Χριστουγεννιάτικα

2014-08-04 11:01

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, καί χιόνια πολλά!

        Δέν ἔχω σταθεῖ οὔτε λεπτό. Ἀπό τήν 1η τοῦ Δεκεμβρίου πετῶ πάνω ἀπό χιονισμένες ἐλατοσκέπαστες πλαγιές. Πότε πότε κατεβαίνω καί σέ χωριά, ὅπου καῖνε τ᾽ ἀναμμένα τζάκια καί μοσχοβολᾶ ὁ ἀέρας τσουρέκι καί δίπλες. Κάποιες φορές στέκομαι καί στά παράθυρα τῶν σχολείων, πού ᾽ναι στολισμένα μ᾽ ἀστεράκια καί καμπάνες. Θά ἤθελα πολύ να πάω καί στό Εἰρηνοχώρι, ἀλλά φοβᾶμαι. Βλέπετε πέρσι μ᾽ ἔδιωξαν τά παιδιά καί... Ναί, ναί, καλά διαβάσατε, μ᾽ ἔδιωξαν. Καί νά σκεφτεῖτε, ἦταν παραμονές Χριστούγεννα.

        Θά σᾶς τά πῶ μέ τή σειρά.

        Πλησίαζαν Χριστούγεννα κι ὁ ΣΥΝΝΕΦΟξάδελφός μου μέ κάλε σε γιά λίγες μέρες στό ἐξοχικό του, στήν ψηλή ράχη, πού ᾽ναι   ἀκριβῶς κάτω ἀπό τή χιονότρυπα τοῦ φαλακροῦ βουνοῦ. Τέλειο μέρος. Τοπίο μοναδικό, θέα ἀπέραντη, οὐρανός καθαρός. Βέβαια, τό πιό εὐχάριστο γιά μένα ἦταν τό μικρό χωριουδάκι μέ τό μικρούτσικο σχολεῖο. Κάθε πρωί κατέβαινα ὥς κάτω στήν αὐλή κι ἔπαιζα χιονοπόλεμο μέ τά παιδιά στά διαλείμματα. Τήν ὥρα τοῦ μαθήματος σκαρφάλωνα στό περβάζι τῶν παραθυριῶν καί μάθαινα χαρτοκολλητική καί καλλιτεχνικές κατασκευές: ἀστέρια, καμπάνες, φάτνες...

        Ὥσπου ἕνα πρωί...

        - Φέρε μου πίσω τό χρυσό χαρτόνι! Τσίριξε ἡ Χρυσούλα.

        - Δέν σοῦ τό δίνω, γιά μένα τό ἔφερε ὁ δάσκαλος! πείσμωσε ἡ Χριστίνα.

        - Κύριε, ὁ Χρῆστος μοῦ ἔσκισε τήν καμπάνα!

        - Κύριε, ἡ Κρυσταλλία ἔριξε ὅλη τή χρυσόσκονη!

        - Εἶσαι ἀνόητος! Χάλασες τό ψαλίδι.

        - Εἶσαι ἄμυαλη! Ξόδεψες τήν κόλλα.

        - Ἄααα, κύριε, μοῦ ἔσκισε τό ἀσημί.

        - Ἴιιι, πάει τό μπλέ.

        Γούρλωσα τά ΣΥΝΝΕΦΟμάτια μου. Μέσα στήν τάξη χαλασμός, φωνές, τσιρίδες, πεταμένα χαρτόνια, πατημένες κόλλες. Σέ μιά γωνιά τρία κορίτσια μαλλιοτραβιόντουσαν γιά μιά κόκκινη καμπάνα, παραπέρα δυό ἀγόρια ξέσκιζαν ἕνα μεγάλο ἀστέρι, στό πίσω θρανίο ἕνα ψηλό κορίτσι κατέβαζε ἀπό τόν τοῖχο ἕνα χρυσαφί φανάρι, πού τό ᾽θελε γιά τό σπίτι. Καί τό χειρότερο, κάποιος χοντρούλης μαθητής ἔριξε στη φωτιά τῆς σόμπας τίς ἀσημένιες χιονονιφάδες.

        Κακό μεγάλο στό Σχολεῖο. Χαλασμός!

        Ὁ δάσκαλος πήδηξε στή μέση τῆς μά χης καί προσπαθοῦσε να φέρει τήν εἰρήνη. Τοῦ κάκου. Σκέφτηκε τότε κάτι πολύ ἀποτελεσματικό: χτύπησε δυνατά τό κουδούνι.

        Στό ἄκουσμά του ἔγινε ξαφνικά κατάπαυση πυρός. Ἅρπαξαν ὅλοι τίς τσάντες τους καί ρίχτηκαν στό δρόμο. Φωνάζοντας καί ἀπειλώντας χάθηκαν μέσα στούς χιονισμένους δρόμους τοῦ χωριοῦ.

        Ὁ δάσκαλος ἔμεινε πίσω σκεφτικός, βουβός καί δακρυσμένος. Γύρισε τό βλέμμα του μέσα στήν ἀδειανή αἴθουσα -κοίταξα κι ἐγώ- παντοῦ σκουπίδια καί συντρίμμια. Φρίκη!

        Ἔφυγα καταλυπημένο γιά τίς κορφές. Ὅλη τή νύχτα δέν ἔκλεισα ΣΥΝΝΕΦΟμάτι. Τήν ἄλλη μέρα πρωί πρωί κατηφόρισα γιά τό σχολεῖο. Μαζεμένα τά παιδιά στήν αὐλή διάβαζαν μια ἐπιγραφή πάνω ἀπό τήν κλειδωμένη πόρτα: ΚΛΕΙΣΤΟ ΛΟΓΩ ΠΟΛΕΜΟΥ.

        Σέ λίγο φάνηκε ἀπό μακριά κι ὁ δάσκαλος. Ἄνοιξαν διάδρομο νά περάσει. Ἀνέβηκε ὥς τό 5ο σκαλί καί στράφηκε λυπημένος πρός τά παιδιά. Τόν κοιτοῦσαν ἀμίλητα. Τά βλέφαρά τους ἀνοιγόκλειναν μέ ἀγωνία καί μερικοί ξεροκατάπιναν.

        Ἔβγαλε μέ ἀργές κινήσεις ἀπό τή δεξιά τσέπη τοῦ παλτοῦ του ἕνα ματσάκι ἀπό ξεσχισμένα πολύχρωμα χαρτονάκια. Τά ἔσφιξε καί ἄρχισε νά μιλάει ἀργά, δυνατά, σταθερά, λυπημένα:

        «Ἀπό ἐχθές τό μεσημέρι παιδιά, τό σχολεῖο μας είναι κλειστό λόγω πολέμου. Τοῦ ἐπιτέθηκαν ξαφνικά δυνατοί καί πολλοί ἐχθροί. Κατάφεραν νά μποῦν μέσα καί νά τό λεηλατήσουν. Δυστυχῶς, οἱ φρουροί μας κοιμόντουσαν». Ξερόβηξε. Κοίταξε μέ νόημα τά παιδιά καί ξανάρχισε:

        «Χθές τό μεσημέρι οἱ βόμβες τοῦ θυ μοῦ, τά περίστροφα τῆς κακιᾶς γλώσσας, τά ἀκόντια τῆς ζήλιας, τά τάνκς τοῦ ἐ γωισμοῦ καί πολλά ἄλλα ἐχθρικά πυρά ἔκαναν ἔφοδο στό ὄμορφο σχολεῖο μας. Καί τώρα πιά δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει. Καί σκεφτεῖτε ὅτι πλησιάζουν τά Χριστούγεννα. Θά μείνει, λοιπόν, ἀστόλιστο και ρημαγμένο. Τό χειρότερο ὅμως εἶναι κάτι ἄλλο».

        Ξανακοίταξε μέ συγκίνηση τά παιδιά. Κάποια κατέβασαν τό κεφάλι καί κλωτσοῦσαν τά μικρά πετραδάκια τῆς αὐλῆς.

        «Κοιτάξτε στά χέρια μου» -φώναξε ὁ δάσκαλος- «κρατάω κάτι ἀπό τά χθεσινά συντρίμμια. Νά αὐτό τό κόκκινο κομμάτι χαρτί...»

        - Εἶναι ἀπό τήν καμπανούλα μου, εἶπε ἡ Χριστίνα.

        -Δέν μᾶς χρειάζεται ἡ καμπανούλα γιά νά γιορτάσουμε Χριστούγεννα, συνέχισε ὁ δάσκαλος. ΑΓΑΠΗ μᾶς χρειάζεται. Καί νά, θά κολλήσω ἐδῶ πάνω στην πόρτα τό κόκκινο τῆς ἀγάπης.

        Σήκωσε ψηλά τό χρυσαφί χαρτονάκι. «Δίπλα του θά βάλω τό χρυσό τῆς καλωσύνης», εἶπε καί τό κόλλησε δίπλα στό κόκκινο.

        Ὕστερα, σάν σέ μακριά πολύχρωμη κορδέλα, κόλλησε δίπλα τό γαλάζιο τῆς εἰρήνης, τό πράσινο τῆς ἐλπίδας, τό ἀσημί τῆς εὐγένειας, τό μώβ τῆς συγγνώμης...

        Γιά ὅλα τά χρώματα βρῆκε ἕνα ὄνομα ὁ σοφός δάσκαλος. Κατέβηκε ἕνα σκαλί καί εἶπε: Γιά νά γιορτάσουμε Χριστούγεννα εἰρηνικά, πρέπει νά ἔχουμε ὅλοι την πολύχρωμη αὐτή κορδέλα. Ὅποιος τήν ἀποκτήσει νά ἔρθει αὔριο γιά νά ξαναχτίσουμε τό Σχολεῖο μας.

        Προχώρησε ἀνάμεσα ἀπό τά παιδιά καί βγῆκε στό δρόμο. Ἔστριψε δεξιά καί χάθηκε ἀπό τά μάτια τους.

        Τότε μέσα ἀπό τόν ἀμίλητο μαθητόκοσμο ἀκούστηκε ζωηρή ἡ φωνή τοῦ Χρήστου.

        «Παιδιά, τί λέμε, θά τό ξαναχτίσουμε;».

        «Ναί», ἀντήχησε ὁλόκληρο τό χωριό ἀπ᾽ τίς ἀποφασιστικές φωνές τους.

        Δέν ἄντεξα, φίλοι μου, τόση συγκίνηση, πέταξα γιά τό βουνό. Ὁ φίλος μου φέτος στό ΣΥΝΝΕΦΟγράμμα του μέ προσκαλεῖ νά πάω πάλι στό Εἰρηνοχώρι, γιατί, λέει, ἑτοιμάζουν τήν καλύτερη χριστουγεννιάτικη γιορτή στό ὄμορφο σχολεῖο μέ τά χρυσά παιδιά.

        Τί λέτε, νά πάω;

        Θά ἔρθετε μαζί μου;

TO ΣΥΝΝΕΦΟ

Ἀπό τόhttps://www.osotir.gr/attachments/article/15414/766.pdf