Τό μαῦρο διαμάντι τῆς Καπίνγκα

2014-08-04 10:39

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας!

        Ὅσα θά σᾶς διηγηθῶ σήμερα, τά ἔμαθα ἀπό τή φίλη μου Καπίνγκα σέ ἕνα μακρινό ταξίδι μου στήν Ἀφρική! Ἀκοῦστε λοιπόν!

        Ἡ Καπίνγκα πήγαινε σʼ ἕνα ἀφρικανικό Σχολεῖο. Ἦταν πολύ καλή μαθήτρια, ὅμως δυστυχῶς δεν εἶχε φίλες κι οὔτε κανένα παιδί τῆς μιλοῦσε. Καί ξέρετε γιατί; Διότι ἡ Καπίνγκα ἦταν ἄσχημη. Κάθε φορά λοιπόν πού γύριζε στήν καλύβα της ἔκλαιγε μέ μαῦρο δάκρυ. Ὥσπου μιά μέρα ὁ καλός της παππούς τῆς διηγήθηκε τή διαμαντένια ἱστορία.

Μιά φορά κι ἕναν καιρό -τότε πού τά διαμάντια μιλοῦσαν- βγῆκαν ἀπό ἕνα ἀδαμαντωρυχεῖο πέντε διαμάντια και ζοῦσαν κρυμμένα μέσα στίς φυλλωσιές τοῦ δάσους.

        Τό πρῶτο διαμάντι εἶχε ἀποχρώσεις γαλάζιες. Ὅταν τό κοιτοῦσες, νόμιζες πώς ἔβλεπες τόν οὐρανό καί τή θάλασσα μαζί. Τό δεύτερο εἶχε χρῶμα πρασινωπό σάν ἀνοιξιάτικο λιβάδι. Τό τρίτο ἦταν χρυσοκίτρινο, ἴδιο ὁ ἥλιος. Τέτοια λάμψη θά τή ζήλευε ὥς καί βασιλιάς. Τό τέταρτο διαμάντι εἶχε χρώματα μώβ κι ἦταν σάν μαγευτικό ἡλιοβασίλεμα. Τό πέμπτο, τό καημένο, ἦταν... ἦταν μαῦρο! Σάν μιά σκοτεινή τρύπα.

        Τά τέσσερα χρωματιστά διαμάντια σέ κάθε τους παιχνίδι καί σέ κάθε τους περίπατο καμάρωναν τά χρώματά τους. Τό καημένο τό μαῦρο διαμαντάκι περπατοῦσε πάντοτε ἀπό πίσω τους λυπημένο καί μόνο. Τά πολύχρωμα διαμάντια συχνά πυκνά γύριζαν καί τό κοίταζαν μέ περιφρόνηση καί τό κορόϊδευαν.

        - Πώ-πώ! τί ἄσχημο διαμάντι!

        -Κανείς νά μήν τοῦ μιλᾶ, μπορεῖ νά μᾶς λερώσει!

        - Καλέ, αὐτό δέν εἶναι διαμάντι. Εἶναι κάρβουνο.

        Κι ὅμως, τό μαῦρο διαμαντάκι ἦταν κανονικό διαμάντι. Ὅμως τί κρίμα νά εἶναι τόσο ἄσχημο.

        Ἔτσι περνοῦσαν οἱ μέρες...

        Τά τέσσερα διαμάντια ἔκαναν συνέχεια ὄνειρα γιά τό μέλλον:

        - Ἐγώ, ἔλεγε τό μώβ, σίγουρα θά βρεθῶ στό στέμμα κάποιας πριγκίπισσας!

        - Ἐγώ, ἔλεγε τό κιτρινόχρυσο, θέλω νά ζήσω σέ παλάτι μεγάλου βασιλιᾶ. Τό νιώθω, θά με βάλει ὁ βασιλιάς στό βασιλικό του δαχτυλίδι.

        - Ἐγώ, ὀνειρευόταν τό πράσινο, θά γίνω το πιό ἀκριβό πετράδι στό λαιμό τῆς βασίλισσας. Θά μέ φοράει καί θά βγαίνουμε περίπατο σε ἀνθισμένα λιβάδια!

        - Ἐγώ, ἔλεγε τό γαλάζιο, θέλω νά βρεθῶ στό μεγαλύτερο καράβι καί νά ταξιδέψω με τόν πιό σπουδαῖο ναύαρχο τοῦ κόσμου  σʼ ὅλες τίς θάλασσες τῆς γῆς.

        - Κι ἐγώ, εἶπε δισταχτικά μέ χαμηλή φωνούλα τό μαῦρο διαμαντάκι, κι ἐγώ... θέλω νά γίνω...

        - Χά! Χά! Χά! τό διέκοψαν τά γέλια τῶν ἄλλων. Ἀκοῦστε, ἔχει ὄνειρα τό μαῦρο διαμάντι, χά! χά! χά!

        - Λοιπόν τί θέλεις νά γίνεις; Μήπως θέλεις νά σέ φορέσει κάποιο μαῦρο κοράκι στό λαιμό του; τοῦ πέταξε τήν προσβολή τό γαλάζιο.

        - Θέλω..., ξανάπε λυπημένο τό μαῦρο διαμάντι, νά γίνω εὐεργέτης!

        - Τί; Χά! χά! χά! ἄρχισαν πάλι τίς κοροϊδίες τά τέσσερα διαμάντια.

        Τό καημένο τό μαῦρο διαμαντάκι ἔκλεισε το στόμα του κι ἕνα δάκρυ κύλησε πάνω του. Ὤ, πόσο ἤθελε νά φύγει, νά πάει μακριά, νά μην τό βλέπουν! Ὤ, πόσο ἤθελε νά ξαναμπεῖ στο ἀδαμαντωρυχεῖο, νά χωθεῖ μέσα στό βράχο καί νά μήν τό ξαναδεῖ ποτέ πιά κανείς! Ὤ, δεν ἄντεχε ἄλλο! Ἄχ, γιατί νά εἶναι τόσο ἄσχημο; Γιατί;

        Ὥσπου μιά σκοτεινή νύχτα, τήν ὥρα πού ὅλα τά διαμάντια κοιμόντουσαν, ἄραξε σιωπηλά στήν ἀκτή ἕνα πειρατικό καράβι! Ὁ μεγάλος πειρατής, πού εἶχε ἀκούσει γιά τά περίφημα διαμάντια, ἄναψε τό μεγάλο δαυλό του κι ἄρχισε νά ψάχνει. Ξαφνικά τέσσερις λαμπερές ἀκτίνες ἄστραψαν μπροστά του.

        Πώ-πώ! ποτέ μου δέν ξανάδα τέτοια διαμάντια!» εἶπε ὁ πειρατής καί φράπ, τά ἔριξε μέσα στό μαῦρο σακούλι του. Γύρισε στό πειρατικό του καράβι καί σέ λίγο ἁρμένιζε μεσοπέλαγα. Πότε πότε ἅπλωνε τό χέρι καί χάϊδευε τό σακούλι ἤ ἄλλοτε τό ἄνοιγε καί θαύμαζε τά τέσσερα διαμάντια του.

        Ὅμως... δέν εἶχε πάρει εἴδηση ὅτι κουβαλοῦσε κι ἕνα πέμπτο διαμάντι... Δέ φαινόταν, γιατί ἦταν μαῦρο!

        Τό μαῦρο διαμαντάκι εἶχε γαντζωθεῖ στο μανίκι του τήν ὥρα πού ἔκλεβε τά πολύχρωμα διαμάντια καί κατάφερε νά μπεῖ κι αὐτό στο σακούλι. Εἶχε καλή καρδιά κι ἤθελε νά βοηθήσει τούς φίλους του. Περίμενε λοιπόν τήν κατάλληλη στιγμή. Καί νά πού ἡ στιγμή ἔφτασε!

        Μιά νύχτα, πού τό καράβι ἄραξε σέ μιά ἐρημική ἀκρογιαλιά, ἔβγαλε ὁ μεγάλος πειρατής τά τέσσερα διαμάντια, τά ἔδεσε μέ ἁλυσίδες καί τά φυλάκισε μέσα σ᾽ ἕνα γυάλινο κουτάκι. Τά καμάρωσε ἀρκετή ὥρα στό φῶς ἑνός χοντροῦ κεριοῦ. Κι ὕστερα ἔσβησε τό κερί του κι ἔπεσε νά κοιμηθεῖ. Σέ λίγο τό ροχαλητό του ἀκουγόταν πιό δυνατό ἀπό τά κύματα πού ἔσπαγαν στά βράχια.

        Ἦταν ἡ κατάλληλη ὥρα! Τό μικρό διαμαντάκι πήδησε ἔξω ἀπό τό σακούλι καί πλησίασε στο κελί τῶν φυλακισμένων. Κόλλησε στό τζάμι και κοίταξε μέ πόνο τούς ὄμορφους φίλους του. Ἦταν τόσο μά τόσο δυστυχισμένοι οἱ καημένοι!

        «Τόκ-τόκ»! χτύπησε τό γυάλινο κλουβί τους. Ὅμως... κανείς δέν τό εἶδε, γιατί ἦταν μαῦρο καί ἡ καμπίνα τοῦ καραβιοῦ κατασκότεινη.

        «Τόκ-τόκ»! ξαναχτύπησε.

        - Ποιός εἶναι; ρώτησαν ξαφνιασμένα τά διαμάντια.

        - Ἐγώ, τό μαῦρο διαμάντι. Σσσσς! Ἦρθα νά σᾶς ἐλευθερώσω! εἶπε καί... «χράκ» μέ μια χαρακιά ἔκοψε τό τζάμι. Ἔτρεξε κοντά στους φυλακισμένους καί κατάφερε νά κόψει τις ἁλυσίδες τους.

        Τά πολύχρωμα διαμάντια δέν μποροῦσαν να πιστέψουν στά μάτια τους, γιατί φυσικά το μαῦρο διαμάντι ἦταν ἀόρατο μέσα στό σκοτάδι. Ἄκουγαν μόνο τή φωνή του. Τότε... θυμήθηκαν ἐκεῖνα τά λόγια του: «Ἐγώ θέλω νά γίνω εὐεργέτης». Καί πόσο μετάνοιωσαν γιά τη συμπεριφορά τους!

        - Ἐμπρός, τρέξτε πίσω μου! εἶπε τό μαῦρο διαμάντι.

        - Μά δέ σέ βλέπουμε, δέ βλέπουμε τίποτα! φώναξαν μέ ἀγωνία καί τά τέσσερα.

        - Ἔ, τότε νά ἀκολουθεῖτε τά χτυπήματά μου, εἶπε τό πέμπτο διαμάντι.

        Κι ἔτσι σιγά σιγά, τίκ-τίκ, τόκ-τόκ, τάκ-τάκ... κατάφερε νά βγάλει τούς φίλους του ἔξω στήν ἀκτή. Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι. Θαλασσινός ἀέρας τούς χτύπησε.

        - Ζήτω! Σωθήκαμε!

        - Ζήτω! Εἴμαστε πιά ἐλεύθεροι!

        - Ζήτω!

        - Μά ποῦ εἶναι τό μαῦρο διαμάντι;

        - Ἐδῶ δίπλα σας εἶμαι, ψιθύρισε ἐκεῖνο.

        - Ὤ, σʼ εὐχαριστοῦμε κι ἄς μή σέ βλέπουμε! εἶπαν μέ εἰλικρινή εὐγνωμοσύνη τά τέσσερα διαμάντια.

        - Εἶσαι τό πιό γενναῖο διαμάντι! Εἶσαι ὁ εὐεργέτης μας!

        Τό μαῦρο διαμάντι, πρώτη φορά ἄκουγε τέτοια λόγια, γιʼ αὐτό ντράπηκε, τόσο πολύ πού ἄρχισε νά κοκκινίζει ἀπό τήν ντροπή του. Ἦταν ἡ πρώτη φορά στή ζωή του πού ἔκανε εὐεργεσία, καί ἡ διαμαντένια του καρδιά κάπως σάν νά ζεστάθηκε.

        Σέ λίγο, πέρα μακριά στόν ὁρίζοντα, μέσα ἀπό τήν κοκκινοπορτοκαλί θάλασσα ἄρχισε να βγαίνει ὁ ἥλιος! Τά πέντε διαμάντια κοίταζαν θαμπωμένα τά ὑπέροχα χρώματά του. Πρώτη φορά ἔβλεπαν κατάματα ὁλόκληρο τόν ἥλιο.

        Καί τότε... ξαφνικά μιά ἡλιαχτίδα ἔπεσε πάνω στό μαῦρο διαμάντι. Κι ἐκεῖνο... πώ-πώ, τήν κατάπιε!... Κι ὕστερα κι ἄλλη κι ἄλλη! Κι ἔγινε τόσο μά τόσο ζεστή ἡ καρδιά του! Πρώτη φορά τά τέσσερα πολύχρωμα διαμάντια ἔβλεπαν φωτοφάγο διαμάντι!

.....................................................................

        - Κατάλαβες τώρα, χρυσή μου Καπίνγκα, εἶπε ὁ παππούς, ὅτι δέν πρέπει νά στενοχωριέσαι; Ἡ ἀγάπη κάνει τούς ἀνθρώπους, και τούς πιό ἄσχημους ἀκόμη, πανέμορφους, σαν νά ἔχουν μέσα τους ὁλόκληρο τόν ἥλιο. Γιʼ αὐτό σταμάτα νά κλαῖς καί νά λές πώς εἶσαι ἄσχημη. Ἀγάπα τούς φίλους σου καί θά δεῖς! Θά γίνεις σάν τό διαμαντάκι πού ἔπινε το φῶς. Θέλεις;

        Φίλοι μου, σᾶς χαιρετῶ,

καί νά θυμάστε:

ἡ ἀληθινή ΑΓΑΠΗ

εἶναι ΟΜΟΡΦΙΑ!

Μέ ἀγάπη τό ΣΥΝΝΕΦΟ

Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/732/732.pdf