Ἡ μώβ βιολέτα

2014-08-04 10:31

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ

        Μιά ἁπαλή μοσχοβολιά ἁπλώνεται τριγύρω, πού λές ὅμοιά της δέν ὑπάρχει στή γῆ. Τά καντήλια φωτίζουν τις εἰκόνες τοῦ τέμπλου και τά τελευταῖα κεριά λειώνουν σιγά σιγά. Ἡ μικρή μώβ βιολέτα, ἀκουμπισμένη σ' ἕνα καλαθάκι μαζί με ἄλλα λουλούδια, συλλογίζεται τή μέρα πού πέρασε, τίς ὧρες πού θά ᾽ρθοῦν.

        Ποτέ δέν εἶχε φανταστεῖ τή σημερινή ἡμέρα. Ἀπό ἐκεῖνο τό πρωινό τῆς ἄνοιξης πού γιά πρώτη φορά ἀντίκρισε την ὄμορφη πλάση, τά βουνά, τά σύννεφα, δύο μάτια παιδικά, τά μάτια τῆς Κατερινούλας νά τήν παρατηροῦν χαρούμενα ἐκεῖ στή γωνιά τοῦ κήπου!

        Ὅλα τά λουλούδια τοῦ κήπου ἀγαποῦσαν τήν Κατερινούλα, γιατί ἦταν εὐγενική καί καλόκαρδη. Κι ὅλα τήν περίμεναν μέ ἀνυπομονησία, κι ὅλα ἤθελαν νά τά χαϊδέψει, νά τά πάρει μαζί της, νά στολίσει μ' αὐτά τό δωμάτιό της, τό σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ, τήν τάξη της. Κι ἡ Κατερινούλα ἔκοβε τριαντάφυλλα, κρίνους, γιασεμιά. Μόνο βιολέτες δέν ἔκοβε. Κοίταζε μέ παράπονο ἡ βιολέτα τά πολύχρωμα λουλούδια πού ξεμάκραιναν χαρούμενα. Ὤ! πόσο θα ᾽θελε νά μιλήσει. Νά μιλοῦσε στή γλώσσα τῶν ἀνθρώπων καί νά πεῖ:

        - Κατερινούλα, πάρε με κι ἐμένα! Να στολίσω κι ἐγώ τό τραπέζι! Τήν ἕδρα τῆς τάξης.

        Κι ἡ βιολέτα στενοχωρημένη ἔκλεινε τά πέταλά της, ἕτοιμη νά μαραθεῖ.

        Ἡ Κατερινούλα τήν πρόσεξε κι ἔτρεξε κοντά της. Σάν νά κατάλαβε τή λύπη της, τῆς εἶπε μέ λαχτάρα:

        - Ὄχι, βιολέτα, μήν μαραθεῖς. Ἐσένα θά σέ πάρω μαζί μου τή Μ. Πέμπτη.

        Τίναξε ἀπορημένη τά πέταλά της ἡ βιολέτα καί γύρισε ξαφνιασμένη. Τί; Ἀλήθεια; Ἄκουσε καλά; Τί χαρά!

        - Πές μου, Κατερινούλα, τί εἶναι ἡ Μεγάλη Πέμπτη; Πότε, ποῦ θά πᾶμε; Κι ἡ Κατερίνα, σάν νά κατάλαβε τίς ἀπορίες της, ἀπάντησε.

          - Ἡ Μεγάλη Πέμπτη εἶναι μία ἀπό τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἡμέρες εἶναι διαφορετική καί μᾶς καλεῖ στήν Ἐκκλησία, κάθε μέρα μαζί μέ τό Χριστό. Την Κυριακή τῶν Βαΐων θά Τόν δοῦμε καθισμένο πάνω σ' ἕνα γαϊδουράκι νά μπαίνει ταπεινά στά Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι ζητωκραυγάζουν. Τό βράδυ, θά βγάλει ὁ ἱερέας τήν εἰκόνα τοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ. Στό κεφάλι του θα φορᾶ ἕνα ἀκάνθινο στεφάνι καί θά εἶναι ντυμένος ἕναν κόκκινο χιτώνα. Ὕστερα, θά βρεθοῦμε στό σπίτι ἐκεῖνο πού γιά τελευταία φορά ἔφαγε ὁ Χριστός με τούς μαθητές Του, τούς μίλησε, τους συμβούλεψε καί ταπεινά τούς ἔπλυνε τά πόδια, στό Μυστικό Δεῖπνο. Αὐτό θα γίνει τή Μεγάλη Πέμπτη τό πρωί.

- Τότε θά μέ πάρεις μαζί σου; Θέλησε νά ρωτήσει ἡ μώβ βιολέτα.

- Ὄχι τότε, τό βράδυ. Ἑτοιμάσου λοιπόν! Φώναξε ἡ Κατερίνα κι ἔφυγε χοροπηδώντας, ἀφήνοντας τη βιολέτα χαρούμενη ν' ἀνυπομονεῖ, νά μετράει τίς μέρες.

        Μεγάλη Πέμπτη ἀπόγευμα. Καθώς ἀντηχοῦν οἱ καμπάνες, ἡ Κατερινούλα ἀνεβαίνει μαζί με τήν οἰκογένειά της τά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μικρή βιολέτα, στά χέρια τῆς Κατερινούλας, ἀντικρίζει γιά πρώτη φορά τόν ἱερό ναό, τά ἀναμμένα κεριά, τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἡ Κατερινούλα κάθεται μαζί μέ τή μητέρα καί τά ἀδέρφια της καί μέ εὐλάβεια ἀκοῦν τούς ὕμνους, τά τροπάρια, τά Εὐαγγέλια. Κόσμος πολύς μαζεύεται. Σέ λίγο δέ θα χωρᾶνε πιά.

        Μά τί συμβαίνει καί τά φῶτα σβήνουν; Οἱ καμπάνες χτυποῦν πένθιμα. Ἄλλοι γονατίζουν κι ἄλλοι σκύβουν εὐλαβικά, καθώς ἀνάμεσά τους περνᾶ ὁ Κύριος πάνω στό Σταυρό. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας...». Οἱ ἱερεῖς φτάνουν στό μέσον τοῦ ναοῦ. Ὁ Σταυρός ὑψώνεται. Ὁ διάκονος θυμιατίζει. Οἱ καρδιές προσκυνοῦν εὐλαβικά τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο. Ἀκουμποῦν στή βάση τοῦ Σταυροῦ προσευχές μυστικές, δάκρυα μετανοίας, στεφάνια μέ λουλούδια. Ἡ Κατερινούλα περιμένει ἥσυχα νά ᾽ρθεῖ ἡ σειρά της νά προσκυνήσει. Στά χέρια της κρατάει τό μπουκέτο μέ τίς μώβ βιολέτες.

        - Χριστέ μου, σ᾽ εὐχαριστῶ πού σταυρώθηκες γιά μένα. Κάνε κι ἐγώ νά Σ' ἀγαπῶ. Εὔχεται μέσα ἀπ' τήν καρδιά της ἡ Κατερινούλα, καθώς φιλᾶ τά ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου. Καί στή βάση τοῦ Σταυροῦ ἀκουμπᾶ τίς μώβ βιολέτες.

        Τί εὐτυχισμένη νιώθει τώρα ἡ βιολέτα! Νά στέκεται κοντά, ν' ἀντικρίζει τόν Κύριο, τό θεῖο βλέμμα Του τό γεμάτο πόνο καί ἀγάπη γιά τους ἀνθρώπους. Νά ἀνθίζει, νά σκορπάει εὐωδιά γιά τό Χριστό.

        Ἡ ὥρα περνᾶ. Οἱ ἱερεῖς διαβάζουν τά Εὐαγγέλια, οἱ ψάλτες ψάλλουν κατανυκτικά, οἱ πιστοί στέκονται, περιμένουν καί προσκυνοῦν, ἡ Ἀκολουθία τελειώνει. Μά ἡ Ἐκκλησία δέν ἀδειάζει. Μές στό σκοτάδι τῆς νύχτας ἔρχονται ἀκόμα κάποιοι νά προσκυνήσουν τόν Κύριο, νά Τοῦ μιλήσουν, ἀπ' τήν καρδιά τους νά Τόν εὐχαριστήσουν. Οἱ κοπέλες, οἱ κυρίες τοῦ ναοῦ, ἡ Κατερινούλα κι ἄλλα κορίτσια μαζεύουν τά λουλούδια καί τά στεφάνια, μαζί καί τή βιολέτα.

          Δύο χέρια τήν παίρνουν καί μαζί με ἄλλα λουλούδια τήν ἀκουμποῦν σ' ἕνα καλαθάκι. Μέσα στή νύχτα, οἱ γυναῖκες ἑτοιμάζουν τόν Ἐπιτάφιο φτιάχνοντας ὄμορφες χρωματιστές γιρλάντες. Μία ἄσπρη, μία μώβ. Ἀπ' τό καλαθάκι ἡ βιολέτα θαυμάζει. Καί τώρα, τί θα γίνει; Ἄραγε, θά τή βάλουν κι αὐτήν στίς γιρλάντες στόν Ἐπιτάφιο; Ὁ ἱερέας ζητάει τό καλαθάκι. Παίρνει τά εὐωδιαστά λουλούδια καί    τ' ἀκουμπᾶ πάνω στό χρυσοκέντητο ὕφασμα πού εἰκονίζει τή θεία Ἀποκαθήλωση, το Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού θά τοποθετηθεῖ στόν Ἐπιτάφιο τή Μεγάλη Παρασκευή τό πρωί.

          Ἐκεῖ λοιπόν, μέσα στόν Ἐπιτάφιο, κοντά στό πανάγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται ἡ μικρή βιολέτα. Τά μάτια της ἀντικρίζουν τό βλέμμα τοῦ Κυρίου πού τόσο ἀγαπᾶ. Κι ἡ καρδιά της τίποτα ἄλλο δέ λαχταρᾶ. Μόνο νά μείνει για πάντα ἐκεῖ. Νά σκορπᾶ τό ἄρωμά της μόνο γιά τό Χριστό.

Μυρόπη

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3744/APRILIOS%20746.pdf%20SCREEN.pdf