στόν νέο καί πές του: « Τί μου δίνεις, γιά νά σού δώσω ἕνα πολύτιμο γραμμάτιό σου;» Μήν τοῦ πάρεις πολλά. Ἀρκοῦν τρία χρυσά νομίσματα. Νά τοῦ πάρεις ὅμως ὁπωσδήποτε κάτι, γιά νά μή σέ ὑποπτευθεῖ.

            Πηγαίνει λοιπόν ὁ ἐπίτροπος στόν νέο καί τοῦ λέει:

            -  Πριν πέντε ἤ ἔξι μέρες, γυρεύοντας κάτι χαρτιά στό σπίτι μου, βρῆκα αὐτό τό γραμμάτιο καί θυμήθηκα ὅτι ὁ Μακάριος, ὁ πατέρας σου, ἔχοντάς μου ἐμπιστοσύνη, μοῦ τό ἄφησε γιά λίγο καιρό. Πέθανε ὅμως κι ἐγώ τό ξέχασα. Τώρα, ἔπειτα ἀπό δέκα χρόνια, τό βρῆκα καί σκέφτηκα νά στό δώσω. Τί ἀμοιβή θά μοῦ δώσεις;

            -  Ἐσύ τί θέλεις;

            -  Μου ἀρκοῦν τρία χρυσά νομίσματα. Τό γραμμάτιο ἀντιπροσωπεύει πάνω ἀπό τρεῖς χιλιάδες χρυσά νομίσματα!

            -  Θα σού τά δώσω. Εἶμαι ὅμως φερέγγυο τό πρόσωπο ποῦ ὀφείλει τό χρέος;

            -  Είναι ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης!

            Ὁ νέος πῆρε τό γραμμάτιο, πῆγε στό πατριαρχεῖο, ζήτησε ἀκρόαση, ἔβαλε μετάνοια στόν ἅγιο Ἀπολλινάριο καί τό παρέδωσε τό γραμμάτιο. Ἐκεῖνος τό διάβασε καί ἄρχισε νά παριστάνει τόν ταραγμένο.

            -  Και ποῦ ἤσουν μέχρι τώρα; τόν ρώτησε. Ὁ πατέρας σου εἶναι πάνω ἀπό δέκα χρόνια στόν τάφο! Δέν στό πληρώνω. Φύγε.

            -  Δέσποτα, ἀπολογήθηκε ὁ νέος, δέν τό εἶχα ἐγώ τό γραμμάτιο.      Ἕνας ἐπίτροπος τό εἶχε καί δέν τό γνώριζα. Ἀλλά ὁ Θεός νά τόν ἐλεήσει. Μόλις τό βρῆκε τυχαία στά χαρτιά του, ἦρθε καί μοῦ τό ἔδωσε.

            Ὁ πατριάρχης φαινόταν ἀνένδοτος. Κράτησε τό γραμμάτιο, ἐκεῖνον ὅμως τόν ἐδίωξε.

            -  Θα τό σκεφτῶ.

            Ἔπειτα ἀπό μία ἑβδομάδα ὁ νέος ξαναπαρουσιάστηκε στόν ἅγιο. Ἐκεῖνος τόν μάλωσε πάλι γιά τή δεκαετῆ καθυστέρηση. Στό τέλος ὅμως φάνηκε νά ὑποχωρεῖ στίς παρακλήσεις τοῦ νέου, πού περιγράφοντας τή δυστυχία τοῦ ἔπαυε νά ζητᾶ ὁλόκληρο τό χρέος.

            -  Δέσποτα, ὁρκίζομαι ὅτι δέν ἔχω νά θρέψω τούς δικούς μου. Ὅσο μπορεῖτε, βοηθῆστε μέ.

            -  Θα στό δώσω ὅλο τό ποσό! Μόνο σέ παρακαλῶ, ἀδελφέ, νά μήν ἀπαιτήσεις ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τοῦ τόκους του.

            Ὁ νέος ἐνθουσιασμένος, ἔβαλε μετάνοια καί εἶπε:

            -   Θά κάνω ὅ, τί θέλετε. Ἄν μάλιστα ἐπιθυμεῖτε, ἀφαιρέστε καί ἀπό τό κεφάλαιο.

            -   Ὄχι, ὄχι, λέει ὁ ἅγιος, ἀρκεῖ νά μᾶς χαρίσεις τοῦ τόκους.

            Ἔβγαλε τότε ἀπό τό θησαυροφυλάκιο τοῦ πατριαρχείου καί τοῦ μέτρησε πενήντα λίτρες χρυσοῦ. Τόν ἄφησε μετά νά φύγει, λέγοντας ὅτι θά προσεύχεται γι' αὐτόν πού τοῦ χάρισε τοῦ τόκους!

(Ἀπό τό Λειμωνάριον)

Ἀπό τό https://www.xfd.gr