Ψηλίτσα ἡ καμηλοπαρδαλίτσα

2014-08-04 10:10

Ψηλίτσα ἡ καμηλοπαρδαλίτσα

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας.

        Εἶστε ἕτοιμοι γιά μεγάλο ταξίδι; Πάρτε μαζί σας καπέλο, παγούρι μέ δροσερό νερό, κιάλια, γυαλιά ἡλίου, μαντήλι γιά τον ἱδρώτα καί ...φύγαμε γιά τίς ἀφρικανικές σαβάνες! Θά γνωρίσουμε τήν Κέλυ Ψηλίτσα, τή μικρή καμηλοπαρδαλίτσα! Στο δρόμο θά σᾶς διηγηθῶ τήν τρομερή ἱστορία της.

        Η Κέλυ Ψηλίτσα γεννήθηκε στόν πύργο Σαβάν-Ψηλάν, σέ μια μεγάλη σαβάνα τῆς Ἀφρικῆς. Εἶναι κόρη τοῦ πρίγκιπα Καμηλό ντέ Παρδάλ καί τῆς μεγάλης Δούκισσας Πανυψηλό ντέ Καμήλ. Εἶναι το μοναδικό παιδί τῆς οἰκογένειας, γι᾽ αὐτό, ὅπως καταλαβαίνετε, τή φρόντιζαν ἀπό μικρή μέ περίσσεια στοργή. Ἔκαναν γιʼ αὐτήν χίλια ὄνειρα οἱ γονεῖς της. Κι ὅσο ψήλωνε, τόσο μεγάλωνε το κ α μ ά ρ ι τους.

        Ὅταν πιά ἡ Ψηλίτσα ἔγινε τριῶν μέτρων, οἱ γονεῖς της ἀποφάσισαν νά τη βγάλουν ἕνα μεγάααααλο περίπατο, για νά γνωρίσει ὅλα τά ζῶα καί τά φυτά τῆς σαβάνας. Στόν πρῶτο αὐτόν περίπατο ἡ Ψηλίτσα δέ χόρταινε νά βλέπει καί νά μαθαίνει. Ἔγινε σχεδόν ἀμέσως φίλη μέ ὅλους. Τό βράδυ μάλιστα πού ἐπέστρεψαν στόν πύργο τους, εἶχε μαζί της καί ἕνα χαριτωμένο μικρό σκίουρο, πού, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος στό μεγάλο πρίγκιπα, δέν εἶχε κανέναν στόν κόσμο.

         Ἄ, πόσο εὐτυχισμένη εἶμαι! ἔλεγε καί ξανάλεγε ἡ Ψηλίτσα.

        - Ναί, ναί! συμφωνοῦσε κι ὁ σκίουρος και κουνοῦσε τή φουντωτή οὐρά του.

        - Λοιπόν, τί λές; θά γίνουμε φίλοι; ρώτησε ἡ καμηλοπαρδαλίτσα καί ἔσκυψε τόοοοοοσο χαμηλά, γιά νά δεῖ το σκίουρο.

        - Σʼ εὐχαριστῶ, σʼ εὐχαριστῶ, ἔλεγε καί ξανάλεγε το φουντωτό ζωάκι. Μοῦ ἔσωσες τη ζωή. Τί θά γινόμουν χωρίς την προστασία τῆς οἰκογένειάς σου, ἔτσι μόνος πού ἀπέμεινα; κλαψούρισε.

        - Μά πῶς ἔγινε αὐτό; ρώτησε μέ ζωηρό ἐνδιαφέρον ἡ Ψηλίτσα.

        - Εἶναι μεγάλη ἱστορία, βιάστηκε νά ἀπαντήσει ὁ σκίουρος καί φράπ, ἀνέβηκε σʼ ἕνα κλαδί.

        Ἔφτασε ἡ νύχτα κι ὅλοι στόν πύργο ἔπεσαν νά κοιμηθοῦν. Ὅλοι ἐκτός ἀπό τόν πονηρό σκίουρο. Τό μυαλό του δούλευε ἕνα πολύ ἄσχημο σχέδιο. Σκαρφαλωμένος στήν κορφή ἑνός δέντρου σκεπτόταν: «Ὡραῖα, λοιπόν. Τώρα μέ την Ψηλίτσα θά μάθουν οἱ ἄλλοι σκίουροι... Θά ἔχω στό λεπτό ὅ,τι θελήσω. Θά τῆς μάθω πῶς νά παίρνει κρυφά ὅλους τους καρπούς, νά μπαίνει στίς πιό ἀπόμερες φωλιές!».

        Μιά καί δυό τήν ἄλλη μέρα ὁ σκίουρος ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό πανοῦργο σχέδιό του. Κλαψούρισε καί παρέστησε τό φτωχό καί κατατρεγμένο καί ζήτησε ἀπό τη μικρή καμηλοπάρδαλη τάχα νά τόν βοηθήσει. Στήν πραγματικότητα ἤθελε να μαζέψει γιά τόν ἑαυτό του ὅλους τους καρπούς. Μέσα σέ λίγες ἑβδομάδες ἡ Ψηλίτσα, πού δέν κατάλαβε τήν πονηριά του, ἔγινε ἡ πρώτη ἁρπαχτική καμηλοπάρδαλη τῆς σαβάνας. Τέντωνε τόν τεράστιο λαιμό της, ἔμπαινε μέσα σέ φωλιές

πουλιῶν, μέσα σέ σκιερά καλάμια και ἄγριους βάτους κι ἔφερνε στο σκίουρο τοῦ κόσμου τά καλά.

        Κάποια μέρα, πού ὅλη ἡ καμηλοπαρδαλοοικογένεια βγῆκε γιά περίπατο, ὁ πρίγκιπας καί ἡ δούκισσα δοκίμασαν μεγάλη ἀπογοήτευση. Ἡ Κέλυ Ψηλίτσα δεν ἔτρωγε τίς τρυφερές κορφές τῶν δέντρων, δέν ἤξερε κἄν νά κοιτάζει τά ψηλά κλαδιά.

        - Ψηλίτσα, κοίτα ἐ δῶ ψη λά! Νά ἐδῶ πάνω! φώναζε ὁ Καμηλό.

        - Ψηλίτσα, πάρε κορίτσι μου, αὐτήν τήν κορυφή! Νά, ὅπως ἐγώ! ἔλεγε ἡ Πανυψηλό.

        Ὅμως ἡ Ψηλίτσα εἶχε καρφωμένα τά μάτια της στά χαμηλά χορτάρια. Χαμήλωνε τό μακρύ λαιμό της μέ τίς καφετιές ἀποχρώσεις, ἔσκυβε τό κεφαλάκι μέ τά παιχνιδιάρικα ματάκια κι ἐξέταζε τό κάθε λουλουδάκι, τήν κάθε φωλίτσα. Κι ὕστερα μέ τά δόντια της ξερίζωνε τό καθετί.

        Ὅλες οἱ καμηλοπαρδάλεις τῆς πολύ ὑψηλῆς κοινωνίας τό πῆραν εἴδηση και κρυφογελοῦσαν κοροϊδευτικά. Τί ντροπή γιά τούς γονεῖς της! Τό χειρότερο ὅμως ἦταν ὅτι τώρα πιά τά μικρά ζῶα δέν ἔβρισκαν τροφή. Ὁ μόνος εὐχαριστημένος ἦταν φυσικά ὁ πονηρός σκίουρος.

        Μέ τόν καιρό ἡ κατάσταση γινόταν ὅλο καί χειρότερη. Ἡ Ψηλίτσα δέν ἄκουγε κανέναν. Ὥσπου ἔγινε τό κακό. Πλῆθος ζῶα μαζεύτηκαν ἕνα πρωί ἔξω ἀπό τον πύργο τοῦ Καμηλό καί ἀπειλοῦσαν ὅτι θα καλοῦσαν καί τό λιοντάρι. Ἀπαιτοῦσαν να φύγει ἡ μικρή καμηλοπάρδαλη ἀπό τή σαβάνα: «Ἔξω ἡ Ψηλίτσα! Ἔξω ἡ Ψηλίτσα! Ἔξω ἡ Ψηλίτσα» φώναζαν ρυθμικά. Ἡ μεγάλη δούκισσα Πανυψηλό ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη γιά τό κατάντημα τῆς κόρης της.

        - Γιατί , παιδί μου, μᾶς τό ἔκανες αὐτό; Γιατί νά παίρνεις τά πράγματα καί τήν τροφή τῶν ἄλλων; Σοῦ στερήσαμε ἐμεῖς τίποτα;

        - Γιατί, Ψηλίτσα, ἁρπάζεις τά πράγματα τῶν ἄλλων; ρώτησε σοβαρός καί ὁ Καμήλ ντε Παρδάλ, ὁ πατέρας της.

        Ἡ ματιά του ἦταν τόσο πονεμένη και αὐστηρή, πού ἡ καμηλοπαρδαλίτσα δεν ἄντεξε καί τά ὁμολόγησε ὅλα. Ὅμως δυστυχῶς δέν μποροῦσε γιά πολλή ὥρα να κοιτάζει τούς γονεῖς της. Ἄχ, πῶς πονοῦσε ὁ μακρύς λαιμός της καί ...ἄχ, πῶς ζαλίζεται! Τῆς ἔρχεται λιποθυμία! Και ΜΠΑΜΜΜ! ἡ καμηλοπάρδαλη σωριάστηκε χάμω.

        Ὁ γιατρός πού τήν ἐξέτασε τίς ἑπόμενες μέρες εἶπε σοβαρός:

        - Ἡ Ψηλίτσα πάσχει ἀπό μιά σπάνια ἀρρώστια πού λέγεται «πεφτολαιμία ση σκυψοχαμηλούμ». Ὀφείλεται στό συνεχόμενο σκύψιμο τοῦ λαιμοῦ καί στήν τέλεια ἀπουσία γυμναστικῆς καί κυρίως ἀνάτασης. Θά πρέπει νά μείνει ἀκίνητη μέ γύψο στό λαιμό μερικούς μῆνες.

        Καταλαβαίνετε, φίλοι μου, τί μαρτύριο πέρασε ἡ Ψηλίτσα. Γυψωμένη, ἀκίνητη σκεφτόταν τό πάθημά της καί ἔκλαιγε. Εἶχε πιά καταλάβει γιά τά καλά πόση ζημιά μπορεῖ νά κάνει μιά κακή φιλία, μια κακή παρέα.

        - Ποτέ ξανά, ποτέ ξανά, ποτέ! ἔλεγε καί ξανάλεγε. Ὅσο γιά τό σκίουρο δέν ξαναφάνηκε στή σαβάνα ἐκείνη. Ἐξαφανίστηκε. Και κάποιοι ἐλέφαντες κοσμογυρισμένοι εἶπαν ὅτι τόν εἶδαν σέ ἕνα τσίρκο νά τρώει σκόρδα μέσα σέ κλουβί σιδερένιο. Λοιπόν τί λέτε, δέν ἀξίζει νά πᾶμε να γνωρίσουμε τήν Ψηλίτσα; Σέ δυό μέρες θά βγάλει καί τό γύψο.

        Φίλοι μου, σᾶς χαιρετῶ μέ ἀγάπη...

τό ΣΥΝΝΕΦΟ.

Καί ΠΡΟΣΟΧΗ

στίς κακές παρέες.

Μᾶς κλέβουν τή χαρά!

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3744/APRILIOS%20746.pdf%20SCREEN.pdf