Τρία φοβερά πάθη

2014-08-01 15:19

        Ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται στὸν κόσμο αὐτό, ἔχει μέσα τοῦ σπέρματα τριῶν φοβερῶν παθῶν: τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας. Πρῶτα - πρῶτα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς τοῦ θέλει χρήματα, θέλει νὰ ζεῖ δίχως φτώχεια καὶ στεναχώριες. Ἔπειτα ὅσο μεγαλώνει, ἀποζητάει τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα. Καὶ τέλος, ὅταν ἔρθει στὴν κρίσιμη ἡλικία, φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο τῶν ἡδονῶν. Ἔτσι ὅμως ξεχνάει πὼς εἶναι θνητός, πὼς δὲν πλάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ μείνει παντοτινὰ στὴν παροῦσα ζωή, πὼς πρέπει νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὴ μέλλουσα καὶ αἰώνια.

        Ἂς γνωρίζουμε καλὰ ὅλοι μας, πὼς ἂν ὑποδουλωθοῦμε σ' ἕνα ἀπὸ τὰ παραπάνω πάθη, δὲν μποροῦμε νὰ ἐλευθερωθοῦμε εὔκολα, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ τὸ πουλὶ ποὺ πιάνεται στὴν παγίδα. Γιατί αὐτὰ τὰ πάθη εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου. Κι ἂν ὁ ἄνθρωπος πέσει μέσα, βρίσκεται σὲ τραγικὴ κατάσταση. Ἂν μάλιστα πεθάνει χωρὶς νὰ μετανοήσει, πηγαίνει ὅπου εἶναι καὶ ὁ διάβολος, ποὺ τὸν ὑποδούλωσε.

        Ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιληδονία ἔχουν τέτοια γλυκύτητα καὶ δύναμη, ποὺ μαραίνουν τὶς εὐγενικὲς καὶ πνευματικὲς ἐφέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Μ' ἕναν ἀνεξήγητο τρόπο, τὸν κάνουν νὰ πιστεύει πὼς γεννήθηκε γιὰ ν' ἀποκτάει χρῆμα, δόξα καὶ ἡδονή. Κι ἔτσι ὑποδουλώνεται.

        Τί σημαίνει ὅμως, ὅταν λέμε ὅτι δουλώνεται ὁ ἄνθρωπος; Καὶ τί εἶναι ἡ δουλεία αὐτὴ;

        Εἶναι αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου. Καὶ φέρνει τὴν ψυχὴ σὲ τέτοια κατάσταση, ποὺ μόνο αὐτὰ νὰ ποθεῖ καὶ μόνο αὐτὰ νὰ τὴν ἀναπαύουν, νὰ τὴν εὐφραίνουν καὶ νὰ τὴ χορταίνουν. Πῶς ὅμως θὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τ' ἄγρια τοῦτα πάθη;

        Μόνο μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση. Ὅταν μετανοήσουμε εἰλικρινά, μὲ συντριβὴ καὶ δάκρυα, θὰ ἔρθει στὴν ψυχή μας ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Καί δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῷ καί στεναγμός ἐπίμοχθος ἐπανάγει τήν χάριν πρός ὀλίγον ἀναχωρήσασαν».

        Αὐτὴ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δίνεται σ' ὅσους εἰλικρινὰ μετανοοῦν, οἱ πονηροὶ καὶ ἀκάθαρτοι δαίμονες δὲν τὴν ὑποφέρουν. Μὲ λύσσα ἀγωνίζονται νὰ τὴ διώξουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί ὅταν τὸν ἐπισκιάσει ἡ χάρη, ξεφεύγει ἀπὸ τὰ γήινα. Δὲν λογαριάζει τότε τὰ χρήματα. Δὲν ὑπολογίζει τὴ δόξα. Καύχημά του πιὰ εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἦταν καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔλεγε:  «Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι' οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ».

        Μάταια λοιπὸν λεγόμαστε χριστιανοὶ καὶ μάταια πιστεύουμε στὸ Θεό. Σὲ τίποτα δὲν θὰ μᾶς ὠφελήσει ἡ πίστη μᾶς σ' Αὐτόν, ἂν δὲν πολεμᾶμε ἀκατάπαυστα τὰ πάθη ποὺ ἀναφέραμε.

        Τὴ νηστεία μας τὴν ἀχρηστεύουμε, τὴν ἐλεημοσύνη μας τὴ χάνουμε καὶ τὴν προσευχή μας τὴ λερώνουμε μὲ αἰσχρὲς σκέψεις καὶ φαντασίες, γιατί δὲν μάθαμε νὰ σπᾶμε τὶς ἁλυσίδες τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας. Ὅταν τὶς σπᾶμε, ἡ ψυχὴ μᾶς ἀποκτάει ὑγεία καὶ τὸ φθαρτό μας σῶμα «ἐνδύεται ἀφθαρσίαν».

        Βέβαια, κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὑποδουλωμένος ἐξίσου καὶ στὰ τρία πάθη. Ἄλλος εἶναι φιλάργυρος, ἄλλος φιλόδοξος καὶ ἄλλος φιλήδονος. Συμβαίνει ὅμως συχνὰ νὰ κυριεύεται ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ νὰ μετέχει στὰ ἄλλα. Ή, ἀντίθετα, νὰ ὑποδουλώνεται στὸ ἕνα καὶ νὰ καταφρονεῖ τὰ ἄλλα.

        Ὁ φιλάργυρος π.χ., γιὰ νὰ μαζέψει χρήματα, δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴν ἡδονή. Μοναδική του σκέψη καὶ ἐπιδίωξη εἶναι τὸ χρῆμα, ἄσχετα ἂν ντροπιαστεῖ καὶ ἀτιμαστεῖ. Παραβλέπει τὴ δόξα, γιατί ἀποβλέπει στὸ κέρδος. Τὴν ἡδονὴ ἐπίσης τὴν περιφρονεῖ, γιὰ νὰ μὴν ξοδέψει χρήματα στὴν ἀπόλαυσή της.

        Ὁ φιλόδοξος πάλι ἀψηφάει τὰ χρήματα καὶ τὶς ἡδονές. Τὰ χρήματά του τὰ σκορπάει μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δοξάζεται καὶ νὰ ἐπαινεῖται. Τὴν ἡδονὴ τὴν ἀποστρέφεται, γιὰ νὰ μὴν τὸν κατηγορήσουν καὶ μειωθεῖ ἔτσι ἡ δόξα του.

        Ὁ φιλήδονος, τέλος, περιφρονεῖ καὶ χρήματα καὶ δόξα. Τὰ χρήματά του τὰ ξοδεύει σὲ ἀκολασίες καὶ σὲ ἀσωτίες. Δόξα γι' αὐτὸν εἶναι μόνο ἡ ἡδονή.

        Ἐμεῖς λοιπὸν ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὰ τρία φοβερὰ αὐτὰ πάθη, γιατί μόνο ἔτσι θὰ προκόψουμε, μὲ τὴ χάρη Του καὶ τὸ ἔλεός Του, στὴν ἀρετή, θὰ καθαρθοῦμε καὶ θὰ σωθοῦμε. 

Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου