Ἡ ὀδύνη τῆς κολάσεως

2014-08-01 13:49

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

        ΟI ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΗΔΟΝΕΣ δέν διαφέρουν καθόλου ἀπό τίς σκιές καί ἀπό τά ὄνειρα. Πρίν καλά καλά τίς γευθῆ ὁ ἁμαρτωλός, σβήνουν. Ἐνῶ οἱ τιμωρίες ποῦ ἐπισύρουν εἶναι χωρίς τέλος. Καί τό γλυκό ποῦ προσφέρουν στόν ἄνθρωπο εἶναι λίγο, ἐνῶ τό πικρό αἰώνιο. Ὅποια σχέσι ὑπάρχει ἀνάμεσα σ' ἕνα ὄνειρο μίας ἡμέρας καί ὁλοκλήρου του χρόνου τῆς ζωῆς μας, τέτοια ὑπάρχει ἀνάμεσα στίς ἐδῶ ἀπολαύσεις καί στίς μελλοντικές τιμωρίες. Καί ποιός, ἀλήθεια, θά προτιμοῦσε νά ἰδῆ ἕνα εὐχάριστο ὄνειρο καί ἐξ αἰτίας του νά τιμωρῆται σ' ὅλη του τήν ζωή;

        Ἄς ἀποφύγουμε, ἀγαπητοί, τήν πονηρία τοῦ διαβόλου (ποῦ μᾶς ξεγελᾶ μέ μικρά πράγματα καί μᾶς κάνει νά χάνουμε τά μεγάλα). Ἄς ἀποφύγουμε νά ὑποστοῦμε μαζί μέ αὐτόν τήν καταδίκη. Γιά νά μήν εἰπῆ καί σ' ἐμᾶς ὁ Κριτής: Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἠτοιμασμένον τῷ διαβάλω καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ (Ματθ. κε', 41).

        Ἀλλά, λέγουν μερικοί, ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος· δέν πρόκειται νά συμβῆ αὐτό. Τούς ἐρωτοῦμε: Τότε λοιπόν αὐτά γράφηκαν χωρίς λόγο; Ὄχι, ἀλλά γιά ἀπειλῆ, γιά νά εἴμαστε φρόνιμοι καί καλοί. Ἀλλά, ἄν δέν εἴμαστε φρόνιμοι καί παραμένουμε κακοί, δέν θά ἐπιφέρη τήν κόλασι; Δέν θά ἀποδώση στούς ἐνάρετους τίς ἀμοιβές; Ναί. Θά τούς ἀμείψη. Στόν Θεόν ταιριάζει νά κάνη εὐεργεσία καί περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἀξίζουμε. Ὥστε ἐκεῖνα εἶναι ἀληθινά, καί ὁπωσδήποτε θά πραγματοποιηθοῦν, ἐνῶ τά σχετικά μέ τήν κόλασι δέν ἀληθεύουν;

        Ὤ, πόση εἶναι ἡ κακοτεχνία τοῦ διαβόλου! Ὤ πόσο ἀπάνθρωπη εἶναι αὐτή ἡ φιλανθρωπία! Ἰδική τοῦ εἶναι αὐτή ἡ σκέψις· σκέψις ποῦ χορηγεῖ ἀνωφελῆ χάρι καί ὁδηγεῖ στήν ἀμέλεια καί στήν ραθυμία. Ἐπειδή γνωρίζει ὁ διάβολος ὅτι ὁ φόβος τῆς κολάσεως ὡσάν χαλινάρι σφίγγει καί συμμαζεύει τήν ψυχή μας καί τήν ἀπομακρύνει ἀπό τό κακό, προσπαθεῖ πάση θυσία νά τόν ξερριζώση, ὥστε ἄφοβα νά προχωροῦμε πρός τούς γκρεμούς.

        Ὅ,τι ἀναφέρουμε ἀπό τήν Γραφή γιά τήν κόλασι, λέγουν οἱ ἀντίθετοι πῶς γράφθηκε γιά ἀπειλῆ. Καλά, ἄς ποῦμε ὅτι αὐτό ἰσχύει γιά τά μελλοντικά, παρ' ὅλο ποῦ κάτι τέτοιο εἶναι πολύ ἀσεβές. Ἀλλά γιά ὅσα ἔγιναν, γιά ὅσα πραγματοποιήθηκαν, τί ἔχουν νά εἰποῦν;

        Τούς ἐρωτοῦμε λοιπόν: Ἀκούσατε γιά τόν κατακλυσμό, γιά τήν πανωλεθρία ἐκείνη; Μήπως καί αὐτό εἶχε εἰπωθῆ γιά ἀπειλῆ; Δέν ἔγινε, δέν πραγματοποιήθηκε; Δέν τό μαρτυροῦν καί τά βουνά τῆς Ἀρμενίας, ὅπου στάθηκε καί παρέμεινε ἡ κιβωτός; Καί τά ἀπομεινάρια τῆς κιβωτοῦ αὐτῆς δέν σώζονται μέχρι καί τώρα γιά νά θυμίζουν τό γεγονός; Ἔτσι ἔλεγαν καί τότε μερικοί. Καί ἐνῶ ἐπί ἑκατό ἔτη κατασκευαζόταν ἡ κιβωτός, καί ὁ δίκαιος Νῶε ἐφώναζε, κανείς δέν ἐπίστευε. Καί ἐπειδή δέν ἐπίστευσαν στήν ἀπειλή τῶν λόγων, ὑπέστησαν ξαφνικά τήν τιμωρία τῶν πραγμάτων.

        Ἐκεῖνος λοιπόν ποῦ ἐπέφερε σ' αὐτούς τόσο μεγάλη τιμωρία, δέν θά μᾶς τιμωρήση ἐμᾶς πολύ περισσότερο; Διότι βέβαια τά κακά ποῦ γίνονται τώρα δέν εἶναι μικρότερα ἀπό τά κακά ποῦ ἐγίνονταν τότε. Τώρα δέν ὑπάρχει εἶδος ἁμαρτίας ποῦ νά μή διαπράττεται.

        Πέστε μου ἐσεῖς ποῦ ἔτυχε νά πάτε κάποτε στήν Παλαιστίνη. Πέστε νά τό ἀκούσουν καί ὅσοι δέν ἐπῆγαν. Ἐκεῖ ποῦ καταλήγει ὁ ποταμός Ἰορδάνης ὑπάρχει μία περιοχή πολύ εὔφορη. Ἡ καλύτερα ὑπῆρχε. Τώρα δέν ὑπάρχει. Ἦταν σωστός παράδεισος. Σύμφωνα μέ τήν Γραφή, εἶδε ὁ Λώτ ὅλη τήν περιχῶρο τοῦ Ἰορδανοῦ ποῦ ποτιζόταν σάν τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ (Γένεσ. ιγ',10). Αὐτή λοιπόν ἡ περιοχή ἡ τόσο εὐθαλής, ποῦ μποροῦσε νά ἁμιλλᾶται τίς πιό εὔφορες περιοχές, ποῦ ἔφθανε στήν βλάστησι τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ, σήμερα κατήντησε πιό ἄγονη ἀπό ὅλες τίς ἔρημους.

        Μπορεῖ νά συνάντησης σ' αὐτήν τήν περιοχή δένδρα καί νά δής ἐπάνω τους καρπούς. Ἀλλά ὁ καρπός εἶναι γιά νά θυμίζη τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Συναντᾶς ροδιές. Τά κλωνάρια καί ὁ καρπός φαίνονται ὡραία ἐξωτερικά καί σ' ὅποιον δέν ξέρει δίνουν πολλές ἐλπίδες. Μόλις ὅμως πιάσης στά χέρια σου τούς καρπούς Καί τούς σπάσης, μόνο σκόνη καί στάχτη θά ἰδῆς νά κρύβουν μέσα τους.

        Συναντᾶς ἐκεῖ δένδρα καί καρπούς, ἀλλά χωρίς νά εἶναι στήν πραγματικότητα δένδρα καί καρποί. Συναντᾶς ἀέρα καί νερό, ἀλλά δέν ἔχουν καμμία σχέσι μέ τόν ἀέρα καί τό νερό. Ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄκαρπα, ὅλα εἶναι ἄγονα, ὅλα μιλοῦν γιά τήν ὀργή ποῦ ξέσπασε καί προεικονίζουν τήν μελλοντική ὀργή.

        Αὐτό ποῦ σᾶς ἀνέφερα μήπως εἶναι λόγια ἀπειλητικά; Μήπως λόγια ποῦ κάνουν κρότο; Ὄχι δέν πρόκειται γιά λόγια. Εἶναι πραγματικότητες.

        Ἐάν λοιπόν κάποιος δέν πιστεύη στήν κόλασι, ἄς συλλογίζεται τά Σόδομα, ἄς σκέπτεται τά Γόμορρα· τήν τιμωρία ποῦ ὑπέστησαν καί ποῦ φαίνεται ἀκόμη. Αὐτό εἶναι σημάδι καί ἀπόδειξις γιά τήν αἰώνια κόλασι.

        Μά, θά πῆτε, αὐτά τά λόγια γιά τήν καταστροφή τῶν Σοδόμων καί Γομόρρων εἶναι κουραστικά. Ἀλλά ἐκεῖνα τά δικά σου λόγια ὅτι δέν ὑπάρχει κόλασις καί ὅτι ἁπλῶς μᾶς ἀπειλεῖ ὁ Θεός, δέν εἶναι κουραστικά; Ἐάν ἐσύ ἐπίστευες στά λόγια του Χριστοῦ, ἐγώ δέν θά ἀναγκαζόμουν νά φέρω ἀποδείξεις γιά τήν κόλασι.

        Τότε, στά Σόδομα, ὑπῆρχε ἕνα φοβερό ἁμάρτημα. Μόνον ἕνα. Ἐπιδίδονταν σέ μία ἀσέλγεια καί γι' αὐτό τιμωρήθηκαν. Τώρα ὅμως γίνονται ἀναρίθμητα ἁμαρτήματα καί σάν αὐτό καί ἀκόμη χειρότερα. Σέ ἐρωτῶ λοιπόν: Ὁ Θεός ποῦ τότε ἄφησε νά ξεσπάση ἡ ὀργή Του καί δέν δυσωπήθηκε οὔτε ἀπό τήν ἱκεσία τοῦ Ἀβραάμ οὔτε ἀπό τόν Λώτ ποῦ κατοικοῦσε στήν πόλι καί ποῦ τίς ἴδιες τίς θυγατέρες τοῦ ἐξέθεσε προκειμένου νά διάσωση τήν τιμή τῶν δύο ἀπεσταλμένων Του, πῶς τώρα θά μᾶς λυπηθῆ μέ τόσα ἁμαρτήματα; Τά λόγια αὐτά, ὅτι δέν ὑπάρχει κόλασις, εἶναι ἀστεία, φλυαρίες, πλάνη καί ἀπάτη τοῦ διαβόλου.

        Θέλεις νά σού φέρω καί ἄλλο παράδειγμα; Θά σού φέρω τόν γνωστό Φαραώ, τόν βασιλέα τῆς Αἰγύπτου. Γνωρίζεις ἀσφαλῶς πῶς τιμωρήθηκε καί πῶς καταποντίσθηκε καί αὐτός καί τά ἅρματά του καί τό ἱππικό του στήν Ἐρυθρά θάλασσα.

        Θέλεις καί ἄλλα παραδείγματα, γιατί θά μοῦ πῆς ὅτι ἐκεῖνος ἦταν πολύ ἀσεβής. Καί πράγματι ἦταν ἀσεβής. Γι' αὐτό θά σού δείξω πῶς τιμωρήθηκαν ἄλλοι ποῦ πίστευαν καί ἦταν κοντά στόν Θεόν. Ἄκουσε τί λέγει ὁ Παῦλος: Ἄς μή πορνεύουμε, ὅπως καί μερικοί ἀπό αὐτούς (τούς Ἰσραηλίτες στήν ἔρημο), καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ θανατώθηκαν σέ μία ἡμέρα εἰκοσιτρεῖς χιλιάδες. Καί ἄς μή γογγύζουμε, ὅπως μερικοί ἀπ' αὐτούς, καί ἀπωλέσθησαν ἀπό τόν ἐξολοθρευτή ἄγγελο. Καί ἄς μή πειράζουμε τόν Χριστόν, ὅπως μερικοί ἀπ' αὐτούς, καί θανατώθηκαν ἀπό τά φίδια.

Ἄν λοιπόν εἶχε τέτοιο ὀλέθριο ἀποτέλεσμα ἡ πορνεία καί ὁ γογγυσμός, τί ὀλέθριες συνέπειες θά ἔχουν τά ἰδικά μᾶς ἁμαρτήματα;

        Ἐάν ὅμως ὁ Θεός τώρα δέν τιμωρῆ ἀμέσως, μή θαυμάσης. Ἐκεῖνοι δέν ἤξεραν τίποτε γιά μελλοντική κόλασι, γι' αὐτό καί ἔτιμωρουντο τήν ἴδια ὥρα. Ἐσύ ὅμως ὅσες ἁμαρτίες διαπράττεις, καί ἄν καθόλου δέν τιμωρηθῆς ἐδῶ, θά τίς πλήρωσης ἐκεῖ. Ἔπειτα σκέψου καί τοῦτο: Ἐάν ἐκείνους, τούς Ἰσραηλίτες, ποῦ εὑρίσκονταν σέ νηπιακή πνευματική κατάστασι καί δέν διέπραξαν τόσο μεγάλες ἁμαρτίες, τούς τιμώρησε πολύ, πῶς λοιπόν ἐμᾶς θά μᾶς λυπηθῆ; Κάτι τέτοιο θά ἦταν παράλογο. Ἐμεῖς, ἔστω καί ἄν διαπράττουμε τίς ἴδιες ἁμαρτίες, ἀξίζουμε μεγαλύτερη κόλασι. Γιατί; Διότι γευθήκαμε περισσότερη Χάρι. Ὅταν λοιπόν εἴμαστε ἔνοχοι γιά περισσότερα καί μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, πῶς δέν θά τιμωρηθοῦμε;

        Θά πῶ καί κάτι ἄλλο γιά τούς Ἰσραηλίτες. Καί ἄς μή νομίση κανείς ὅτι τούς θαυμάζω ἤ ὅτι τούς συγχωρῶ. Μή γένοιτο! Ὅταν ὁ Θεός τιμωρῆ, ἐκεῖνος ποῦ θά κρίνη διαφορετικά, τό κάνει ἀπό σκέψι διαβολική. Ὄχι, δέν τούς ἐπαινῶ, οὔτε τούς συγχωρῶ, ἀλλά θέλω νά δείξω τήν δική μας κακία. Ἐκεῖνοι λοιπόν ἔπεφταν μέν στήν πορνεία, ἀλλά μόλις εἶχαν βγή ἀπό τό κακό περιβάλλον τῆς Αἰγύπτου, καί καλά καλά δέν εἶχαν ἀκούσει τί κακό εἶναι ἡ πορνεία. Ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε παραλάβει ἀπό τίς προηγούμενες γενεές τίς σωτήριες διδασκαλίες. Κατά συνέπεια ἀξίζουμε περισσότερη κόλασι.

        Θέλεις νά ἀκούσης καί μερικά ἀκόμη, ὅσα ἔπαθαν δηλαδή οἱ Ἰσραηλίτες - πεῖνες, λοιμώδεις ἀρρώστειες, πολέμους, αἰχμαλωσίες - στήν ἐποχή τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Μακεδόνων, τοῦ Ἀδριανοῦ καί τοῦ Βεσπασιανοῦ; Θέλω, ἀγαπητέ, νά σού τά διηγηθῶ, ἀλλά μή φύγης μακρυά.

        Προηγουμένως θά σού διηγηθῶ κάποιο ἄλλο: Εἶχε πέσει κάποτε πείνα, καί ὁ βασιλεύς ἐβάδιζε στό τεῖχος τῆς Σαμάρειας. Τόν πλησιάζει μία γυναίκα καί δείχνοντας τοῦ μίαν ἄλλη, τοῦ λέγει: Βασιλεῦ,. αὐτή ἡ γυναίκα μου εἶπε: Νά ψήσουμε σήμερα καί νά φᾶμε τόν δικό σου γυιό, καί αὔριο τόν δικό μου. Καί ψήσαμε καί φάγαμε τόν δικό μου, ἀλλά τόν δικό της δέν τόν δίνει (Δ' Βασιλ. στ',26  28). Ποιά συμφορά χειρότερη ἀπό αὐτή μποροῦσε νά ὑπάρξη. Καί ἄλλου σημειώνει ὁ Προφήτης: Χέρια εὐσπλαγχνικῶν γυναικών ἔψησαν τά παιδιά τούς (Θρῆνοι, δ',10). Τέτοια τιμωρία ὑπέστησαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐμεῖς λοιπόν δέν θά ὑποστοῦμε πολύ μεγαλύτερη;

        Θέλεις νά ἀκούσης καί ἄλλες Ἰουδαϊκές συμφορές; Διάβασε τά βιβλία ποῦ ἔγραψε ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος, καί τότε θά μάθης ὅλη ἐκείνη τήν τραγωδία (τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ - 70 μ. Χ.). Ἀνάμεσα στά ἄλλα δεινά ἔπεσαν σέ τόση φοβερή πείνα, ποῦ ἀναγκάσθηκαν νά φάγουν καί τίς ζῶνες τους καί τά ὑποδήματά τους καί ἄλλα πιό βδελυκτά πράγματα. Ὅλα ἡ ἀνάγκη τά ὠδηγοῦσε στό στόμα, ὅπως σημείωσε κάπου ὁ συγγραφεύς αὐτός. Καί δέν σταμάτησαν σ' αὐτά, ἀλλά ἔφθασαν στό σημεῖο νά φάγουν τά ἴδια τά παιδιά τους!

        Ἴσως ἔτσι σέ πείσουμε ὅτι ὑπάρχει κόλασις. Σκέψου; Ἐάν ἐκεῖνοι κολάζονταν, ἐμεῖς γιατί νά μή κολασθοῦμε; Καί πῶς εἶναι λογικό νά μή κολαζώμαστε, τήν στιγμή ποῦ διαπράττουμε χειρότερα ἁμαρτήματα; Τό πράγμα εἶναι ἁπλοῦν: Δέν τιμωρούμεθα, διότι μᾶς περιμένει ἡ μελλοντική κόλασις. Ὑπάρχει ἄμεση σχέσις μεταξύ ἁμαρτίας καί κολάσεως. Καί πρίν ἀπό τήν μελλοντική κόλασι, οἱ πονηροί καί οἱ ἁμαρτωλοί κολάζονται ἐδῶ.

        Βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο ποῦ ἀπολαμβάνει πολυτελῆ φαγητά καί φορεῖ μεταξωτά ροῦχα καί προχωρεῖ ἔφιππος καί μέ συνοδεία καί καμαρώνει στήν ἀγορά. Μή σταματήσης στά ἐξωτερικά, ἀλλά ἄνοιξε καί παρατήρησε τήν συνείδησί του, καί θά ἴδης ἐκεῖ μέσα πολύ θόρυβο ἀπό ἁμαρτίες, συνεχῆ φόβο, ἀναταραχή. Θά ἰδῆς νά κάθεται ἡ συνείδησις σάν δικαστής σέ βασιλικό θρόνο καί οἱ λογισμοί νά παραστέκουν σάν δήμιοι καί νά κρέμα τήν διάνοια καί νά τήν τιμωρή καί νά τήν πληγώνη γιά τά ἁμαρτήματα καί νά φωνάζη δυνατά. Καί ὅλα αὐτά χωρίς κανείς νά τά ἀντιλαμβάνεται, παρά μόνο ὁ Θεός.

        Ὁ μοιχός ἐπί παραδείγματι, ὅσο πλούσιος καί ἄν εἶναι, ὅσο καί ἄν δέν τόν κατηγορῆ κανείς, δέν παύει μέσα του νά κατηγορῆ ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Ἡ ἡδονή ποῦ ἀπήλαυσε ὑπῆρξε πρόσκαιρη, ἐνῶ ἡ ὀδύνη διαρκῆς. Ἀπό παντοῦ τόν περικυκλώνει φόβος καί τρόμος, ὑποψία καί ἀγωνία. Φοβᾶται τά στενά δρομάκια, τρέμει τίς σκιές, τρέμει τούς ὑπηρέτες του, αὐτούς ποῦ γνωρίζουν τήν ὑπόθεσι, αὐτούς ποῦ τήν ἀγνοοῦν, τήν ἀδικημένη γυναίκα, τόν ἀτιμασμένο σύζυγο.

        Ὅπου καί νά πάη, περιφέρει μαζί του σάν ἀμείλικτο κατήγορο, τήν συνείδησι. Μόνος του καταδικάζει τόν ἑαυτό του, καί δέν μπορεῖ καν νά πάρη ἀναπνοή. Εἴτε εὑρίσκεται στό κρεββάτι εἴτε στό τραπέζι εἴτε στήν ἀγορά εἴτε στό σπίτι εἴτε ἥμερα εἴτε νύχτα, ἀκόμη καί στά ὄνειρα βλέπει τήν ἁμαρτία ποῦ διέπραξε καί ζεῖ τήν ζωή τοῦ Κάϊν, στενάζοντας καί τρέμοντας ὅπως ἐκεῖνος. Καί ἐνῶ κανείς δέν τό γνωρίζει, αὐτός κουβαλάει μέσα τοῦ φωτιά.

        Παρόμοια πάσχουν καί οἱ ἅρπαγες καί οἱ πλεονέκτες. Ἐπίσης καί οἱ μέθυσοι, καί γενικῶς καθένας ποῦ ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία. Διότι εἶναι ἀδύνατο νά καταργηθῆ τό δικαστήριο τῆς συνειδήσεως.

        Ὅταν λοιπόν δέν ζοῦμε μέσα στήν ἀρετή, ὑποφέρουμε γι' αὐτό. Ὅταν ζοῦμε μέσα στήν κακία, μόλις σταματήση ἡ ἡδονή τῆς ἁμαρτίας ἀρχίζει ἡ ὀδύνη.

        Καί ἄν ἀκόμη δέν ὑπῆρχε κόλασις, τό νά χάση κανείς τόν παράδεισο, μικρή κόλασις εἶναι; Μικρή τιμωρία εἶναι τό νά μή καταταγή στήν χορεία τῶν εἰσερχομένων στόν παράδεισο; Τό νά στερηθῆ ἀπό τήν ἀνέκφραστη ἐκείνη δόξα; Τό νά ἀποκλεισθῆ ἀπό ἐκείνη τήν πανηγύρι καί τά ἀνεκλάλητα ἀγαθά καί νά πεταχθῆ ἔξω;

        Γνωρίζω ὅτι πολλοί φρίττουν καί τρέμουν μόλις σκεφθοῦν τήν κόλασι. Ἐγώ ὅμως τήν ἔκπτωσι ἀπό τήν δόξα τοῦ παραδείσου τήν θεωρῶ πολύ πικρότερη ἀπό τήν κόλασι. Ἐάν βέβαια δέν εἶναι δυνατόν νά παρουσιασθῆ αὐτό μέ λόγια, δέν ἔχει σημασία. Ἄλλωστε δέν γνωρίζουμε τήν μακαριότητα ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, ὥστε νά κατανοήσουμε ἀκριβῶς καί τήν ἀθλιότητα ποῦ ἔχει ἡ στέρησίς τους. Ὁ Παῦλος ὅμως ποῦ τά ἐγνώριζε αὐτά μέ ἀκρίβεια, μᾶς βεβαιώνει πῶς ἡ ἔκπτωσις ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό χειρότερο ἀπ' ὅλα. Ἐμεῖς αὐτό θά τό ἀντιληφθοῦμε, ὅταν τύχη καί τό δοκιμάσουμε στήν πράξι.

        Ἀλλά ἄς μή πάθουμε ποτέ τέτοιο πράγμα, ὤ Μονογενῆ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, καί ἄς μή γευθοῦμε ποτέ τήν ἀνυπόφορη κόλασι.

        Πόσο κακό εἶναι νά χάσουμε ἐκεῖνα τά ἀγαθά, δέν μπορεῖ κανείς εὔκολα νά τό περιγράψη. Ἐγώ ὅμως ὅσο μου εἶναι δυνατό, θά προσπαθήσω καί θά ἀγωνισθῶ νά σᾶς τό παρουσιάσω κάπως μέ ἕνα παράδειγμα.

        Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα ἀξιοθαύμαστο παιδί, ποῦ μαζί μέ τήν ἀρετή ἔχει καί τήν βασιλεία ὅλης της οἰκουμένης. Καί εἶναι τόσο πολύ ἐνάρετο πρός ὅλους, ὥστε νά μπορῆ νά τούς κάνη ὅλους νά τό ἀγαποῦν στοργικά, σά νά ἦταν πατέρες του· νά τό βλέπουν μέ πατρική φιλοστοργία νά τό νιώθουν σάν παιδί τους.

        Φαντασθῆτε τώρα τί δέν θά εἶναι ἕτοιμος νά ὑποστῆ μέ εὐχαρίστησι ὁ ἰδικός τοῦ πατέρας, γιά νά μή χάση τήν σχέσι του καί τήν συντροφιά του! Τί μικρό ἤ μεγάλο κακό δέν θά εἶναι ἕτοιμος νά δοκιμάση, προκειμένου νά τό βλέπη καί νά τό ἀπολαμβάνη;

        Κάτι παρόμοιο ἄς σκεπτώμαστε καί γιά ἐκείνη τήν δόξα. Δέν εἶναι τόσο ποθητό καί ἀγαπητό στόν πατέρα τό παιδί, ὅσο ἐνάρετο καί ἄν εἶναι, σάν τήν ἀπόκτησι ἐκείνων τῶν ἀγαθῶν, σάν τό ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι (Φιλιπ. α',23), νά φύγη δηλαδή κανείς ἀπό αὐτήν τήν ζωή καί νά πάη κοντά στόν Χριστόν.

        Ἡ γέεννα καί ἡ κόλασις εἶναι ἕνα πράγμα ἀφόρητο. Πλήν ὅμως, ἔστω καί ἄν βάλη κανείς ἀναρίθμητες κολάσεις, τίποτε δέν ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά χάσουμε τήν μακαρία ἐκείνη δόξα, τό νά μισηθοῦμε ἀπό τόν Χριστόν, τό νά ἀκούσουμε δέν σᾶς γνωρίζω (Λουκ. ιγ',27), τό νά κατηγορηθοῦμε ὅτι Τόν εἴδαμε πεινασμένο καί δέν Τόν ἐθρέψαμε. Θά ἦταν προτιμότερο νά ὑποστοῦμε ἀναρίθμητους κεραυνούς, παρά νά ἰδοῦμε τό πρόσωπο ἐκεῖνο τό ἥμερο νά μᾶς ἀποστρέφεται καί τό γαλήνιο μάτι νά μή ἀνέχεται νά μᾶς βλέπη.

        Δέν βλέπεις ὅτι μερικοί ἔχουν περιπέσει σέ συμφορές, εἶναι ἀνάπηροι στό σῶμα καί ὑποφέρουν τά πάνδεινα, ἐνῶ ἄλλοι καλοπερνοῦν; Μερικοί ποῦ διέπραξαν φόνους τιμωροῦνται, ἐνῶ ἄλλοι ξεφεύγουν τήν τιμωρία. Μερικοί ἀπό τούς μοιχούς τιμωροῦνται, ἐνῶ ἄλλοι πεθαίνουν ἀτιμώρητοι. Ἀλλά καί πόσοι τυμβωρύχοι δέν διέφυγαν τήν τιμωρία; Πόσοι ληστές; Πόσοι πλεονέκτες; Πόσοι κλέπτες καί ἅρπαγες;

        Ὅταν λοιπόν ἰδῆς ἀνθρώπους ποῦ διέπραξαν τά ἴδια ἁμαρτήματα ἤ καί περισσότερα, καί μένουν ἀτιμώρητοι, θά πρέπη θέλοντας καί μή νά παραδεχθῆς ὅτι ὑπάρχει κόλασις, γιατί φυσικά ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης (Πράξ. ι',34).

        Δέν θά ἦταν δίκαιος ὁ Θεός, ἄν ἄφινε ἀτιμώρητους τόσο μεγάλους ἁμαρτωλούς καί βασανισμένους τόσους ἐνάρετους, ἐάν δέν εἶχε ἑτοιμάσει καί γιά τούς μέν καί γιά τούς δέ μία ἄλλη μελλοντική κατάστασι.

        Ἀκόμη καί οἱ ποιηταί, οἱ φιλόσοφοι, οἱ λογογράφοι καί ὅλοι γενικῶς οἱ ἄνθρωποι ἐφιλοσόφησαν γιά τήν μελλοντική ἀνταπόδοσι, καί ὡμίλησαν γιά τίς τιμωρίες ποῦ ὑπάρχουν στόν ἅδη. Ἄν καί βεβαίως δέν μπόρεσαν αὐτά νά τά παρουσιάσουν ἐπακριβῶς, διότι ἐκινήθησαν ἀπό σκέψεις, ἰδέες καί παρακούσματα τῶν ἀληθινῶν ἰδικῶν μᾶς δογμάτων, ἐν τούτοις πῆραν μία κάποια εἰκόνα τῆς κρίσεως.

        Ἔτσι ὁμιλοῦν γιά Κωκυτούς καί Πυριφλεγέθοντας ποταμούς καί γιά τό νερό τῆς Στυγός καί γιά τόν Τάρταρο ποῦ ἀπέχει τόσο ἀπό τήν γῆ, ὅσο ἡ γῆ ἀπό τόν οὐρανό καί γιά πολλά ἄλλα εἴδη κολάσεων.

        Μερικοί λέγουν: Γιατί ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ ἐδῶ τους ἁμαρτωλούς; Τούς ἀπαντοῦμε: Γιά νά δείξη τήν μακροθυμία Του. Γιά νά χορήγηση σωτηρία διά τῆς μετανοίας. Γιά νά μή ἐξαφανισθῆ τό ἀνθρώπινο γένος. Γιά νά μή στερήση τῆς σωτηρίας ὅσους μποροῦν νά δείξουν θαυμαστή μεταβολή. Διότι, ἐάν ἀμέσως μόλις διεπράττετο ἡ ἁμαρτία τιμωροῦσε καί ἐθανάτωνε, πῶς θά σωζόταν ὁ Παῦλος, πῶς ὁ Πέτρος, οἱ κορυφαῖοι αὐτοί διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης; Πῶς θά κέρδιζε ὁ Δαβίδ τήν σωτηρία μέ τήν μετάνοιά του; Πῶς οἱ Γαλάτες; Πῶς τόσοι ἄλλοι;

        Γιά τόν λόγο αὐτό οὔτε ὅλους τους τιμωρεῖ ἐδῶ, ἀλλά μερικούς, οὔτε ὅλους τους τιμωρεῖ ἐκεῖ. Τόν ἕνα τόν τιμωρεῖ ἐδῶ, τόν ἄλλον ἐκεῖ, ὥστε μέ τήν τιμωρία νά διεγείρη ὅσους εὐρίσονται σέ μεγάλη ἀναισθησία, καί μέ τήν ἀτιμωρησία νά μᾶς κάνη νά περιμένουμε τόν μέλλοντα αἰώνα.

        Δέν βλέπεις ὅτι πολλοί τιμωροῦνται σ' αὐτήν τήν ζωή, ὅπως αὐτοί ποῦ πλακώθηκαν ἀπό τόν πύργο (Λουκ. ιγ', 4), ὅπως ἐκεῖνοι ποῦ τό αἷμα τούς ὁ Πιλάτος τό ἀνέμειξε μέ τό αἷμα τῶν θυσιῶν ποῦ προσέφεραν στόν Ναό (Λουκ. ιγ', 1), ὅπως ἐκεῖνοι οἱ Κορίνθιοι ποῦ ἐθανατώθηκαν πρόωρα, διότι ἐπλησίασαν στήν Θεία Κοινωνία ἀναξίως (Α' Κόρ. ια', 30), ὅπως ὁ Φαραώ, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι ποῦ κατεσφάγησαν ἀπό τούς βαρβάρους, ὅπως τόσοι ἄλλοι καί τότε καί τώρα καί πάντοτε;

        Ἐνῶ ἄλλοι μέ πολλές ἁμαρτίες, ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή αὐτή, χωρίς νά τιμωρηθοῦν, ὅπως ὁ πλούσιος της παραβολῆς, ὅπως ἄλλοι πολλοί.

        Αὐτά βεβαίως τά ἐνεργεῖ ὁ Θεός, γιά νά ξυπνήση ἀφ' ἑνός ὅσους δυσπιστοῦν στά μέλλοντα καί γιά νά κάνη ἀφ' ἕτερου τούς πιστούς, ἀπό ἀμελεῖς, πιό πρόθυμους. Διότι ὁ Θεός εἶναι κριτής δίκαιος καί ἰσχυρός καί μακρόθυμος, καί δέν ἐπιφέρει τήν τιμωρία καθημερινά (Ψάλμ. ζ',11). Ἐάν ὅμως περιφρονήσουμε τήν μακροθυμία Του, θά ἔλθη καιρός ποῦ καθόλου δέν θά μακροθυμήση, ἀλλά ἀμέσως θά ἐπιφέρη τήν καταδίκη.

        Ἄς μή τό ρίξουμε λοιπόν στά γλεντοκοπήματα καί γιά μία στιγμή - μία στιγμή εἶναι ὅλη ἡ ἐπίγεια ζωή μᾶς - καταλήξουμε στήν ἀτέλειωτη καί αἰωνία κόλασι. Ἀλλά μία στιγμή ἄς κουρασθοῦμε, γιά νά εἴμαστε συνεχῶς στεφανωμένοι. Δέν βλέπετε καί στά βιωτικά θέματα, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔτσι σκέπτονται, καί προτιμοῦν τόν μικρό κόπο χάριν τῆς μεγάλης ἀναπαύσεως, ἄν καί μερικές φορές τά πράγματα ἔρχονται ἀντίθετα.

        Τί λόγο λοιπόν θά δώσουμε, πές μου, ὅταν στά βιωτικά προτιμοῦμε τόν κόπο γιά νά ἐπιτύχουμε μικρή ἀνάπαυσι ἤ καί καμμία, διότι εἶναι ἀβέβαιο τό μέλλον, ἐνῶ στά πνευματικά κάνουμε τό ἀντίθετο, καί ἔτσι μέ μία μικρή ἀμέλεια καί ραθυμία μᾶς καταλήγουμε σέ ἀπερίγραπτη κόλασι; Γι' αὐτό σας παρακαλῶ ὅλους, ἔστω καί ἀργά νά τινάξετε ἀπό πάνω σας αὐτόν τόν λήθαργο. Διότι τόν καιρό ἐκεῖνο δέν θά μπόρεση κανείς νά μᾶς γλυτώση. Οὔτε ἀδελφός οὔτε πατέρας οὔτε φίλος οὔτε γείτονας οὔτε κανείς ἄλλος· ἀλλά ἄν καταδικασθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, ὅλα θά χαθοῦν καί ὁπωσδήποτε θά ἀπολεσθοῦμε.

        Πόσο ἐθρήνησε ἐκεῖνος ὁ πλούσιος καί πόσο παρεκάλεσε τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ νά τοῦ στείλη τόν Λάζαρο γιά νά τοῦ δροσίση τήν γλώσσα! Ἀλλά ἄκου τί ἔλεγε πρός αὐτόν ὁ Ἀβραάμ: Ἀνάμεσα μας ὑπάρχει χάος, ὥστε καί ἄν ἀκόμη θέλουμε, νά μή μποροῦμε νά ἔρθουμε ἐκεῖ (Λουκ. ιστ', 26). Πόσο παρεκάλεσαν ἐκεῖνες οἱ παρθένες τίς συνομήλικές τους γιά λίγο λάδι! Ἀλλά ἄκου τί ἀπάντησι πῆραν: Δέν σᾶς δίνουμε, μή τυχόν καί δέν ἐπαρκέση καί γιά σᾶς καί γιά μᾶς (Ματθ. κε',8). Καί ἔτσι κανείς δέν μπόρεσε νά τίς εἰσαγάγη στόν νυμφώνα.

        Ἄς τά σκεπτώμαστε λοιπόν αὐτά καί ἄς ἐπιμελούμεθα τή ζωή μας. Γιατί, ὅσους κόπους καί νά ὑποστῆς καί ὅσες τιμωρίες, δέν ἔχουν καμμία σύγκρισι πρός τά μελλοντικά ἀγαθά.

        Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, βάλε ἐμπρός σου φωτιά καί σίδερο καί θηρία καί ὅ,τι φοβερώτερο· ὅλα αὐτά οὔτε σκιά εἶναι ἐν συγκρίσει πρός τά μελλοντικά βασανιστήρια. Διότι αὐτά ὅταν μᾶς ἐπιπέσουν μέ σφοδρότητα, γίνονται πιό ἐλαφρά, καί φέρουν γρήγορα τήν ἀπαλλαγή, γιατί τό σῶμα δέν βαστᾶ τήν σφοδρή καί παρατεταμένη τιμωρία. Ἐκεῖ ὅμως συνυπάρχουν καί τά δύο καί ἡ παράτασις καί ἡ σφοδρότης, τόσο στήν χαρά ὅσο καί στήν λύπη.

        Ὅσο ὑπάρχει καιρός ἄς προφθάσουμε τό πρόσωπό Του μέ ἐξομολόγησι (Ψάλμ. 94,2), ὥστε νά Τόν ἰδοῦμε τότε ἥμερο καί γαλήνιο ἀπέναντί μας καί νά γλυτώσουμε ἀπό ἐκεῖνες τίς δυνάμεις τίς ἀπειλητικές. Δέν βλέπεις ἐδῶ τους δημίους ποῦ ἐκτελοῦν τίς διαταγές τῶν ἀρχόντων, πῶς σύρουν τούς κατάδικους, πῶς τούς μαστιγώνουν, πῶς σχίζουν τίς πλευρές τους, πῶς πλησιάζουν τίς λαμπάδες, πῶς ἀποκόπτουν καί σφάζουν!

        Ὅλα αὐτά εἶναι παιγνίδια καί ἀστεία σέ σύγκρισι μέ τίς μελλοντικές τιμωρίες. Διότι αὐτές οἱ κολάσεις εἶναι προσωρινές, ἐνῶ ἐκεῖ οὔτε τό σκουλήκι σταματᾶ οὔτε ἡ φωτιά σβήνει.

        Ἐπειδή ἄκουσες φωτιά, μή νομίσης ὅτι πρόκειται γιά φωτιά ὅμοια μέ τήν ὑλική, γιατί ἡ ὑλική φωτιά σ' ὅποιον πέση τόν καίει καί τόν ἐξοντώνει καί κατά συνέπεια παύει μετά νά αἰσθάνεται κάψιμο. Ἐνῶ ἐκείνη ἡ φωτιά ὅποιους περιλάβη θά τούς καίη συνεχῶς καί ποτέ δέν θά σταματᾶ, γι' αὐτό καί ὀνομάζεται ἄσβεστη - πῦρ ἄσβεστον (Μάρκ. θ', 43).

        Στήν μελλοντική ζωή καί οἱ ἁμαρτωλοί θά γίνουν ἄφθαρτοι, ὄχι γιά τιμή, ἀλλά γιά νά τιμωροῦνται συνεχῶς. Αὐτό τό πράγμα πόσο εἶναι φοβερό, δέν μπορεῖ νά τό παρουσίαση ὁ λόγος, ἀλλά ἀπό μερικά παραδείγματα εἶναι δυνατόν νά πάρουμε κάποια μικρή ἰδέα.

        Ἐάν καμμία φορᾶ μπῆκες μέσα σέ λουτρό ποῦ ἔτυχε νά καίη περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἔπρεπε, σκέψου τί θά εἶναι ἡ φωτιά τῆς κολάσεως. Καί ἐάν κάποτε ἀρρώστησες καί εἶχες πολύ ὑψηλό πυρετό, φαντάσου τί θά εἶναι ἡ φλόγα ἐκείνη τῆς κολάσεως. Ἐάν τό καυτό λουτρό καί ὁ ὑψηλός πυρετός μᾶς ταλαίπωρη καί μᾶς ἀναστατώνη, πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τόν ποταμό τῆς φωτιᾶς, ὅταν πέσουμε μέσα του; Τόν ποταμό ποῦ κυλάει ἐμπρός στό φοβερό δικαστήριο.

        Ἄκου πῶς ὁμιλοῦν οἱ προφῆτες γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη: Ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδυσώπητη, γεμάτη ἀπό θυμό καί ὀργή (Ἠσα. ιγ',9). Κανείς τότε δέν μπορεῖ νά μᾶς συμπαρασταθῆ, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς γλυτώση. Πουθενά δέν θά βλέπης τότε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τό ἥμερο καί γαλήνιο. Ἀλλά ὅπως αὐτοί ποῦ τιμωροῦνται νά δουλεύουν στά μεταλλεῖα, παραδίνονται σέ σκληρούς ἀνθρώπους καί κανέναν δέν βλέπουν ἀπό τούς ἰδικούς τῶν, παρά μόνο τούς αὐστηρούς ἐπιστάτες, ἔτσι θά συμβαίνη καί τότε· ἡ καλύτερα, θά συμβαίνη κάτι πολύ πιό ἄσχημο καί πιό φοβερό. Διότι ἐδῶ μπορεῖς νά πᾶς στόν βασιλέα καί νά τόν παρακάλεσης, καί ἔτσι νά ἀπαλλάξης τόν κατάδικο ἀπό τήν ποινή. Ἐκεῖ ὅμως ὄχι.

        Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει συγχώρησις, ἀλλά κάθε κατάδικος ψήνεται καί ἔχει τόσο πόνο ποῦ δέν εἶναι δυνατόν νά τόν ἔκφραση. Ἐάν ἐδῶ δέν μπορῆ κανείς λόγος νά παραστήση τούς δριμεῖς πόνους, πολύ περισσότερο ἐκεῖ. Διότι ἐδῶ σέ λίγες στιγμές γίνεται ὅ,τι ἔχει νά γίνη, ἐνῶ ἐκεῖ καίεται τό σῶμα, χωρίς νά φθείρεται καί νά λυώνη.

        Τί θά κάνουμε λοιπόν ἐκεῖ; Τό λέγω καί γιά τόν ἑαυτό μου. Θά εἰπῆ κάποιος: Ἄν ἐσύ ὁ διδάσκαλος σκέπτεσαι πῶς θά πᾶς στήν κόλασι, ἐγώ δέν θά πρέπη νά καταβάλω καμμία φροντίδα. Τί τό ἀξιοθαύμαστο νά κολασθῶ καί ἐγώ; Μή σκέπτεσθε, σᾶς παρακαλῶ, τέτοιες παρηγοριές. Αὐτό δέν φέρει καμμία ἀνακούφισι.

        Πέστε μου· ὁ διάβολος δέν ἦταν ἄγγελος; Δέν ἦταν ἀνώτερος ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ὑπέστη ὅμως πτῶσι. Μπορεῖ λοιπόν νά παρηγορηθῆ κάποιος, ἐπειδή θά κολάζεται μαζί μέ αὐτόν; Ἀσφαλῶς ὄχι.

        Εἶναι πολύ ἀπατηλός αὐτός ὁ λόγος, τό νά νομίζη κανείς παρηγοριά τήν κόλασι μαζί μέ ὅλους τους ἄλλους, καί νά λέγη, ὅπως ὅλοι, ἔτσι καί ἐγώ. Καί γιατί νά ἀναφέρω τήν μελλοντική κόλασι; Σκέψου αὐτούς ποῦ ἔχουν δυνατούς πόνους στά πόδια - ποδαλγίαν - καί δοκιμάζουν δριμεία ὀδύνη. Ἄν τήν ὥρα τῆς ὀδύνης τούς δείξης ἄλλους ποῦ ὑποφέρουν χειρότερα, οὔτε ποῦ σέ προσέχουν. Ὁ ὑπερβολικός ἰδικός τούς πόνος δέν ἀφίνει τήν σκέψι τους νά ἀσχοληθῆ μέ τούς ἄλλους καί νά βροῦν ἔτσι παρηγοριά.

        Ἄς μή τρεφώμεθα λοιπόν μέ ἀπατηλές ἐλπίδες. Μπορεῖ κανείς νά παρηγορηθῆ ἀπό τά κακά του πλησίον, ὅταν τό πάθημα εἶναι μέτριο. Ὅταν ὅμως ἡ ὀδύνη εἶναι ὑπερβολική, καί ὅλος ὁ ψυχικός κόσμος εἶναι γεμάτος ζάλη καί ταραχή καί ἡ ψυχή δέν μπορεῖ οὔτε τόν ἑαυτό της νά γνωρίση, τότε ἀπό ποῦ νά ἄντληση παρηγοριά;

        Εἶναι ἐλεεινή ἡ κατάστασις στήν κόλασι. Ὑπάρχουν ἐκεῖ σκοτάδι καί βρυγμός τῶν ὀδόντων καί δεσμά ἄλυτα καί σκουλήκι ποῦ δέν πεθαίνει καί φωτιά ποῦ δέν σβήνει καί θλίψις καί στενοχώρια καί γλῶσσες ποῦ φλογίζονται καί τηγανίζονται, ὅπως τοῦ πλουσίου της παραβολῆς! Θά θρηνοῦμε καί κανένας δέν θά μᾶς ἀκούη, θά στενάζουμε καί θά βογγοῦμε ἀπό τόν πόνο, καί κανένας δέν θά μᾶς προσεχῆ. Θά κοιτάζουμε γύρω μας, καί πουθενά παρηγοριά. Τότε πῶς νά θεωρήσουμε ὅσους εὑρίσκονται σ' αὐτή τήν κατάστασι; Τί πιό ἄθλιο ἀπό αὐτές τίς ψυχές; Τί πιό ἐλεεινό;

        Ἐάν κάποτε μποῦμε σέ δεσμωτήριο καί ἄλλους τούς ἰδοῦμε ἀδύνατους καί χλωμούς, ἄλλους δεμένους μέ σιδερένιες ἁλυσίδες, ἄλλους κλεισμένους σέ ὅλο σκοτεινά κελλιά, κατασυγκινούμεθα, φρίττουμε, κάνουμε τό πᾶν γιά νά μή δοκιμάσουμε κι' ἐμεῖς τέτοια ταλαιπωρία καί θλίψι.

        Ἀλλ' ὅταν θά ὁδηγηθοῦμε δεμένοι στά βασανιστήρια τῆς κολάσεως, ποιά θά εἶναι ἡ θέσις μας; Τί θά κάνουμε τότε; Διότι τά δεσμά ἐκεῖνα δέν εἶναι φτιαγμένα ἀπό σίδερο, ἀλλά ἀπό φωτιά. Ἀπό φωτιά ἄσβεστη. Κι' ἐκεῖνοι ποῦ θά μᾶς ἐπιτηροῦν δέν θά εἶναι ἄνθρωποι ὅμοιοι μ' ἐμᾶς, ποῦ ἴσως καμμιά φορᾶ μαλακώνουν, ἀλλά σκληροί καί φοβεροί ἄγγελοι, τούς ὁποίους οὔτε νά κοιτάξη μπορεῖ κανείς. Ἄγγελοι γεμάτοι ὀργή γιά ὅσα ἐξυβρίσαμε τόν Δεσπότη.

        Δέν ὑπάρχει δυνατότης, ὅπως συμβαίνει ἐδῶ, νά ἔρθουν ἐπισκέπτες καί νά φέρουν χρήματα ἤ τροφές ἤ νά εἰποῦν λόγια παρηγοριᾶς. Ὅλα ἐκεῖ εἶναι χωρίς ἐπιείκεια. Ἀκόμη καί ἄν ὁ Νῶε ἤ ὁ Ἰώβ ἤ ὁ Δανιήλ ἔχουν ἰδικούς τούς κολασμένους, δέν τολμοῦν νά τούς συμπαρασταθοῦν καί νά τούς δώσουν χέρι βοηθείας. Διότι τότε θά παύση νά ὑπάρχη ἡ συμπάθεια τῆς φύσεως καί τῆς συγγενείας.

        Συμβαίνει, ἐνάρετοι πατέρες νά ἔχουν ἁμαρτωλά παιδιά, καί παιδιά καλά νά ἔχουν γονεῖς κακούς - τό κακό δέν ὀφείλεται στήν φύσι καί στήν συγγένεια, ἀλλά στήν προαίρεσι - καί γιά νά ἀπολαμβάνουν στόν παράδεισο ἀκεραία τήν εὐφροσύνη, καί νά μή ταράζωνται ἀπό τήν συμπάθεια πρός τούς κολαζομένους, σβήνει ἀπό τούς ἐνάρετους ἡ συμπάθεια καί ἀγανακτοῦν καί αὐτοί μαζί μέ τόν Δεσπότη ἐναντίον τῶν ἰδικῶν τούς σπλάγχνων. Καί σ' αὐτή τή ζωή, μερικοί γονεῖς σάν ἰδοῦν τά παιδιά τούς φαῦλα καί ἐξαχρειωμένα, τά ἀποκηρύττουν καί τά ἀποκόβουν ἀπό τήν συγγένεια. Πολύ περισσότερο θά συμβῆ κάτι τέτοιο στήν Κρίσι.

        Ἄν ἔχης φλόγα σαρκικῆς ἐπιθυμίας, ἐννόησε τήν φλόγα ἐκείνη τῆς κολάσεως, καί θά σού σβήση ἀμέσως καί θά ἐξαφανισθῆ ἐντελῶς.

        Ἄν θέλησης νά εἰπῆς κάτι ἄπρεπο, θυμήσου τόν βρυγμό τῶν ὀδόντων, καί αὐτό θά σού εἶναι χαλινός.

        Ἄν θέλησης νά ἁρπάξης κάτι, ἄκουσε τόν δικαστή νά λέγη: Δέσατε τά χέρια του καί τά πόδια του καί ρίξτε τόν στό σκότος τό ἐξώτερο (Ματθ. κβ', 13). Καί ἔτσι θά ἀποβάλης αὐτή τήν ἐπιθυμία.

        Ἄν εἶσαι σκληρός καί ἄσπλαγχνος, θυμήσου ἐκεῖνες τίς παρθένες, πού ἔσβησαν οἱ λαμπάδες τους ἀπό ἔλλειψι ἐλαίου (τό ἔλαιο συμβολίζει τήν εὐσπλαχνία) καί ἀποκλείσθηκαν ἀπό τόν νυμφώνα. Καί ἔτσι θά γίνης γρήγορα φιλάνθρωπος.

        Ἄν ἐπιθυμῆς νά μεθᾶς καί νά διασκεδάζης, ἄκουσε τόν πλούσιο νά λέγη: Στεῖλε τόν Λάζαρο, γιά νά δροσίση μέ τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου τοῦ τήν φλογισμένη γλώσσα μου (Λουκ. ιστ', 24) καί νά μή γίνεται δεκτό τό αἴτημά του. Καί ἔτσι γρήγορα θά ἀπομακρυνθῆς ἀπό αὐτό τό πάθος.

        Ἄν ἔτσι σκεπτώμαστε καί ἀπαντοῦμε στίς πονηρές μας ἐπιθυμίες, γρήγορα θά ξεφύγουμε ἀπό τήν κακία καί θά κατορθώσουμε τήν ἀρετή. Θά σβήσουμε τόν ἔρωτα γιά τά παρόντα καί θά ἀνάψουμε τόν ἔρωτα γιά τά μέλλοντα.

        Ὅσα σᾶς εἶπα γιά τήν κόλασι, δέν σᾶς τά εἶπα γιά νά σᾶς τρομάξω οὔτε γιά νά κουράσω τίς ψυχές σας, ἀλλά γιά νά τίς ξεκουράσω καί τίς σωφρονίσω.

        Καί ἐγώ ἤθελα νά μήν ὑπάρχη κόλασις. Πρό πάντων ἐγώ. Γιατί; Διότι ἐνῶ ἐσεῖς τρέμετε καί φοβεῖσθε ὁ καθένας γιά τήν ἰδική σᾶς ψυχή, ἐγώ ἀγωνιῶ γιά τόσες ψυχές, γιά τίς ὁποῖες εἶμαι ὑπεύθυνος. Καί μοῦ εἶναι πιό δύσκολο νά γλυτώσω τήν κόλασι.

        Ἄς μή δείχνουμε ἀπιστία στό θέμα τῆς κολάσεως, γιά νά μή καταλήξουμε σ' αὐτήν. Ὅποιος ἀπιστεῖ, γίνεται πιό ράθυμος. Καί ὅποιος γίνεται πιό ράθυμος, ὁπωσδήποτε θά καταλήξη σ' αὐτήν.

        Ἄν ἐνθυμῆσθε ὅ,τι σᾶς εἶπα γιά τήν κόλασι, θά εἶναι σάν νά χρησιμοποιῆτε ἕνα πικρό φάρμακο, τό ὁποῖο μπορεῖ νά σᾶς συμμαζεύση τήν ψυχή, νά ἀποδιώξη τήν πολιορκία τῶν πονηρῶν ἐπιθυμιῶν καί νά σᾶς καθαρίση ἀπό κάθε κακία. Ἀρκεῖ νά τό ἔχετε συνεχῶς στό μυαλό σας.

        Ἄς τό χρησιμοποιοῦμε λοιπόν αὐτό τό φάρμακο, γιά νά μᾶς καθαρίση τήν καρδιά μας, καί ἔτσι καθαροί ν' ἀξιωθοῦμε νά ἰδοῦμε ὅσα ὀφθαλμός δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί μυαλό ἄνθρωπου δέν σκέφθηκε (Α' Κορ. β', 9). Εἴθε ὅλοι νά ἀξιωθοῦμε αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ' οὐ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Αμήν.

Ἀπό τό https://www.egolpion.com/kolasi_xrysostomos.el.aspx