Τά ἄγρια θηρία τῶν παθῶν

2014-08-01 13:58

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου 

        ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ γιά τήν διόρθωσι τῶν παθῶν. Γιά σκεφθῆτε τί ἄσχημο πράγμα εἶναι νά βλέπη κανείς τό σπίτι του σέ κακή κατάστασι καί τούς τοίχους ἕτοιμους νά πέσουν, καί ἀντί νά τό διορθώση, κάθεται καί κατασκευάζει αὐλές καί προαύλια. Ἤ νά εἶναι ἄρρωστο τό σῶμα καί ἀντί νά φροντίζη γι' αὐτό, κάθεται καί ὑφαίνει χρυσά φορέματα.

        Ἔτσι γίνεται τώρα. Ἐνῶ ἡ ψυχή μᾶς βρίσκεται σέ κακή καί ἀθλία κατάστασι, ἐνῶ κυριεύεται ἀπό τόν θυμό, ἀπό τήν κακολογία, ἀπό αἰσχρές ἐπιθυμίες, ἀπό ἐπίδειξι καί κενοδοξία, ἀπό ἀτίθασες καί ἐπαναστατικές κινήσεις, ἐνῶ σύρεται στό χῶμα καί σπαράζεται ἀπό τόσα θηρία, ἀντί νά κοιτάξουμε νά τήν ἀπαλλάξουμε ἀπό τά πάθη, ἀσχολούμεθα μέ σωματικές ἀνέσεις καί καλλωπισμούς.

        Ὅταν μία ἀρκούδα ξεφύγη ἀπό ἐκεῖ πού τήν φυλᾶνε καί γυρίζη ἐλεύθερη στούς δρόμους, κλείνουμε τά σπίτια μας καί βαδίζουμε ἀπό στενά δρομάκια γιά νά μή πέσουμε ἐπάνω σ' αὐτό τό θηρίο. Καί τώρα πού ὄχι ἕνα θηρίο, ἀλλά πολλά σπαράζουν τόν ψυχικό μας κόσμο οὔτε εἴδησι παίρνουμε.

        Γιά τήν ἀσφάλεια τῆς πόλεως φροντίζουμε πολύ καί κλείνουμε τά θηρία σέ ἀπόμερα μέρη καί σέ σιδερένια κλουβιά. Καί τά φυλᾶμε ὄχι κοντά στήν Βουλή οὔτε στά δικαστήρια οὔτε στά ἀνάκτορα, ἀλλά πολύ μακρυά. Ἀπ' ἐναντίας ὅμως στήν ψυχή μας ὅπου ὑπάρχουν κάποια ἄλλη βουλή καί κάποια ἄλλα ἀνάκτορα καί δικαστήρια, ἀφίνουμε τά θηρία νά ἀνεβαίνουν μέχρι τόν νοῦ, δηλαδή τόν θρόνο τόν βασιλικό, καί νά ὠρύωνται καί νά θορυβοῦν.

        Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού ὅλα γίνονται ἄνω-κάτω καί ὅλα γεμίζουν ἀπό ταραχή καί τά ἐσωτερικά καί τά ἐξωτερικά, καί καθόλου δέν διαφέρουμε ἀπό πόλι πού τήν ἀναστήλωσε βαρβαρική ἐπιδρομή. Καί ὁμοιάζει ἡ κατάστασις σάν νά ἐπετέθη ἕνας δράκοντας σέ φωλιά μέ νεοσσούς, καί οἱ νεοσσοί μέ φωνές τρόμου πετοῦν κατατρομαγμένοι ἐδῶ κι' ἐκεῖ μή ξέροντας πώς νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἀγωνία τους.

        Γι' αὐτό σας παρακαλῶ, ἄς φονεύσουμε τόν δράκοντα, ἄς δεσμεύσουμε τά θηρία, ἄς τά πνίξουμε, ἄς τά σφάξουμε. Κάθε πονηρία πού ὑπάρχει μέσα στό νοῦ μας ἄς τήν ἐξοντώσουμε μέ τήν «μάχαιραν τοῦ Πνεύματος».

Ἔχουμε ν' ἀντιμετωπίσουμε κι' ἐμεῖς λέοντες πού ἔχουν φοβερά δόντια καί ὅποιος πέσει σ' αὐτά τόν κομματιάζουν. Τέτοιοι λέοντες εἶναι ὁ θυμός, ἡ σαρκική ἐπιθυμία... Κοίταξε λοιπόν νά ὁμοιάσης μέ τόν προφήτη Δανιήλ καί μή ἐπιτρέψης σ' αὐτά τά πάθη νά ἐμπήξουν τά δόντια τούς μέσα στήν ψυχή σου.

        Μερικά ἄγρια θηρία, ὅταν εἶναι εὔσωμα καί καλοθρεμμένα, νικοῦν τούς ἀντιπάλους τῶν. Ὅταν ὅμως τά ὑποβάλη κανείς σέ πείνα καί τά ἀδυνατήση, τούς ἐκοίμισε τό θυμό καί τούς ἀφήρεσε τήν δύναμι, ὥστε καί ἕνας ἀσήμαντος ἀντίπαλος νά τά βάζη μαζί τους.

        Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅποιος τά ἀδυνατίζει, τά καθιστά ὑποχείρια στό λογικό. Ὅποιος τά καλοτρέφει, καθιστά τήν πάλη μαζί τους δυσκολώτερη, μέ ἀποτέλεσμα νά τά τρέμη καί νά καταντήση δοῦλος τῶν γιά πάντα.

        Κάποιος σοφός ἔλεγε: «Ἡ ἁμαρτία ξεκινᾶ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια». Δηλαδή ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ρίζα καί πηγή καί μητέρα τῆς ἁμαρτίας.

        Ἐξ αἰτίας αὐτῆς ὁ πρωτόπλαστος ἔχασε τήν μακαρία ἐκείνη ζωή στόν παράδεισο, καί ὁ διάβολος πού τόν ἐξηπάτησε, ἔχασε τό τόσο ὑψηλό ἀξίωμά του. Γνωρίζοντας ὁ ἀκάθαρτος διάβολος ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια μπορεῖ καί ἀπό τόν οὐρανό νά γκρεμίζη, τήν σκέφθηκε ἐνῶ ἐπιχειροῦσε νά ρίξη κάτω τόν Ἀδάμ ἀπό τήν τιμημένη θέσι του. Ἀφοῦ τόν «ἐφούσκωσε» μέ τήν ὑπόσχεσι πώς θά γίνη ἴσος μέ τόν Θεόν, τόν συνέτριψε καί τόν κατέβασε στά βάραθρα τοῦ ἅδη.

        Τίποτε δέν ἀποξενώνει ἀπό τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί τίποτε δέν παραδίνει στήν φωτιά τῆς κολάσεως, ὅσο τό τυραννικό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ὅταν ὑπάρχη μέσα μᾶς αὐτή, ὅλη ἡ ζωή μᾶς εἶναι ἀκάθαρτη, ἔστω καί ἄν διαθέτουμε καθαρότητα ἤ παρθενία ἤ νηστεία ἤ εὐχές ἤ ἐλεημοσύνη ἤ ὀ,τιδήποτε ἄλλο. Διότι, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «εἶναι ἀκάθαρτος στά μάτια τοῦ Κυρίου κάθε ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιστ', 5).

        Ὄχι μόνο ἡ πορνεία ἤ ἡ μοιχεία μολύνει τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἡ ὑπερηφάνεια καί μάλιστα πολύ περισσότερο ἀπό αὐτές. Γιατί; Διότι ἡ ἀνηθικότης ἄν καί εἶναι ἀσυγχώρητο κακό, ἄλλ' ὅμως ξεκινᾶ ἀπό τήν αἰτία τῆς ἐπιθυμίας. Στήν ἀλαζονεία ὅμως δέν μπορεῖς νά βρής κάποια αἰτία ἤ κάποια πρόφασι, ὥστε νά ἔχης κάποιο ἴχνος δικαιολογίας καί συγγνώμης. Τίποτε ἄλλο δέν εἶναι αὐτή, παρά διαστρέβλωσις τῆς ψυχῆς καί ἀρρώστεια βαρύτατη πού δέν γεννᾶται ἀπό τίποτε ἄλλο παρά ἀπό τήν ἀνοησία. Δέν ὑπάρχει πιό ἀνόητο πράγμα στόν κόσμο ἀπό τόν ἀλαζονικό ἄνθρωπο.

        Οἱ δόξες καί οἱ λαμπρότητες τοῦ κόσμου εἶναι ἀσταθεῖς. Τίποτε δέν διαφέρουν τά λαμπρά πράγματα τοῦ κόσμου ἀπό τίς θεατρικές παραστάσεις καί ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν ἀνοιξιάτικων λουλουδιῶν. Πρίν ἀκόμα ἐμφανισθοῦν, ἀναχωροῦν. Ἀλλά καί ἄν παραμείνουν λίγο καιρό, ἀμέσως ὑποκύπτουν στήν φθορά.

        Ἀλήθεια, ποιό πράγμα εἶναι πιό μηδαμινό, ἀπό τήν τιμή καί τήν δόξα ποῦ προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιός εἶναι ὁ καρπός της; Ποιά ἡ ὠφέλειά της; Σέ ποιό χρήσιμο ἀποτέλεσμα καταλήγει; Καί εἴθε νά ἦταν μόνο αὐτό τό ἄσχημο! Ἀλλά τώρα, ἐκτός του ὅτι δέν προσφέρει κέρδος, προξενεῖ καί ζημίες.

        Ὅποιος ὑπακούει σ' αὐτήν τήν τόσο σκληρή καί ἄσχημη «δέσποινα», εἶναι ὑποχρεούμενος νά ὑποφέρη συνεχῶς πολλά λυπηρά καί ἐπιβλαβῆ πράγματα. Εἶναι πράγματι «δέσποινα» σέ ὅσους τήν ἔχουν καί ὅσο πιό πολύ κολακεύεται ἀπό τούς δούλους της, τόσο περισσότερο σηκώνει τό ἀνάστημά της καί τούς βασανίζει μέ σκληρότερες διαταγές. Ἀντιθέτως, αὐτούς πού τήν περιφρονοῦν καί τήν ἀπορρίπτουν, δέν μπορεῖ καθόλου νά τούς ἀντισταθῆ.

        Εἶναι δηλαδή χειρότερη καί ἀπό κάθε τύραννο καί ἀπό κάθε θηρίο. Διότι ὁ τύραννος καί τά θηρία, ἄν τούς καλοπιάση καί τούς θωπεύση κανείς, πολλές φορές ἡμερεύουν, ἐνῶ αὐτή ὅσο περισσότερο πᾶμε μέ τά νερά της, τόσο πιό πολύ ἀγριεύει. Καί ὅταν βρή κάποιον πού ὑποτάσσεται σέ ὅλα, τίποτε δέν διστάζει νά τόν διάταξη.

        Ἔχει καί κάποια σύμμαχο, πού δέν σφάλλουμε ἄν τήν ὀνομάσουμε θυγατέρα της. Δηλαδή, ὅταν τραφῆ καί αὐξηθῆ καί ριζώση καλά μέσα μας, γεννᾶ τήν «ἀπονοιαν», πού ὄχι λιγώτερο ἀπό τήν ἴδια καταστρέφει καί κατακρημνίζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

        Πῶς λοιπόν θά μπορέσουμε νά νικήσουμε τό πάθος τῆς κενοδοξίας; Ἄν στήν μία δόξα ἀντιτάξουμε ἄλλη δόξα. Πολλές φορές καταφρονοῦμε τόν ὑλικό πλοῦτο, ὅταν ἀτενίσουμε πρός κάποιον ἄλλο πλοῦτο. Ἐπίσης περιφρονοῦμε καί τήν ἴδια μᾶς τήν ζωή, ὅταν ἀντιληφθοῦμε πώς ὑπάρχει κάποια ἄλλη πολύ ἀνώτερη. Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν δόξα. Μποροῦμε νά περιφρονήσουμε ἐντελῶς τήν δόξα τούτου τοῦ κόσμου, ὅταν ἀντιληφθοῦμε πώς ὑπάρχει κάποια ἄλλη πολύ πιό σπουδαία, ἡ πραγματική δόξα.

        Ἡ δόξα τούτου τοῦ κόσμου εἶναι ἄδεια καί ἄχρηστη καί διατηρεῖ τό ὄνομα χωρίς περιεχόμενο. Ἡ ἄλλη ὅμως δόξα εἶναι ἡ ἀληθινή. Προέρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί ἔχει ὡς ἐγκωμιαστᾶς ὄχι ἀνθρώπους, ἀλλά ἀγγέλους καί ἀρχαγγέλους καί τόν Δεσπότη τῶν ἀρχαγγέλων.

        Ἐάν λοιπόν στραφῆς πρός ἐκείνη τήν ὁμήγυρι, ἐάν καταλάβης τί στεφάνια ὑπάρχουν ἐκεῖ, ἐάν κοιτάξης πρός τά χειροκροτήματα πού ὑπάρχουν ἐκεῖ, ποτέ δέν θά μπορέσουν νά σέ κυριεύσουν τά ἐδῶ ἔνδοξα πράγματα? καί οὔτε ὅταν τά ἀπολαμβάνης θά τά θεωρῆς σπουδαία οὔτε ὅταν σου λείπουν θά τά ἀναζητῆς.

        Ἄλλωστε καί στά ἀνάκτορα κανείς ἀπό τούς δορυφόρους τοῦ βασιλέως δέν ἐγκαταλείπει τήν προσπάθεια νά εἶναι ἀρεστός σ' αὐτόν πού φορεῖ τό στέμμα καί κάθεται ἐπάνω στόν θρόνο, καί ἀντ' αὐτοῦ νά περιεργάζεται τίς φωνές ἀπό τά σαλιγγάρια ἤ τόν βόμβο ἀπό τίς μυΐγες καί τά κουνούπια πού πετοῦν γύρω. Πράγματι οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι πολύ σπουδαιότεροι ἀπό αὐτά. Ἄς καταλάβουμε λοιπόν πόσο φτηνά εἶναι τά ἀνθρώπινα καί ἄς συγκεντρώνουμε ὅ,τι καλό ἔχουμε στά ἀσύλητα ταμεῖα τοῦ οὐρανοῦ καί ἄς ἐπιζητοῦμε τήν δόξα πού εἶναι μόνιμη καί ἀμετακίνητη.

        Πές μου γιατί δέν μπορεῖς νά νικήσης τόν πειρασμό τῆς δόξας, τήν στιγμή πού ἄλλοι ἄνθρωποι τόν νικοῦν. Μήπως αὐτοί δέν ἔχουν τήν ἴδια ψυχή, τό ἴδιο σῶμα, τήν ἴδια μορφή, τήν ἴδια ζωή;

Σκέψου τόν Θεόν. Σκέψου τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Σύγκρινε τήν μέ τά παρόντα, καί γρήγορα θά διώξης μακρυά τήν ἐπίγεια δόξα.

        Ἐάν ποθῆς δόξα, νά ποθῆς τήν πραγματική. Τί δόξα εἶναι αὐτή ποῦ προξενεῖ ἀτιμίες; Τί δόξα εἶναι αὐτή πού σέ ἀναγκάζει νά ἐπιθυμῆς ἀσήμαντες τιμές καί νά τίς θεωρῆς ἀπαραίτητες; Τιμή πραγματική εἶναι τό νά δοξάζεσαι ἀπό σπουδαία πρόσωπα, ὄχι ἀπό ἀσήμαντα. Ἐάν λοιπόν ἀγαπᾶς μέ πάθος τήν δόξα, νά ποθῆς τήν δόξα πού προέρχεται ἀπό τόν Θεόν. Ἐάν συμβῆ αὐτό, θά καταφρόνησης τήν ἐπίγεια δόξα, καί θά τήν ἰδῆς ἄτιμη.

        Ἐάν ὅμως δέν ἀντικρύσης τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε θά κατανόησης ὅτι ἡ ἐδῶ δόξα εἶναι αἰσχρή καί καταγέλαστη. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τήν φιλία μίας κακῆς καί ἄσχημης γυναίκας. Ὅσο κανείς συνδέεται μαζί της μέ πάθος, δέν μπορεῖ νά ἰδῆ τήν δυσμορφία της, διότι τό πάθος σκοτίζει τήν ὀρθή κρίσι.

        Τί εἶναι ἡ δόξα; Δῶσε μου ἕναν ὁρισμό της. Εἶναι, θά εἰπῆ κάποιος, τό νά θαυμάζεσαι ἀπό ὅλους. Πῶς νά θαυμάζεσαι δίκαια ἤ ἄδικα; Ἐάν ἄδικα, τότε δέν πρόκειται γιά θαυμασμό, ἀλλά γιά κατηγορία καί κολακεία καί κατηγορία. Ἐάν δίκαια, τοῦτο εἶναι κάτι ἀδύνατο. Διότι οἱ ἄνθρωποι δέν κρίνουν ὀρθά, ἀλλά θαυμάζουν ὅσους τούς ἐξυπηρετοῦν στίς ἐπιθυμίες τους. Καί ἄν ἀμφιβάλλετε, κοιτάξτε αὐτούς πού ἀφιερώνουν τά πράγματά τους καί τά χρήματά τους στίς ἀνήθικες γυναῖκες, στούς ἡνιόχους, στούς χορευτές.

        Ἐάν κάποιος πεθαίνη γιά ἐπαίνους, ἐνεργεῖ ὄχι ὅπως θέλει ὁ ἴδιος, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν ὄρεξι τῶν ἄλλων. Ἔτσι γρήγορα ξεφεύγει ἀπό τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς.

        Τί θά εἴχαμε νά συμβουλεύαμε σ' αὐτό τό ζήτημα; Τί ἄλλο παρά νά κοιτᾶμε πρός τόν Θεόν, νά πράττουμε ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος υἱοθετεῖ, νά ἐφαρμόζουμε τό καλό καί νά μή χάσκουμε πρός τά ἀνθρώπινα πράγματα καί τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ ὑπολογισμός στόν ἀνθρώπινο ἔπαινο φθείρει καί τήν νηστεία καί τήν προσευχή καί τήν ἐλεημοσύνη· καί ὅλο μας τόν πνευματικό πλοῦτο τόν ἀδειάζει. Γιά νά γλυτώσουμε ἀπό ὅλα αὐτά, ἄς φύγουμε μακρυά ἀπό τό πάθος τῆς φιλοδοξίας. Καί πάντοτε νά κοιτᾶμε ἕνα πράγμα, τόν ἔπαινο τοῦ Θεοῦ, τήν ἰδική Τοῦ γνώμη, τήν ἐπευφημία αὐτοῦ πού εἶναι Δεσπότης ὅλων μας. Ἔτσι θά διανύσουμε ἐνάρετα τήν ἐπίγεια ζωή μας καί θά ἀξιωθοῦμε μαζί μέ ὅλους τους φίλους του Θεοῦ τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν.

        Ἐκεῖνος πού ἔχει μάθει νά μή πέφτη σέ πορνεία, οὔτε σέ μοιχεία θά πέση, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔχει παραδοθῆ στό πρῶτο, γρήγορα θά κατάληξη καί στό δεύτερο.

        Τί ἔχω νά σᾶς συμβουλεύσω; Θά σᾶς συμβουλεύσω κάτι γιά νά κόψουμε τίς ρίζες τοῦ κακοῦ.

        Ὅσοι ἔχετε νέα παιδιά καί πρόκειται νά τά ὁδηγήσετε στόν κοσμικό βίο, νά τά παρακινῆτε γρήγορα γιά τόν γάμο. Στούς νέους εἶναι ἐξημμένες καί ἐνοχλητικές οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες. Γι' αὐτό στόν πρό τοῦ γάμου καιρό νά τούς συγκρατῆτε μέ συμβουλές, μέ ἀπειλές, μέ φόβους, μέ ὑποσχέσεις, μέ ἀναρίθμητα ἄλλα. Ὅταν ὅμως εἶναι καιρός γάμου, νά μή ἀναβάλλετε νά τούς στεφανώνετε.

        Μόλις τό παιδί μεγαλώση, πρίν πάη στρατιώτης, πρίν ἀπό τίς ἄλλες βιωτικές ὑποθέσεις, φρόντιζε γιά τόν γάμο του. Καί ὅταν ἐκεῖνο ἰδῆ ὅτι γρήγορα τοῦ φέρνεις τήν νύμφη καί ὅτι εἶναι σύντομος ὁ χρόνος, θά μπόρεση νά δαμάση τήν φλόγα. Ἄν ὅμως ἰδῆ ὅτι ἀμελεῖς καί ἀργεῖς καί περιμένεις πότε θά αὐξηθῆ ἡ περιουσία, θά ἀπελπισθῆ ἀπό τό μακρό χρονικό διάστημα καί θά γλυστρήση στήν ἀνηθικότητα. Ἀλλά ἀλλοίμονο! Καί ἐδῶ ρίζα τοῦ κακοῦ ἡ φιλαργυρία!

        Κανένας δέν ἐνδιαφέρεται πώς τό παιδί θά ἀποκτήση σεμνότητα, σωφροσύνη, ἐπιείκεια, ἀλλά κοιτοῦν μέ μανία πώς νά συγκεντρώσουν χρήματα. Χάριν τοῦ χρυσοῦ παραγκωνίζονται ὅλα τά ἄλλα.

        Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν νά φροντίζετε πρῶτα γιά τίς ψυχές τῶν παιδιῶν σας.

        Ἄν τό παιδί σᾶς πλησίαση ἁγνό τή νύφη, τότε ἡ χαρά θά εἶναι πιό εὐλογημένη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μεγαλύτερος καί ὁ γάμος πραγματικά τίμιος, ἀφοῦ θά ὑποδέχεται σώματα καθαρά καί ἀμόλυντα, καί τά παιδιά πού θά γεννηθοῦν θά εἶναι γεμάτα ἀπό πολλή εὐλογία, καί μεταξύ τους οἱ σύζυγοι θά ὁμονοοῦν.

        Ὅταν ὅμως ὁ νέος ἀρχίζη νά διαπράττη ἀσέλγειες καί συνηθίση στήν ζωή τῆς ἀνηθικότητος, τότε καί ὅταν παντρευθῆ τά ἴδια θά κάνη. Ἡ γυναίκα τοῦ τήν πρώτη καί τήν δεύτερη ἡμέρα θά τοῦ φανῆ καλή καί ἐπαινετή. Ἀμέσως θά ἐπανέλθη στήν προηγούμενη ἀσέλγεια, στά ἀσύδοτα καί ἄσεμνα γέλια, στά αἰσχρά λόγια, στά σχήματα καί στίς κινήσεις τῆς μαλθακότητος καί σ' ὅλη τήν ἄλλη ἀπρέπεια, πού δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά τήν περιγράψουμε.

        Ἡ σοβαρή καί ἀξιοπρεπής γυναίκα του δέν ἐκθέτει τόν ἑαυτό της σέ τέτοιες ἀπρέπειες. Διότι ἐδόθηκε στόν ἄνδρα γιά νά ζήσουν μαζί, νά ἀποκτήσουν παιδιά, ὄχι γιά ἀσχημίες καί γέλια· γιά νά παραμένη στό σπίτι καί νά τό τακτοποιῆ, γιά νά τόν διδάσκη νά εἶναι σεμνός καί ἐγκρατής.

        Ἀλλά σου φαίνονται γλυκά τά κινήματα τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας; Τό ξέρω κι' ἐγώ. Τό διακηρύσσει καί ἡ Γραφή: «Ἀπό τά χείλη τῆς ἀνήθικης γυναίκας στάζει μέλι» (Παροιμ. ε', 3). Γιά αὐτό σου ὁμιλῶ ἔτσι, γιά νά μή γευθῆς ἐκεῖνο τό μέλι, διότι ἀμέσως μετατρέπεται σέ χολή. Καί αὐτό τό τονίζει ἡ Γραφή: «Αὐτή ἡ γλυκύτητα γιά λίγο εὐχαριστεῖ τόν φάρυγγά σου, καί ἔπειτα τό μέλι γίνεται πικρότερο ἀπό τήν χολή καί σφάζει περισσότερο ἀπ' ὅ,τι τό ἀκονισμένο δίκοπο μαχαίρι» (Παροιμ. ε', 4).

        Εἶπα πρός τούς πατέρες σας ὅτι πρέπει γρήγορα νά σᾶς ὁδηγοῦν στόν γάμο, ἀλλά ὅμως καί ἐσεῖς οἱ νέοι δέν εἶσθε ἀνεύθυνοι. Δέν φταίει τό νεαρό της ἡλικίας, διότι θά ἔπρεπε τότε ὅλοι οἱ νέοι νά εἶναι ἀνήθικοι, ἀλλά ἐσεῖς οἱ ἴδιοι σπρώχνετε τόν ἑαυτό σας στήν φωτιά.

        Ὅταν πᾶς στό θέατρο καί ἀφήσης τά μάτια σου νά χορταίνουν μέ τά ἄσεμνα καί τά γυμνά, γιά λίγο αἰσθάνθηκες ἡδονή, ἀλλά κατόπιν ἀπεκόμισες ἀπό ἐκεῖ πολλή ἔξαψι καί φλόγα. Ὅταν παρακολουθῆς θεάματα καί τραγούδια πού δέν ἔχουν κανένα ἄλλο θέμα παρά τόν παράνομο ἔρωτα... πῶς θά μπόρεσης νά δείξης σωφροσύνη καί ἐγκράτεια; Αὐτά τά διηγήματα, αὐτά τά θεάματα, αὐτά τά τραγούδια σου κυρίευσαν τήν ψυχή. Καί τό βράδυ πού θά κοιμηθῆς θά τά ἰδῆς καί στά ὄνειρά σου, διότι συνήθως ἡ ψυχή φαντάζεται στά ὄνειρα ὅ,τι σκέπτεται καί ἐπιθυμεῖ κατά τήν ἡμέρα.

        Ὅταν λοιπόν πηγαίνης σ' αὐτά τά θεάματα, καί βλέπης αἰσχρά πράγματα καί ἀκοῦς λόγια αἰσχρότερα, καί τραυματίζεσαι, χωρίς ἔπειτα νά χρησιμοποιῆς φάρμακα, πῶς δέν θά αὐξηθῆ ἡ σῆψις; Πῶς δέν θά χειροτέρευση ἡ ἀρρώστεια; Ὅταν λοιπόν ἐπισωρεύουμε ἐπάνω μας αὐτά πού βλάπτουν, καί καθόλου δέν φροντίζουμε γι' αὐτά ποῦ ὠφελοῦν, πῶς μπορεῖ νά ἔχουμε κάποια ὑγεία;

        Εὔκολο εἶναι νά ἀποκτήση κανείς ἐγκράτεια καί σωφροσύνη, ἀρκεῖ νά τό θελήση, ἀρκεῖ νά ἀπομακρύνεται ἀπό τίς ἐπιβλαβεῖς αἰτίες.

        Δέν ὑπάρχει πιό εὔκολο πράγμα ἀπό τό νά περιπατῆ ὁ ἄνθρωπος. Καί ὅμως καί αὐτό γίνεται κουραστικό καί δύσκολο σέ μερικές γυναῖκες, ἀλλά καί σέ ἄνδρες, ἀπό τήν ζωή τῆς χλιδῆς, τῆς ἀνέσεως καί τῆς μαλθακότητος.

        Ὅταν θελήσουμε κάτι, δέν ὑπάρχει καμμιά δυσκολία. Καί ὅταν δέν τό θελήσουμε, δέν ὑπάρχει καμμιά εὐκολία. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς. Ἀπό τό ἐάν θέλουμε ἤ ἐάν δέν θέλουμε.

        Ὁ Παῦλος γράφοντας πρός τούς Ἑβραίους ὁμιλεῖ καί συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Νά ἐπιδιώκετε τήν εἰρήνη μέ ὅλους, καί τόν ἁγιασμό, διότι χωρίς αὐτόν κανείς δέν θά ἰδῆ τό πρόσωπον τοῦ Κυρίου» (Ἑβρ. Ἰβ', 14). Ἐδῶ λέγοντας ἁγιασμό ἐννοεῖ τήν σωφροσύνη, νά ἀρκῆται δηλαδή ὁ καθένας στήν ἰδική τοῦ γυναίκα καί νά μή πηγαίνη σέ ἄλλη.

        Ὅποιος δέν ἀρκεῖται στήν ἰδική του, δέν ὑπάρχει τρόπος νά σωθῆ, ἀλλά ὁπωσδήποτε θά ἀπολεσθῆ, ἔστω κι' ἄν ἔχη ἀναρίθμητα καλά ἔργα. Ἐξ αἰτίας τῆς πορνείας δέν πρόκειται νά εἰσέλθη στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀλλά δέν πρέπει αὐτό νά τό ὀνομάσουμε πορνεία, θά τό ὀνομάσουμε μοιχεία. Ὅπως ἡ συζευγμένη γυναίκα, ἄν πάη μέ ἄλλον ἄνδρα, γίνεται μοιχαλίδα, ἔτσι καί ὁ συζευγμένος μέ γυναίκα, ἄν πλησιάζη σέ ἄλλη, γίνεται μοιχός.

        Ὁ μοιχός δέν θά κληρονομήση τήν βασιλεία, ἀλλά θά πέση στήν κόλασι. Ἄκου τί λέγει γι' αὐτούς ὁ Χριστός: «Τό σκουλήκι πού θά τούς τρώγη δέν θά πεθαίνη, καί ἡ φωτιά πού θά τούς καίη, δέν θά σβήση» (Μάρκ. θ', 45). Καμμιά συγχώρησι δέν ἔχει αὐτός πού ἔχοντας τόση ἀνάπαυση στήν γυναίκα τοῦ παρανομεῖ μέ ἄλλη. Αὐτό εἶναι ἀκράτεια. Ἐάν τόσοι ἄνδρες ἀπέχουν καί ἀπό τήν ἰδική τούς γυναίκα, ὅταν εἶναι καιρός νηστείας, ὅταν εἶναι καιρός προσευχῆς, τί νά εἰποῦμε γι' αὐτόν πού οὔτε στήν ἰδική τοῦ ἀρκεῖται, ἀλλά καί ἄλλη πλησιάζει; Πόση φωτιά ἐπισωρεύει ἐπάνω του;

        Ὁ ἄνδρας πού θά ἀπομακρύνη καί θά διώξη τήν ἰδική τοῦ γυναίκα, δέν ἐπιτρέπεται νά πλησίαση ἄλλη, γιατί αὐτό ἀποτελεῖ μοιχεία. Γιά σκεφθῆτε τώρα τί ἁμάρτημα εἶναι, νά ἔχη κανείς τήν ἰδική του καί νά εἰσάγη καί ἄλλη. Κανείς ἄς μή ἀφήση αὐτό τό νόσημα στήν ψυχή του, ἀλλά ἄς τό ξερριζώση ἀμέσως. Γιατί δέν ζημιώνει τόσο τήν γυναίκα του, ὅσο τόν ἑαυτό του. Πρόκειται γιά πολύ βαρύ καί ἀσυγχώρητο ἁμάρτημα. Γι' αὐτό, ἄν μία γυναίκα ἔχη εἰδωλολάτρη σύζυγο καί τόν χωρίση παρά τήν θέλησή του, τιμωρεῖται ἀπό τόν Θεόν. Ἐάν ὅμως χωρίση αὐτόν πού τήν ἐξαπατᾶ, δέν τιμωρεῖται.

        «Ἐάν μία γυναίκα Χριστιανή ἔχη ἄνδρα ἄπιστο (εἰδωλολάτρη), καί αὐτός συγκατανεύει νά συγκατοικῆ μαζί της, ἄς μή τόν ἀφίνη» (Α' Κόρ. ζ',15). Ὅταν ὅμως ἔχουμε στήν μέση πορνεία, ἡ Γραφή ὁμιλεῖ διαφορετικά: «Ἐάν κάποιος διώξη τήν γυναίκα του, χωρίς νά ὑπάρχη λόγος πορνείας, τήν κάνει νά γίνη μοιχαλίδα» (Μάτθ. ε', 32).

        Ἐκεῖνος πού θά συνέλθη μέ πόρνη, θά γίνη κατ' ἀνάγκη ἕνα σῶμα μαζί της. Πῶς λοιπόν ἡ σεμνή σύζυγος ποῦ εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, θά τόν δεχθῆ; Πῶς θά ἑνωθῆ μέ αὐτόν ποῦ ἔγινε μέλος τοῦ σώματος τῆς πόρνης;

        Καί πρόσεξε τί ἄλλο ἀναφέρει ἡ Γραφή: Αὐτή πού ἔχει σύζυγο εἰδωλολάτρη δέν εἶναι ἀκάθαρτη, «διότι ἔχει ἁγιασθῆ ὁ σύζυγος διά τῆς γυναικός» (Α' Κόρ. ζ',14). Ἐνῶ γιά τήν πόρνη ὁμιλεῖ διαφορετικά: «Νά πάρω λοιπόν τά μέλη τοῦ Χριστοῦ καί νά τά κάνω μέλη πόρνης»; (Α' Κόρ. στ',15). Στήν πρώτη περίπτωσι, παρά τήν συνοίκησι μέ εἰδωλολάτρη, ὁ ἁγιασμός παραμένει καί δέν ἀπομακρύνεται, ἐνῶ στήν δεύτερη περίπτωσι φεύγει.

        Φοβερό λοιπόν ἁμάρτημα ἡ πορνεία. Φοβερό καί πρόξενο ἀθανάτου κολάσεως. Ἀλλά καί σ' αὐτήν τήν ζωή ἐπιφέρει ἀναρίθμητα κακά, διότι αὐτός πού πορνεύει, ἀναγκάζεται νά κάνη ζωή κουραστική, ἀγωνιώδη καί ταλαίπωρη. Μπαίνοντας στό ξένο σπίτι, κατέχεται ἀπό ὑποψία, ὑποψιάζεται τούς ὑπηρέτες, ὑποψιάζεται τούς ὑπολοίπους, ζεῖ μία ζωή πού δέν εἶναι καλύτερη ἀπό τή ζωή τῶν κολασμένων.

        Γι' αὐτό σας παρακαλῶ, φροντίστε νά ἁπαλλαγῆτε ἀπό τό νόσημα αὐτό. Διαφορετικά μή εἰσέρχεσθε στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τά γεμάτα ψώρα πρόβατα δέν πρέπει νά εἶναι μαζί μέ τά ὑγιῆ, ἀλλά μακρυά, μέχρις ὅτου θεραπευθοῦν. Ἔχουμε γίνει μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μή γίνουμε μέλη τῆς πόρνης. Ἐδῶ δέν εἶναι οἴκημα ἁμαρτίας, ἀλλά Ἐκκλησία. Ἐάν ἐσύ ἔχης καταστήση τόν ἑαυτό σου μέλος τῆς πόρνης, μή στέκεσαι στήν Ἐκκλησία, γιά νά μή μολύνης τόν τόπο.

        Καί ἄν ἀκόμη δέν ὑπῆρχε κόλασις, ἐσύ ἔπειτα ἀπό τήν ἱερή συμφωνία, ἀπό τίς λαμπάδες τοῦ γάμου, ἀπό τόν νόμιμο δεσμό, ἀπό τήν παιδοποιία, ἀπό τόν σύνδεσμο, πῶς θά τό ἀνεχθῆς νά προσκολλᾶσαι σέ ἄλλη γυναίκα; Καί πῶς δέν ντρέπεσαι; Πῶς δέν κοκκινίζεις; Ἀγνοεῖς ὅτι πολλοί ἄνθρωποι καταδικάζουν καί αὐτούς πού μετά τόν θάνατο τῆς συζύγου τῶν παίρνουν ἄλλη, παρ' ὅλο πού τό πράγμα δέν εἶναι κολάσιμο. Ἐσύ ὅμως, εἰσάγεις ἄλλη γυναίκα, ἐνῶ ἀκόμη ζεῖ ἡ ἰδική σου! Αὐτά ὅλα πόση ἀκράτεια καί σαρκικότητα δείχνουν!

        Μάθε πώς γιά ὅλα αὐτά ἔχει λεχθῆ: «Τό σκουλήκι τους δέν πεθαίνει καί ἡ φωτιά δέν σβήνει» (Μάρκ. θ',45). Ἄς φρίξης τήν ἀπειλή, ἄς φοβηθῆς τήν κόλασι. Ἡ ἐδῶ ἡδονή δέν συγκρίνεται μέ τήν ἐκεῖ κόλασι.

        Πιό βλαβερή ἀπό ὅλες τίς δαιμονικές ἐνέργειες εἶναι ἡ ὑπερβολική ἀθυμία καί μελαγχολία. Ὅποιους ὁ δαίμονας ἔχει δεμένους μέ αὐτές, κυριαρχεῖ πλήρως ἐπάνω τους. Ἄν ὅμως ἀπαγκιστρωθοῦν, δέν μπορεῖ νά τούς κάνη κανένα κακό.

        Τήν ἀθυμία καί μελαγχολία τίς τοποθέτησε ὁ Θεός μέσα στήν ἀνθρώπινη φύσι ὄχι γιά νά τίς χρησιμοποιοῦμε ἀντικανονικά καί ἀπάνθρωπα καί νά καταστρέφουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀλλά γιά νά ὠφελούμεθα. Καί πῶς μπορεῖ νά ὠφελούμεθα; Ὅταν τίς χρησιμοποιοῦμε τότε πού πρέπει. Ὄχι τότε πού μᾶς βλάπτουν οἱ ἄλλοι, ἀλλά τότε πού βλάπτουμε ἐμεῖς τούς ἄλλους. Ἐμεῖς ὅμως ἀντιστρέψαμε τούς ὅρους καί ἐνῶ διαπράττουμε τόσες κακίες δέν στενοχωρούμεθα καθόλου. Ἄν τύχη ὅμως καί μᾶς βλάψη κανείς στό παραμικρό, τά παραδίνουμε ὅλα, ἀπογοητευόμαστε, μᾶς πιάνει ἴλιγγος, εἴμαστε ἕτοιμοι νά αὐτοκτονήσουμε, νά πεθάνουμε. 

        Ὁ θυμός εἶναι φοβερή φωτιά πού κατατρώγει τά πάντα. Καταστρέφει τό σῶμα. Διαφθείρει καί κάνει κακομορφή καί ἀηδιαστική τήν ψυχή. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό αἰσχρό, πιό ἄτιμο, πιό φοβερό, πιό ἀποκρουστικό, πιό βλαβερό ἀπό τόν θυμό. Ἄν μποροῦσε ὁ ὀργίλος νά παρατηροῦσε τόν ἑαυτό τοῦ τήν ὥρα τῆς ὀργῆς, δέν θά χρειαζόταν ἄλλη νουθεσία. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἄσχημο ἀπό τό ὠργισμένο πρόσωπο.

        Ἡ ὀργή εἶναι μία μέθη ἤ καλύτερα κάτι χειρότερο ἀπό τήν μέθη καί ἀθλιώτερο ἀπό τόν διάβολο. Ἐκεῖνος πού καταλαμβάνεται ἀπό τό πάθος τῆς ὀργῆς εἶναι σάν μεθυσμένος. Τό πρόσωπο τοῦ φουσκώνει, ἡ φωνή τοῦ τραχύνεται, τά μάτια τοῦ κοκκινίζουν, τό μυαλό τοῦ σκοτεινιάζει, ὁ νοῦς τοῦ καταποντίζεται, ἡ γλώσσα τοῦ τρέμει, τά μάτια τοῦ ἀναταράζονται, τά αὐτιά τοῦ ἀκοῦνε ἄλλα ἄντ' ἄλλων, τά μηνίγγια τοῦ κτυπῶνται ἀπό τήν ὀργή πολύ περισσότερο ἀπ' ὅ,τι ἄν τά κτυποῦσε τό πιό δυνατό κρασί. Καί ἐπικρατεῖ ἐπάνω του τέτοια ζάλη καί ἀναταραχή καί τρικυμία πού χειρότερες δέν γίνονται.

        Ἄν ὅμως συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας νά μή ξεσπᾶ σέ κραυγές, θά βροῦμε μία σπουδαία καί φιλοσοφημένη ἀντιμετώπισι. Γι' αὐτό καί ὁ Παῦλος μαζί μέ τήν ὀργή ἀπαγορεύει καί τήν κραυγή: «Κάθε ὀργή καί κραυγή ἄς φύγη μακρυά σᾶς» (Ἐφεσ. δ',31).

        Πρέπει νά φεύγουμε μακρυά ἀπό τήν ὀργή, καί στίς συζητήσεις μας νά δείχνουμε τήν εἰλικρίνειά μας ὄχι μόνο μέ τήν ἀποφυγή τῆς ὀργῆς ἀλλά καί τῆς κραυγῆς. Ἡ κραυγή εἶναι τό ὑλικό της ὀργῆς. Ἄς δέσουμε τό ἄλογο, γιά νά ἐξοντώσουμε καί τόν καβαλάρη. Ἄς κόψουμε τά φτερά τοῦ θυμοῦ, καί δέν πρόκειται νά ἀνεβῆ πρός τά ὕψη τό κακό. Ἡ ὀργή ἀνήκει στά πάθη πού χαρακτηρίζονται γιά ταχύτητα καί ὀξύτητα, καί μπορεῖ μέ πολλή εὐκολία νά ληστέψη τίς ψυχές μας. Γι' αὐτό πρέπει ἀπό παντοῦ νά τῆς κλείνουμε τήν πόρτα. Γιατί ὁπωσδήποτε δέν στέκει, τά μέν ἄγρια θηρία νά κατορθώνουμε νά τά ἐξημερώνουμε, ἐνῶ τήν ψυχή μας νά τήν ἀφίνουμε σέ κατάστασι ἀγριότητος.

        Μερικές φορές ὁ θυμός εἶναι χρήσιμος. Πότε; Ὅταν ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας. Ἄν μπόρεσες καί κυριάρχησες ἐπάνω του, τότε συντήρησε τόν, γιατί θά εἶναι χρήσιμος σάν ἄλλος σκύλος πού δέν θά γαυγίζη τά πρόβατα ἤ τούς ἰδικούς μας, ἀλλά τούς λύκους, τούς πειρατές, τόν λήσταρχο (διάβολο).

        Σ' ἐκεῖνον πού ἀρχίζει νά λέγη γιά τούς ἄλλους, πές του: «Ἔχεις νά ἐπαινέσης καί νά ἐγκωμιάσης κάποιον; Τότε, ἀνοίγω τά αὐτιά μου, γιά νά δεχθῶ τά ἀρώματα. Ἐάν ὅμως πρόκειται νά τόν κακολογήσης, κλείνω τήν εἴσοδο. Δέν δέχομαι κόπρο καί βόρβορο. Τί ὠφέλεια θά ἔχω ἐγώ, ἄν μάθω ὅτι ὁ τάδε εἶναι κακός; Ἀντιθέτως θά βλαβῶ καί θά ζημιωθῶ ὑπερβολικά».

        Πές του: «Ἄς κοιτάξουμε τά ἰδικᾶ μας, ἄς ἐνδιαφερθοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί τήν ἐνοχή μας. Ἄς δείξουμε περιέργεια καί φροντίδα γιά τήν ἰδική μᾶς ζωή. Τί ἀπολογία θά ἔχουμε, τί συγχώρησι θά βροῦμε, τήν στιγμή πού τά ἰδικά μας οὔτε καν τά σκεπτόμαστε καί ἀσχολούμεθα μέ πάθος γιά τά ξένα; Ὅπως εἶναι αὐθάδεια περνώντας νά σκύψουμε σ' ἕνα ξένο σπίτι καί νά κοιτᾶμε μέσα, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι κατωτερότης νά περιεργαζώμεθα τήν ζωή τοῦ ἄλλου».

        Ἄν, βαδίζοντας στόν δρόμο, ἀνακατέψη κάποιος βόρβορο, δέν τόν παρατηρεῖς καί δέν τόν ἐλέγχεις γιά τήν πράξι του; Αὐτό χρειάζεται νά κάνουμε καί σέ ὅσους κουτσομπολεύουν καί κατηγοροῦν τούς ἄλλους.

        Ὁ βόρβορος πού θά ἀνακατευθῆ δέν χτυπάει στό κεφάλι μέ τήν δυσωδία τοῦ τόσο πολύ, ὅσο λυποῦν καί βλάπτουν τήν ψυχή τῶν ἀκροατῶν ἀκάθαρτες διηγήσεις γιά τήν ζωή τῶν ἄλλων.

        Προσοχή στά λόγια σου. Μή κακολογῆς, γιά νά μή μολύνης τόν ἑαυτό σου. Νά μή ἀναμειγνύης τόν βόρβορο μέ τήν λάσπη καί τούς πλίνθους, ἀλλά νά πλέκης στεφάνια ἀπό τριαντάφυλλα καί μενεξέδες καί ἄλλα ἄνθη.

        Νά μή βάζης κόπρο στό στόμα σου, ὅπως οἱ κάνθαροι. (Κάνθαροι εἶναι αὐτοί πού ὁμιλοῦν ἄπρεπα. Καί γεύονται πρῶτοι τήν δυσωδία αὐτοί οἱ ἴδιοι). Ἀλλά νά πλησιάζης τό στόμα σου στά ἄνθη σάν τίς μέλισσες καί νά κατασκευάζης κηρύθρες ὅπως ἐκεῖνες, καί σέ ὅλους νά εἶσαι εὐγενής καί γλυκομίλητος.

        Τόν ἄνθρωπο πού κακολογεῖ ὅλοι τόν ἀποστρέφονται σάν κάτι σάπιο πού ἀναδίδει δυσοσμία, σάν τήν βδέλλα πού πίνει αἷμα καί σάν τόν κάνθαρο πού τρέφεται μέ κόπρο, μέ ὅ,τι δηλαδή ἀκάθαρτο ὑπάρχει στούς ἄλλους.

Καί δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι στήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά δώσουμε λόγο γιά κάθε μᾶς «ἀργόν λόγον» (Μάτθ. ιβ', 36), πολύ δέ περισσότερο γιά κάθε μᾶς ὕβρι καί κακολογία.

        Μή μοῦ εἰπῆς ὅτι δέν κάνεις ἀνήθικες πράξεις. Τί τό ὄφελος ἄν δέν εἶσαι ἀνήθικος, ἀλλά εἶσαι φιλάργυρος; Τό πουλί καί ἄν δέν πιασθῆ ὁλόκληρο στήν παγίδα, ἀλλά μόνο ἀπό τό ἕνα του πόδι, ὅλο εἶναι πιασμένο καί καταδικασμένο. Καί τίποτε δέν τό ὠφελοῦν τά φτερά, ἀφοῦ εἶναι πιασμένο ἀπό τό πόδι.

        Στόν ψυχικό μας κόσμο, ὁ θυμός, ἡ ἐπιθυμία καί τά ἄλλα, ἐάν ξεπεράσουν τό ὅριό τους ἐπιφέρουν φθορά. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τό φαγητό. Ἐάν ὑπερβῆ τό κανονικό ὅριο, προξενεῖ στό σῶμα ἀρρώστεια. Ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ πόνοι στά πόδια, οἱ παραλυσίες, οἱ τρομώδεις κινήσεις;

        Ἐάν ὁ ὀφθαλμός θελήση νά καταλάβη περισσότερο χῶρο στό σῶμα ἤ νά ἰδῆ περισσότερο ἀπό ὅ,τι μπορεῖ ἤ νά ἀποκτήση περισσότερο φῶς, ὁπωσδήποτε ἀντί γιά καλό ζημιώθηκε. Σκέψου μάλιστα νά θελήση νά ἀντικρύση δυνατώτερο φῶς!

        Τό αὐτί, ἐάν δεχθῆ ἰσχυρό ἦχο, μᾶς δημιουργεῖ ἀναστάτωσι.

        Τό μυαλό, ἐάν σκεφθῆ ὅσα ὑπερβαίνουν τήν δύναμί του, σαστίζει καί δέν κερδίζει τίποτε.

        Ὅλα αὐτά δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά πλεονεξία.

        Ὅταν θελήσουμε νά ἀποκτήσουμε πολλά χρήματα, χωρίς νά τό καταλάβουμε, τρέφουμε μέσα μᾶς ἕνα θηρίο. Τότε ἔχουμε πολλά, μᾶς λείπουν πολλά, βάζουμε τόν ἑαυτό μας σέ ἀναρίθμητες φροντίδες, προσφέρουμε στόν διάβολο πολλές λαβές. Γι' αὐτό ὁ διάβολος δέν κουράζεται πολύ μέ τούς πλουσίους. Ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου μπορεῖ εὔκολα καί τούς καταβάλλη, ὅπως ἀντίθετα δυσκολεύεται πολύ μέ τούς πτωχούς. Γι' αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, φεύγετε μακρυά ἀπό τήν φιλοχρηματία.

        Δέν ὑπάρχει τίποτε χειρότερο ἀπό τόν φιλάργυρο. Καί τόν ἑαυτό τοῦ βλάπτει καί μέ ὅλο τόν κόσμο καί τήν κτίσι καταντᾶ ἐχθρός. Ὑποφέρει πού δέν βγάζουν χρυσάφι ἀντί γιά στάχυα ἡ γῆ καί ἀντί γιά νερό οἱ βρύσες καί ἀντί γιά πέτρες τά βουνά.

        Σέ κάθε καλή κατάστασι, σέ κάθε κοινωφελῆ προσπάθεια παρουσιάζεται διστακτικός καί ἀντίθετος καί διώχνει κάθε τί πού δέν πρόκειται νά τοῦ ἀποφέρη χρήματα. Ἀντίθετα ὑπομένει τά πάντα, προκειμένου νά ἀποκτήση ἔστω καί δύο δεκάρες.

        Ὅλους τους ἀνθρώπους τούς μισεῖ, καί τούς φτωχούς καί τούς πλουσίους. Τούς φτωχούς μή τυχόν καί τοῦ ζητήσουν χρήματα. Τούς πλουσίους γιατί δέν ἔχει τά χρήματά τους. Κατά τήν γνώμη τοῦ ὅσα ἔχουν οἱ ἄλλοι εἶναι ἰδικά του. Γι' αὐτό καί μέ ὅλους διάκειται δυσμενῶς, σάν νά τόν ἔχουν ἀδικήσει.

        Χορτασμό δέν γνωρίζει, ἱκανοποίησι δέν ξέρει, ἀπ' ὅλους εἶναι ἀθλιώτερος. Καθώς πάλι ὁ ἀπηλλαγμένος ἀπό αὐτό τό πάθος εἶναι πιό ἀξιοζήλευτος ἀπό ὅλους τους φιλοσόφους.

        Ἄς μή σκεπτώμαστε ὅτι εἶναι τυραννικό πάθος ἡ φιλοχρηματία, ἀλλά ὅτι ἐκεῖνο πού μᾶς τυραννεῖ εἶναι ἡ ἀμέλεια καί ἡ ραθυμία μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού οὔτε καν γνωρίζουν τά χρήματα. Δέν πρόκειται γιά μία φυσική ἐπιθυμία. Οἱ φυσικές ἐπιθυμίες τοποθετήθηκαν στόν ἄνθρωπο ἀπό τήν δημιουργία του. Ἐξ ἀρχῆς. Τό χρυσάφι ὅμως καί τό ἀσήμι, μέχρι πολλοῦ χρόνου ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστα.

        Πῶς λοιπόν ἐμφανίσθηκε ἔντονη ἡ φιλοχρηματία; Ἀπό ὑπερβολική κενοδοξία καί ἀμέλεια καί ραθυμία.

        Ὑπάρχουν ἐπιθυμίες ἀναγκαῖες, φυσικές, οὐδέτερες. Ἀναγκαῖες εἶναι ὅσες ἐπιφέρουν τόν θάνατο, ἐάν δέν ἱκανοποιηθοῦν. Αὐτές εἶναι φυσικές καί ἀναγκαῖες, ὅπως λ. χ. τό φαγητό, τό ποτό, ὁ ὕπνος. Ἡ σαρκική ἐπιθυμία εἶναι φυσική, ἀλλά δέν εἶναι ἀναγκαία, διότι πολλοί τήν ἐνίκησαν, χωρίς νά πάθουν τίποτε. Ἐνῶ ὁ πόθος τῆς φιλοχρηματίας οὔτε φυσικός εἶναι οὔτε ἀναγκαῖος, ἀλλά περιττός. Γι' αὐτό ἀπό τήν θέλησί μας ἐξαρτᾶται ἄν θά ὑποκύψουμε σ' αὐτήν.

        Ὁ Χριστός ὁμιλώντας γιά τήν παρθενία λέγει: «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (Μάτθ. ιθ',12). Δηλαδή «ὅποιος μπορεῖ νά νιώση καί νά ἐφαρμόση τόν λόγο περί παρθενίας, ἄς τόν νιώση καί ἄς τόν ἐφαρμόση». Ἐνῶ γιά τά χρήματα δέν ὡμίλησε ἔτσι, ἀλλά διαφορετικά: «Ὅποιος δέν ἀπαρνηθῆ ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μοῦ εἶναι ἄξιος» (Λουκ. ιδ', 33).

        Ἐκεῖνο δηλαδή πού ἦταν εὔκολο, τό ἐπρότεινε, ἐνῶ ἐκεῖνο πού ἦταν γιά λίγους, τό ἄφινε στήν ἐκλογή τοῦ καθενός.

        Ἄς προσέξουμε λοιπόν καί ἄς μή καταστήσουμε τούς ἑαυτούς μᾶς ἀναπολόγητους. Γιατί ἐκεῖνος πού θά νικηθῆ ἀπό τό σκληρότερο πάθος, δέν θά τιμωρηθῆ πολύ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού θά νικηθῆ ἀπό τό μικρό, θά εἶναι ἀναπολόγητος.

        Τί θά Τοῦ ἀπαντήσουμε τότε, ὅταν μᾶς εἰπῆ: «Μέ εἴδατε πεινασμένο καί δέν μέ ἐθρέψατε»; (Μάτθ. κε',35). Τί θά Τοῦ ἀπολογηθοῦμε; Θά Τοῦ προβάλουμε τήν φτώχειά μας; Ἀλλά δέν πρόκειται νά εἴμαστε πιό φτωχοί ἀπό ἐκείνη τήν χήρα πού ἔδωσε τούς δύο ὀβολούς καί τούς ξεπέρασε ὅλους (Μάρκ. ιβ',42).

        Ἄκου τί λέγει ὁ Παῦλος: «Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά πλουτήσουν, πέφτουν μέσα σέ πειρασμούς» (Α' Τιμοθ. στ',9). Ἄς πεισθοῦμε λοιπόν σ' αὐτόν, διότι καί ἐκεῖνοι (οἱ συνταξιδιῶτες του ἀπό τήν Κρήτη ὡς τήν Μάλτα - Πράξ., κέφ. κζ') πού δέν ἐπείσθηκαν, εἴδατε τί κακό ἔπαθαν... Ἄς νομίζουμε ὅτι ἡ οἰκουμένη εἶναι ἕνα πλοῖο, ὅπου ὑπάρχουν οἱ κακοῦργοι καί ἐλεεινοί, οἱ ἄρχοντες, οἱ φύλακες, οἱ δίκαιοι, ὅπως ὁ Παῦλος, οἱ δέσμιοι, οἱ δεσμευμένοι ἀπό τίς ἁμαρτίες. Ἐάν ὑπακούσουμε στόν Παῦλο, δέν θά χαθοῦμε δέσμιοι, ἀλλά καί θά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά δεσμά. Πρός χάριν τοῦ ὁ Θεός θά μᾶς σώση κι' ἐμᾶς (Πράξ. κζ', 24).

        Μήπως νομίζεις ὅτι οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη δέν εἶναι δεσμός βαρύς καί ἄσχημος; Γιατί σ' αὐτήν τήν περίπτωσι δέν εἶναι μόνο τά χέρια δεμένα, ἀλλά ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος.

        Πές μου, ὅταν κάποιος ἔχη στήν κατοχή τοῦ πολλά χρήματα καί δέν τά ἐξοδεύη, ἀλλά τά φυλάη, αὐτός δέν δεσμεύεται μέ ἀδιάσπαστα δεσμά καί δέν καταντᾶ χειρότερος ἀπό κάθε δέσμιο;

        Ἐάν κάποιος ἄλλος πιστεύη στήν μοίρα, δέν παραδίνει τόν ἑαυτό του σέ δεσμά;

        Ἐάν πάλι παραδίνη τόν ἑαυτό του σέ σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἔρωτες;

        Καί ποιός θά μπόρεση νά μᾶς σπάση αὐτά τά δεσμά;

        Ὁπωσδήποτε χρειαζόμαστε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε.

        Μερικά πράγματα πού φαίνονται ἀδιάφορα, πλήν ὅμως γεννοῦν ἁμαρτίες, ἄς τά διώξωμε ἀπό τή διάνοιά μας. Ὑπάρχουν πράγματα πού εἶναι ἁμαρτήματα, καί ὑπάρχουν ἄλλα πού δέν εἶναι, ἀλλά προκαλοῦν. Π. χ. τά γέλια δέν εἶναι κατ' οὐσίαν ἁμαρτία, ἀλλά ὅταν προχωρήσουν πολύ, καταλήγουν. Δηλαδή ἀπό τά γέλια προέρχονται τά εὐτράπελα, ἀπό τά εὐτράπελα τά αἰσχρόλογα, ἀπό τά αἰσχρόλογα οἱ αἰσχρές πράξεις, καί ἀπό τίς αἰσχρές πράξεις ἡ κόλασις καί ἡ τιμωρία. Ἐξουδετέρωσε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα, καί ἔτσι ἐξοντώνεις ὅλη τήν ἀρρώστεια.

        Ἐάν προφυλασσώμεθα ἀπό αὐτά πού εἶναι ἀδιάφορα, δέν πρόκειται νά φθάσουμε ποτέ σ' αὐτά πού εἶναι ἀπηγορευμένα. Τό νά κοιτάξη κανείς γυναῖκες φαίνεται στούς πολλούς ἀδιάφορο. Ἀλλά ἀπό τό κοίταγμα δημιουργοῦνται ἀνήθικες ἐπιθυμίες, ἀπό τίς ἐπιθυμίες ἀνήθικες πράξεις καί ἀπό αὐτές κόλασις καί τιμωρία.

        Δέν βλέπετε τούς ἡνιόχους μέ πόση ἀκρίβεια καί ἐξάσκηση, καί κούρασι ἀγωνίζονται, καί πώς ἐγκρατεύονται ἀπό φαγητά καί ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ὥστε νά μή καταβληθοῦν καί πέσουν κάτω ἀπό τά ἅρματα. Βλέπεις πόση τέχνη χρειάζεται. Καί ὑπάρχουν ἀνδρεῖοι ἡνίοχοι πού ἀντί γιά ἕναν, ἀναλαμβάνουν δύο ἵππους καί τούς ἠνιοχοῦν μέ εὐκολία.

        Ἀναφέρεται ὅτι στήν Ἰνδία τό μεγάλο καί φοβερό θηρίο πού λέγεται ἐλέφαντας εἶναι δυνατόν νά πειθαρχῆ φρόνιμα ἀκόμη καί σέ παιδί δεκαπέντε ἐτῶν. Καί γιατί τά εἶπα ὅλα αὐτά; Γιά νά μάθουμε νά φροντίζουμε ὄχι πώς νά δαμάζουμε τούς ἐλέφαντες καί τούς ἵππους, ἀλλά τά πάθη πού ἔχουμε μέσα μας.

        Ὅταν κάποιος σέ ταράζη καί σέ ἐνοχλῆ, μή κοιτάζης αὐτόν, ἀλλά τόν δαίμονα ὁ ὁποῖος τόν σπρώχνει, καί ὅλη σου τήν ὀργή ἄς τήν στρέψης ἐναντίον του. Τόν ἄνθρωπο πού γίνεται ὄργανο τοῦ δαίμονος λυπήσου τόν καί δεῖξε τοῦ εὐσπλαγχνία. Ὁ Χριστός λέγει ὅτι τό ψεῦδος προέρχεται ἀπό τόν διάβολο (Ἰωάν. η',44). Πολύ περισσότερο ἡ ἀναίτιος ὀργή.

        Ὅταν κάποιος σέ περιγελᾶ, σκέψου ὅτι ὁ διάβολος τόν σπρώχνει. Αὐτό δέν προέρχεται ἀπό τούς Χριστιανούς. Διότι ὁ Χριστιανός ἔχει ἐντολή νά πενθῆ, καί ἀκούει τόν Χριστόν νά τοῦ λέγη: «Ἀλλοίμονο σ' αὐτούς πού γελοῦν» (Λούκ. στ', 25). Ἐάν παρ' ὅλα αὐτά ὀνειδίζη καί περιγελᾶ καί ἐξάπτεται, ἐμεῖς δέν πρέπει νά τόν περιγελοῦμε, ἀλλά νά τόν θρηνοῦμε.

        Ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ: «Νεκρώσατε τά μέλη σᾶς τά ἐπί τῆς γής» (Κόλ. γ',5). Ἄς σβήσουμε λοιπόν τήν κακή ἐπιθυμία, ἄς φονεύσουμε τόν θυμό, ἄς θανατώσουμε τόν φθόνο. Αὐτό σημαίνει «θυσία ζωντανή» (Ρώμ. Ἰβ',1). Αὐτή ἡ θυσία δέν καταλήγει σέ στάχτη, δέν σκορπίζεται σέ καπνό, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ξύλα καί φωτιά καί μαχαίρι. Γιά φωτιά καί μαχαίρι ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα.

        Χρησιμοποίησε καί σύ αὐτό τό μαχαίρι καί κᾶνε περιτομή τῆς καρδιᾶς σου. Κόψε ἀπό τήν καρδιά σου ὅ,τι περιττό καί ξένο. Ἄνοιξε καί ὅ,τι κλειστό ὑπάρχει στήν ἀκοή σου. Διότι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες φράζουν τήν εἴσοδο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμφανισθῆ ἐπιθυμία γιά χρήματα, δέν μᾶς ἀφίνει νά ἀκούσουμε τόν λόγο γιά τήν ἐλεημοσύνη. Ὅταν ἐμφανισθῆ φθόνος, ἐμποδίζει νά ἀκούσουμε διδασκαλίες περί ἀγάπης. Καί ὅταν παρουσιασθῆ κάποιο ἄλλο πάθος, φέρνει νωθρότητα στήν ἀκοή γιά κάθε καλή διδασκαλία. Ἄς φονεύσουμε λοιπόν τίς πονηρές ἐπιθυμίες. Ἄς τό θελήσουμε. Ἄν τό θελήσουμε, αὐτό εἶναι ἀρκετό· ὅλα τά πάθη θά σβήσουν.

        Ἐκεῖνος μόνο εἶναι ἐλεύθερος καί ἐκεῖνος μόνο εἶναι ἄρχοντας καί πιό βασιλικός ἀπό τούς βασιλεῖς, ὁ ἀπηλλαγμένος ἀπό τά πάθη.

        Ἀφοῦ τό γνωρίζουμε αὐτό, ἄς ἐπιζητήσουμε τήν ἀληθινή ἐλευθερία καί ἄς ἀπαλλάξουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν κακή δουλεία. Καί ἄς μή νομίσουμε τίποτε πιό ἀξιομακάριστο, οὔτε τά μεγάλα ἀξιώματα οὔτε τά τυραννικά πλούτη, ἀλλά μόνο τήν ἀρετή.

        Τόσο πολύ ἀπέχει ἀπό τήν ὑποδούλωσι σ' ἕνα πάθος αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν Χριστόν, ὅσο ἀπέχει ἀπό τό νά δεχθῆ κηλίδες τό καθαρό χρυσάφι πού πυρακτώνεται στήν φωτιά. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ μυΐγες δέν τολμοῦν νά πέσουν μέσα στίς φλόγες, ἀλλά φεύγουν μακρυά, ἔτσι καί τά πάθη δέν τολμοῦν οὔτε καν νά πλησιάσουν σ' ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο.

Ἀπό τό https://www.egolpion.com/8iria_pa8on.el.aspx