Τά τρία ΣΥΝΝΕΦΟαδέλφια

2014-08-04 10:40

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας!

        Μάθατε τί έγινε στή ΣΥΝΝΕΦΟχώρα μέ τά τρία ἀδέλφια; Ἀκοῦστε λοιπόν.

        Πρίν ἀπό χρόνια γεννήθηκαν στή ΣΥΝΝΕΦΟχώρα τρία χαριτωμένα ΣΥΝΝΕΦΟαδέλφια: το χιονοΣΥΝΝΕΦΟ, το βροχοΣΥΝΝΕΦΟ καί το ΣΥΝΝΕΦΟβελουδένιο. Ὅλοι τά καμάρωναν για τήν ὀμορφιά καί τήν ἀξιοσύνη τους.

        Τό χιονοΣΥΝΝΕΦΟ ἦταν κάτασπρο καί μεγάλο. Μόλις πλησίαζε τή γῆ, σκόρπιζε ἁπαλά κι ἀθόρυβα ἑκατομμύρια νιφάδες.

        Στό πρῶτο του ταξίδι -νά φανταστεῖτε- χιόνισε τόσο πολύ, πού ἔκλεισαν τά σχολεῖα. Τά παιδιά τό ὑπεραγαποῦσαν. Μόλις τό ἔβλεπαν στόν οὐρανό τραγουδοῦσαν:

        «ΧιονοΣΥΝΝΕΦΟ λευκό, πού πετᾶς στόν οὐρανό στάσου ἔστω μιά στιγμή στή δική μας τήν αὐλή. Ρίξε χιόνι, χιόνισέ μας καί τή γειτονιά ἄσπρισέ μας!»

        Τό χιονοΣΥΝΝΕΦΟ χαμογελοῦσε γλυκά γλυκά κι ὕστερα, πώ πώ χιόνι, χιόνι, χιόνι.... Εἶχε ἀκούσει ἐπίσης ὅτι οἱ γεωργοί στά χωράφια τους χρειάζονται ἕνα παπλωματάκι για τό φρέσκο σιταράκι. Ἔτρεχε λοιπόν καί ἅπλωνε τίς νιφάδες του στόν κάμπο. Ἄχ, πραγματικά, ἦταν πολύ χαρούμενο! Τό μόνο πράγμα πού δέν τοῦ ἄρεσε ἦταν, ὅταν τοῦ ἔλεγε ἡ ΣΥΝΝΕΦΟμάνα του νά κόψει τά ταξίδια ὅταν ἐρχόταν ἡ ἄνοιξη. Ἔ, τότε, στενοχωριόταν πολύ κι ἔφευγε μακριά στά ψηλά βουνά. Κι ἐκεῖ ἔκλαιγε μέ ἄσπρο δάκρυ.

        Τό βροχοΣΥΝΝΕΦΟ πάλι, ἔβγαινε συχνά για βόλτες. Κυρίως τό φθινόπωρο. Ἄ, αὐτό ἦταν πολύ προκομμένο. Ξέπλενε τους δρόμους, ἔπλενε τίς πλατεῖες, γυάλιζε τά αὐτοκίνητα, πότιζε τά χωράφια, τά δέντρα, τούς κήπους, ἔδινε νερό στά ποτάμια, γέμιζε τίς λίμνες. Καί τό πιό σπουδαῖο: γέμιζε τά πάρκα καί τά γήπεδα μέ νερό κι ἔστελνε ἔτσι τά παιδιά στό σπίτι γιά διάβασμα! Τί νά σᾶς πῶ;! Ἦταν πρῶτο στό νοικοκυριό! Φυσικά ἡ πιό μεγάλη του στεναχώρια ἦταν το καλοκαίρι, πού δέν τό ἄφηνε ἡ ΣΥΝΝΕΦΟμάνα νά πάει νά παίξει μέ τήν ἄμμο στην παραλία, δίπλα στή θάλασσα. Τότε ἔφευγε μακριά πίσω ἀπό τά βουνά κι ἔριχνε βροχή το δάκρυ.

        Τό τρίτο ἀδελφάκι τό ΣΥΝΝΕΦΟβελουδένιο ἦταν ΣΥΝΝΕΦΟ τοῦ ἡ λιοβασιλέματος. Ἦταν ἀπό κάτω χρυσαφί καί πορτοκαλορόζ, στη μέση τριανταφυλλί καί πάνω πάνω κοκκινομώβ με μιά χρυσῆ ἀκτινωτή κορώνα! Ὄνειρο σᾶς λέω! Ὅλοι τό θαύμαζαν καί ἤθελαν νά βγαίνουν μαζί του φωτογραφίες. Ὅμως κι αὐτό εἶχε στενοχώρια, ὅταν φώναζε ἡ μάνα το πρωί, γιά νά ξυπνήσει. Τότε χωνόταν στά ΣΥΝΝΕΦΟπαπλώματά του καί περίμενε τή δύση τοῦ ἥλιου, γιά νά μή χάσει τά χρώματά του.

        Ὅλοι εἶχαν νά λένε γιά τά τρία ΣΥΝΝΕΦΟαδέλφια.

        Ὅμως... μιά μέρα... συνέβη κάτι φοβερό... Πού κανείς δέν τό περίμενε... Τά τρία ΣΥΝΝΕΦΟαδέλφια μάλωσαν γιά τά καλά! Ἐκεῖ πέρα στήν κορφή τοῦ βουνοῦ ἔγινε τέτοιος καβγάς, πού κόντεψε νά ἀνάψει ἀστραπή!

        - Ἐγώ εἶμαι τό πιό σπουδαῖο ΣΥΝΝΕΦΟ! Ἐγώ πού μέ τό χιόνι μου λευκαίνω ὅλη τή γῆ κι ὅλοι χαίρονται!

        - Τί μᾶς λές;! ἀπαντοῦσε τό βροχοΣΥΝ ΝΕΦΟ. Ἐγώ εἶμαι τό πιό σημαντικό, πού πλένω καί καθαρίζω τά πάντα! Μόνο ἐγώ πρέπει νά κυκλοφορῶ!

        - Σταματῆστε ἐπιτέλους! Φώναζε τό ΣΥΝΝΕΦΟβελουδένιο. Μά δέν καταλαβαίνετε ὅτι ἡ ὀμορφιά μου εἶναι αὐτή πού χρειάζεται στόν κόσμο;!

        Τί νά σᾶς πῶ, φίλοι μου. Οἱ τσακωμοί κράτησαν μέρες καί νύχτες. Ὥσπου μιά μέρα το χιονοΣΥΝΝΕΦΟ ἀποφάσισε νά δείξει στά ἀδέλφια του τήν ἀξία του.

        Πέταξε πάνω ἀπό τή γῆ καί... χιόνισε, χιόνισε, χιόνισε, χιόνισε. Τόσο, μά τόσο πολύ, πού τά σχολεῖα δέν ξανάνοιξαν, οἱ δρόμοι ἔκλεισαν, τά πάρκα χάθηκαν, τά ζῶα θάφτηκαν στό χιόνι καί τά λουλούδια δέν ξανάνθισαν. Ὅμως το χιονοΣΥΝΝΕΦΟ δέν ἔβλεπε τίποτε. Πῆγε ὥς καί στήν παραλία τό καλοκαίρι καί χιόνισε στήν ἄμμο πού παίζαν τά παιδιά. Εὐτυχῶς πρόλαβαν ὁ ἥλιος κι ὁ ἀέρας καί γλίτωσαν τή γῆ. Ὁ ἀέρας φύσηξε δυνατά καί τό ἔστειλε στά βουνά κι ὁ ἥλιος ἔβαλε τά δυνατά του κι ἔλειωσε γρήγορα τά χιόνια!

        Τότε ὅμως φάνηκε τό βροχοΣΥΝΝΕΦΟ!

        - Σίγουρα ἐμένα χρειάζονται στή γῆ, εἶπε κι ἄρχισε να βρέχει, νά βρέχει... Πλημμύρισαν τά ποτάμια, οἱ λίμνες, τά ρυάκια, τά πηγάδια, οἱ λακοῦβες, τά συντριβάνια. Πνίγηκαν ὅλα τά λουλούδια. Ὥς κι οἱ πάπιες στά πάρκα δεν μποροῦσαν πιά νά κολυμπήσουν. Καί μέ λίγα λόγια, φίλοι μου, τό βροχοΣΥΝΝΕΦΟ τά ἔκανε ὅλα μούσκεμα! Κι εὐτυχῶς πού ἦρθαν πάλι ὁ ἥλιος κι ὁ ἀέρας και σώσανε τή χώρα.

        Σέ λίγο, ὅμως, τελευταῖο καί καμαρωτό, φάνηκε τό ΣΥΝΝΕΦΟβελουδένιο. Ἄν καί ἦταν πρωί ἔβαψε τόν οὐρανό κοκκινομώβ. Οἱ ἄνθρωποι, πού νόμισαν ὅτι νυχτώνει, ἔκλεισαν τά καταστήματα, ἔκλεισαν τά γραφεῖα, ἔκλεισαν τά σχολεῖα καί ξάπλωσαν νά κοιμηθοῦν. Ὅμως δεν ἔλεγε νά ξημερώσει. Ὁ ἥλιος δεν φαινόταν πουθενά. Καί χρειάστηκε νά φυσήξει πολύ δυνατά ὁ ἀέρας, γιά νά τό διώξει.

        Μαζεύτηκαν καί τά τρία τότε στό ΣΥΝΝΕΦΟσπίτι τους πολύ σκεπτικά. Ἡ ΣΥΝΝΕΦΟμάνα ἦταν πολύ στενοχωρημένη μαζί τους.

        - Ὁρίστε ΣΥΝΝΕΦΟντροπές! Κοντέψατε νά καταστρέψετε τή γῆ μέ τό πεῖσμα σας και τόν ἐγωισμό σας! Καί σάν νά μήν ἔφτανε αὐτό χαλάσατε τίς ΣΥΝΝΕΦΟκαρδιές σας. Λοιπόν! Ἐμπρός. Σκεφτεῖτε σοβαρά τί πρέπει νά κάνετε ἀπό δῶ καί πέρα!

        Τά τρία ΣΥΝΝΕΦΟαδέλφια, πού κατά βάθος ἀγαποῦσαν τό ἕνα τό ἄλλο, σκέφτηκαν καί μετάνοιωσαν γιά τά λάθη τους. Και πῆραν μιά γενναία ἀπόφαση. Ποιά; Νά ὑποχωροῦν τό ἕνα στό ἄλλο καί νά συνεργάζονται. Ἔβαλαν μάλιστα καί πρόγραμμα. Για δεῖτε:

        ΧιονοΣΥΝΝΕΦΟ: βόλτες μόνο τό χειμώνα καί κυρίως τά Χριστούγεννα.

        ΒροχοΣΥΝΝΕΦΟ: βόλτες μόνο ὅταν χρειάζεται πότισμα καί πλύσιμο ἡ γῆ καί κυρίως τό φθινόπωρο ἀμέσως μετά τίς διακοπές, πού ὅλα εἶναι λερωμένα.

        ΣΥΝΝΕΦΟβελουδένιο: βόλτες τά ἀπογεύματα πρίν νά δύσει ὁ ἥλιος.

        Ἔτσι ἔζησαν αὐτά κι ἐμεῖς καλά κι ἐσεῖς καλύτερα! Κι ἄν καμιά φορά πέσει χιόνι κι ὕστερα ἔρθει ἡ βροχούλα καί τό λειώσει τήν ὥρα πού δύει ὁ ἥλιος μέ μύρια χρώματα, μήν ἀπορήσετε. Εἶναι πού κάθονται τά τρία ἀγαπημένα ΣΥΝΝΕΦΟαδέλφια στήν ἄκρη τοῦ οὐρανοῦ καί γελᾶνε!

        Φίλοι μου σᾶς χαιρετῶ.

Μέ ἀγάπη το ΣΥΝΝΕΦΟ!

Καί προσοχή: Με ἀλληλοϋποχώρηση πετυχαίνουμε καλύτερα ἀποτελέσματα.

Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/730/730.pdf