Ἡ κάθοδος τοῦ Κυρίου στόν Ἅδη

2014-08-02 09:45

        Ἁγίου Ἐπιφανείου Κύπρου

        Α. Τί εἶναι αὐτό ποῦ συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. Ἡ γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού κοιμόνταν ἀπ' τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Ὁ Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ Ἅδης. Ὁ Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν Ἅδη.

        Β. Ποῦ εἶναι τώρα, οἱ πρίν ἀπό λίγο ταραχές καί οἱ φωνές καί οἱ θόρυβοι, ποῦ ξεσηκώνατε, παράνομοι, ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ; Ποῦ εἶναι οἱ συγκεντρώσεις σας καί οἱ ἀντιρρήσεις σας, καί οἱ φρουρές, καί τά ὄπλα καί τά δόρατα; Ποῦ εἶναι οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἱερεῖς κι' οἱ καταδικασμένοι δικαστές; Ποῦ εἶναι οἱ λαμπάδες καί τά μαχαίρια κι' οἱ ἄτακτες κραυγές; Ποῦ εἶναι οἱ ὄχλοι καί ἡ λύσσα καί ἡ ἀδιάντροπη φρουρά; Στ' ἀλήθεια χάθηκαν γιατί στ' ἀλήθεια αὐτοί οἱ ὄχλοι ἔκαναν σχέδια ἀνόητα καί μάταια. Ἔπεσαν μέ ὁρμή ἐπάνω στόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τόν Χριστό, ἀλλά συντρίφθηκαν αὐτοί οἱ ἴδιοι. Χτύπησαν μέ δύναμη στή στερεά πέτρα, ἀλλά αὐτοί τσακίστηκαν, καί τά κύματα τούς διαλύθηκαν στόν ἀφρό. Χτύπησαν ἐπάνω στό σκληρό ἀμόνι, καί οἱ ἴδιοι κομματιάστηκαν. Ὕψωσαν ἐπάνω στό ξύλο -τοῦ Σταυρού- τήν πέτρα τῆς ζωῆς, κι' αὐτή κατρακυλώντας τούς θανάτωσε. Ἔδεσαν τόν πανίσχυρο Σαμψῶν, δηλαδή τόν Ἥλιο Θεό, ἀλλά Αὐτός ἀφοῦ ἔλυσε τά παμπάλαια δεσμά ἐξόντωσε τούς ἐχθρούς καί τούς παράνομους. Ἔδυσε ὁ Θεός, ὁ Ἥλιος Χριστός κάτω ἀπ' τή γῆ, καί βαθύ σκοτάδι ἔπεσε ἐπάνω στούς Ἰουδαίους.

        Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ' αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί σ' αὐτούς πού ἀπ' τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ' τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη, διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση, διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ κι' ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. Ἀνοίγονται οἱ πύλες τοῦ Ἅδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίαση ἐσεῖς πού κοιμάσθε ἀπ' τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ἔρχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους. Ἔρχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Ἔρχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Ἔρχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. Ἔρχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ' αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι. Ἔρχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. Ἔρχεται Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω ἀπ' τή γῆ. Ἦλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς, ἄς κατέβουμε μαζί Του κι' ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. Ἄς γνωρίσουμε Αὐτόν πού κρύφτηκε - στόν Ἄδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ' τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. Ἄς μάθουμε πώς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ Ἅδη.

        Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν Ἅδη σώζει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση; Ὄχι βέβαια, ἀλλά κι' ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν χῶρο τοῦ Ἅδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς κατάδικους. Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ Ἅδη ὅταν Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.

        Ε. Ἄκουσε ὅμως τόν ὑψηλό λόγο γιά τό πάθος τοῦ Χριστοῦ. Ἄκουσε καί ὕμνησε. Ἄκουσε καί δόξασε. Ἄκουσε καί κήρυξε τά μεγάλα θαύματα τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὑποχωρεῖ ὁ νόμος, καί Πῶς ἀνθίζει ἡ χάρη; Πῶς παρέρχονται οἱ τύποι καί Πῶς διαβαίνουν οἱ σκιές; Πῶς ὁ ἥλιος γεμίζει τήν οἰκουμένη; Πῶς ἀχρηστεύθηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη καί Πῶς ἐπικυρώνεται ἡ Καινή Διαθήκη; Πῶς πέρασαν τά παλιά κι' ἄνθισαν τά καινούργια;

        ΣΤ. Δύο λαοί ἦταν παρόντες στήν Ἱερουσαλήμ κατά τόν χρόνο τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰουδαϊκός μαζί μέ τόν εἰδωλολατρικό. Δύο βασιλεῖς, ὁ Πιλάτος καί ὁ Ἡρώδης. Δύο ἀρχιερεῖς, ὁ Ἄννας καί ὁ Καϊάφας. Γιά νά γιορτασθοῦν μαζί τά δύο Πάσχα, τό Ἰουδαϊκό πού παύει καί τό Χριστιανικό πού ἀρχίζει. Δύο θυσίες γίνονταν ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα, ἐπειδή πραγματοποιοῦνταν δύο σωτηρίες, ἐννοῶ τῶν ζωντανῶν καί τῶν νεκρῶν. Καί ὁ μέν Ἰουδαϊκός λαός ἔδενε τόν ἀμνό γιά νά τόν θυσιάσει σφάζοντας τόν, οἱ δέ εἰδωλολάτρες δέχονταν τόν Θεό πού σαρκώθηκε. Καί ὁ μέν ἕνας ἀτένιζε τή σκιά, ὁ δέ ἄλλος ἔτρεχε πρόθυμα στόν Ἥλιο Θεό. Καί οἱ μέν Ἰουδαῖοι δένοντας τόν Χριστό Τόν ἐδίωχναν, οἱ δέ εἰδωλολάτρες Τόν δέχονταν μέ προθυμία. Καί οἱ μέν πρῶτοι πρόσφεραν θυσία ζώου, οἱ δέ δεύτεροι θυσία τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε. Ἄλλα, οἱ μέν Ἰουδαῖοι πρόσφεραν τή θυσία φέρνοντας στή μνήμη τούς τή διάβασή τους ἀπό τήν Αἴγυπτο, οἱ δέ ἐθνικοί προανήγγελαν μέ αὐτή τή λύτρωση ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων.

        Ζ. Καί ὅλα αὐτά ποῦ συνέβαιναν; Στή Σιῶν, τήν πόλη τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ στήν ὁποία πραγματοποίησε τή σωτηρία στό κέντρο τῆς γής, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε γνωστός ἀνάμεσα σέ δύο ζῶα. Ἀνάμεσα στόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, τῶν δύο ζωντανῶν Ὑπάρξεων. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή, πού προέρχεται ἀπό τή ζωή καί χορηγεῖ τή ζωή, πού γεννήθηκε μεταξύ Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων στή φάτνη. Καί εἶναι ἀνάμεσα στούς δύο λαούς ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος -πού τούς ἐνώνει-. Εἶναι Αὐτός πού προφητεύθηκε μεταξύ του Νόμου καί τῶν Προφητῶν, καί ἐμφανίστηκε στό ὅρος Θαβώρ μεταξύ του Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία. Κι' ἀνάμεσα στούς δύο ληστές ἀναγνωρίσθηκε ὡς Θεός ἀπό τόν εὐγνώμονα ληστή. Καί ἀνάμεσα ἀπό τήν παροῦσα καί τή μέλλουσα ζωή κάθεται ὡς κριτής. Καί σήμερα ἀνάμεσα σέ ζωντανούς καί νεκρούς χαρίζει διπλή ζωή καί σωτηρία. Λέω πάλι διπλή ζωή διπλή γέννηση μαζί καί ἀναγέννηση, καί ἄκουσε τά γεγονότα τῆς διπλῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί χειροκρότησε τά θαύματα.

        Η. Ἄγγελος εὐαγγελίσθηκε στή Μαρία τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου, καί Ἄγγελος εὐαγγελίσθηκε στή Μαγδαληνή Μαρία τή φοβερή ἀνάσταση ἀπό τόν τάφο. Νύχτα γεννιέται ὁ Χριστός στή Βηθλεέμ καί πάλι νύχτα ξαναγεννιέται στή Σιῶν ἀπό τόν τάφο. Μέ σπάργανα καταδέχεται νά τυλιχθεῖ στή γέννηση, μέ σπάργανα καί στήν ταφή ξανατυλίγεται. Δέχεται σμύρνα ὅταν γεννήθηκε, σμύρνα καί ἀλόη στήν ταφή καταδέχεται. Ἐκεῖ ἄνδρας τῆς Μαρίας ὀνομάζεται αὐτός πού δέν εἶναι ἄνδρας της, καί ἐδῶ ὁ Ἰωσήφ πού εἶναι ἀπ' τήν Ἀριμαθαία ἀναδεικνύεται ὁ κηδευτῆς τῆς ζωῆς μας. Στή Βηθλεέμ καί σέ φάτνη ὁ τόπος τῆς γεννήσεως, ἀλλά καί στόν τάφο σάν σέ φάτνη ὁ τόπος τῆς ἀναστάσεως. Πρῶτοι ἀπό ὅλους οἱ ποιμένες εὐαγγελίζονται τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί πρῶτοι ἀπό ὅλους ποιμένες τοῦ Χριστοῦ οἱ μαθητές εὐαγγελίσθηκαν τήν ἀναγέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς νεκρούς. Ἐκεῖ φώναξε τό χαῖρε ὁ Ἄγγελος πρός τήν Παρθένο, καί ἐδῶ τό χαίρετε ἀνέκραξε πρός τίς γυναῖκες ὁ Ἄγγελος τῆς μεγάλης ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Στήν πρώτη γέννηση ὁ Χριστός μετά ἀπό σαράντα ἡμέρες μπῆκε στήν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ, στόν ναό, καί πρόσφερε ὡς πρωτότοκος στόν Θεό ἕνα ζευγάρι τρυγόνια, ἀλλά καί στήν ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς ὁ Χριστός, μετά ἀπό σαράντα ἡμέρες, ἀνέβηκε στήν οὐράνια Ἱερουσαλήμ, ἀπ' ὅπου δέν εἶχε ἀποχωρισθεῖ ὡς Θεός, στά πραγματικά Ἅγια τῶν Ἁγίων ὡς ἄφθαρτος πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς, καί πρόσφερε στόν Θεό καί Πατέρα σάν δύο παναγνά τρυγόνια, τήν ψυχή καί τή σάρκα τή δική μας. Καί ἐκεῖ τόν ὑποδέχτηκε σάν ἄλλος Συμεών, ὁ Παλαιός τῶν ἥμερων Θεός καί Πατέρας, στούς κόλπους Του, σάν σέ ἀγκάλες, μέ ἀπερίγραπτο τρόπο. Καί ἐάν αὐτά τά ἀκοῦς σάν μύθους καί ὄχι μέ πίστη, σέ κατηγοροῦν οἱ ἀπαραβίαστες σφραγίδες τοῦ Δεσποτικοῦ της ἀναγεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μνήματος. Διότι, ὅπως ὁ Χριστός γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, ἀφήνοντας σφραγισμένες τίς κλειδαριές τῆς παρθενίας, πού ἐκ φύσεως εἶναι κλειστές καί τίς ἀνοίγει ἡ μητρότητα, ἔτσι ἀκριβῶς πραγματοποιήθηκε ἡ ἀναγέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν τάφο, χωρίς νά ἀνοίξουν οἱ σφραγίδες του. Γιά τό πῶς στόν τάφο καί πότε καί ἀπό ποιούς ἐνταφιάζεται ὁ Χριστός, ἡ ζωή, ἄς ἀκούσουμε τί λένε τά ἱερά γράμματα:

        Θ. Ὅταν βραδίασε, ἦλθε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος πού τό ὄνομά του ἦταν Ἰωσήφ. Αὐτός τόλμησε καί παρουσιάστηκε μπροστά στόν Πιλάτο, καί τοῦ ζήτησε τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Παρουσιάστηκε ἕνας θνητός μπροστά σέ ἕναν θνητό ζητώντας νά λάβει τόν Θεό. Ζήτα τόν Θεό τῶν θνητῶν. Ὁ πηλός μπροστά στόν πηλό, ζητᾶ νά λάβει τόν πλάστη τῶν ὅλων. Τό χορτάρι, ζήτα ἀπό τό χορτάρι τήν οὐράνια φωτιά. Ἡ τιποτένια σταγόνα, παίρνει ἀπό τήν τιποτένια σταγόνα τόν ἀπύθμενο ὠκεανό. Ποιός εἶδε, ποιός ποτέ ἄκουσε αὐτό τό ἀπίστευτο; Ἕνας ἄνθρωπος νά χαρίζει σέ ἄλλον ἄνθρωπο τόν δημιουργό τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας ἄνομος ἄρχοντας σ' ἕναν ἄνθρωπο τοῦ νόμου ὑπόσχεται νά χαρίσει τόν νομοθέτη. Ἕνας ἄκριτος κριτής τόν Κριτή τῶν κριτῶν ἐπιτρέπει νά τόν θάψουν ὡς κατάδικο.

        Ι. Ὅταν βραδίασε, ἦλθε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος πού τό ὄνομά του ἦταν Ἰωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, ἀφοῦ πῆρε ὁλόκληρη τή σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Κυρίου. Ἀληθινά πλούσιος, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπό τόν Πιλάτο τή διπλή οὐσία τοῦ Χριστοῦ. Πλούσιος διότι ἀξιώθηκε νά πάρει τόν πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε τό βαλάντιο πού ἦταν γεμάτο μέ τόν θησαυρό τῆς θεότητος. Πῶς νά μήν εἶναι πλούσιος αὐτός πού ἀπέκτησε τή ζωή καί τή σωτηρία τοῦ κόσμου; Πῶς νά μήν εἶναι πλούσιος ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ δέχτηκε γιά δῶρο Αὐτόν πού τρέφει καί εἶναι Δεσπότης ὅλων; Ὅταν βραδίασε. Ἑπομένως εἶχε δύσει πιά στόν Ἅδη ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Γι' αὐτό ἦλθε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος πού τό ὄνομά του ἦταν Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία πού κρυβόταν γιατί φοβόταν τούς Ἰουδαίους. Ἦλθε καί ὁ Νικόδημος πού ἦλθε στόν Ἰησοῦ κάποια νύχτα.

        ΙΑ. Αὐτό εἶναι ἀπόκρυφο μυστήριο τῶν μυστηρίων. Δύο κρυφοί μαθητές, ἔρχονται νά κρύψουν τόν Ἰησοῦ στόν τάφο, διδάσκοντας μέ τή δική τους ἀπόκρυψη τό κρυφό μυστήριο τοῦ Ἅδη τοῦ Θεοῦ πού κρύφτηκε κάτω ἀπ' τή σάρκα, ξεπερνώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή θερμή διάθεση. Πρός τόν Χριστό. Ὁ μέν Νικόδημος μεγαλόψυχος προσφέροντας σμύρνα καί ἀλόη, ὁ δέ Ἰωσήφ ἀξιέπαινος στήν τόλμη καί τό θάρρος πρός τόν Πιλάτο. Διότι αὐτός διώχνοντας κάθε φόβο μέ τόλμη παρουσιάστηκε στόν Πιλάτο ζητώντας τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὅταν παρουσιάστηκε φέρθηκε μέ μεγάλη σοφία γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού ἤθελε. Γι' αὐτό δέν χρησιμοποιεῖ μπροστά στόν Πιλάτο ὑπερήφανα καί ὑψηλά λόγια, γιά νά μή τοῦ ἀνάψει τήν ὀργή καί χάσει τό ζητούμενο. Οὔτε τοῦ λέει: Δός μου τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, πού σκοτεινίασε πρίν ἀπό λίγο τόν ἥλιο, πού ἔσχισε τίς πέτρες, πού ἔσεισε τή γῆ καί ἄνοιξε τούς τάφους καί ἔσχισε τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. Τίποτε τέτοιο δέν λέει στόν Πιλάτο.

        IB. Ἀλλά τί τοῦ λέει; Ἕνα τιποτένιο αἴτημα, καί γιά ὅλους μικρό, ἄρχοντά μου ἦλθα νά σού ζητήσω. Ἕνα πολύ μικρό αἴτημα. Τό ἑξῆς: Δός μου νά θάψω τό νεκρό σῶμα ἐκείνου πού καταδικάστηκε ἀπό ἐσένα, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ φτωχοῦ, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ ἀστέγου, τοῦ Ἰησοῦ πού κρέμεται -στόν Σταυρό- γυμνός καί περιφρονημένος, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γιοῦ τοῦ ξυλουργοῦ, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ δέσμιου, πού ἔμενε στό ὕπαιθρο, τοῦ ξένου, τοῦ ἀγνώριστου μεταξύ τῶν ξένων, τοῦ περιφρονημένου, καί κοντά σέ ὅλα καί κρεμασμένου στόν Σταυρό. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, γιατί τί σέ ὠφελεῖ τό σῶμα αὐτοῦ του ξένου; Δός μου αὐτόν τόν ξένο, γιατί ἦλθε ἐδῶ ἀπό μακρινή χώρα γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο πού ἀποξενώθηκε ἀπό τόν Θεό. Γιατί κατέβηκε στή σκοτεινή γῆ γιά νά ἀνεβάσει τόν ξένο. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, γιατί αὐτός εἶναι ὁ μόνος -πραγματικά- ξένος. Δός μου αὐτόν τόν ξένο του Ὁποίου τή χώρα ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξενιτεμένοι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο του Ὁποίου τόν Πατέρα ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξένοι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο του Ὁποίου τόν τόπο καί τή γέννηση καί τόν τρόπο - τῆς ζωῆς Τού- ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξένοι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο πού ἔζησε ζωή καί βίο ξενιτεμένου στά ξένα. Δός μου αὐτόν τόν ξένο Ναζωραῖο τοῦ Ὁποίου τή γέννηση καί τόν τρόπο ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξένοι. Δός μου αὐτόν πού μέ τή θέληση Τοῦ εἶναι ξένος καί ἐδῶ δέν ἔχει ποῦ νά γείρει τό κεφάλι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού σάν ξένος σέ ξένη χώρα, ἄστεγος γεννήθηκε στή φάτνη. Δός μου αὐτόν τόν ξένο πού ἀπ' αὐτήν ἀκόμη τή φάτνη ἔφυγε ὡς ξένος ἀπό τόν Ἡρώδη. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού ἀπ' τά σπάργανα Τοῦ ἀκόμη ξενητεύθηκε στήν Αἴγυπτο, καί δέν εἶχε πόλη, οὔτε χωριό, οὔτε σπίτι οὔτε τόπο νά μείνει, οὔτε συγγενῆ, ἀλλά σέ ξένη χώρα Αὐτός εἶναι ξένος. Δός μου, ἄρχοντά μου αὐτόν τόν γυμνό πού κρέμεται στό ξύλο -τοῦ Σταυρού- νά τόν σκεπάσω, γιατί Αὐτός σκέπασε τή γύμνωση τῆς φύσεώς μου. Δός μου αὐτόν τόν νεκρό πού εἶναι μαζί καί Θεός, νά σκεπάσω Αὐτόν πού κάλυψε τίς δικές μου ἀνομίες. Δός μου, ἄρχοντά μου τόν νεκρό πού ἔθαψε μέσα στόν Ἰορδάνη τή δική μου ἁμαρτία. Γιά ἕναν νεκρό σέ παρακαλῶ, πού ἀδικήθηκε ἀπό ὅλους, πού πουλήθηκε ἀπό φίλο, πού προδόθηκε ἀπό μαθητή, πού διώχθηκε ἀπό τούς ἀδελφούς του, πού ραπίσθηκε ἀπό δοῦλο. Γιά ἕναν νεκρό σέ θερμοπαρακαλῶ, ὁ Ὁποῖος καταδικάστηκε ἀπό αὐτούς πού ὁ Ἴδιος ἐλευθέρωσε ἀπό τή δουλεία, ὁ ὁποῖος ποτίσθηκε μέ ξύδι, τραυματίσθηκε ἀπ' αὐτούς πού θεράπευσε, πού ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τούς μαθητές Του καί στερήθηκε τήν ἴδια τή Μητέρα Του. Γιά τόν νεκρό, ἄρχοντά μου, σέ ἱκετεύω, Αὐτόν τόν ἄστεγο πού κρέμεται στό ξύλο -τοῦ Σταυρού-. Διότι ἐπάνω στή γῆ δέν ἔχει νά Τοῦ συμπαρασταθεῖ οὔτε πατέρας, οὔτε φίλος, οὔτε μαθητής, οὔτε συγγενής, οὔτε κανένας νά Τόν θάψει, ἀλλά εἶναι μόνος, μονογενής Υἱός τοῦ μόνου -Πατέρα-, Θεός στόν κόσμο καί κανένας ἄλλος.

        ΙΓ. Μ' αὐτά τά λόγια καί μ' αὐτόν τόν τρόπο ἀφοῦ παρακάλεσε ὁ Ἰωσήφ τόν Πιλάτο, διέταξε ὁ Πιλάτος νά τοῦ δοθεῖ τό πανάγιο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί ἦλθε στόν Γολγοθά καί ἀποκαθήλωσε τόν σαρκοφόρο Θεό ἀπό τό ξύλο -τοῦ Σταυρού- καί Τόν τοποθέτησε κάτω στή γῆ, σαρκοφόρο Θεό γυμνό, ἀλλά ὄχι ἁπλό ἄνθρωπο. Καί Τόν βλέπει κανείς νά βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, Αὐτός πού ὅλους τους ἀνέσυρε πρός τόν οὐρανό. Καί μένει γιά λίγο χωρίς πνοή, Αὐτός πού εἶναι ἡ ζωή καί ἡ πνοή ὅλων. Καί φαίνεται νά μή βλέπει Αὐτός πού δημιούργησε τά πολυόμματα Χερουβίμ. Καί κείτεται ξαπλωμένος, Αὐτός πού εἶναι ἡ ἀνάσταση ὅλων. Καί νεκρώνεται ὁ σαρκωμένος Θεός, Αὐτός πού ἀνασταίνει τούς νεκρούς. Καί σιωπᾶ γιά λίγο κατά τό σῶμα ἡ βροντή τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί Τόν σηκώνουν ἀνθρώπινες παλάμες, Αὐτόν πού κρατᾶ στήν παλάμη Τοῦ ὁλόκληρη τή γῆ.

        ΙΔ. Ἄραγε, Ἰωσήφ, ζητώντας καί παίρνοντας, ξέρεις καλά ποιόν πῆρες; Ἄραγε πλησιάζοντας στόν Σταυρό καί ἀποκαθηλώνοντας τόν Ἰησοῦ, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στά χέρια σου; Ἐάν πραγματικά γνωρίζεις καλά Ποιόν κρατᾶς, τώρα ἔγινες πλούσιος. Γιατί πῶς ἀλλιῶς κάνεις αὐτή τή θεοσωμη καί φρικωδέστατη κηδεία τοῦ Ἰησοῦ; Εἶναι ἀξιέπαινος ὁ πόθος σου, ἀλλά πιό ἀξιέπαινος εἶναι ὁ τρόπος τῆς ψυχῆς σου. Ἄραγε δέν φρίττεις, κρατώντας στά χέρια σου Αὐτόν ποῦ φρίττουν τά Χερουβίμ; Μέ ποιό φόβο θά ἀφαιροῦσες ἀπό τό θεῖο αὐτό σῶμα τό μικρό ροῦχο ποῦ τό σκέπαζε; Πῶς δέν θά ἔκλεινες τά μάτια ἀπό εὐλάβεια; Δέν θά τρόμαζες ἀτενίζοντας καί ἀποκαλύπτοντας τή σωματική φύση τοῦ ὑπερφύσιν Θεοῦ; Πές μου, Ἰωσήφ, ἄραγε ἔθαψες στραμμένο πρός τήν ἀνατολή τόν νεκρό ποῦ εἶναι ἡ Ἀνατολή τῶν ἀνατολῶν; Ἄραγε ἔκλεισες μέ τά δάχτυλά σου, ὅπως γίνεται στούς νεκρούς τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος μέ τό ἀμόλυντο δάχτυλο Τοῦ ἄνοιξε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ; Ἄραγε ἔκλεισες τό στόμα Ἐκείνου ποῦ ἄνοιξε τό στόμα τοῦ κωφαλάλου; Ἄραγε ἔδεσες τά χέρια Ἐκείνου ποῦ ἅπλωσε τά παράλυτα χέρια; Ἡ ἔδεσες τά πόδια Ἐκείνου, ὅπως γίνεται στούς νεκρούς, ὁ Ὁποῖος θεράπευσε, γιά νά βαδίζει, τά πόδια τοῦ παραλύτου; Ἄραγε σήκωσες ἐπάνω σέ κρεβάτι Αὐτόν πού διέταξε τόν παράλυτο λέγοντάς του: Σήκωσε τό κρεβάτι σου καί περπατᾶ ; Ἄραγε ἀδείασες μύρα ἐπάνω στό σῶμα Ἐκείνου πού εἶναι τό οὐράνιο μύρο καί ἐκκένωσε τόν ἑαυτό Τοῦ ἁγιάζοντας τόν κόσμο; Ἄραγε τόλμησες νά σφογγίσεις τή θεοσωμη ἐκείνη πλευρά τοῦ Ἰησοῦ ποῦ ἀκόμη αἱμορροοῦσε, τοῦ Θεοῦ ποῦ θεράπευσε τήν αἱμορροοῦσα; Ἄραγε ἔπλυνες μέ νερό τό σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔπλυνε -τίς ἁμαρτίες- ὅλων καί ἔδωσε τήν κάθαρση; Ἄραγε τί εἴδους λαμπάδες ἄναψες μπροστά στό ἀληθινό φῶς ποῦ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο; Καί ποιούς ἐπιτάφιους ὕμνους ἔψαλες σ' Αὐτόν ποῦ ἀνυμνεῖται χωρίς διακοπῆ ἀπό ὅλες τίς οὐράνιες ἀγγελικές στρατιές; Ἄραγε καί ἔχυσες δάκρυα γιά τόν νεκρό Ἰησοῦ, πού δάκρυσε γιά τόν νεκρό Λάζαρο καί τόν ἀνέστησε μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες; Ἄραγε θρήνησες Αὐτόν πού ἔδωσε σ' ὅλους χαρά καί διέλυσε τή λύπη τῆς Εὕας;

        ΙΕ. Ὅμως μακαρίζω τά χέρια σου, Ἰωσήφ, πού ὑπηρέτησαν καί ψηλάφισαν τά θεοσῶμα χέρια καί πόδια τοῦ Ἰησοῦ, πού ἔσταζαν ἀκόμη αἷμα. Μακαρίζω τά χέρια σου, πού ἄγγιξαν τήν αἱμορροοῦσα πλευρά τοῦ Θεοῦ πρίν ἀπό τόν πιστό - ἄπιστο Θωμά πού εἶχε ἀξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω τό στόμα σου πού γέμισε ἀχόρταγα καί ἀσπάσθηκε τό στόμα τοῦ Ἰησοῦ κι' ἀπό ἐκεῖ γέμισε μέ Ἅγιο Πνεῦμα. Μακαρίζω τά μάτια σου πού ἑνώθηκαν μέ τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ, καί ἀπό ἐκεῖ πῆραν τό ἀληθινό φῶς. Μακαρίζω τό πρόσωπό σου πού πλησίασε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Μακαρίζω τούς ὤμους σου πού σήκωσαν Αὐτόν πού βαστάζει ὅλους. Μακαρίζω τό κεφάλι σου πού τό ἄγγιξε ὁ Ἰησοῦς, ἡ κεφαλή τῶν πάντων. Μακαρίζω τά χέρια σου στά ὁποῖα βάσταξες Αὐτόν πού βαστάζει τά πάντα. Μακαρίζω τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικόδημο, γιατί ἔγιναν Χερουβίμ μπροστά στά Χερουβίμ σηκώνοντας καί μεταφέροντας ἐπάνω τους τόν Θεό. Γιατί ἔγιναν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ μπροστά στά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὄχι μέ τά φτερά, ἀλλά μέ τά σεντόνια καλύπτοντας καί τιμώντας τόν Κύριο. Αὐτόν πού τρέμουν τά Χερουβίμ Τόν μεταφέρουν ἐπάνω στούς ὤμους τούς ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος καί γεμίζουν ἀπό ἔκσταση ὅλες οἱ τάξεις τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων.

        ΙΣΤ. Ἦλθε ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος. Ἑπομένως ἔτρεξε μαζί τους καί ὅλος ὁ χορός τῶν Ἀγγέλων. Καί προφταίνουν τά Χερουβίμ, καί τρέχουν μαζί τά Σεραφίμ καί βαστάζουν μαζί οἱ Θρόνοι, καί καλύπτουν τά Ἑξαπτέρυγα, καί φρίττουν τά Πολυόμματα βλέποντας τόν Ἰησοῦ ἀόμματο, καί καλύπτουν μαζί οἱ Δυνάμεις, καί ψάλλουν οἱ Ἀρχές καί φρίττουν οἱ Τάξεις, καί γεμίζουν ἔκσταση ὅλες οἱ στρατιές τῶν οὐρανίων ταγμάτων καί γεμάτες θαυμασμό ρωτοῦν μέ μεγάλη ἀπορία. Τί εἶναι αὐτός ὁ φοβερός λόγος καί ὁ φόβος καί ὁ τρόμος καί ὁ τρόπος; Τί εἶναι αὐτό τό μεγάλο καί παράδοξο καί ἀκατανόητο θέαμα; Αὐτός πού στόν οὐρανό σ' ἐμᾶς τούς ἀσωμάτους ὡς ἁπλός Θεός εἶναι ἀθεώρητος, ἐδῶ κάτω στή γῆ τόν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι γυμνό.

        ΙΖ. Αὐτόν, πού μπροστά Του στέκονται τά Χερουβίμ μέ εὐλάβεια, τόν κηδεύουν μέ θάρρος ὁ Ἰωσήφ κι' ὁ Νικόδημος. Πότε κατέβηκε Αὐτός ποῦ δέν ἐγκατέλειψε τόν οὐρανό; Πῶς βγῆκε ἔξω, Αὐτός ποῦ βρίσκεται μέσα; Πῶς ἦλθε ἐπάνω στή γῆ Αὐτός ποῦ μέ τήν παρουσία Τοῦ ὅλα τά γεμίζει; Πῶς γυμνώθηκε Αὐτός ποῦ ντύθηκε ὅλους; Αὐτός πού βρίσκεται ἀδιάκοπα ὡς Θεός στόν οὐρανό μαζί μέ τόν Πατέρα, τώρα ζεῖ μαζί μέ τή Μητέρα Τοῦ ἀδιάκοπα ὡς ἀληθινός ἄνθρωπος.

        ΙΗ. Αὐτός πού ποτέ δέν ἐμφανίστηκε -ὡς Θεός- στούς ἀνθρώπους, Πῶς ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος καί συγχρόνως ὡς φιλάνθρωπος Θεός; Πῶς ἔγινε ὁρατός ὁ ἀόρατος; Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος; Πῶς ἔπαθε ὁ ἀπαθής; Πῶς ὁ Κριτής στάθηκε στό δικαστήριο; Πῶς ἡ ζωή γεύθηκε τόν θάνατο; Πῶς ὁ ἀχώρητος χώρεσε στόν τάφο; Πῶς κατοικεῖ στό μνῆμα, Αὐτός ποῦ δέν ἐγκατέλειψε τόν κόλπο τοῦ Πατέρα; Πῶς εἰσέρχεται ἀπό τήν πύλη τοῦ σπηλαίου, Αὐτός πού ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ παραδείσου, καί ἐνῶ δέν διέρρηξε τίς πύλες τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας, Πῶς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδη; Πῶς ἐνῶ δέν ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ ὑπερώου στήν περίπτωση τοῦ Θωμά, ὅμως ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς βασιλείας, καί τίς πύλες τοῦ τάφου καί τίς σφραγίδες τίς ἄφησε νά ἀνοίξουν μόνες τους; Πῶς ὑπολογίζεται μέ τούς νεκρούς, Αὐτός ποῦ εἶναι ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν; Πῶς τό φῶς πού ποτέ δέν σβήνει, ἔρχεται στά σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ποῦ πηγαίνει; Ποῦ πορεύεται Αὐτός ποῦ ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά Τόν κρατήσει; Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ τρόπος κι' ὁ σκοπός ποῦ κατεβαίνει στόν Ἅδη; Μήπως κατεβαίνει γιά νά ἀνεβάσει τόν κατάδικο Ἀδάμ, τόν συνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει γιά νά ἀναζητήσει τόν πρωτόπλαστο σάν τό χαμένο πρόβατο. Ὁπωσδήποτε θέλει νά ἐπισκεφθεῖ αὐτούς πού βρίσκονται μέσα στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Ὁπωσδήποτε πορεύεται γιά νά ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο Ἀδάμ καί τή συναιχμάλωτη Εὕα ὁ Θεός καί υἱός τους.

        ΙΘ. Ὅμως, ἄς κατεβοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, ἄς χορέψουμε μαζί, ἄς σπεύσουμε, ἄς σκιρτήσουμε μαζί, ἄς ἀνυμνήσουμε, ἄς βιαστοῦμε βλέποντας τή συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδίκων ἐκ μέρους τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αὐτός πού ἀπό τή φύση Τοῦ εἶναι φιλάνθρωπος γιά νά βγάλει -ἀπό τόν Ἄδη- αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, μέ πολλή δύναμη καί ἐξουσία, αὐτούς πού βρίσκονται στούς τάφους νεκροί καί τούς κατάπιε τυραννικά ὁ πικρός καί ἀχόρταγος θάνατος καί τούς τυράννησε, ἀφοῦ τούς ἅρπαξε ἀπό τόν Θεό καί τούς μάζεψε ὅλους μαζί. Αὐτούς πορεύθηκε ὁ Χριστός νά ἐλευθερώσει καί νά τούς βάλει μαζί μέ τούς ζωντανούς, πού κατοικοῦν στή γῆ. Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Ἀδάμ ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτογέννητος, καί εἶναι πιό κάτω ἀπό ὅλους τους κατάδικους. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Ἄβελ πού πρῶτος πέθανε στή γῆ, ὁ πρῶτος δίκαιος ποιμένας, τύπος τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ Ποιμένα Χριστοῦ. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Νῶε ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κτιστοῦ της μεγάλης κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διέσωσε μέ τό περιστέρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλα τά θηριώδη ἔθνη ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἀσεβείας καί ἐδίωξε ἀπό αὐτήν τόν διάβολο κόρακα. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Ἀβραάμ ὁ πρόγονος τοῦ Χριστοῦ ὁ θύτης τοῦ γιοῦ του, πού πρόσφερε στόν Θεό τήν ὑπέροχη θυσία θυσιάζοντας μέ μαχαίρι καί χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας καί μή θανατώνοντας τόν γιό του. Ἐκεῖ κάτω βρίσκεται ὁ δέσμιος Ἰσαάκ, πού τήν παλαιά ἐποχή δέθηκε ἀπό τόν πατέρα γιά τή θυσία, τύπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θυσίας Του. Ἐκεῖ κάτω καί ὁ Ἰακώβ καταλυπημένος στόν Ἅδη ὅπως πρίν ἦταν καταλυπημένος ἐπάνω γιά τόν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ὁ φυλακισμένος Ἰωσήφ, πού φυλακίστηκε στήν Αἴγυπτο καί προτύπωνε τόν Χριστό ὄντας δεσμώτης καί δεσπότης. Ἐκεῖ κάτω στά σκοτεινά ὁ Μωϋσῆς, ὅπως ἐπάνω στή γῆ ἦταν βρέφος μέσα στό σκοτεινό καλάθι. Ἐκεῖ ὁ Δανιήλ στόν λάκκο τοῦ Ἅδη, ὅπως κάποτε ἐπάνω στή γῆ, μέσα στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. Ἐκεῖ ὁ Ἱερεμίας στόν λάκκο τοῦ Ἅδη καί τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ὅπως κάποτε ἦταν ριγμένος ἀπό τούς συμπατριῶτες τοῦ μέσα στόν λάκκο τοῦ βορβόρου. Ἐκεῖ μέσα στό κῆτος τοῦ Ἅδη πού δέχεται ὅλον τόν κόσμο βρίσκεται ὁ Ἰωνάς, πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ προαιώνιος Ἰωνάς πού θά ὑπάρχει καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Κι' ἀκόμη ἐκεῖ καί ὁ πρόγονος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Δαβίδ, ἀπό τόν ὅποιο κατά σάρκα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί γιατί λέω γιά τόν Δαβίδ καί τόν Ἰωνά καί τόν Σολομώντα; Ἐκεῖ βρισκόταν καί ὁ Ἴδιος ὁ μέγας Ἰωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τους προφῆτες, κηρύττοντας στόν Ἅδη σ' ὅλους ἀπό πρίν τόν Χριστό σάν μέσα ἀπό σκοτεινή μήτρα -ὅπως κάποτε βρέφος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας τοῦ Ἐλισάβετ-. Αὐτός εἶναι διπλός πρόδρομος καί κήρυκας πρός τούς ζωντανούς καί τούς νεκρούς. Αὐτός ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἡρώδη παραπέμφθηκε -μέ τόν ἀποκεφαλισμό του- στήν πανανθρώπινη φυλακή τοῦ Ἅδη τῶν δικαίων καί ἀδίκων κεκοιμημένων πού βρίσκονταν ἐκεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων.

        Κ. Ἀπό ἐκεῖ, ἀπ' τόν Ἅδη, ὅλοι οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι μέ θερμές καί συνεχεῖς προσευχές πρός τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά τους, ζητώντας λύτρωση ἀπό τήν πολύ ὀδυνηρή καί σκοτεινή καί κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ζοφερή καί κατασκότεινη νύχτα. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε πρός τόν Θεό: Ἀπό τήν κοιλιά τοῦ Ἅδη ἄκουσε τήν κραυγή τῆς φωνῆς μου. Καί ὁ ἄλλος: Μέσα ἀπ' τά βάθη τῆς καρδίας μου ἔκραξα πρός Ἐσένα, Κύριε. Κύριε ἄκουσε μέ προσοχή τή φωνή μου. Καί ἄλλος. Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου καί θά σωθοῦμε . Καί ἄλλος: Ἐσύ πού κάθεσαι ἐπάνω στόν Χερουβικό θρόνο, ἐμφανίσου. Καί ἄλλος: Ντύσου τή μεγάλη Σου δύναμη καί ἔλα νά μᾶς σώσεις. Καί ἄλλος: Κύριε, ἄς μᾶς προφθάσει ἡ εὐσπλαχνία Σου. Καί ἄλλος: Γλύτωσε τήν ψυχή μου ἀπ' τόν βαθύτατο Ἅδη Καί ἄλλος: Κύριε, βγάλε τήν ψυχή μου ἀπό τόν Ἅδη. Καί ἄλλος: Κύριε, μή ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν Ἅδη Καί ἄλλος: Ἄς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπ' τή φθορά πρός Ἐσένα, Κύριε καί Θεέ μου.

        ΚΑ. Ὅλους αὐτούς ἄκουσε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός ὁ Χριστός, καί δέν ἔκρινε δίκαιο τό νά ἐκδηλώσει τή φιλανθρωπία Τοῦ μόνο πρός αὐτούς πού ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή Του ἡ μετά ἀπό αὐτήν, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση Τοῦ βρίσκονταν στόν Ἅδη καί κάθονταν στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. Καί γι' αὐτό αὐτούς πού ζοῦσαν ἐπάνω στή γῆ τούς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός Λόγος μέ τό ἔμψυχο σῶμα, τίς δέ ψυχές πού ἦταν στόν Ἅδη χωρίς σῶμα τίς ἐπισκέφθηκε μέ τήν ἔνθεη κι' ἀμόλυντη ψυχή Τοῦ χωρίς τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί χωρίς τή Θεότητά Του.

        KB. Λοιπόν, ἄς τρέξουμε γρήγορα μέ τόν νοῦ κι' ἄς βαδίσουμε στόν Ἅδη γιά νά δοῦμε Πῶς ἐκεῖ μέ πανίσχυρη δύναμη νικᾶ ὁλοκληρωτικά τόν τύραννο τῶν σκλαβωμένων ψυχῶν καί Πῶς μέ μεγάλη πανστρατιά, μέ τή λάμψη Τοῦ αἰχμαλωτίζει χωρίς χέρια τίς ἀθάνατες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τίς θύρες πού δέν εἶναι θύρες σηκώνει ἀπό τή μέση καί τίς πύλες πού δέν εἶναι ξύλινες τίς σπάζει μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ θύρα. Καί μέ τά θεϊκά καρφιά συντρίβει καί κομματιάζει τούς αἰώνιους μοχλούς. Καί μέ τά δεσμά τῶν θεϊκῶν χεριῶν Τοῦ λειώνει σάν τό κερί τίς ἄλυτες ἁλυσίδες. Καί μέ τή λόγχη πού χτύπησε τή θεϊκή πλευρά Του, διατρυπᾶ τήν ἄσαρκη καρδιά τοῦ τυράννου. Ἐκεῖ συνέτριψε τή δύναμη τῶν τόξων του, ὅταν τέντωσε σάν τόξο ἐπάνω στόν Σταυρό τά θεία Τοῦ χέρια. Γι' αὐτό ἄν ἀκολουθήσεις μέ ἡσυχία τόν Χριστό, θά δεῖς τώρα, πού ἔδεσε τόν τύραννο καί πού κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἀνέσκαψε τή φυλακή -τοῦ Ἄδη- καί ἐλευθέρωσε τούς φυλακισμένους. Πῶς πάτησε τό φίδι καί πού κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἐλευθέρωσε τόν Ἀδάμ καί Πῶς ἀνέστησε τήν Εὕα. Πῶς γκρέμισε τόν ἐνδιάμεσο τοῖχο, καί Πῶς καταδίκασε τόν δηλητηριώδη δράκοντα, καί Πῶς ἔστησε ἀνίκητα τρόπαια. Ποῦ θανάτωσε τόν θάνατο καί Πῶς ἔφθειρε τή φθορά καί Πῶς ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στό ἀρχικό του ἀξίωμα.

        ΚΓ. Αὐτός πού χθές ἀπό συγκατάβαση δέν ἤθελε νά Τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν Ἀγγέλων, καί ἔλεγε στόν Πέτρο: δέν μπορῶ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί νά μοῦ στείλει γιά συμπαράσταση περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες Ἀγγέλων; σήμερα κατεβαίνει κάτω στόν Ἅδη καί τόν θάνατο, ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό καί σέ Δεσπότη γιά νά πολεμήσει μέ τόν θάνατο Τοῦ τόν τύραννο ὡς ἀρχηγός τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μόνο μέ δώδεκα λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων, Ἐξουσιῶν, Θρόνων χωρίς θρόνους, Ἑξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὅποια ὡς Δεσπότη τους καί Βασιλιά πρό-πέμπουν καί περιβάλλουν καί τιμοῦν τόν Χριστόν. Ὄχι ὡς σύμμαχοι. Μή γένοιτο! Διότι ὁ παντοδύναμος Χριστός ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη; Ἀλλά τόν συνοδεύουν γιατί αὐτό Τοῦ τό ὀφείλουν καί ἀγαποῦν νά βρίσκονται κοντά στόν Δεσπότη Θεό. Αὐτές οἱ Ἀγγελικές τάξεις εἶναι σάν ἔμπιστοι δορυφόροι ὁπλίτες λαμπροί κρατώντας σκῆπτρα τῆς θείας βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, καί μόνο στό θεῖο νεῦμα Τοῦ τρέχουν νά προλάβουν μέ γρηγοράδα ἡ μία τήν ἄλλη καί κάνοντας ἔργο καί πράξη τή διαταγή Του. Καί εἶναι καταστεφανωμένες μέ τό στεφάνι τῆς νίκης ἐναντίον τῶν παρατάξεων τῶν ἐχθρῶν καί τῶν παρανόμων. Γι' αὐτό καί κατεβαίνουν τότε στούς δρόμους καί εἶναι μαζί συνοδοιπόροι τοῦ Θεοῦ καί Δεσπότη στά μέρη τοῦ Ἅδη καί τά ὑπόγειά του, πού εἶναι βαθύτερα ἀπ' ὅλη τή γῆ, καί κατοικητήρια ὑπόγεια τῶν κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, καί ἔρχεται γιά νά τούς βγάλει μέ ἐξουσία αὐτούς τούς ἁλυσοδεμένους.

        ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, ἔφτασε στά κατάκλειστα καί ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια τοῦ Ἅδη, καί κατοικητήρια καί ὑπόγεια καί σπήλαια, ἡ θεϊκή καί λαμπρότατη παρουσία τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ πρίν ἀπό ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, γιατί βέβαια ὄντας ἀπό συνήθεια ἐκεῖνος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τίς ἀγγελίες τῆς χαρᾶς, μέ δυνατή φωνή ἀρχαγγελικότατη καί στρατηγικότατη, ἔντονη καί σάν τοῦ λιονταριοῦ λέει πρός τίς ἐχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις: Ἀνοῖξτε, ἄρχοντες τίς πύλες σας. Μαζί του φωνάζει κι' ὁ Μιχαήλ: Καί γκρεμιστεῖτε αἰώνιες πύλες. Μετά οἱ Δυνάμεις προσθέτουν: Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί. Κι' οἱ Ἐξουσίες λένε μ' ὅλη τους τήν ἐξουσία: Σπάστε ἄλυτες -γιά αἰῶνες-, ἁλυσίδες. Καί ἄλλος Ἄγγελος: Ντροπή σας, ἀντίθετοι κι' ἐχθροί. Καί ἄλλος: Φοβηθεῖτε, τύραννοι καί παράνομοι, -γι' αὐτό πού θά πάθετε.

        ΚΕ. Καί ὅπως γίνεται ὅταν ἐμφανιστεῖ μία φοβερή κι' ἀνίκητη, παντοδύναμη βασιλική νικηφόρα παράταξη τοῦ στρατοῦ, καί κυριεύει μία φρίκη καί ταραχή καί ὀδυνηρός φόβος τούς ἐχθρούς του ἀκαταγώνιστου Στρατηγοῦ, ἔτσι συνέβη ξαφνικά καί σ' ἐκείνους πού ἦταν στόν Ἅδη κάτω ἀπ' τή γῆ μέ τήν παράδοξη ἐκεῖ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ἐπάνω ἐρχόταν μία δυνατή λάμψη πού τύφλωνε καί σκότιζε τά πρόσωπα τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων τοῦ Ἅδη, κι' ἀκούγονταν βροντερές φωνές καί φωνές στρατών πού διέταζαν καί ἔλεγαν: Ἀνοῖξτε, ἄρχοντες, τίς πύλες σας. Ὄχι μή τίς ἀνοίγετε, ἀλλά βγάλτε τίς ἀπ' τά θεμέλια τους, ξεριζῶστε τίς καί πετάξτε τίς μακριά, ὥστε νά μή ξανακλείσουν. Βγάλτε, ἄρχοντες, τίς πύλες σας, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά τό κάνει ὁ Κύριος, πού ὅταν θέλει διατάζει καί μπαίνει ἀπ' τίς κλεισμένες πόρτες, ἀλλά διατάζει ἐσᾶς τούς δραπέτες δούλους νά σηκώσετε τίς αἰώνιες πύλες καί νά τίς μεταφέρετε καί νά τίς κατακομματιάσετε. Γι' αὐτό καί δέν διατάζει τούς ὄχλους σας, ἀλλά ἐσᾶς πού λέτε ὅτι εἴσαστε ἄρχοντές τους: Σηκῶστε, οἱ ἄρχοντες, τίς πύλες σας.

        ΚΣΤ. Εἴσασταν ἄρχοντες αὐτῶν καί ὄχι ἄλλων. Μέχρι τώρα ὅμως. Καί ἐάν καί μέχρι τώρα κακῶς εἴσασταν ἄρχοντες τῶν κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὅμως δέν θά εἴσαστε πλέον ἄρχοντες οὔτε αὐτῶν, οὔτε ἄλλων, οὔτε καί τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ σας. Γιατί παρουσιάστηκε ὁ Χριστός, ἡ οὐράνια θύρα. Ἀνοῖξτε δρόμο σ' Αὐτόν πού πάτησε τό πόδι Του στή φυλακή τοῦ Ἅδη. Τό ὄνομά Του εἶναι Κύριος, καί ὡς Κύριος μπορεῖ νά περάσει τίς πύλες τοῦ θανάτου. Ἐσεῖς φτιάξατε τήν εἴσοδο τοῦ θανάτου, Αὐτός ὅμως ἦλθε γιά νά τήν διαπεράσει. Γι' αὐτό μή ἀργοπορεῖτε. Ἀνοῖξτε τίς πύλες καί κάνετε γρήγορα. Ἀνοῖξτε καί μή ἀναβάλλετε. Καί ἐάν νομίζετε Πῶς θά σᾶς περιμένουμε, σᾶς λέμε Πῶς θά διατάξουμε καί θά ἀνοίξουν αὐτόματα χωρίς νά χρησιμοποιήσουμε τό χέρι μας: Καί γκρεμισθεῖτε αἰώνιες πύλες.

        ΚΖ. Καί μόλις οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις εἶπαν μέ δυνατή φωνή αὐτά τά λόγια, ἀμέσως ἄνοιξαν οἱ πύλες, ἀμέσως ἔσπασαν οἱ ἁλυσίδες καί οἱ μοχλοί. Ἔπεσαν οἱ κλειδαριές ἀμέσως καί σείσθηκαν τά θεμέλια της φυλακῆς, καί οἱ ἐχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σέ φυγή καί ἔσπρωχνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, καί μπερδεύονταν τά πόδια τοῦ ἑνός στά πόδια τοῦ ἄλλου καί φώναζε ὁ καθένας στόν ἄλλον νά φύγει. Ἔφριξαν, κλονίσθηκαν, θαύμασαν, ταράχθηκαν, ἄλλαξε τό χρῶμα τους, φοβήθηκαν, σταμάτησαν καί γέμισαν μέ ἔκσταση, ἀπόρησαν μαζί καί τρόμαξαν. Καί ὁ ἕνας στεκόταν μ' ἀνοιχτό τό στόμα, κι' ὁ ἄλλος ἔκρυψε τό πρόσωπό του στά γόνατά του. Καί ὁ ἄλλος ἔπεσε κάτω ἀπολιθωμένος καί ἄλλος σάν νεκρός καί σάν κολώνα, κι' ἄλλος κυριεύθηκε μέ δέος καί ἄλλος ἔπεσε κάτω μέ πρόσωπο τρομαγμένο στή θέα τῶν οὐρανίων Ἀγγέλων, καί ἄλλος ἔτρεξε νά κρυφτεῖ σέ βαθύτερο μέρος.

        ΚΗ. Τότε ἐκεῖ ὁ Χριστός ἔκοψε τά κεφάλια τῶν σαστισμένων τυράννων. Ἐκεῖ θορυβήθηκαν γι' Αὐτόν, ἐκεῖ χαλάρωσαν τά χαλινάρια τους καί ἔλεγαν: Ποιός εἶναι Αὐτός ὁ δοξασμένος Βασιλιάς; Ποιός εἶναι Αὐτός ὁ μέγας, Αὐτός ποῦ ἦλθε μέ τόσο μεγάλη συνοδεία, κάνοντας τόσο μεγάλα θαύματα; Ποιός εἶναι Αὐτός ὁ ἔνδοξος Βασιλιάς ποῦ κάνει τώρα στόν Ἅδη αὐτά ποῦ δέν ἔγιναν ποτέ; Ποιός εἶναι Αὐτός ποῦ βγάζει ἀπό ἐδῶ τους κεκοιμημένους ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων; Ποιός εἶναι Αὐτός πού διέλυσε καί κατέστρεψε τό ἀνίκητο θάρρος καί τή δύναμή μας, Αὐτός ποῦ ἔβγαλε ἀπό τή φυλακή τοῦ Ἅδη αὐτούς ποῦ ἦταν φυλακισμένοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων;

        ΚΘ. Πρός αὐτούς οἱ Ἀγγελικές δυνάμεις τοῦ Κυρίου ἀπαντοῦσα καί ἔλεγαν: Θέλετε νά μάθετε, παράνομοι τύραννοι, ποιός εἶναι Αὐτός ὁ δοξασμένος Βασιλιάς; Εἶναι ὁ δυνατός καί παντοδύναμος Κύριος. Ὁ δυνατός καί ἰσχυρός καί ἀνίκητος στούς πολέμους Κύριος. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος, ἐλεεινοί καί παράνομοι τύραννοι πού σᾶς ἐξόρισε καί σᾶς ἔριξε κάτω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψίδες. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού στά νερά τοῦ Ἰορδάνη ἔσπασε τά κεφάλια τῶν δρακόντων σας. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἐπάνω στόν Σταυρό σᾶς ἔκανε θέατρο, σᾶς διαπόμπευσε καί σᾶς ἀφαίρεσε τή δύναμη. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού σᾶς ἔδεσε καί σᾶς ἔριξε στό πυκνό σκοτάδι καί τήν ἄβυσσο. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού θά σᾶς ρίξει στήν αἰώνια φωτιά καί τή γέενα καί θά σᾶς ἐξοντώσει. Λοιπόν, μή ἀργοπορεῖτε καί μή περιμένετε, ἀλλά τρέξτε γρήγορα καί βγάλετε τούς φυλακισμένους, τούς ὁποίους μέχρι τώρα κακῶς ἔχετε καταπιεῖ. Ἀπό τώρα καί μπρός καταργεῖται τό κράτος σας. Παύει ἡ τυραννική σας ἐξουσία. Ἡ ἀλαζονεία σᾶς καταργεῖται οἰκτρά. Ἡ καύχηση σᾶς ἔφτασε στό τέλος της, καί ἡ δύναμη σᾶς καταπατήθηκε καί χάθηκε.

        Λ. Αὐτά ἔλεγαν οἱ νικήτριες Ἀγγελικές δυνάμεις τοῦ Κυρίου στίς ἐχθρικές δυνάμεις καί συγχρόνως ἐνεργοῦσαν μέ βιασύνη. Καί ἄλλοι γκρέμιζαν τή φυλακή ἀπ' τά θεμέλια της. Ἄλλοι καταδίωκαν τίς ἐχθρικές ἐξουσίες πού ἔφευγαν ἀπό τά ἐξωτερικά μέρη πρός τά βαθύτερά του Ἅδη γιά νά σωθοῦν. Καί ἄλλοι ἐρευνοῦσαν τά ὑπόγεια καί τά φρούρια καί τά σπήλαια, καί ἔτρεχαν. Καί ἄλλοι ἔφερναν δεσμῶτες ἀπό διάφορες κατευθύνσεις στόν Κύριο, καί ἄλλοι ἔδεναν μέ ἄλυτα δεσμά τόν τύραννο, καί ἄλλοι ἐλευθέρωναν τούς φυλακισμένους ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. Καί ἄλλοι μέν ἔδιναν διαταγές, καί ἄλλοι ὑπηρετοῦσαν στά γρήγορα. Καί ἄλλοι ἔτρεχαν πρίν ἀπό τόν Κύριο πού προχωροῦσε βαθύτερα, καί ἄλλοι Τόν ἀκολουθοῦσαν ὡς νικηφόρο βασιλιά καί Θεό.

        ΛΑ. Καθώς, λοιπόν, αὐτά ἔτσι γίνονταν στόν Ἅδη καί λέγονταν καί ὅλα θορυβοῦνταν καί σείονταν, καί ὁ Κύριος κόντευε νά φτάσει στά πιό κατώτερα μέρη, ὁ Ἀδάμ, αὐτός πού δημιουργήθηκε πρίν ἀπό ὅλους, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτοθνητός, πού βρισκόταν πιό βαθειά ἀπό ὅλους, δεμένος πολύ γερά, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν πρός τούς φυλακισμένους καί ἀναγνώρισε τή φωνή Τοῦ καθώς περπατοῦσε μέσα στό δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε πρός ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του γιά αἰῶνες δέσμιοι καί τούς εἶπε: Ἀκούω τόν ἦχο τῶν βημάτων Κάποιου πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς. Καί ἐάν πραγματικά μας ἀξίωσε Ἐκεῖνος νά ἔλθει ἐδῶ, τότε ἐμεῖς θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπ' τά δεσμά μας. Ἐάν Τόν δοῦμε πραγματικά ἀνάμεσά μας, τότε ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἀπό τόν Ἅδη.

        ΛΒ. Καί καθώς ὁ Ἀδάμ αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά ἔλεγε πρός ὅλους τους συγκαταδίκους του, μπαίνει ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις Τόν εἶδε ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, χτύπησε τό στῆθος τοῦ γεμάτος ἔκπληξη καί φώναξε μέ δυνατή φωνή πρός ὅλους λέγοντας: Ὁ Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους. Καί ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός καί εἶπε στόν Ἀδάμ: Ἄς εἶναι μαζί καί μέ τό δικό σου πνεῦμα. Καί τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει καί τοῦ λέει: Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός. Ἐγώ ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, πού γιά χάρη σου κι' αὐτούς πού κατάγονται ἀπό ἐσένα λέω τώρα δίνοντάς τους μέ τήν ἐξουσία μου τήν ἐλευθερία ἀπ' τά δεσμά τους: Βγεῖτε ἔξω. Καί σ' ὅσους βρίσκονται στό σκοτάδι λέω: Λάβετε φῶς. Καί στούς κεκοιμημένους λέω: Ἀναστηθεῖτε. Καί ἐσένα, Ἀδάμ, προστάζω: Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι, γιατί δέν σέ δημιούργησα γι' αὐτό, γιά νά μένεις δηλαδή φυλακισμένος στόν Ἅδη. Ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς. Ἐγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν νεκρῶν. Ἀναστήσου δικό μου πλάσμα, ἀναστήσου ἐσύ ἡ δική μου μορφή πού σέ δημιούργησα σύμφωνα μέ τή δική μου εἰκόνα. Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σ' ἐσένα. Ἐγώ ὡς ἄνθρωπος κι' ἐσύ ἔχουμε τήν αὐτή φύση. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Θεός σου ἔγινα γιός σου. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Δεσπότης ἔλαβα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά χάρη σου ἐγώ πού βρίσκομαι ὑψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, ἦλθα ἐπάνω στή γῆ καί κατέβηκα πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἀβοήθητος ἄνθρωπος ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπ' τόν κῆπο - τῆς Ἐδέμ-, παραδόθηκα στούς Ἰουδαίους μέσα στόν κῆπο -τῆς Γεθσημανής- καί μέσα στόν κῆπο σταυρώθηκα.

        ΛΓ. Δές στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού δέχτηκα γιά χάρη σου γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουν ὅταν σου εἶχα δώσει τό ἐμφύσημά μου. Δές τά ραπίσματα πού δέχτηκα στά σαγόνια μου, πού τά καταδέχτηκα γιά νά ἐπαναφέρω τήν ἀλλοιωμένη μορφή σου στό κατ' εἰκόνα μου. Δές στή ράχη μου τό μαστίγωμα πού τό καταδέχτηκα γιά νά διαλύσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου πού εἶχες ἐπάνω στήν πλάτη σου. Δές τά καρφωμένα μου χέρια πού καλῶς τά ἅπλωσα ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά σένα πού κακῶς ἅπλωσες τά χέρια σου στό ἀπαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δές τά πόδια μου πού τρυπήθηκαν καί καρφώθηκαν στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιατί τά δικά σου πόδια κακῶς ἔτρεξαν πρός τό δέντρο τῆς παρακοῆς τήν ἕκτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία βγῆκε ἐναντίον σου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση, καί πάλι κατά τήν ἕκτη ἡμέρα ἐργάζομαι γιά τήν ἀνάπλασή σου καί γιά τό ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου.

        ΛΔ. Γεύθηκα γιά χάρη σου τή χολή γιά νά σού θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά κατάργηση ἀπό ἐσένα τό δριμύ κι' ἀφύσικο ποτήριο τοῦ θανάτου. Δέχτηκα τόν σπόγγο γιά νά σβήσω τό χειρόγραφο πού ἔγραφε τίς ἁμαρτίες σου. Δέχτηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὕπνωσα ἐπάνω στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα μέ λόγχη στήν πλευρά, γιά σένα πού σέ ὕπνωσα στόν παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὕα. Ἡ δική μου πλευρά θεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. Ὁ δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τόν ὕπνο σου στόν Ἅδη. Ἡ λόγχη πού μέ τρύπησε σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου .

        ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Σέ ἔβγαλε ὁ ἐχθρός ἀπό τόν γήινο παράδεισο. Σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον στόν παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Σέ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό τυπικό δέντρο τῆς ζωῆς, τώρα ὅμως ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ πού εἶμαι ἡ Ζωή. Διέταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα κάνω τά Χερουβίμ νά σέ προσκυνήσουν ὡς Θεό. Κρύφτηκες τότε ἀπό τόν Θεό γιατί ἤσουν γυμνός, νά ὅμως τώρα πού ἔκρυψες μέσα σου γυμνό τόν Θεό. Ντύθηκες τόν δερμάτινο χιτώνα τῆς ντροπῆς, ἀλλά ἐγώ ὀντάς Θεός ντύθηκα τόν ματωμένο χιτώνα τῆς σάρκας. Γι' αὐτό σηκωθεῖτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη, ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, ἀπό τή φυλακή στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. 

        ΛΣΤ. Γι' αὐτόν τόν σκοπό πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος νεκρῶν καί ζωντανῶν. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐνενήντα ἐννιά πρόβατα τῶν Ἀγγέλων περιμένουν τόν συνδουλό τούς Ἀδάμ πότε νά ἀναστηθεῖ, καί πότε νά ἀνέβει, καί πότε νά ἐπιστρέψει πρός τόν Θεό. Ὁ Χερουβικός θρόνος ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. Ὁ χῶρος τοῦ γάμου ἔχει προετοιμαστεῖ. Τό δεῖπνο εἶναι στρωμένο. Οἱ αἰώνιες σκηνές καί οἱ τόποι διαμονῆς εἶναι ἕτοιμοι.. Ἔχουν ἀνοιχτεῖ οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρίν ἀπό αἰῶνες. Τά ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο δέν τά ἔχει δεῖ μέχρι τώρα μάτι καί αὐτιά δέν ἄκουσαν γι' αὐτά, καί δέν τά ἔβαλε νοῦς ἀνθρώπου.

        ΛΖ. Αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά εἶπε ὁ Κύριος. Καί ἀνασταίνεται ὁ Χριστός καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του Ἀδάμ κι' ἀνασταίνεται μαζί καί ἡ Εὕα. Ἀναστήθηκαν καί πολλά ἄλλα σώματα δικαίων πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, κηρύττοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία, οἱ πιστοί ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε κι ἄς τή δοῦμε κι' ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί γιορτάζοντας μαζί μέ τούς Ἀσωμάτους καί δοξάζοντας μαζί τους τόν Χριστό πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς ζωοποίησε. Σ' Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Ἀμήν.            

Ἀπό https://www.oodegr.com/oode/pateres1/epifan_kyproy/kathodos_adou.htm