Ἡ αἵρεσις τῶν Πεντηκοστιανῶν

2014-08-04 21:29

            Τοῦ π.  Ευαγγέλου Κ. Πριγκιπάκη

            Ἡ αἵρεση τῶν Πεντηκοστιανῶν ἔλαβε καταχρηστικά τό ὄνομά της ἀπό τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή πυρίνων γλωσσῶν καί τό φωτισμό τῶν ἀποστόλων στό ὑπερῶο τῶν Ἱεροσολύμων, πενήντα ἡμέρες μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Πράξ.2,1-13). Γιά τό λόγο αὐτό καί οἱ ὀπαδοί της, πού αὐτοαποκαλοῦνται «ἄνθρωποι τῆς Πεντηκοστῆς», θεωροῦν ἐσφαλμένως, ὅτι κατά τίς λατρευτικές τους ἐκδηλώσεις ἐπαναλαμβάνονται καί σ' αὐτούς ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἔκτακτες χαρισματικές ἐκδηλώσεις πού συνέβησαν στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο, διότι πιστεύουν ὅτι πραγματοποιεῖται ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος προσωπικά σέ κάθε «πιστό», γεγονός πού, ὅπως ἰσχυρίζονται, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά παρατηροῦνται, κατά τρόπο ἀόρατο καί μυστικό, «ὑπερφυσικά» φαινόμενα, τά ὁποῖα ἐκλαμβάνονται ὡς τό «βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Εἶναι βέβαιο, ὅμως, ὅτι ὄλ' αὐτά τά φαινόμενα, ὄχι μόνο δέν ἔχουν σχέση μέ τήν παρουσία καί τή δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς καρδιές τους, ἀλλά, ἀντίθετα, ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση τήν παντελῆ ἀπουσία του, ἀποτελοῦν οἰκτρή πνευματική πλάνη καί ὑποδηλώνουν τήν παρουσία καί τήν ἐπενέργεια τοῦ σατανικοῦ πνεύματος σ' αὐτά. Θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κανείς, δηλαδή, ὅτι τά φαινόμενα αὐτά συνιστοῦν, μᾶλλον, ἀκραῖες ψυχολογικές ἀντιδράσεις παθολογικῆς φύσεως, στίς ὁποῖες παρατηροῦνται εὐκρινῶς συμπτώματα δαιμονισμοῦ.

  1. Ἡ πεντηκοστιανή «προϊστορία»: Τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Προτεσταντισμός καί οἱ Πεντηκοστιανοί.

            Πρίν ἀναφερθοῦμε λεπτομερέστερα στήν ἱστορία τῆς αἱρέσεως τῶν Πεντηκοστιανῶν, εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνει λόγος γιά τήν πνευματική τους προϊστορία, δηλαδή τίς προτεσταντικές τους καταβολές, καθότι διαδίδουν ψευδῶς ὅτι ἡ κίνησή τους δέν ἱδρύθηκε ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά ἕλκει τήν καταγωγή της ἀπό τό γεγονός τῆς ἐκχύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

            Ἡ ἐπέλευση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅμως, δέν πραγματοποιήθηκε τόν 20ο αἵ., ποῦ ἐμφανίστηκαν οἱ Πεντηκοστιανοί, ἀλλά συνέβη περί τά μέσα τοῦ 1ου αἵ. στήν Ἐκκλησία καί γιά τήν Ἐκκλησία καί μάλιστα πενήντα ἡμέρες μετά τήν ἀνάσταση καί δέκα ἡμέρες μετά τήν ἀνάληψή του Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς οὐρανούς. Τό γεγονός αὐτό πραγματώθηκε ὡς ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης τήν ὁποία εἶχε δώσει στά μέλη τοῦ αἰωνίου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας του, πρῶτα μέσω τοῦ προφήτου Ἰωήλ, ὡς ἄσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν, λίγο πρίν ἀναληφθεῖ, στούς μαθητές του, ὡς ἐνανθρωπήσας Κύριος. Εἶχε, δηλαδή, διαβεβαιώσει πρῶτα τό εὐσεβές «λείμμα» τοῦ Παλαιοῦ Ἰσραήλ, ὅτι «τό Πνεῦμα μου πλουσιοπάροχα θά τό χαρίσω σέ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωήλ 3,1), ἐνῶ στούς μαθητές τοῦ κατόπιν, πού ὑπῆρξαν τό πρῶτο «λείμμα» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ὑποσχέθηκε, ὅτι θά παρακαλέσει τό Θεό Πατέρα «νά δώσει ἄλλον Παράκλητο, τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὥστε νά εἶναι πάντα μαζί» τους (Ἰωάν. 14,15). Γι' αὐτό καί μετά τήν ἀνάστασή του ἐμφανιζόταν συχνά στούς ἀποστόλους καί τούς προέτρεπε νά μήν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά νά περιμένουν ἀπό τό Θεό Πατέρα τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης πού τούς εἶχε δώσει, «ὅτι, δηλαδή,...ἐσεῖς θά βαφτιστεῖτε σέ λίγες μέρες μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα» (Πράξ. 1,5).

            Ἔτσι, ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «τους παρουσιάστηκαν γλῶσσες σάν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ' αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Ἅγιο Πνεῦμα» (Πράξ. 2,3-4). Μιλώντας ἄλλες γλῶσσες οἱ ἀπόστολοι, ὅμως, δέν ἐξέπεμπαν ἄναρθρες καί ἀκατανόητες κραυγές ὅπως κάνουν οἱ Πεντηκοστιανοί στίς συνάξεις τους, ἀλλά μιλοῦσαν φωτισμένοι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀπό τό πλῆθος πού εἶχε συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ ἔκπληκτο, «ὁ καθένας τούς ἄκουγε...νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα» (Πράξ. 2,6). Γι' αὐτό, ἄν καί εἶχαν συγκεντρωθεῖ μπροστά στό ὑπερῶο ἄνθρωποι ἀπό διαφορετικές ἐθνότητες καί μέ διαφορετικές γλῶσσες, ὅπως «Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς Λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι..., Κρητικοί καί Ἄραβες», ὄχι μόνο διαπίστωναν ὅτι, μιλώντας οἱ ἀπόστολοι, «ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2, 9-11), ἀλλά διερωτοῦνταν κιόλας γιά τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, «Πῶς λοιπόν ὅλοι αὐτοί μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα» ἄν καί εἶναι Γαλιλαῖοι; (Πράξ. 2,7-8). Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, δηλαδή, σέ ἀντίθεση μέ τούς αἱρετικούς Πεντηκοστιανούς, δέν μιλοῦσαν ξένες καί ἀκατανόητες ἀπό τό ἀκροατήριό τους γλῶσσες, ἀλλά μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κήρυτταν τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ στή γλώσσα τους καί οἱ περευρισκόμενοι ἔξω ἀπό τό ὑπερῶο τούς ἄκουγαν καί τούς καταλάβαιναν ὁ καθένας στή δική του γλώσσα.

            Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Πεντηκοστή, ὅμως, δέν εἶχε ἔκτακτο, ἐπαναλαμβανόμενο καί περιοδικό χαρακτήρα, οὔτε εἶχε ὡς μόνο σκοπό, ὅπως πιστεύουν οἱ Πεντηκοστιανοί, νά προσφέρει κυρίως τή γλωσσολαλιά στούς ἀποστόλους. Ἀλλά εἶχε ὡς ἀποστολή νά παραμείνει μόνιμα καί γιά πάντα στήν Ἐκκλησία (Ἰωάν. 14,16), μέ σκοπό νά συγκρατεῖ τά μέλη της στήν ἀληθινή καί ὀρθή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά τά παρηγορεῖ καί νά τά ἐνισχύει στόν πνευματικό τους ἀγώνα, ὡς «Παράκλητος», ἀλλά καί νά τά διδάσκει διαρκῶς «τά πάντα», ὑπενθυμίζοντάς τους, ὅπως τούς ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος, «ὅλα ὅσα σᾶς ἔχω πεῖ ἐγώ» (Ἰωάν. 14,26). Γιά τό λόγο αὐτό διαμένει καί ἐνεργεῖ μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐντός της ὁποίας καί μέσω τῶν ἱερῶν μυστηρίων, τά ὁποία τελοῦν μέχρι σήμερα καί ἕως τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου οἱ, ἄμεσοι διάδοχοι τῶν ἀποστόλων, ἐπίσκοποι καί μέ τήν ἄδειά τους οἱ πρεσβύτεροι, ἐκχέει τή θεία χάρη πρός τούς ἀνθρώπους καί διανέμει τά ποικίλα χαρίσματά του, ὡς σημεῖα τῆς σωτηρίας τους. Οἱ Πεντηκοστιανοί, ὅμως, οὔτε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀνήκουν, οὔτε ἐπισκόπους μέ ἀποστολική διαδοχή ἔχουν, οὔτε πρεσβυτέρους, οὔτε μυστήρια παραδέχονται καί τελοῦν, γι' αὐτό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα οὔτε κατοικεῖ, οὔτε ἐνεργεῖ στίς καρδιές τους, ἐφ' ὅσον οἱ ἴδιοι, οὐσιαστικά καί ἐνσυνείδητα, στεροῦν ἀπό τούς ἑαυτούς τούς τήν ἐπενέργειά του. Παρά ταῦτα, ὅμως, κι ἐνῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα δρᾶ αἰωνίως στήν Ἐκκλησία καί ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τή φανέρωσή της, ἐδῶ καί 2.000 χρόνια, «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν της», ἡ πεντηκοστιανή αἵρεση, πού ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα ἕνα ἀπό τά νεότερα πνευματικά παρακλάδια καί τέκνα τοῦ κακόδοξου Προτεσταντισμοῦ, ἰσχυρίζεται, χωρίς ἐνδοιασμούς, ὅτι οἱ ρίζες τῆς ἀνάγονται στίς ἀρχές τῆς Ἐκκλησίας καί τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.. Τό πλέον βέβαιο, ὅμως, καί ἱστορικῶς ἀδιαμφισβήτητο γεγονός εἶναι, ὅτι ἡ πεντηκοστιανή κίνηση δέν ἔχει οὔτε πνευματική, ἀλλά οὔτε ἱστορική σχέση μέ τήν Πεντηκοστή καί τή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον κατάγεται ἄμεσα, πνευματικά καί ἱστορικά, ἀπό τή μεγάλη προτεσταντική αἵρεση, μέσα στά σπλάχνα τῆς ὁποίας γεννήθηκε καί διαμορφώθηκε ὡς τήν αὐτονόμησή της, μόλις στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα.

            Εἶναι ἄλλωστε γνωστό, ὅτι καί ὁ Προτεσταντισμός ὡς θρησκευτικό μόρφωμα καί φαινόμενο ἐμφανίστηκε μόλις τόν 16ο αἰώνα, ἀρχικά, ἐντός του κατά τόν 11ο αἵ. ἀποσχισθέντος ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μεσαιωνικοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ὡς μορφή ἀντίδρασης στίς αὐθαιρεσίες τοῦ παπικοῦ ἀπολυταρχισμοῦ καί κατόπιν ὡς αὐτόνομη θρησκευτική κίνηση μέ αὐτοτελῆ ὀργάνωση, πολυποίκιλη μορφολογία καί ὄχι ἑνιαία διδασκαλία. Καί τοῦτο, διότι τό περιεχόμενο τῆς πίστεως στηρίχθηκε, μέ τό sola Scriptura, μόνο στήν ἀπό τόν καθένα αὐθαίρετη, προσωπική καί αὐτονομημένη ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἔτσι, ἡ ἔλλειψη ἑνιαίας ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁδήγησε στήν ἀπουσία ἑνιαίας διδασκαλίας καί ὀργανώσεως, πράγμα πού συνέβαλε ἀποφασιστικά, ὥστε ἀπό πολύ νωρίς νά πολυδιασπαστεῖ ὡς κίνηση καί νά ὑπάρχουν σήμερα πάνω ἀπό τετρακόσιες αἱρετικές προτεσταντικές παραφυάδες, δύο ἀπό τίς ὁποῖες, ὁ Μεθοδισμός καί οἱ «κινήσεις ἁγιότητος» -δηλαδή οἱ θρησκευτικές ὁμάδες πού πίστευαν ὅτι ἡ «ἁγιότητα» συνιστᾶ ἐμπειρία καί χάρη, χωρίς νά ἀπαιτεῖ γι' αὐτό μεταστροφή καί δικαίωση- νά ἀποτελέσουν τήν πνευματική μήτρα, ἐντός της ὁποίας κυοφορήθηκε ἡ αἵρεση τῶν Πεντηκοστιανῶν.

            Ἄρα οἱ Πεντηκοστιανοί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ἀκραῖοι αἱρετικοί Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι, ὅπως καί οἱ ὁμοϊδεάτες τους, ἀκολούθησαν ξεχωριστή πνευματική πορεία, διασπασμένοι σέ δεκάδες ὁμάδες καί κινήσεις, ἐνῶ δέν ἔχουν καμία ἀπολύτως σχέση μέ τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

2. Ἵδρυση, ἐξάπλωση καί διδασκαλία.

            Ἔτσι, παρ' ὅλο πού ἀνάγουν τήν ἵδρυση τῆς αἱρέσεώς τους στήν πρώιμη ἀποστολική ἐποχή, ἡ σκληρή ἀλήθεια καί ἡ ὠμή πραγματικότητα εἶναι, ὅτι  οἱ πρῶτοι πυρῆνες τῆς πεντηκοστιανῆς κακοδοξίας ἐμφανίστηκαν στήν Ἀμερική καί τή Βρετανία μεταξύ τῶν ἐτῶν 1904 καί 1910, κάτι πού δείχνει ὄχι μόνο τή χασματώδη χρονική διαφορά πού χωρίζει τό ὑπερφυές καί ἔκτακτο γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς ἀπό τήν ἵδρυση τῆς αἱρέσεως στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, ἀλλά παρουσιάζει κατά τρόπο ἐξαιρετικά εὔγλωττο καί τό μέγεθος τοῦ ψεύδους καί τῆς πλάνης, στήν ὁποία ἐξακολουθοῦν νά βρίσκονται. Κι αὐτό, διότι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία, γιά χάρη τῆς ὁποίας συνέβη ἡ Πεντηκοστή, διδάσκει, ὅτι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε καί ὡς σκοπό νά καλέσει τούς ἀνθρώπους σέ ἑνότητα, οἱ αἱρετικοί Πεντηκοστιανοί, ὡς γνήσιοι Προτεστάντες, δέν ἐπεδίωξαν, γι' αὐτό καί δέν κατάφεραν ποτέ, οὔτε στή διοίκηση, οὔτε στή διδασκαλία τους, αὐτήν «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἔτσι, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπό πολύ νωρίς διασπάστηκαν καί κατακερματίστηκαν, ὡς «νέα Βαβέλ», σέ πολυάριθμες θρησκευτικές ὁμάδες μέ ξεχωριστές διδασκαλίες, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνεται λόγος σήμερα γιά τό «χάος τῶν Πεντηκοστιανῶν», γεγονός πού εἶναι ἀπό μόνο τοῦ ἀρκετό, πιστεύουμε, νά καταδείξει τήν ἔλλειψη παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τίς κινήσεις τους, καθώς ἡ κάθοδός του στήν Ἐκκλησία, «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε».

            Ὅπως εἶναι κυριολεκτικά χαώδης ἡ μορφολογία τους, τό ἴδιο χαώδης εἶναι καί ἡ διδασκαλία τους, ἐφόσον κάθε ὁμάδα ἔχει ἰδιαίτερα στοιχεῖα στήν πίστη της, στήν ὁποία κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει: α) τό πρόσωπο τοῦ ἱδρυτῆ της καί β) τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο πού ἐκδηλώνεται μέ τό κατ' αὐτούς «χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ, ὅπως τό ὀνομάζουν, «δεύτερη εὐλογία» καί «βάπτισμα τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Κορυφαῖες ἐκφράσεις τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὅπως ἰσχυρίζονται, ἀποτελοῦν ἡ γλωσσολαλιά, οἱ προφητεῖες, τά ὁράματα, οἱ ἐκστατικές καταστάσεις, οἱ θεραπεῖες, κ.α. Ὅταν μάλιστα παρατηρηθεῖ ὅτι συμβαίνουν σέ κάποιο «πιστό» κάποια ἀπό τά παραπάνω φαινόμενα, τότε πιστεύεται ὅτι εἰσέρχεται ἐντός του τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐμπειρία πού ἐκλαμβάνεται ὡς ἐφάμιλλη μέ τήν κάθοδό Του στούς Ἀποστόλους κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γι' αὐτό καί συνοδεύεται μέ τήν ἀπόκτηση τῶν λοιπῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Πιστεύουν, δηλαδή, ἐσφαλμένως, ὅτι σέ κάθε «φωτισμένο» ἐπαναλαμβάνεται τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, ἐνῶ ἐκεῖνο πού συμπληρώνει τήν κακοδοξία τούς εἶναι ὅτι ἐκλαμβάνουν τήν ἀπόκτηση τοῦ λεγομένου «βαπτίσματος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ὡς ἀνώτερη δωρεά καί ἐγγύηση τῆς σωτηρίας τους. Κι αὐτό, διότι, ὅπως ἰσχυρίζονται, κατά «τήν ἁρπαγή τῆς ἐκκλησίας», πρίν τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου, θά παραληφθοῦν ὅλοι οἱ «φωτισμένοι» καί θά διαφυλαχθοῦν ἀπό τό Χριστό.

            Ὅλα αὐτά ἔχουν ὡς συνέπεια:

            α) νά ἀπορρίπτουν τήν ὕπαρξη καί νά καταπολεμοῦν λυσσαλέα τό ἔργο καί τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλώντας τήν «Βαβυλώνα» καί «πόρνη», καθώς οἱ ὀπαδοί καθεμιᾶς ἀπό τίς πεντηκοστιανές ὁμάδες πιστεύουν πώς ἡ κίνησή τους ἀποτελεῖ τή «γνήσια ἐσχατολογική ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἔχει ὡς σκοπό νά ἀποτελέσει τή βάση γιά τήν ἕνωση «τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν»,

            β) νά ἀρνοῦνται μερικές ἀπό τίς κινήσεις τούς τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα,

            γ) νά μήν ἀποδέχονται τήν Ἱερά Ἐκκλησιαστική Παράδοση,

            δ) νά θεωροῦν ἐσφαλμένως ὅτι μόνον ἐκεῖνοι, λόγω τῶν «πνευματικῶν τους χαρισμάτων», ἑρμηνεύουν θεόπνευστα τήν Ἁγίας Γραφή,

            ε) νά ἀπορρίπτουν στήν πραγματικότητα ὅλα τά Ἱερά Μυστήρια,

            στ) νά πιστεύουν, ὅπως καί οἱ Ἰεχωβάδες, στήν ψευδῶς λεγόμενη «χιλιετῆ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ»,

            ζ) νά διδάσκουν «τήν ἁρπαγή τῆς ἐκκλησίας»,

            η) νά μήν τιμοῦν τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ,

            θ) νά μήν ἀποδέχονται τήν τιμή τῶν ἁγίων καί τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἀπορρίπτουν καί τήν ἀειπαρθενία,

            ι) νά ὑβρίζουν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέ τή διδασκαλία ὅτι εἶχε καί ἄλλα σαρκικά ἀδέλφια,

            ια) νά ἀποδοκιμάζουν τίς Ἱερές Εἰκόνες καί νά χαρακτηρίζουν τήν τιμή τους ὡς εἰδωλολατρεία καί

            ιβ) νά ἀπορρίπτουν ἀσεβῶς τά μνημόσυνα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.

3. Οἱ θέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν Πεντηκοστιανῶν.

            Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπορρίπτει καί ἀποδοκιμάζει ὅλες τίς παραπάνω κακόδοξες θέσεις τῆς πεντηκοστιανῆς αἱρέσεως, γι' αὐτό καί τίς ἔχει ἀναιρέσει πλήρως μέ σειρά εἰδικῶν ἔργων θεολόγων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, οἱ τίτλοι μερικῶν ἀπό τά ὁποία παρατίθενται στήν παράγραφο 8 τοῦ παρόντος. Στήν παροῦσα παράγραφο θά περιοριστοῦμε μόνο σέ γενικές παρατηρήσεις πάνω σέ βασικά σημεῖα τῶν διαφορῶν τους ἀπό τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία, ὅπως ἡ Πεντηκοστή, ἡ Γλωσσολαλιά, ἡ Ἐκκλησία καί τά Ἔσχατα, προκειμένου ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός νά σχηματίσει μία ἐπαρκῆ εἰκόνα γιά τόν κακόδοξο χαρακτήρα τῆς διδασκαλίας τους. Ἔτσι, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία:

            Ι. Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, σέ ἀντίθεση μέ τή διδασκαλία τῶν Πεντηκοστιανῶν, δέν συνέβη τόν 20ο αἰώνα, οὔτε λαμβάνει ἕως καί σήμερα χώρα στόν καθένα πιστό ξεχωριστά ὡς γεγονός, ἀλλά ὑπῆρξε ἔκτακτο καί μοναδικό γεγονός πού ἔγινε ἀκριβῶς πενήντα ἡμέρες μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἔχει μόνιμο χαρακτήρα, καθώς τό Ἅγιο Πνεῦμα πλέον εὑρίσκεται, ἐνοικεῖ καί ἐνεργεῖ ἕως τή Δευτέρα Παρουσία στήν Ἐκκλησία, ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὁποίας χαριτώνει καί ἁγιάζει, ὄχι αἱρετικούς ὅπως οἱ Πεντηκοστιανοί, ἀλλά κάθε πιστό μέλος της πού εἶναι βαπτισμένο στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποδέχεται χωρίς περικοπές καί ἐκπτώσεις τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστη» Της κι ἐφαρμόζει ἀπαρεγκλίτως στή ζωή τοῦ τό ἦθος Της.

            ΙΙ. Η ΓΛΩΣΣΟΛΑΛΙΑ, τό κορυφαῖο ἀπό τά χαρίσματα πού ἰσχυρίζονται οἱ Πεντηκοστιανοί ὅτι τούς παραχωροῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι οἰκτρή πλάνη καί φοβερή ἀπάτη, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται οὐσιαστικά, μαζί μέ τίς λεγόμενες ψευδοπροφητεῖες καί ψευδοθεραπεῖες ὡς στοιχεῖο ἐντυπωσιασμοῦ καί παραπλάνησης τῶν ὑποψηφίων θυμάτων τους, ἐνῶ ἄν ἐξεταστοῦν περαιτέρω αὐτά ὡς φαινόμενα, θά ἀποδειχθεῖ ὅτι πρόκειται εἴτε γιά ψυχοπαθολογικῆς φύσεως ἐκδηλώσεις, εἴτε, στήν πραγματικότητα, γιά δαιμονικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες συμβαίνουν σέ ἀποδήμους της χάριτος τοῦ Θεοῦ καί σέ πλάνη εὐρισκομένους ἀνθρώπους. Καί αὐτό, διότι ἀπ' ὅπου ἀπουσιάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅπως συμβαίνει μέ τούς Πεντηκοστιανούς, ἐκεῖ βασιλεύει καί ἐνεργεῖ ὁ Σατανᾶς καί οἱ δυνάμεις του. Ὅσον ἀφορᾶ τή γλωσσολαλιά τῶν ἀποστόλων κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, αὐτή δέν ἦταν μόνιμο χάρισμα, οὔτε ἀφοροῦσε τήν ἐκ μέρους τούς χρήση ἄγνωστων «ξένων γλωσσῶν» καί ἄναρθρων κραυγῶν, ὅπως πιστεύει καί διδάσκει γιά τίς ἐμπειρίες τῶν μελῶν της ἡ αἵρεση τῶν Πεντηκοστιανῶν, ἀλλά, ὅπως τονίστηκε παραπάνω, συνιστοῦσε τό θαῦμα τῆς ἐν Ἁγίω Πνεύματι κατανοήσεως ὅλων ὅσων κήρυτταν ἀπό τόν καθένα πού τούς ἄκουγε ἐκείνη τήν ἡμέρα στή δική του γλώσσα ἤ διάλεκτο, προκειμένου μέ τόν τρόπο αὐτό νά τονιστεῖ ἡ ἐν Χριστῷ ἐπανένωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ὁποῖο χωρίστηκε μέ τή σύγχυση τῶν γλωσσῶν στή Βαβέλ, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. Γι' αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά τονιστεῖ, ὅτι ἡ γλωσσολαλιά δέν ὑπῆρξε διαρκές ἀλλά ἔκτακτο φαινόμενο καί χάρισμα στήν Ἐκκλησία, ἐφόσον ἐνωρίς, δηλαδή τήν πρώιμη ἀποστολική ἐποχή (Ἅ΄ Κόρ. 14,2-27), κατέλαβε δευτερεύουσα σημασία, ἐνῶ ἀργότερα ἀτόνησε ὁλοκληρωτικά, χωρίς ὅμως νά χαθεῖ, διατηρούμενο ὑπό ἄλλες μορφές, μόνον ἐντός καί γιά τήν Ἐκκλησία. Σέ ἀντίθεση μέ τήν γλωσσολαλιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, πού ἤθελε νά συμβολίσει τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ «γλωσσολαλιά» τῶν αἱρετικῶν Πεντηκοστιανῶν, ὄχι τήν ἑνότητα δέν ἐπιδιώκει, ἀλλά μόνο τή διάσπαση καί τόν κατακερματισμό τῆς ἀνθρωπότητας ὑπηρέτησε καί ὑπηρετεῖ, ἐφόσον εἶναι βέβαιο, ὅτι τό φαινόμενο αὐτό, ἄν καί «χάρισμα», ὑπῆρξε ἡ κύρια αἰτία τῶν ἀπειράριθμων σχισμάτων στούς κόλπους τῆς αἱρέσεως.

            ΙΙΙ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ἀποτελεῖ, ὄχι πολύμορφο φαινόμενο ὅπως οἱ διασπασμένες κινήσεις τῶν αἱρετικῶν Πεντηκοστιανῶν, οὔτε ἐμφανίστηκε ὅπως ἐκεῖνοι τόν 20ο αἰώνα, ἀλλά συνιστᾶ προαιώνιο μυστήριο πού ἔχει ὡς πηγή τοῦ τόν Τριαδικό Θεό (Ἐφεσ. 3,9) καί ἀπαρχή τό γεγονός τῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία μέ τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς καί τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰσῆλθε στήν τελευταία φάση τῆς πρίν ἀπό τή Δευτέρα Παρουσία. Γιά τό λόγο αὐτό καί οὐδεμία σχέση ἔχει μέ τήν πεντηκοστιανή «Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων καιρῶν» ἤ αὐτή «τῶν ἐκλεκτῶν», πολύ δέ περισσότερο μέ ἐκείνη πού ἀποστάτησε, ἤ μέ τήν ἄλλη πού θά ἁρπαγεῖ πρίν τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου. Καί τοῦτο, διότι πραγματικοί ἀποστάτες ἀπό τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Πεντηκοστιανοί, πού ἐμφανίστηκαν μόλις τόν 20ο αἰώνα καί, ἀντί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στούς κόλπους τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, προβάλλουν ὑπεροπτικά τήν κίνησή του ὁ καθένας ὡς τήν «ἀληθινή ἐκκλησία». Ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἔχουν οὐδεμία σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί δέν ἀποδέχονται τήν Ἱερά Παράδοσή της, δέν μποροῦν νά κατανοήσουν καί τό ἀληθινό νόημα τοῦ γραπτοῦ μέρους της πού εἶναι ἡ Ἁγίας Γραφή, τό ὁποῖο κακοποιοῦν βάναυσα καί διαστρέφουν προκλητικά, προκειμένου νά θεμελιώσουν τίς αἱρετικές τους θέσεις. Ἡ ἀνυπαρξία σχέσεως τῶν Πεντηκοστιανῶν μέ τήν Ἐκκλησία, μάλιστα, ἀποδεικνύεται περίτρανα καί ἀπό τήν ἔμμεση, ἀλλά οὐσιαστικῶς πλήρη ἀποδοκιμασία τοῦ προσώπου τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς διδάσκουν ψευδῶς τήν καταδικασμένη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες ἀντίληψη περί «χιλιετοῦς βασιλείας» Του, ἐπιμένουν στήν ἀσεβῆ κατάργηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπί τοῦ ὁποίου σταυρώθηκε, ὥστε νά ἀποβεῖ τό ὄργανο τῆς σωτηρίας καί τό στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας, καταργοῦν τά ἱερά μυστήρια τά ὁποῖα συστήθηκαν ἀπό τό Χριστό, πρεσβεύουν τήν αὐθαίρετη διδασκαλία ὅτι εἶχε σαρκικά ἀδέλφια, ἀλλά καί ὅτι ἡ κατά σάρκα Μητέρα τοῦ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ἦταν Ἀειπάρθενος, γιά τήν ὁποία ὑποστηρίζουν, μάλιστα, ὅτι δέν πρέπει νά τιμᾶται, ὅπως δέν πρέπει νά τιμῶνται καί οἱ φίλοι του Χριστοῦ, οἱ ἅγιοι. Κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, τό γεγονός καί μόνο ὅτι κάποιος δέν ἀναγνωρίζει στήν Παναγία τούς τίτλους «Θεοτόκος» ἤ «Ἀειπάρθενος», σημαίνει ὅτι ἀρνεῖται πλήρως καί ὁλοκληρωτικῶς τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτά συνηγοροῦν στή διαπίστωση περί ἀνυπαρξίας σχέσεως τῶν Πεντηκοστιανῶν μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἐπιπλέον ὑβρίζουν τίς ἱερές Εἰκόνες καί χαρακτηρίζουν τήν τιμή τους ὡς εἰδωλολατρία, ἐνῶ ἀπορρίπτουν ἀσεβῶς τά ἱερά μνημόσυνα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων καί κατανοοῦν ὑλιστικά τά ἔσχατα.

            ΙV. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ EΣXATΩΝ δέν ἀποτελεῖ μέσον γιά τήν ἄσκηση ἀπειλῶν καί ψυχολογικῆς βίας στόν ἄνθρωπο, ὅπως μέ τίς πλάνες τούς προσπαθοῦν νά κάνουν οἱ Πεντηκοστιανοί, ἀλλά χαρά κι ἐλπίδα γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ πόθου κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο προσδοκᾶ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν αἰώνια ζωή μέ τό Σωτήρα Χριστό. Ἀντιθέτως οἱ Πεντηκοστιανοί, στήν προσπάθεια προσελκύσεως νέων μελῶν στίς ὁμάδες τους, διδάσκουν ὅτι περιμένουν σύντομα τήν ἀνύπαρκτη «ἁρπαγή τῆς ἐκκλησίας», πρίν ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος, πού ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζονται ἔχει ἤδη γεννηθεῖ. Γιά τό λόγο αὐτό καί προτρέπουν πιεστικά τά ἀθῶα θύματά τους νά προσχωρήσουν στήν κίνησή τους, προκειμένου νά σωθοῦν, καθώς, ὅπως ὑπόσχονται, ὅσοι ἐνταχθοῦν στήν ὁμάδα τους, ὄχι μόνο θά σωθοῦν, ἀλλά καί θά γίνουν μάρτυρες κατηγορίας ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δέν ἔγιναν Πεντηκοστιανοί, ὅταν θά κριθοῦν ἀπό τό Χριστό κατά τή Δευτέρα Παρουσία. Τέτοια μυθεύματα ὅμως, οὔτε μποροῦν νά θεμελιωθοῦν στήν Ἁγία Γραφή, οὔτε μποροῦν νά κατανοηθοῦν ἀπό τήν κοινή ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά οὔτε καί ἀντέχουν στή βάσανο τῆς στοιχειώδους κριτικῆς ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία, καθώς πρόκειται γιά φοβερές πλάνες, πού δέν ἔχουν ὡς σκοπό τή σωτηρία ἀλλά τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου.

4. Οἱ Ἕλληνες Πεντηκοστιανοί.

            Στήν παραπάνω αἱρετική γραμμή διδασκαλίας, μαζί μέ τούς λοιπούς, κινοῦνται καί οἱ Ἕλληνες Πεντηκοστιανοί, πού ἐμφανίστηκαν γιά πρώτη φορά τό 1924, προερχόμενοι ἀπό τήν Ἀμερική. Ὁ πρῶτος εὐκτήριος οἶκος τούς λειτούργησε τό 1939 στά Βάγια Θηβῶν ἀπό τό Δήμ. Κατρισιώτη. Τό 1929 ξεκίνησαν ἐπίσης ἄλλες δύο ἱεραποστολικές προσπάθειες ἀπό διαφορετικές πεντηκοστιανικές ὁμάδες μέ τούς Χάρ. Μάμαλη καί Μίχ. Κούννα, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τόν Σπ. Κωνσταντινίδη ἵδρυσαν τό 1939 τήν «Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς». Ἔπειτα ἀπό αὐτό, ὅμως, ἄρχισε ἡ πολυδιάσπαση, ἐφόσον λίγο ἀργότερα ἀποχώρησε ἀπό αὐτήν, λόγω προσωπικῶν φιλοδοξιῶν ὁ Κωνσταντινίδης καί δημιούργησε δική του ὁμάδα τήν ὁποία ὀνόμασε «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς», ἐνῶ ἀργότερα ἀποσπάστηκε ἔπειτα ἀπό ἐσωτερικές ἔριδες καί ὁ ποιμένας τούς Λεωνίδας ἤ Λούης Φέγγος τό 1965 καί συγκρότησε τήν «Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς», ἀλλά καί κάποια μέλη τῆς ἀργότερα, τά ὁποία ἵδρυσαν τό 1988 τήν «Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ». Ἀπό τήν κίνηση τοῦ Κωνσταντινίδη, δηλαδή, τήν «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς», ἀποσπάστηκε μία ὁμάδα ἡ ὁποία συγκρότησε τήν «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Προφητείας», ἐνῶ τό 1964 ἱδρύθηκε ἀπό τόν Ἤρ. Κουρμπά ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ Πλήρους Εὐαγγελίου» καί ἀπό τό Θεοδ. Καλημέρη ἡ «Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Παρ' ὅλο πού συνέβησαν ὄλ' αὐτά ὅμως, οἱ Πεντηκοστιανοί τῆς Ἀμερικῆς, ὄχι μόνο δέν βοήθησαν στήν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων «ἀδελφῶν» τους, ἀλλά ἀντίθετα καλλιέργησαν περισσότερο τήν πολυδιάσπασή τους, καθώς τό 1980 παρουσιάστηκε πλῆθος «ἱεραποστόλων» μέ σκοπό τόν προσηλυτισμό καί τή δημιουργία νέων πεντηκοστιανῶν «ἐκκλησιῶν», ἀνεξάρτητα κινούμενο στήν πλειοψηφία του ἀπό τίς ἤδη ὑπάρχουσες πεντηκοστιανές ὁμάδες στήν χώρα μας.

            Προκύπτει λοιπόν σαφῶς ἀπό τήν παραπάνω σύντομη ἀναφορά, ὅτι καί ἡ ἑλληνική πεντηκοστιανή κίνηση, ἐπειδή φέρει τήν προτεσταντική σφραγίδα καί νοοτροπία, ἀκολούθησε τή μοίρα τῶν ἄλλων Πεντηκοστιανῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ, γι' αὐτό καί ὄχι μόνον πολυδιασπάστηκε καί κατακερματίστηκε σέ πάμπολλες ὁμάδες, ἀλλά χαρακτηρίζεται κι ἀπό φοβερή ἐχθρότητα, μέ τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουν ὁ ἕναν τόν ἄλλον οἱ ὀπαδοί τους. Ὅπως ὑπολογίζεται, μάλιστα, οἱ πεντηκοστιανές κινήσεις πού δροῦν στή χώρα μᾶς εἶναι πάνω ἀπό πενήντα! Ἀπό τίς ὁμάδες αὐτές, τίς ὁποῖες πρέπει νά γνωρίζουμε καί νά ἀποφεύγουμε, οἱ κυριότερες εἶναι οἱ ἑξῆς:

            - ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς.

            - ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Πεντηκοστῆς.

            - ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τῆς Προφητείας.

            - ἡ Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς.

            - ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

            - ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τοῦ πλήρους Εὐαγγελίου.

            - ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ Νέου Ψυχικοῦ.

            - ἡ Ἀποστολική Χριστιανική Ἐκκλησία.

            - ἡ Ζωντανή Μαρτυρία.

            - ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

          - ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία Ἀποστολικῆς Πίστεως.

          - ἡ Μάχαιρα τοῦ Πνεύματος.

5. Ἡ «Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς».

            Ἀπό τίς παραπάνω κινήσεις εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνει εὐρύτερος λόγος γιά τή λεγόμενη «Ἐλευθέρα Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς», ἐπειδή ἅ) εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί ἡ πλέον δραστήρια στή χώρα μας, β) εἶναι ἡ πλέον ὕπουλη καί ἐπικίνδυνη καί γ) διατηρεῖ εὐκτήριο οἶκο καί στήν πόλη τῶν Πατρών (περιοχή Ἁγιυᾶς), ὅπου δραστηριοποιεῖται ἔντονα, προσπαθώντας νά παρασύρει ψυχές ἀπό ὁλόκληρο τό νομό Ἀχαΐας.

            Πρέπει νά τονιστεῖ εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἡ ζωή τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς κινήσεως, ὅπως καί τῶν λοιπῶν, δέν ξεκίνησε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά μόλις τό ἔτος 1965, ὅταν ἀποστάτησε ὁ ἱδρυτής τῆς Λεωνίδας ἤ Λούης Φέγγος, ἀπό τήν «Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς», τῆς ὁποίας ἦταν ποιμένας. Ἐπειδή ἀκριβῶς θέλησε νά μήν ἐλέγχεται ἀπό κανέναν, ἀλλά νά «ὀρθοτομεῖ» ἐκεῖνος κατά τρόπο ὑπεροπτικό τήν «ἀλήθεια», ἀποχώρησε μαζί μέ ἄλλα 120 μέλη, τά ὁποῖα ἀποτέλεσαν καί τό πρῶτο της «ποίμνιο». Ἡ αἵρεση γνώρισε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου μεγάλη ἐξάπλωση καί σήμερα ἔχει περίπου 150 ποιμένες καί ἀριθμεῖ περί τίς 20.000 ὀπαδούς σέ ὅλη τή χώρα.

            Ἡ διδασκαλία της, ἄν καί ἔχει πολλά κοινά μέ αὐτήν τῶν ἄλλων πεντηκοστιανῶν ὁμάδων πού ἐκθέσαμε παραπάνω, ἐν τούτοις διαφέρει σέ πολλά σημεῖα, καθώς φέρει τήν «προσωπική σφραγίδα» τοῦ αἱρετικοῦ Φέγγου, ὁ ὁποῖος τήν ὀνόμασε «ἐλεύθερη» γιά νά δείξει ὅτι, δῆθεν, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τούς ἄλλους Πεντηκοστιανούς, ἐναντίον τῶν ὁποίων καταφέρεται εὐκαίρως ἀκαίρως μέ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, ὀνομάζοντάς τους «λύκους»καί «ἐπικατάρατους», ἐνῶ τίς ὁμάδες τούς ἀποκαλεῖ «θυγατέρες Βαβυλῶνος», δηλαδή «πόρνες». Ὑβρίζει, δηλαδή, ὄχι κάποιους ξένους, ἀλλά τούς δικούς του πνευματικούς προγόνους, πράγμα πού σημαίνει, σύμφωνα μέ τή λογική του, ὅτι κι αὐτός βρισκόταν στήν πλάνη, τουλάχιστον μέχρι τό 1965.

            Ἔτσι, ἡ αἵρεση αὐτή, μέ τέτοιου εἴδους συμπεριφορές καί ἀντιλήψεις, ὄχι μόνο ὡς «ἐλευθέρα» δέν προβάλλει, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι ὑποδουλωμένη στό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς πλάνης καί τῆς ἀπώλειας, ὅπου ἔχει παρασύρει καί χιλιάδες ἄλλες ἀθῶες ψυχές. Κορυφαῖο στοιχεῖο μάλιστα τῆς πλάνης της κινήσεως ἀποτελεῖ ἡ κακόδοξη θέση ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά, δηλαδή χέρια καί πόδια, ὥστε νά μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ καί τοπικά. Διαβάζοντας τά αὐτά κανείς, ἀναρωτιέται: τί σχέση μποροῦν νά ἔχουν ἄραγε τέτοιες ἀντιλήψεις μέ τήν περί Θεοῦ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς; ἤ ποιός μπορεῖ νά εἶναι πράγματι ὁ ἀνθρωπόμορφος θεός τῶν Πεντηκοστιανῶν τοῦ Φέγγου; Ἕνα πράγμα μόνο εἶναι ἀπολύτως βέβαιο, ὅτι ὁ θεός τοῦ κ. Φέγγου μπορεῖ νά εἶναι ὁποιοσδήποτε ἄλλος, ὄχι ὅμως ὁ ἀληθινός Θεός, τόν ὁποῖο διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή καί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία.

            Για να καταλάβει καλύτερα κανείς, όμως, την νοοτροπία, το ψεύδος, την υποκρισία, την πλάνη και το φοβερό εγωισμό που χαρακτηρίζει τα μέλη αυτής της ομάδας, αλλά και να συνειδητοποιήσει το λόγο για τον οποίο πρέπει να τους αποφεύγει πάση θυσία, είναι αρκετό να σταχυολογήσει και να παραθέσει τέσσερις μόνο από τις συχνές και πάμπολλες κρίσεις και απόψεις του αρχηγού της Λούη Φέγγου για τον εαυτό του, τον οποίο προβάλλει ουσιαστικά στις ομιλίες του ως «θεό επί της γης». Έτσι στις 9-10-1979 τόνιζε με τρόπο υπερφίαλο «Επειδή έχω αποκτήσει μια πείρα στο λόγο του Θεού, τα θαύματα, την επιστήμη, ακόμη έχω σπουδάσει όλες τις επιστήμες, γνωρίζω τις θετικές• όποιον βρω μπροστά μου κι είναι αντίθετος προς το ευαγγέλιο μπορώ να τον κάνω να ταπεινωθεί αμέσως» και μάλιστα συνεχίζει ως παντογνώστης πως «όποιος θέλει ας με ρωτήσει ό,τι θέλει κι ό,τι βιβλίο διάβασα, ας έρθει να μου το πει• να του πω εγώ που είναι η ψευτιά (...) ξέρω τα κουμπιά του καθενός και τι λέει ο καθένας και που βασίζεται» (π. Α. Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 208). Στις 9-11-1982 επίσης συνέκρινε τον εαυτό του με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ο οποίος αν και κατά τη γνώμη του «ήταν καλός», σε σχέση όμως με τη δική του αξία και αυθεντία, ήταν ελάχιστος, αφού η «ερμηνευτική <του> αυθεντία είναι μεγαλύτερη από την αυθεντία της Εκκλησίας, στην οποία βασιζόταν ο Χρυσόστομος» (π. Α. Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 221). Το πλέον τραγικό σημείο της αυτοθεοποιήσεώς του φάνηκε στις 8-5-1984, οπότε διακήρυξε ουσιαστικά ότι επικοινωνεί άμεσα με το «θεό», με τον οποίο μάλιστα συζητούν εκτός των άλλων και τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθεί στα κηρύγματά του, παρατηρώντας χαρακτηριστικά πως «δεν ξέρω γιατί ο Θεός σήμερα επέμενε να μιλήσω γι' αυτό (...)<εννοεί το θέμα>(...) ίσως κάποια αγγελία πρέπει να μας δώσει ο Θεός σήμερα...» (π. Α. Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 215). Για το λόγο αυτό κι έχει εξασφαλίσει με βεβαιότητα τη σωτηρία του, κάτι που διακήρυξε με περισσή βεβαιότητα στις 19-10-1982 ως εξής: «την έχω ήδη λάβει τη ζωή την αιώνιο, και την αισθάνομαι, τη ζω, με αγάπη, με χαρά, με ειρήνη, με ευλογία, με φανέρωση του θεού στη ζωή μας» (π. Α. Αλεβιζόπουλου, Εγχειρίδιο, σ. 228).

            Είναι απαραίτητο να γίνει αναφορά, όμως, και στις πλέον κραυγαλέες από τις ψευδοπροφητείες του κ. Φέγγου για τον Αντίχριστο και την Ε.Ο.Γιά νά καταλάβει καλύτερα κανείς, ὅμως, τήν νοοτροπία, τό ψεῦδος, τήν ὑποκρισία, τήν πλάνη καί τό φοβερό ἐγωισμό πού χαρακτηρίζει τά μέλη αὐτῆς τῆς ὁμάδας, ἀλλά καί νά συνειδητοποιήσει τό λόγο γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά τούς ἀποφεύγει πάση θυσία, εἶναι ἀρκετό νά σταχυολογήσει καί νά παραθέσει τέσσερις μόνο ἀπό τίς συχνές καί πάμπολλες κρίσεις καί ἀπόψεις τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Λούη Φέγγου γιά τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο προβάλλει οὐσιαστικά στίς ὁμιλίες του ὡς «θεό ἐπί τῆς γής». Ἔτσι στίς 9-10-1979 τόνιζε μέ τρόπο ὑπερφίαλο «Ἐπειδή ἔχω ἀποκτήσει μία πείρα στό λόγο τοῦ Θεοῦ, τά θαύματα, τήν ἐπιστήμη, ἀκόμη ἔχω σπουδάσει ὅλες τίς ἐπιστῆμες, γνωρίζω τίς θετικές• ὅποιον βρῶ μπροστά μου κι εἶναι ἀντίθετος πρός τό εὐαγγέλιο μπορῶ νά τόν κάνω νά ταπεινωθεῖ ἀμέσως» καί μάλιστα συνεχίζει ὡς παντογνώστης πώς «ὅποιος θέλει ἄς μέ ρωτήσει ὅ,τι θέλει κι ὅ,τι βιβλίο διάβασα, ἄς ἔρθει νά μοῦ τό πεί• νά τοῦ πῶ ἐγώ πού εἶναι ἡ ψευτιά (...) ξέρω τά κουμπιά τοῦ καθενός καί τί λέει ὁ καθένας καί πού βασίζεται» (π. Α. Ἀλεβιζόπουλου, Ἐγχειρίδιο, σ. 208). Στίς 9-11-1982 ἐπίσης συνέκρινε τόν ἑαυτό του μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἄν καί κατά τή γνώμη τοῦ «ἦταν καλός», σέ σχέση ὅμως μέ τή δική του ἀξία καί αὐθεντία, ἦταν ἐλάχιστος, ἀφοῦ ἡ «ἑρμηνευτική <του> αὐθεντία εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία βασιζόταν ὁ Χρυσόστομος» (π. Α. Ἀλεβιζόπουλου, Ἐγχειρίδιο, σ. 221). Τό πλέον τραγικό σημεῖο τῆς αὐτοθεοποιήσεώς του φάνηκε στίς 8-5-1984, ὅποτε διακήρυξε οὐσιαστικά ὅτι ἐπικοινωνεῖ ἄμεσα μέ τό «θεό», μέ τόν ὁποῖο μάλιστα συζητοῦν ἐκτός τῶν ἄλλων καί τά θέματα μέ τά ὁποῖα θά ἀσχοληθεῖ στά κηρύγματά του, παρατηρώντας χαρακτηριστικά πώς «δέν ξέρω γιατί ὁ Θεός σήμερα ἐπέμενε νά μιλήσω γι' αὐτό (...)<ἐννοεῖ τό θέμα>(...) ἴσως κάποια ἀγγελία πρέπει νά μᾶς δώσει ὁ Θεός σήμερα...» (π. Α. Ἀλεβιζόπουλου, Ἐγχειρίδιο, σ. 215). Γιά τό λόγο αὐτό κι ἔχει ἐξασφαλίσει μέ βεβαιότητα τή σωτηρία του, κάτι πού διακήρυξε μέ περισσή βεβαιότητα στίς 19-10-1982 ὡς ἑξῆς: «τήν ἔχω ἤδη λάβει τή ζωή τήν αἰώνιο, καί τήν αἰσθάνομαι, τή ζῶ, μέ ἀγάπη, μέ χαρά, μέ εἰρήνη, μέ εὐλογία, μέ φανέρωση τοῦ θεοῦ στή ζωή μᾶς» (π. Α. Ἀλεβιζόπουλου, Ἐγχειρίδιο, σ. 228). (τώρα Ε.Ε).

             Γιά τόν Ἀντίχριστο εἶχε «προφητεύσει» ὅτι θά ἐμφανιστεῖ στή δεκαετία τοῦ 1990, ὅποτε θά ἔρθει καί ὁ Χριστός νά ἁρπάξει τήν «ποίμνη του» στόν οὐρανό καί θά κηρυχθεῖ ὁ Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τήν «προφητεία» αὐτή, μάλιστα τή δημοσίευσε καί ἡ ἐφημερίδα του, «Χριστιανισμός», στό 2ο τεῦχος τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ 1991. Ὅμως, ὅπως εἴδαμε τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἐκπληρώθηκε. Οὔτε ὁ Ἀντίχριστος ἐμφανίστηκε, ἄν καί εἴμαστε στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 2000, οὔτε ὁ Χριστός κατέβηκε νά ἁρπάξει τήν ποίμνη τοῦ κ. Φέγγου, ἐφ' ὅσον ὁ ἴδιος, ὡς ἀρχηγός της, συνεχίζει ἀκάθεκτος μέ τή δράση του νά τόν πληγώνει καί νά καταπολεμᾶ τήν Ἐκκλησία του, ἀλλά οὔτε ὁ Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ἔγινε. Γιά τήν Εὐρωπαϊκή Οἰκονομική Κοινότητα (τώρα Εὐρωπαϊκή Ἕνωση) εἶχε ἀποφανθεῖ καί «προφητεύσει» τό 1982, ὅτι εἶναι τό πραγματικό θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως μέ τά δέκα κέρατα, καθώς τότε εἶχε μόνο δέκα κράτη-μέλη, τά ὁποῖα, ὅπως διακήρυττε, ποτέ δέν θά αὐξάνονταν. Μετά τήν ἐξαγγελία τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐνοποίησης, ἐπίσης, περί τό τέλος τοῦ 1992 κι ἐπειδή ἡ ὥρα τοῦ Ἀντιχρίστου, κατά τήν ἄποψή του, ἦταν πλησίον, ἀρχηγός τοῦ ἑνιαίου Εὐρωπαϊκοῦ Κράτους θά γινόταν ὁ Ἀντίχριστος. Ἦταν δέ τόσο σίγουρος γι' αὐτό, ὥστε, ὅπως τόνιζε, «θά δοῦμε πολύ καθαρά καί ἴσως καί τό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου».

            Ὅπως εἶναι γνωστό, ὅμως, τίποτε ἀπ' ὅλα αὐτά δέν ἔγινε. Γι' αὐτό καί τίθενται τά ἐρωτήματα: Τί θά μᾶς ἔλεγε σήμερα (ἔτος 2007) ὁ «προφήτης» κ. Φέγγος γιά νά δικαιολογηθεῖ καί νά διορθώσει τό σφάλμα του, ποῦ τά κράτη τῆς Ἕνωσης ἔχουν φτάσει τά εἴκοσι πέντε; Τί θά ἀπαντοῦσε στήν ἀπορία κάθε καλόπιστου ἀνθρώπου: Γιατί ὁ Ἀντίχριστος, ἔπειτα ἀπό τόσα χρόνια, δέν ἦρθε; ἤ γιατί δέν ἔγινε ἀρχηγός τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κράτους; ἤ γιατί, τουλάχιστον, μέχρι σήμερα, εἴκοσι καί πλέον χρόνια μετά τόν «ἐρχομό» του, δέν καταφέραμε νά δοῦμε, ὄχι μόνο τόσο καθαρά, ἀλλά καθόλου τό πρόσωπό του;

            Συμφωνοῦν ἄραγε ὅλα τά παραπάνω μέ τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Ἔχουν σχέση μέ τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ; Συμφωνοῦν τά μέλη τῆς ὁμάδας του μέ τά μυθεύματα τοῦ ἱδρυτῆ της; Αὐτό τό ἦθος ἐμπνέονται ὡς μέλη της, κατά τά ἄλλα, «ἐλεύθερης ἐκκλησίας» ἀπό τόν κ. Λούη Φέγγο καί τούς ποιμένες του; Ποιόν «θεό» λατρεύουν ἀλήθεια;

            Σ' αὐτά τά ἐρωτήματα ἄς ἀπαντήσει κυρίως ὁ ἱδρυτής της, πρῶτα στούς ἀθώους πού παρέσυρε στήν πλάνη, κυρίως ὅμως μέ καθαρή συνείδηση ἄς ἀπαντήσει κατόπιν, ὄχι στό «θεό» πού ἔπλασε καί πιστεύει, ἀλλά μετανιωμένος ἄς ἀπολογηθεῖ στόν ἀληθινό Θεό, τόν ὁποῖο καταπολεμᾶ μέ τρόπο λυσσαλέο καί προσπαθεῖ χρόνια τώρα μέ τή δράση του νά ἀφανίσει τήν Ἐκκλησία του. Γιατί γνωρίζουμε καλά, ὅτι ἡ τακτική του κ. Φέγγου εἶναι ἡ ἴδια μ' ἐκείνη τῶν ψευδοπροφητῶν ὅλων τῶν αἰώνων καί ὅλων τῶν ἐποχῶν, δηλαδή νά σκορπίζουν τό φόβο καί τόν τρόμο στίς ἁγνές καί ἄδολες ψυχές, προκειμένου νά τίς κατακτήσουν πρός ὄφελος προσωπικό. Γι' αὐτό καί ἡ καλύτερη ἀπάντηση ἀπό μέρους τοῦ σ' ὅλα τά παραπάνω θά ἦταν ἡ σιωπή καί ἡ μετάνοια, φάρμακα πού μποροῦν νά βοηθήσουν οὐσιαστικά στή θεραπεία τῆς πλάνης του καί νά συμβάλλουν στή δική του ἐπιστροφή, ἀλλά καί τήν ἐπιστροφή τῶν ἁγνῶν ἀνθρώπων πού παράσυρε, στήν ἀληθινή ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

6. Πῶς δροῦν οἱ Πεντηκοστιανοί.

            Ἔγινε φανερό λοιπόν ἀπό τά ἀνωτέρω, πιστεύουμε, ὅτι ὅλοι γενικῶς οἱ Πεντηκοστιανοί, ὄχι μόνο δέν προσφέρουν τή σωτηρία μέ τίς πλάνες τους, ἀλλά ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο μέ βεβαιότητα στήν ἀπώλεια. Γι' αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπιδεικνύεται ἰδιαίτερη προσοχή καί νά λαμβάνονται ὅλα τά ἀπαραίτητα μέτρα ἀπό τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιά προφύλαξη ἀπό τή δραστηριότητά τους, καθώς ὑπάρχει σοβαρός κίνδυνος μέ τόν τρόπο πού δραστηριοποιοῦνται νά μᾶς παρασύρουν καί νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τή σωτήρια πίστη καί τήν ὑγιῆ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

            Καί τοῦτο διότι, ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί στούς αἰῶνες πού πέρασαν, τό ἴδιο καί οἱ Πεντηκοστιανοί χρησιμοποιοῦν τά πιό σύγχρονα μέσα τῆς ἐποχῆς, προκειμένου νά κάνουν περισσότερο ἑλκυστική τή διδασκαλία τους. Μάλιστα δέ οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί κάνουν χρήση ὅλων τῶν μέσων πού ὑπαγορεύει τό σύγχρονο marketing, ἐνῶ τό management τούς ἀποβαίνει ἐξαιρετικά ἀποδοτικό, ὅταν μάλιστα ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί δέν εἴμαστε προσεκτικοί καί σωστά προετοιμασμένοι. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ στηρίζεται, δηλαδή, ὄχι στήν ἀλήθεια τῶν ὅσων διδάσκουν, ἀλλά στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τά προσφέρουν, καθώς ἐφαρμόζουν ἄριστα τό λεγόμενο «βομβαρδισμό ἀγάπης», παρουσιάζοντας παράλληλα ὡς φόβητρα ἀρνητικά φαινόμενα ἤ κοινωνικά γεγονότα, ὅπως πλημμύρες, σεισμούς, πολέμους, θανάτους, δυστυχήματα, ἀσθένειες κ.α., προκειμένου νά ἀσκήσουν στά θύματά τους ψυχολογική πίεση καί βία. Τό ἔργο τούς ὑποστηρίζουν, ἐπίσης, μέ τά διάφορα τηλεοπτικά shows στό ἐξωτερικό, ὅπου προβαίνουν σέ ἐπίδειξη γλωσσολαλιᾶς, ψευδοπροφητειῶν καί ψευδοθεραπειῶν γιά νά πείσουν καί νά παρασύρουν τά ἀθώα καί ἀνυποψίαστα θύματά τους. Τά ὑποψήφια θύματά τους, μάλιστα, στό πλαίσιο τοῦ βομβαρδισμοῦ τῆς ἀγάπης, τά πλησιάζουν καί μέ ἄλλους τρόπους, ὅπως μέ τήν ὀργάνωση φιλικῶν συγκεντρώσεων, μέ τήν ἐκδήλωση ἐνδιαφέροντος σέ δύσκολες οἰκογενειακές στιγμές ὅπως στήν περίπτωση θάνατο νέου ἤ προσφιλοῦς προσώπου, βαριᾶς ἀρρώστιας, δυσκολιῶν στίς συζυγικές σχέσεις, περιπτώσεων διαζυγίου, καταστάσεων οἰκονομικῆς ἀνέχειας κ.α. Μέσα στή δράση τούς περιλαμβάνονται ἀκόμη κατ' οἶκον ἐπισκέψεις, προσκλήσεις στίς συνάξεις τους, διανομή τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ κείμενο παρεφθαρμένο ἤ ἄλλων ἐντύπων καί πρόκληση συζητήσεως γιά θέματα πίστεως σέ δρόμους ἤ σέ πλατεῖες, πώληση σέ πολύ χαμηλές τιμές ἤ μέ τή δωρεάν διανομή τῶν βιβλίων καί τῶν περιοδικῶν τους, μέ τήν ἀποστολή μέσω Ταχυδρομείου ἀντιτύπων ἀπό τά περιοδικά τους, ἤ φύλλων ἀπό τίς ἐφημερίδες τους, καθώς ἐπίσης καί μέσω τοῦ ραδιοφωνικοῦ σταθμοῦ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», ὁ ὁποῖος ἔχει πανελλαδική ἐμβέλεια. Γι' αὐτό καί εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀποφεύγονται μέ κάθε τρόπο τά ἔντυπά τους, ὅπως ὁ «Χριστιανισμός», ἡ «Μάχαιρα τοῦ Πνεύματος», «O Ἀγγελιοφόρος μέ τά Λευκά Φτερά», ἀλλά καί ἡ ἀκρόαση τοῦ ραδιοφωνικοῦ τους σταθμοῦ.

7. Πῶς πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίσουμε;

            1. Τό βασικότερο μέσο ἀντιμετώπισης τῶν Πεντηκοστιανῶν, ἀλλά καί τῶν πάσης φύσεως αἱρετικῶν εἶναι ἡ δική μας ὑγιής σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅσο πιό στενή εἶναι τόσο καλύτερα προφυλασσόμαστε ἀπό αὐτούς. Γι' αὐτό πρέπει νά προσπαθήσουμε πρωτίστως νά στερεωθοῦμε περισσότερο στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, πράγμα πού θά ἐπιτύχουμε ἄν συνδεθοῦμε στενότερα πνευματικά μέ τήν ἐνορία καί τόν ἱερέα ἤ τούς ἱερεῖς μας, συμμετέχουμε τακτικά τόσο στή θεία λατρεία, μέ κορυφαία τά μυστήρια τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως ἐπίσης καί στίς λοιπές ἐνοριακές καί ἄλλες ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις πού εἶναι τά ἑσπερινά κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες, οἱ κύκλοι μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κ.α., κυρίως ὅμως μέ τή διαρκῆ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά καί σύγχρονων ἀντιαιρετικῶν βιβλίων, στά ὁποῖα παρατίθενται καί ἀνατρέπονται λεπτομερῶς οἱ αἱρετικές κακοδοξίες καί παράλληλα ἐκτίθεται ἡ ἀληθινή πίστη καί ἐκκλησιαστική παράδοση.

            2. Σέ κάθε περίπτωση πάντως πού θά ἔρθουμε σέ ἐπαφή μέ κάποιον Πεντηκοστιανό ἤ ἄλλο αἱρετικό εἶναι ἀπαραίτητο νά μήν ἐκτραποῦμε σέ ἀποδοκιμασίες, ὕβρεις ἤ βίαιες ἀντιδράσεις ἐναντίον του, διότι τή δικαιολογημένη ἀγανάκτησή μας θά τήν ἐκλάβει ὡς ἀδυναμία καί θά τή χρησιμοποιήσει ὡς μέσο προσηλυτισμοῦ καί ὡς ὅπλο ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας.

            3. Εἶναι ἀπαραίτητο, δηλαδή, νά διατηρήσουμε τήν ψυχραιμία μας καί μέ φυσικό τρόπο νά τοῦ τονίσουμε μέ ἔμφαση ὅτι ὅλα ὅσα πιστεύει καί διδάσκει εἶναι ψεύδη καί αἱρετικές διδασκαλίες, ὅτι δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τό Χριστό, τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καλώντας τόν παράλληλα μέ ἀγάπη νά μετανοήσει νά ἐγκαταλείψει τήν αἵρεση καί νά ἐπιστρέψει στήν Ἐκκλησία.

            4. Νά μήν παρασυρθοῦμε σέ καμία περίπτωση σέ συζήτηση μαζί του, ἀλλά ἄν ἐπιμένει νά τοῦ προτείνουμε νά τό φέρουμε σέ ἐπαφή μέ τούς ὑπευθύνους της Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά τό σκοπό αὐτό.

            5. Ἄν ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἄνθρωποι τήν ὥρα ἐκείνη πού παρακολουθοῦν τό περιστατικό, θά ἦταν πολύ σημαντικό νά τούς ἐπισημάνουμε μέ ἠρεμία καί εὐγένεια, ὅτι αὐτά πού ἰσχυρίζεται ὁ Πεντηκοστιανός εἶναι ἀντίθετα μέ τήν πίστη καί τήν παράδοσή μας, προτρέποντας τούς μάλιστα νά μήν δεχθοῦν συζήτηση ἤ τήν προσφορά ἐντύπων.

            6. Νά ἐπικοινωνήσουμε ἀμέσως μέ τήν Ἀντιαιρετική Ὁμάδα τῆς Μητροπόλεώς μας ἤ μέ τό Γραφεῖο ἐπί τῶν Αἱρέσεων ἤ καί μέ τόν ἐφημέριό της ἐνορίας μᾶς -πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἔχουμε τά τηλέφωνά του μαζί μας σέ κάθε περίσταση- καί νά ἀναφέρουμε τό περιστατικό, δίνοντας πλήρη στοιχεῖα, προκειμένου νά ἀντιμετωπιστεῖ ἀποτελεσματικά καί ὑπεύθυνα τό συντομότερο ἀπό τήν Ἐκκλησία.

            7. Ἄν μᾶς ἐπισκεφθεῖ Πεντηκοστιανός στό σπίτι νά τόν ἀντιμετωπίσουμε μέ εὐγένεια μέν, ἀλλά σέ καμία περίπτωση νά μήν τοῦ ἐπιτρέψουμε τήν εἴσοδο ἤ τή διενέργεια συζητήσεως, πολύ περισσότερο δέ νά μήν δεχθοῦμε κάποιο ἔντυπο ἀπό αὐτόν. Εἶναι ἀπαραίτητο καί στήν περίπτωση αὐτή νά ἐνημερώσουμε ἀμέσως τήν Ἀντιαιρετική Ὁμάδα ἤ τόν Ἱερέα τῆς ἐνορίας μας, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά λάβει τά ἀπαραίτητα μέτρα.

            8. Ἄν ζοῦμε στήν πόλη καλό θά ἦταν νά ἀκολουθήσουμε τόν Πεντηκοστιανό καί στά ἄλλα διαμερίσματα τῆς πολυκατοικίας μας ἤ τά σπίτια τῆς γειτονιᾶς μας καί νά ἐνημερώσουμε γιά τό λόγο τῆς ἐπισκέψεώς του τούς ἐνοίκους ἤ τούς γείτονές μας, προκειμένου νά προφυλαχθοῦν.

            9. Ἄν ζοῦμε σέ χωριό, τότε θά ἦταν καλό, χωρίς νά παρεκτραποῦμε ἀπό τίς ἐνδεχόμενες προκλήσεις του, νά ἀκολουθήσουμε τόν αἱρετικό στίς ἐπισκέψεις του καί στά ἄλλα σπίτια καί νά ἐνημερώσουμε τούς συγχωριανούς μας γιά τό σκοπό τῆς ἐπίσκεψής του.

            10. Νά ἀποφεύγουμε, ἀκόμη καί ἀπό περιέργεια, τήν ἀκρόαση τοῦ ραδιοφωνικοῦ τους σταθμοῦ, καθώς ἀποτελεῖ μέσο παραπληροφόρησης καί προσηλυτισμοῦ. Ἀντιθέτως, νά παρακολουθοῦμε ἀνελλιπῶς τά προγράμματα τοῦ ραδιοφωνικοῦ καί τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ τῆς Ι. Μ. Πατρών «ΛΥΧΝΟΣ», τά ὁποία περιλαμβάνουν μεταξύ τῶν ἄλλων καί εἰδικές ἀντιαιρετικές ἐκπομπές, ἀλλά καί ἐκπομπές πού διδάσκουν τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας.

            11. Νά μήν παραλαμβάνουμε ποτέ, εἴτε στό δρόμο, εἴτε στό σπίτι μᾶς ἀντίτυπο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἄν δέν ἔχουμε τό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης καί θά θέλαμε νά τό ἀποκτήσουμε, πρέπει νά ἀπευθυνθοῦμε στήν ἐνορία μας γιά τή ἐξασφάλισή του.

            12. Νά μήν παραλάβουμε σέ καμία περίπτωση περιοδικά ἤ ἄλλα θρησκευτικά ἔντυπα τά ὁποῖα μᾶς προσφέρουν ἀκόμη καί δωρεάν καί τέλος

            13. Τά ἔντυπα (ὅπως ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, βιβλία, ἐφημερίδες κ.α.) ποῦ θά παραλάβουμε μέσω ταχυδρομείου ἤ πού θά βροῦμε στήν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ μας νά τά παραδώσουμε ἀμέσως στόν ἐφημέριό της ἐνορίας μας.

8. Χρήσιμα βοηθήματα γιά περισσότερη ἐνημέρωση.

            Ἀπό τούς παραπάνω τρόπους προφυλάξεως ἀπό τούς αἱρετικούς Πεντηκοστιανούς, ὁ ἀποτελεσματικότερος εἶναι ἡ πρόληψη καί ἡ κατάλληλη προετοιμασία τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς γιά τήν ἀντιμετώπισή τους. Γι' αὐτό κι ὅποιος θά ἤθελε νά ἐνημερωθεῖ περισσότερο γύρω ἀπό τίς πλάνες τους καί τήν ἀναίρεσή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἀνατρέξει στά παρακάτω ὀρθόδοξα ἀντιαιρετικά βοηθήματα:

            Παντελεήμονος Κ. Καρανικόλα, Μητροπ. Κορίνθου, Οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1976, 2 σσ. 262-294.

            Ἀντωνίου Μ. Παπαδοπούλου, Σύγχρονες Αἱρέσεις καί «θρησκευτικά» κινήματα στήν Ἑλλάδα, ἔκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1987, σσ. 145-164.

            π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, ἔκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1991, 2 σσ. 157-259.

            π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζόπουλου, Πεντηκοστιανοί καί Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 1992.

            Δημητρίου Κόκορη, Πεντηκοστιανισμός. Αἵρεσις καί πλάνη, Ἀθήνα 1997.

            Μοναχῆς Ἀντωνίας Μανδελιᾶ, Νεοπεντηκοστιανοί στήν Ἑλλάδα, Ἀθήνα 1999.

            Πεντηκοστιανοί καί Ὀρθοδοξία, ἐν Ὀρθοδοξία καί Αἵρεσις. Περιοδική Ἔκδοσις τῆς Ι. Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, Τεύχ. 3, Τρίπολις 1999, σσ. 4.

            Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Τσιάκκα, Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειῶν καί Αἱρέσεων, παραχριστιανικῶν-παραθρησκευτικῶν ὁμάδων καί Σύγχρονων ἰδεολογικῶν ρευμάτων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τροοδοτίσσης Κύπρου, (Λεμεσός) 2002, σ. 93-94• 277-280• 588-591 καί 786-799.

            Ἡ διδασκαλία τῶν Πεντηκοστιανῶν γιά τήν ἁρπαγή τῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ὀρθοδοξία καί Αἵρεσις. Περιοδική Ἔκδοσις τῆς Ι. Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, Τεύχ. 23, Τρίπολις 2002, σ. 1-4.

            π. Δανιήλ Γούβαλη, Νεφέλαι ἄνυδροι, Ἀθῆναι 2002.

            π. Βασιλείου Γεωργόπουλου, Πεντηκοστιανῶν κακοδοξίες, Ἀθήνα 2004.

            π. Χαραλάμπους Καμηλάκη, Πεντηκοστιανισμός. Σύμπλεγμα θρησκευτικῶν ὁμάδων καί «χαρισματικῶν κινήσεων», ἔκδ. «Γραφείου ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος Ι.Μ. Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου», Ρέθυμνο 2005.

            π. Ἀλεξίου Καρακαλληνοῦ, Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, Κοζάνη 2006.

            Πεντηκοστιανοί. Πνεῦμα Ἅγιο ἤ «πνεῦμα πλάνης»; , ἐν Πανάριον. Ἔκτακτη ἔκδοση Ἀντιαιρετικῆς Ἐπιτροπῆς Ι. Μητροπόλεως Πατρών, Τεύχ. 2, Πάτρα (2006), σσ. 6.

Ἀπό Ἱερά Μητρόπολη Πατρών