Τρελλοκερασιά ἡ φαντασμένη

2014-08-04 10:34

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας.

        Φέρτε μου μιά καρέκλα νά καθήσω. Εἶμαι πτῶμα. Ἔρχομαι πετώντας ἀπό το Τρελλοχώραφο. ΣΥΝΝΕΦΟμανούλα μου, τί εἶδαν τά ΣΥΝΝΕΦΟματάκια μου καί τι ἄκουσαν τά ΣΥΝΝΕΦΟαυτάκια μου. Δέν ξέρω... κάτι πρέπει νά γίνει. Ἆ, παπαπά, δεν πρόκειται νά ξαναπλησιάσω στό τρελλοχώραφο. Οὔτε κι ἐσεῖς νά πᾶτε. Τί; Δέν ξέρετε τί εἶναι τό Τρελλοχώραφο; Θά σᾶς πῶ ἀμέσως. Μεγάλη ἱστορία, φίλοι μου, μεγάλη ἱστορία! Λοιπόν ἀκοῦστε.

        Μεγάλωναν κάποτε στόν κάμπο τῆς καλωσύνης μονοιασμένα καί σκιερά τά δέντρα. Ροδακινιές, ἀχλαδιές, βερυκοκιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, δαμασκηνιές, κυδωνιές... Ἄλλο νά σᾶς τό λέω κι ἄλλο νά τό βλέπετε. Τί χρώματα, τί ἀρώματα! Τό ἕνα δέντρο χάριζε στόν κάμπο τό κόκκινο χρῶμα, τό ἄλλο ἔδινε τό κίτρινο, καί τό τρίτο ἔβαζε τό πορτοκαλί. Κι ἔτσι ὅλα μαζί ἔκαναν τόν κάμπο μιά ζωγραφιά. Τό πιό σπουδαῖο ὅμως ἦταν ὅτι κάθε ἀπόγευμα οἱ ἄνθρωποι ἔβγαιναν στόν κάμπο καί μάζευαν τά φροῦτα μέ γέλια καί χαρές. Ἦταν, τί νά σᾶς πῶ, ὁ κάμπος τῆς καλωσύνης.

        Αὐτά μέχρι πρίν πολλούς μῆνες... Γιατί ἐδῶ καί καιρό φύτρωσε στήν ἄκρη τοῦ κάμπου μιά κερασιά! Μεγάλωσε, μεγάλωσε, φούντωσε, πρασίνισε καί ἄνθισε. Καί τότε ἕνα μεθυστικό ἄρωμα γέμισε τόν κάμπο. Περνοῦσα κι ἐγώ, παιδιά, πάνω ἀπό τόν κάμπο καί τήν εἶδα. Ἦταν πραγματικά πολύ ὄμορφη. Καί τά κεράσια της;... φαίνονταν μούρλια!

        - Ἄχ, εἶπαν τά δέντρα, τί ἁπαλό ἄρωμα! Καλῶς μᾶς ἦρθες, κερασιά!

        - Πρώτη φορά φυτρώνει στήν παρέα μας κερασιά!

        - Πώ-πώ, κελάηδησαν καί τά πουλιά! Τι ὄμορφο δέντρο. Μποροῦμε νά καθόμαστε στα μοσχομυριστά κλαδιά καί νά τραγου δᾶμε.

        - Μμμμ, φώναξε κι ὁ ἄνεμος. Τί ὄμορφα πού ἀκούγεται τό τραγούδι μου ἀνάμεσα ἀπό τά κλαδιά της!

        Ἔλεγαν, ἔλεγαν καί τί δέν ἔλεγαν ὅλοι για τήν ὄμορφη κερασιά.

        Ὅμως... τί περίεργο... ἡ φουντωτή κερασιά δέν ἔβγαζε ἄχνα οὔτε γύριζε νά κοιτάξει κανέναν καί φυσικά κανέναν δέν καλημέριζε τό πρωί. Ἦταν τόσο μά τόσο ἀκατάδεχτη πού κρατοῦσε τά κεράσια της στά πιό ψηλά ψηλά κλαδιά. Κανένας δέν ἔφτανε νά κόψει. Τί κρίμα!

        Ἕνα ἀπόγευμα, γιά πρώτη φορά, την ἄκουσαν ἐπιτέλους τά δέντρα τοῦ κάμπου νά μιλᾶ μέ τόν μανάβη!

        - Μανάβη, μανάβη, φώναξε ἡ φαντασμένη κερασιά, ἐγώ εἶμαι τό πιό ὄμορφο δέντρο τοῦ κάμπου, ἔχω τά πιό εὐωδιαστά λουλούδια καί τούς πιό γλυκούς καρπούς. Κανένα δέντρο δέν εἶναι σάν καί μένα!

        - Βέβαια βέβαια, εἶπε ὁ μανάβης, κανένα δέντρο δέ σοῦ μοιάζει.

        - Τότε λοιπόν, συνέχισε ἡ κερασιά, θα πουλᾶς μόνο ἀπό τά δικά μου φροῦτα!

        - Μά..., τόλμησε νά πεῖ ὁ μανάβης.

        - Τί μά καί ξεμά; ρώτησε ἡ κερασιά κι ἅπλωσε ἀπειλητικά τά κλαδιά της.

        - Μά ἐσύ ἔχεις μόνο κεράσια, τῆς εἶπε ὁ μανάβης. Δέν ἔχεις ροδάκινα, δέν ἔχεις λεμόνια, δέν ἔχεις πορτοκάλια, δέν ἔχεις καρπούζια, δέν ἔχεις...

        - Ἔχω, πῶς δέν ἔχω, ἄρχισε νά φωνάζει μέσα ἀπό τά κλαδιά της ἡ φαντασμένη κερασιά, πού νόμιζε ὅτι μποροῦσε νά τά ἔχει ὅλα δικά της. Ἔλα σέ μιά βδομάδα καί θα δεῖς!

        Ὁ μανάβης μάζεψε τά καλάθια του και ἔφυγε ἀπό κοντά της. Μάζεψε ροδάκινα ἀπό τίς ροδακινιές, κυδώνια ἀπο τίς κυδωνιές, λεμόνια ἀπό τίς λεμονιές καί ξεκίνησε για τό μανάβικό του. Ἡ κερασιά κόντευε να σκάσει ἀπό τό κακό της καί μονολογοῦσε:

        «Ἀκοῦς δέν ἔχω πολλά φροῦτα!»

        Ἔτσι λοιπόν... ἀργά τό βράδυ, ὅταν τά δέντρα καί τά πουλιά κοιμήθηκαν μέσα στην ἡσυχία τοῦ κάμπου, ἡ φαντασμένη καί ὑπερήφανη κερασιά ἔστειλε μερικά κουκούτσια της νά κλέψουν ἀπό τά δέντρα τοῦ κάμπου τούς μυστικούς χυμούς τους. Τά κουκούτσια της, πού δέν εἴχανε κουκούτσι μυαλό, ὅλη τή νύχτα, μέσα στά σκοτεινά χωρίς να καλοβλέπουν ρουφοῦ σαν ροδακινάδες, λεμονάδες, πορτοκαλάδες κι ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους... Τά ξημερώματα γύρισαν και μοίρασαν τούς χυμούς στά κερασάκια τῆς φαντασμένης κερασιᾶς.

        Καί τότε... συνέβη κάτι φοβερό... Μπρρρ, τρέμω καί μόνο πού τό σκέφτομαι.

        Τό πρωί κρέμονταν ἀπό τά κλαδιά τῆς κερασιᾶς: κερασολεμόνια, πορτοκαλοκέρασα, κερασοαχλάδια, κερασομπανάνες, κυδωνοκερασάκια, ὥς καί κερασομυρμηγκάκια, γιατί ἕνα κουκούτσι μπερδεύτηκε μέσα στή νύχτα και ἔπεσε μέσα σέ φωλιά μυρμηγκιῶν...

        Τά δέντρα τοῦ κάμπου τρόμαξαν. Πρώτη φορά ἔβλεπαν τέτοιο δέντρο - μανάβικο. Ἡ κερασιά ὅμως φαντασμένη καί ὑπερήφανη για τόν ἑαυτό της καί τό κατόρθωμά της ἄρχισε νά φωνάζει:

        - Ἐλᾶτε νά δοκιμάσετε νόστιμα φροῦτα! Ὅ,τι πεθυμήσει ἡ καρδιά σας θά τό βρεῖτε στα κλαδιά μου! Τρέξτε νά προλάβετε. Μήν πᾶτε στή ροδακινιά. Τά δικά μου ροδάκινα εἶναι πιό καλά! Μην πᾶτε στήν κυδωνιά. Ἔχω ἐγώ πιό γλυκά κυδώνια! ... Ἔχω μπανάνες, ἔχω λεμόνια... καί τί δέν ἔχω!

        Φώναζε, φώναζε ἡ τρελλοκερασιά τόσο δυνατά πού τήν ἄκουσε ὥς καί ὁ μανάβης.

        - Μμμμ, τί μεγάλες μπανάνες! θαύμασε ὁ μανάβης.

        Ὅταν ὅμως ἄνοιξε μία, γιά νά δοκιμάσει...

        - Καλέ, δέν εἶναι μπανάνες, αὐτές μυρίζουν λασπόνερα. Νά δῶ, μήπως εἶναι καλύτερα τά πορτοκάλια; Πώ πώ, ἔχουν γεύση ραδικιοῦ. Ἴιιι, τά δαμάσκηνα ἔχουν ἀγκάθια τριανταφυλλιᾶς. Ἄχ, καί τά βερύκοκα ἔχουν χρῶμα μυρμηγκιοῦ!

        - Πᾶμε νά φύγουμε, παιδιά, φώναζε ὁ μανάβης στούς ἀνθρώπους. Τό δέντρο αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο.

        Ἀπό κείνη τή μέρα κανένας, μά κανένας, δέν ξαναπλησίασε τή φαντασμένη κερασιά, πού νόμισε ὅτι ἔγινε τό πιό σπουδαῖο δέντρο καί μποροῦσε νά τά ἔχει ὅλα. Καί ξέρετε τί ἔγινε στό τέλος; Ἐπειδή κανείς δεν ἔτρωγε ἀπό τά φροῦτα της, σάπισαν καί ξεράθηκε ἀπό τή ρίζα, ἡ φαντασμένη κερασιά.

        Σᾶς χαιρετῶ μέ ἀγάπη

τό ΣΥΝΝΕΦΟ

        Καί μήν ξεχνᾶτε:

        Ὅποιος εἶναι φαντασμένος καί νομίζει τά πολλά πάντα αὐτός πώς θά κερδίζει, κι ὅποιος εἶναι φαντασμένος καί ζητᾶ πάντα αὐτός νά ἔχει τά πολλά, σίγουρα μονάχος στή ζωή του μένει καί προκοπή δέν μπορεῖ νά περιμένει.

Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/717%20SYNEFOPARAMYTHIA.pdf