Ἀπληστία: Καλύτερα παρέα μέ γύπες...

2014-08-02 15:22

           Τοῦ Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας, Ἐκπαιδευτικοῦ, Ἀρχισυντάκτη τοῦ περιοδικοῦ 'Σύναξη'

            "...εἶναι ἰδιαιτέρως εὔστοχος ὁ ὁρισμός πού δίνει ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής (π. 7ον αἵ.) στή φιλαργυρία. Εἶναι, λέει, τό πάθος ἐκείνου πού λαμβάνει μέ χαρά καί δίνει μέ λύπη! Σ' αὐτό καθαυτό, δηλαδή, τό γεγονός τοῦ (ἀτομικοῦ) πάθους ἐμπεριέχεται ἡ ἐργαλειοποίηση τοῦ ἄλλου. Τό ἴδιο οὐσιαστικά λέει καί ὁ Μ. Βασίλειος ὅταν, γιά νά περιγράψει τούς πλεονέκτες, ἐπιστρατεύει μίαν εἰκόνα πού παραπέμπει σέ ὅσα εἴπαμε παραπάνω περί ἄπατου πηγαδιοῦ: ὅπως κάνουν τά ψάρια, ἔτσι καί ὁ πλεονέκτης καταπίνει στό ἀπύθμενο στομάχι τοῦ τούς ἀδύναμους. Εἶναι ἀδύνατο ὁ πλεονέκτης νά μή στραφεῖ κατά τοῦ συνανθρώπου του. Γι' αὐτό κι ἕνας ἔμπειρος ἀσκητής, ὁ Ἰσαάκ Σύρος (7ον αἵ.), συνιστᾶ: Καλύτερα νά κάτσεις παρέα μέ γύπες, παρά μέ πλεονέκτη καί ἄπληστο."
            ΛIΓA ΛEΠTA μετά τήν ἔναρξη μίας βάπτισης (καί συγκεκριμένα, λίγο πρίν ὁ ἀνάδοχος δηλώσει ὅτι «ἀποτάσσεται» τόν σατανᾶ καί τά ἔργα του), ὁ ἱερέας διαβάζει μίαν εὐχή ὅπου ξορκίζονται τά ἀκάθαρτα πνεύματα πού πολιορκοῦν τήν ἀνθρώπινη καρδιά. Ἄν ὁ λειτουργός δέν πνίξει στά χείλη τοῦ τίς λέξεις, κι ἄν οἱ παριστάμενοι δέν χαρίσουν ὅλη τους τήν προσοχή στή συγγενική ἀδολεσχία, τότε θά ἀκουστεῖ ἡ εὐχή νά κάνει λόγο, σύν τοῖς ἄλλοις, γιά «πνεῦμα πλάνης, πνεῦμα πονηρίας, πνεῦμα εἰδωλολατρίας καί πάσης πλεονεξίας, πνεῦμα ψεύδους...» κ.λπ.
            Ἡ πρώτη ἐντύπωση εἶναι προφανῶς ὅτι ἡ εὐχή σημειώνει κατά παράταξη διάφορα ἁμαρτήματα. Ἄν ὡστόσο προσεχτεῖ ἡ σύνταξη τῆς πρότασης, θά διαπιστωθεῖ ὅτι, ἐνῶ τό κάθε ἁμάρτημα ἵσταται μόνο του, δύο ἀπ' αὐτά συνδέονται μεταξύ τους σάν νά ἀποτελοῦν ζεῦγος: «πνεῦμα εἰδωλολατρίας καί πάσης πλεονεξίας». Ὄντως αὐτό δέν εἶναι τυχαῖο. Ἡ εὐχή ἀπηχεῖ τόν ὁρισμό πού εἶχε δώσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ἡ πλεονεξία -οὔτε λίγο οὔτε πολύ- ἀποτελεῖ εἰδωλολατρία (Κόλ. 3:5).
            Ὁ ὁρισμός αὐτός ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, καθόσον τήν πλεονεξία δέν τήν ἀντιλαμβάνεται ἁπλῶς ὡς ἠθικό ὀλίσθημα, ἀλλά, πολύ περισσότερο, ὡς θρησκεία. Προδήλως ἑδράζεται στήν κατανόηση τῆς θρησκείας ὄχι ὡς μίας ἐπί μέρους παραμέτρου τῆς ζωῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, ὡς τοῦ βασικοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Τά λόγια του Χριστοῦ ὅτι «ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σᾶς» (Μάτθ. 6:21) μοιάζει νά τά ὑπομνημάτισε ὁ Ἔριχ Φρόμ ὅταν ὑποστήριξε ὅτι θρησκεία συνιστᾶ ἡ ὁλόψυχη ἀφιέρωση σέ κάτι, τό ὁποῖο καί νοηματοδοτεῖ τήν ἀνθρώπινη ζωή. Αὐτό τό κάτι μπορεῖ στήν πραγματικότητα νά εἶναι ὁ Θεός ὑπό τήν καθιερωμένη ἔννοια, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί μία ἰδέα, μία ἐπιδίωξη κ.ο.κ., ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος δηλώνει πιστός ἤ ἄθεος (1).

            Στή χριστιανική ὀπτική ἡ δίψα γιά ἀπόκτηση ἔχει ὄντως νά κάνει μέ τόν ὑπαρξιακό προσανατολισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του στρέφεται σ' αὐτήν καί ὑποτάσσει σ' αὐτήν κάθε τί: τή σχέση μέ τά πράγματα, μέ τά πρόσωπα, μέ τόν χρόνο. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἀπόκτηση ἀναδεικνύεται σέ ἀληθινό θεό, καί μάλιστα θεό μέ τόσο σαρωτική παρουσία, ὥστε ὁ Χριστός αὐτόν ἔφερε ὡς κορυφαῖο παράδειγμα ἐπιλογῆς ἀγεφύρωτα ἀσύμβατης πρός τόν ἴδιο. ΄Ἡ μέ τόν Θεό, εἶπε, ἤ μέ τόν Μαμωνά (Μάτθ. 6:24).


Ρίζα ὅλων τῶν κακῶν


            Δέν εἶναι διόλου παράδοξο, λοιπόν, ἄν στή βιβλική καί στήν ἀσκητική ἀνθρωπολογία τό πάθος τῆς ἀπληστίας -μέ οἱαδήποτε μορφή καί ὑπό οἱοδήποτε ὄνομα κι ἄν ἐμφανίζεται (πλεονεξία, φιλαργυρία κ.λπ.)- ξεχωρίζει. Ἀποκαλεῖται «ρίζα ὅλων τῶν κακῶν» πού «τρέφει σάν κλαδιά ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη», «μητέρα ὅλων τῶν κακῶν», «ἀκρόπολη τῆς κακίας», «κολοφών τῶν ἁμαρτημάτων» (2). Ἀπό τήν ἴδια τοῦ τή φύση σημαίνει μετάλλαξη τοῦ ἀνθρώπου σέ ἀπόλυτη ἀτομικότητα, σέ ἄπατο πηγάδι πού καταπίνει τά πάντα δίχως τελειωμό. Μήπως ἡ λέξη ἀπληστία, ἄλλωστε, δέν σημαίνει τήν ἔλλειψη πλησμονῆς, ἐνῶ ἡ πλεονεξία τό ἀδιάκοπο κυνηγητό γιά ὁλοένα καί περισσότερα; Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό βυζαντινό λεξικό «Σούδα» (περί τά τέλη τοῦ 10ου αἵ.) ἑρμηνεύει τήν «ἀπληστία» ὡς «ἀδηφαγία» καί διασώζει τήν ἔκφραση «ἄπληστος πίθος», ἔκφραση ἡ ὁποία παραπέμπει στήν ἄπελπι αἰωνιότητα τῶν Δαναΐδων στόν Ἅδη, ὅπου πάσχιζαν νά γεμίσουν μέ νερό ἕνα πιθάρι μέ σπασμένο πυθμένα. Ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτό τό ἁμάρτημα εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀκόρεστο, οἱ Πατέρες δέν διστάζουν νά τό καταδείξουν ὡς τό μονιμότερο πάντων. Τά ἄλλα ἁμαρτήματα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός (π. 8ον αἵ.), ὅσο πονηρά κι ἄν εἶναι, εἶναι «ὀλιγόχρονα» (3). Παρόμοια ὁ ἅγιος Ἀστέριος, ἐπίσκοπος Ἀμασείας (π. 4ον αἵ.) ἐπιμένει ὅτι ἡ πορνεία, ἡ λαγνεία, ἡ φιλοδοξία ἔχουν κορεσμό. Ἡ πλεονεξία, ὅμως, εἶναι θηρίο πού μένει πάντα ἀκμαῖο καί δέν μαραίνεται ποτέ (4). Ὁ ἐραστής τῆς πλεονεξίας, συμπληρώνει ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος (4ον αἵ.), ὑποκύπτει στόν διάβολο περισσότερο ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον (5).
            Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἑρμηνεύει τή δέκατη καί τελευταία ἐντολή τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ Δεκαλόγου ἕνας σπουδαῖος σύγχρονος διανοούμενος, ὁ Ρενέ Ζιράρ. Ἡ ἐντολή ἐπικεντρώνει, ὡς γνωστόν, στήν ἐπιθυμία ἀπόκτησης. «Οὐκ ἐπιθυμήσης τήν γυναίκα τοῦ πλησίον σου, οὐκ ἐπιθυμήσεις τήν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τόν ἀγρόν αὐτοῦ οὔτε τόν παίδα (= δοῦλο) αὐτοῦ οὔτε τήν παιδίσκην (= δούλη) αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοός αὐτοῦ...» (Ἐξ. 20: 17). Ὁ Ζιράρ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ὀξυδερκής νομοθέτης διέγνωσε στήν ἐν λόγω ἐπιθυμία τή στρέβλωση τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων καί τή ρίζα τῆς βίας. Ὁ ἄλλος ἐκπροσωπεῖ στά μάτια μᾶς μία πληρότητα πού νιώθουμε νά μᾶς λείπει. Ἔτσι, τά πράγματα πού αὐτός κατέχει, φορτίζονται γιά μᾶς μέ ἰδιαίτερη ἀξία. Ἐπιθυμοῦμε, λοιπόν, αὐτό πού ὁ ἄλλος ἐπιθυμεῖ (ὁ Ζιράρ εἰσηγεῖται τόν ὄρο «μιμητική ἐπιθυμία») η, μέ ἄλλα λόγια, ἐπιθυμοῦμε νά ἀποκτήσουμε αὐτά πού ἐκεῖνος διαφεντεύει. Ἄν ἡ ἐπιθυμία αὐτή ἐμποδιστεῖ, τίς περισσότερες φορές δέν σβήνει, ἀλλά δυναμώνει, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀντίσταση πηγάζει ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐμπνέει τήν ἐπιθυμία (6). Καλωσορίσαμε στόν φαῦλο κύκλο πού γεννιέται ἀπό τήν ἐπιθυμητική μήτρα τῆς βίας!


«Ἀποστερητής»


            Ἐδῶ βρισκόμαστε μπροστά σέ ἕνα ζήτημα καίριας σημασίας, τό ὁποῖο, παρόλο πού εἶναι αὐτονόητο προτάγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, συχνά προσπερνιέται καί ὑποβαθμίζεται. Τό πρόβλημα μέ τά ἁμαρτήματα καί τά πάθη δέν εἶναι ὅτι πλήττουν τήν ἀτομική καθαρότητα, τήν ἀτομική εὐσέβεια κ.ο.κ. Στήν ἐκκλησιαστική ὀπτική ἡ προσωπική συγκρότηση εἶναι ἀδιανόητη δίχως τήν κοινωνία μέ τόν ἄλλον. Ἡ ἀγάπη, τό ἄνοιγμα, μέ ἄλλα λόγια, τοῦ ἐγώ στούς ὄχι-ἐγώ δέν εἶναι ἠθικιστικό καθῆκον ἀλλά κάτι ἀπείρως περισσότερο. Θεμελιώδης ὅρος ὥστε τό ἀνθρώπινο ὑποκείμενο νά γίνει αὐθεντικό. Ἁμαρτία, λοιπόν, εἶναι οἱ ἐπιλογές πού χτίζουν ἕναν ἑαυτό περίκλειστο στόν ἑαυτό του καί ἀνίκανο νά ἀνοιχτεῖ στόν ἄλλον· Θεό ἤ ἄνθρωπο.
            Ἔτσι, λοιπόν, εἶναι ἰδιαιτέρως εὔστοχος ὁ ὁρισμός πού δίνει ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής (π. 7ον αἵ.) στή φιλαργυρία. Εἶναι, λέει, τό πάθος ἐκείνου πού λαμβάνει μέ χαρά καί δίνει μέ λύπη (7)! Σ' αὐτό καθαυτό, δηλαδή, τό γεγονός τοῦ (ἀτομικοῦ) πάθους ἐμπεριέχεται ἡ ἐργαλειοποίηση τοῦ ἄλλου. Τό ἴδιο οὐσιαστικά λέει καί ὁ Μ. Βασίλειος ὅταν, γιά νά περιγράψει τούς πλεονέκτες, ἐπιστρατεύει μίαν εἰκόνα πού παραπέμπει σέ ὅσα εἴπαμε παραπάνω περί ἄπατου πηγαδιοῦ: ὅπως κάνουν τά ψάρια, ἔτσι καί ὁ πλεονέκτης καταπίνει στό ἀπύθμενο στομάχι τοῦ τούς ἀδύναμους (8). Εἶναι ἀδύνατο ὁ πλεονέκτης νά μή στραφεῖ κατά τοῦ συνανθρώπου του. Γι' αὐτό κι ἕνας ἔμπειρος ἀσκητής, ὁ Ἰσαάκ Σύρος (7ον αἵ.), συνιστᾶ: Καλύτερα νά κάτσεις παρέα μέ γύπες, παρά μέ πλεονέκτη καί ἄπληστο (9).
            Μία τέτοια θεώρηση ἀνοίγει ἕνα σπουδαῖο κεφάλαιο. Τήν κριτική στάση ὄχι μόνο ἀπέναντι στίς διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά καί εὐρύτερα, ἀπέναντι στήν κοινωνική ἀδικία, τήν ἐκμετάλλευση καί τίς ταξικές δομές. Ἴσως νά ἀκούγεται παράδοξο στίς μέρες μας, ὅμως μία τέτοια ριζοσπαστική ματιά ἀνήκει στό ἴδιο τό μεδούλι τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης (10). Στό μύθευμα, π.χ., ποῦ καλλιεργοῦν οἱ διαπλεκόμενοι μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία πλουτοκράτες, ὅτι ὁ πλουτισμός τούς εἶναι τάχα θέλημα Θεοῦ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (4ον αἵ.) ἀντιτείνει: «Δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεό τό ψωμί τοῦ πλεονέκτη» (11). Γι' αὐτό καί ὑπάρχει ὁλόκληρο ρεῦμα μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οὔτε ἡ ἐλεημοσύνη, οὔτε οἱ προσφορές στούς ναούς ἀποτελοῦν κολυμπήθρα τοῦ Σιλωάμ ὥστε νά δικαιώνονται οἱ τρόποι μέ τούς ὁποίους συσσωρεύεται ὁ πλοῦτος. Αὐτό πού ἀξιώνει τό ἐν λόγω ρεῦμα εἶναι ἡ κατάπαυση τῆς ἐκμετάλλευσης. Ο Μ. Βασίλειος, γιά παράδειγμα, τόν πλεονέκτη τόν ταυτίζει μέ τόν «ἀποστερητή» (12), μ' αὐτόν, δηλαδή, πού στερεῖ ἀπό τούς ἐργαζομένους τή δίκαιη ἀμοιβή τους καί δέν χορηγεῖ στούς ἀναγκεμένους τά χρειαζούμενα. Οἱ δωρεές του στίς ἐκκλησιές δέν μποροῦν νά γίνονται δεκτές, ἁπλούστατα διότι «δέν πρόκειται νά γίνει συμμέτοχος τῆς πλεονεξίας ὁ Θεός» (13).
 

«Ὀλιγοδεΐας ἐραστής»


            Ποιά εἶναι ἡ ἀπάντηση στόν ἐφιάλτη τῆς ἀπληστίας; Σίγουρα τό νά ἀσκηθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν ὀλιγάρκεια (τό νά γίνει, ὅπως θά 'λεγε ὁ Μάξιμος, «ὀλιγοδεΐας ἐραστής» (14)) καί νά ἀφήσει χῶρο στή δράση τοῦ Θεοῦ. Νά ζήσει τά πράγματα μέ μέτρο καί τήν ἀγάπη ἄμετρα. Μά αὐτό καί πάλι δέν σημαίνει ἀποτράβηξη σέ μία ἀτομική πνευματική γυμναστική. Ἀδιάκοπα ρηξικέλευθος, ὁ Χρυσόστομος, π.χ., παρατηρεῖ ὅτι ἡ παρθενία, πού θεωρεῖται ὕψιστη ἀρετή, οὔτε καθολική ἐντολή συνιστᾶ, οὔτε ὁδηγεῖ ἀπό μόνη της στόν παράδεισο. Ὁ πλεονέκτης παρθένος θά βλέπει τόν νυμφώνα ἀπ' ἔξω! Ἡ ἀλληλεγγύη, ὅμως, καί καθολική ἐντολή συνιστᾶ καί στόν παράδεισο ὁδηγεῖ (15), ἁπλούστατα διότι ἀπό τή φύση τῆς σημαίνει ἔγνοια γιά τόν ἄλλον. Κι αὐτή ἡ ἔγνοια σημαίνει πολλά. Ἄν παράδεισος εἶναι ἡ ζωή μέ τόν Χριστό, ὁ τόπος ὅπου ὁ Χριστός μᾶς ἔχει κλείσει ραντεβού μαζί του εἶναι -κατά ρητή δήλωσή του- τό πρόσωπο τοῦ ξένου καί τοῦ ἀδικημένου (Μάτθ. 25:31-46).


Πῶς νά πετύχετε ὡς φιλάργυροι


            ΣTHN ΠAΓKOΣMIA γραμματεία δέν εἶναι μόνον ἡ ἀρχετυπική τσιγγουνιά τοῦ Ἁρπαγκόν πού ἀγκαλιάζει τρυφερά τό σεντούκι του στόν Μολιέρο, οὔτε τό πνιγηρό δίλημμα πού ἀντιμετωπίζουν, ὁ Ἑβραῖος τῆς Μάλτας στόν Μάρλοου καί ὁ Σάυλοκ στόν Σαίξπηρ: τό πουγκί σου ἤ τή ζωή σου. Ἡ σάτιρα ἔδωσε πολλούς καθημερινούς χαρακτῆρες φιλάργυρων. Ὁ Ἀγγλος, οὐγγρικῆς καταγωγῆς, χιουμορίστας συγγραφέας Τζώρζ Μάικς (1912-1987) ἄφησε ἕνα σχετικό κείμενο μέ τίτλο Περί Φιλαργυρίας ὅπου, μεταξύ ἄλλων, ἐπαναφέρει τή γνωστή συνταγή τῆς ἐπιτυχοῦς φιλαργυρίας: «Ἄν θέλετε νά εἶστε φιλάργυρος, νά θυμόσαστε ἕναν πολύ ἁπλό βασικό κανόνα: «Ὁ φιλάργυρος ποτέ δέν εἶναι τόσο πλούσιος, ὥστε νά μπορεῖ νά περιφρονήσει ἔστω καί μία πεντάρα». Καί δέστε τήν ἱστορία πού ἐπαληθεύει τόν κανόνα αὐτόν: Ὅταν ἤμουν 17 χρονῶν ἔτυχε νά βρίσκομαι σ' ἕνα συμβολαιογραφεῖο τῆς Βουδαπέστης, ὅπου ἕνας πλούσιος κύριος, ἰδιοκτήτης 22 τεραστίων κτημάτων, πουλοῦσε ἕνα ἀπό τά σπίτια του. Ὁ ἀγοραστής τοῦ μέτρησε 50.000 λίρες καί τό τραπέζι ἐξαφανίστηκε κάτω ἀπό τό τεράστιο χρυσό βουνό πού σωρεύτηκε πάνω του. Ὁ γερό-πλούσιος μέτρησε τέσσερις φορές τά λεφτά. Ὕστερα ἄνοιξε μία σαρακοφαγωμένη κασετίνα καί ἔβγαλε τούς τίτλους τοῦ σπιτιοῦ, τυλιγμένους σέ μία κορδέλα. Τούς ξετύλιξε διστακτικά καί μετά πολλή σκέψη τούς ἔδωσε στόν ἀγοραστή. Ὁ τελευταῖος αὐτός, τούς πῆρε καί τοῦ εἶπε:
            - Μοῦ δίνετε σᾶς παρακαλῶ καί τήν κορδέλα γιά νά τούς τυλίξω;

            Ὁ γέρος δίστασε μία στιγμή· ἔριξε μία ματιά στήν τεράστια χρυσή στοίβα πού βρισκόταν πάνω στό τραπέζι κι ἀπάντησε:

            - Τήν κορδέλα; Εὐχαρίστως. Πληρῶστε μου, ὅμως, τέσσερις πεντάρες!»

Θ.Β.
Ἀπό τή «Χιουμοριστική Ἀνθολογία» (ἐκδόσεις Τ. Δρακόπουλου, 1958).
Σημειώσεις:

1. Ἐριχ Φρόμ, «Νά Ἔχεις ἤ νά Εἶσαι», ἔκδ. Μπουκουμάνης, Ἀθήνα 1978, σσ. 173-174

2. Ἅ΄ Τιμοθ. 6:10. - Ἀββάς Νεῖλος, «Patrologia Graeca» (στό ἑξῆς: PG) 79:1152B. - Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 53:173. - Σύνοδος Καρθαγένης, PG 138:37A. - Κλήμης Ἀλεξανδρείας, PG 8:437C. - Μ. Βασίλειος, PG 30:813C.

3. Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 95:1148Β.

4. Ἀστέριος Ἀμασείας, PG 40:200C.

5. Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 57:212.

6. Ren Girard, «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν» (μτφρ. Εὐγενία Γραμματικοπούλου) ἔκδ. Ἑξάντας-Νήματα, Ἀθήνα 2002, σσ. 25-33.

7. Μάξιμος, PG 90, 104D.

8. Βασίλειος, PG 29:152D.

9. Ἰσαάκ Σύρος, «Ἀσκητικά», ἔκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 238.

10. Βλ. ἐνδεικτικά Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Κοινωνική δικαιοσύνη καί Ὀρθόδοξη θεολογία», ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005. Ἡ σχέση αὐτῆς τῆς κριτικῆς στάσης μέ τήν ἑκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα (π.χ. μέ τό πιστωτικό σύστημα, τή διελκυστίνδα κεντρικῆς ἐξουσίας καί εὐγενῶν κ.λπ.) ἔχει ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον, δέν εἶναι ὅμως τοῦ παρόντος.

11. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44:1173Β.

12. Βασίλειος, PG 31:276C.

13. Βασίλειος, PG 32:1164D.

14. Μάξιμος, PG 91:805Α.

15. Ἰωάννης Χρυσόστομος, PG 51:277.

Ἀπό τό https://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=330