Σεπτέμβριος - Ὀκτώβριος 2013, Ἔτος 3ο, Φύλλο 16ο.

2014-07-31 17:33

«Φῶς Χριστοῦ»

ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ

Ι . Ν. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΒΟΥΝΕΝΟΙΣ

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΟΝΙΤΣΗΣ,

Τ.Κ. 30002, ΒΟΝΙΤΣΑ

Σεπτέμβριος - Ὀκτώβριος  2013, Ἔτος 3ο, Φύλλο 16ο.

·      Τὸ Γενέσιον Τῆς Θεοτόκου καὶ οἱ στεῖρες καρδιὲς

     Αἰτία πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως -ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες- ἡ σημερινὴ ἡμέρα, γιατί σήμερα ἑορτάζομε τὴν γέννηση τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ εὐωδεστάτου ἄνθους ποὺ βλάστησε «ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί». Ἑορτάζομε «παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον», ποὺ καθίσταται «ἡ εἴσοδος ὅλων τῶν ἑορτῶν καὶ τὸ προοίμιο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης. Γέννηση, ποὺ ἔγινε πρόξενος τῆς ἀναγεννήσεως, ἀναπλάσεως, ὡραιοποιήσεως καὶ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων. Σήμερα γεννιέται Αὐτὴ ποὺ θὰ γεννήσει χρονικῶς, κατὰ ἀνερμήνευτο καὶ παράδοξο τρόπο, τὸν ἄχρονο καὶ προαιώνιο Θεὸ Λόγο, τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου.         

     Ὅλες οἱ προεικονίσεις, προτυπώσεις καὶ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ Αὐτὴν ἀναφέρονται. Ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς παλαιοδιαθηκικῆς παιδαγωγικῆς προετοιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος Θεοῦ. Τὴν Παναγία μας προεικόνιζαν ἡ ἄφλεκτος βάτος στὸ ὅραμα τοῦ Μωυσῆ, οἱ θεόγραφες πλάκες καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Νόμου, τὸ οὐράνιο μάννα καὶ ἡ χρυσῆ στάμνα, ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα, ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, ὁ πόκος τοῦ Γεδεών, τὸ ἀλατόμητον ὄρος τοῦ Δανιήλ, ἡ κάμινος ποὺ μὲ τὸ πῦρ δρόσιζε τοὺς Τρεῖς Παῖδες, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Γιὰ τὴν Παλαιὰ ἀποτελοῦσε τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν, τὴν προσδοκία τῶν δικαίων· ἐνῶ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων, ἡ δόξα τῶν ἀποστόλων, τὸ θάρρος τῶν μαρτύρων, τὸ ἐντρύφημα τῶν ὁσίων, τὸ καύχημα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γι᾽ αὐτὸ μακαρίζεται ἀπὸ «πᾶσα γενεά».

     Ὅλη ἡ δημιουργία περίμενε τὴν γέννησή Της. Ἡ Παναγία μας εἶναι «ὁ καρπὸς τῶν κτισμάτων», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδὴ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο κατατείνει ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅπως τὸ δένδρο ὑπάρχει γιὰ τὸν καρπό, ἔτσι ἡ κτίση ὑπάρχει γιὰ τὴν Παρθένο καὶ ἡ Παρθένος γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν ἄχραντο Παρθένο. Ὅταν ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἀτενίζοντας πρὸς τὰ δημιουργήματά Του, εἶπε ὅτι εἶναι «καλὰ λίαν», οὐσιαστικὰ ἔβλεπε μπροστά Του τὸν καρπὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ ὁ ἔπαινός Του ἦταν στὴν πραγματικότητα «εὐφημία τῆς Παρθένου».  

     Κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα εὐεργετεῖται ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς πανάμωμης Δέσποινάς μας. «Τὸ καινότατον αὐτὸ δημιούργημα» δὲν ἦταν ἡ καλύτερη γυναίκα στὴν γῆ, οὔτε ἁπλὰ ἡ καλύτερη γυναίκα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ ἦταν Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, νὰ κάνει τὸν Θεὸ ἄνθρωπο. Ὁ δημιουργὸς Θεὸς Λόγος ἔπλασε τέτοια τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθεῖ, νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὴν τὴν Μητέρα Του. Ὁ ἀόρατος καὶ ἀθέατος Θεὸς πρὸ Αὐτῆς, τώρα δι᾽Αὐτῆς, ἔρχεται ἐπὶ γῆς καὶ γίνεται ὁρατός· ἑνώνεται καὶ κοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση μὲ ἕναν οὐσιαστικότερο καὶ πιὸ ἐνοειδῆ τρόπο. Ἑνώνει διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του ὅλη τὴν κτίση στὴν ὑπόστασή Του καὶ τὴν θεώνει. Ὁ ἀνείδεος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀνέστιος Θεὸς λαμβάνει «δούλου μορφὴν», ἀνθρώπινη σάρκα καὶ λογικὴ ψυχή, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ περπατᾶ πάνω στὴν γῆ. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» θὰ χωρέσει στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, ὥστε ἡ Παναγία Μητέρα Του νὰ καταστεῖ ἡ «χώρα τοῦ Ἀχωρήτου».

     Σήμερα λύνεται ἡ στειρότητα τῆς Ἄννας καὶ γεννᾶ «τὸ κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Παρόμοιο θαῦμα ἔκανε ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Σάρρα τὴν σύζυγο τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, στὴν Ρεβέκκα τὴν σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ, στὴν Ἄννα τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, στὴν Ἐλισάβετ τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Προδρόμου. Ὅμως διαφέρει κατὰ πολὺ τὸ σημερινὸ θαῦμα. Μπορεῖ τὰ τέκνα τῶν παραπάνω μητέρων, τῶν ὁποίων ἡ μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, νὰ
ἦταν ἐνάρετα καὶ ἅγια, ἀλλὰ μόνον ἡ Μαρία -τὸ τέκνο τῆς Ἄννας καὶ τοῦ Ἰωακεὶμ- ἦταν «ἡ κεχαριτωμένη» καὶ κατέστη -τὸ ἀκατάληπτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους- ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

     Ἡ Παναγία μας δὲν γεννήθηκε ἀπὸ ἄσπιλη σύλληψη, ὅπως λανθασμένα πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ συνάφεια τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Λύθηκε δὲ ἡ φυσικὴ στειρότητα τῆς Ἄννας χάρις στὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπάντηση στὶς προσευχὲς τῶν δικαίων Θεοπατόρων. Οἱ γέροντες Ἰωακεὶμ καὶ  Ἄννα συνῆλθαν χωρὶς καμμία σαρκικὴ ἕλξη, ἡδονή, μόνο ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἐπεσφράγισαν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πράξη τους τὴν σωφροσύνη τους. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως ἐν τῇ νηδύι τῆς Ἄννας ἐξ Ἰωακείμ». Τὸ ὅτι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως ἦταν ἁγνός. Γιὰ νὰ ἦταν ὅμως ἡ Παρθένος ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, δηλ. νὰ εἶχε ἄσπιλη σύλληψη, ἔπρεπε νὰ εἶχε γεννηθεῖ παρθενικῶς ὅπως καὶ ὁ Χριστός.

     Οἱ δίκαιοι Θεοπάτορες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὅμως τέτοιο τέκνο ἔδειξαν πίστη ἀδίστακτη, ὑπομονὴ ἀλύγιστη, ἔτρεφαν τὴν ἐλπίδα ποὺ δὲν καταισχύνει, εἶχαν μεγάλη καρτερία στὶς προσευχές τους, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους. Καὶ δὲν ὑπέμειναν τὴν ἀτεκνία τους γιὰ λίγο μόνο διάστημα. Ἡ παράδοση λέγει ὅτι μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια στειρότητας ἀποκτᾶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκο.           

     Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Θεοπατόρων πρέπει νὰ παραδειγματίζει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ὅλους μας. Ὄχι μόνον ὅσους λαϊκοὺς ἀδελφούς μας δὲν μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά, οἱ ὁποῖοι δὲν πρέπει νὰ χάνουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο «τὰ ἀδύνατα τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ Αὐτῷ ἐστιν» (Λουκ. ιη´27), ἀλλὰ καὶ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγωνίζονται τὸν «καλὸν ἀγώνα».         

     Πολλὲς φορὲς ἀποδυσπετοῦμε, δυσφοροῦμε στὸν ἀγώνα μας καὶ λέμε ὅτι δὲν βρήκαμε ἀντίκρυσμα, δὲν ἔχουμε αἴσθηση τῆς Χάριτος, ἀδημονοῦμε. Καὶ ἔτσι λυπημένοι ποὺ εἴμαστε, μαραίνεται ὁ ζῆλος μας, χαλαρώνουμε τὴν ἀγωνιστικότητά μας, τὴν ἄσκησή μας. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ κάνομε ἔτσι ἀδελφοί μου. Μήπως οἱ Θεοπάτορες, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀπάντησε ἀμέσως στὶς προσευχές τους, σταμάτησαν νὰ Τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ πιστεύουν ὅτι θὰ λάβουν, σταμάτησαν νὰ κρούουν, νὰ ζητοῦν, νὰ ἐλπίζουν; Τί ἀδαμάντινη ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἔδειξαν τόσα χρόνια!

     Γιὰ νὰ βιωθοῦν τὰ πνευματικὰ «χρεία μεγάλης ὑπομονῆς». Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔζησε τὴν συστολή, τὴν στέρηση τῆς θείας Χάριτος, τὶς θλίψεις τοῦ νοητοῦ πολέμου γιὰ τριάντα χρόνια. Ἔλαβε μόνιμα τὴν θεία Χάρη μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μακρὸ χρονικὸ διάστημα αἱματηροῦ ἀγώνα καὶ ὑπομονῆς. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρουμε ἰδιαίτερα γιὰ ἐμᾶς τοὺς μοναχούς,  ποὺ  κληθήκαμε  γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος. Χρειάζεται ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, πίστη στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τέλεια ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλπίδα, ὥστε νὰ μὴν «ἐκκακοῦμε ἐν ταῖς προσευχαῖς» (Λουκ. ιη´1). Ὁ Θεός γνωρίζει πότε μᾶς συμφέρει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀνέκφραστη, τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἀνεκτίμητη θεοποιὸ δωρεά Του, τὴν θεία Χάρη ὡς ἐνδημοῦσα κατάσταση. «Τὰ πνευματικὰ ἀφ᾽ ἑαυτῶν ἔρχονται», τονίζει ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας, δὲν τὰ ρυθμίζομε ὅπως καὶ ὅποτε θέλομε ἐμεῖς.

     Μάλιστα, πολλὲς φορές, πρὶν ὁ Θεὸς μᾶς δώσει κάποια εὐλογία, ἕνα χάρισμα, μᾶς δοκιμάζει μὲ ἕναν πειρασμό, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκβαση καθορίζει καὶ τὸ ἂν ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι νὰ δεχθοῦμε τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο. Αὐτὸ παρατηροῦμε καὶ στοὺς Θεοπάτορες, ποὺ ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς τέκνο, παραχώρησε νὰ δοκιμασθοῦν ἀκόμη περισσότερο. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας καὶ ὅταν πῆγαν στὸν ναὸ νὰ προσφέρουν δῶρα, ὁ ἱερεὺς Ρουβὶμ τοὺς ὀνείδισε λέγοντάς τους, ὅτι δὲν ἦταν ἄξιοι νὰ προσφέρουν δῶρα στὸν Θεό, ἀφοῦ δὲν ἔκαναν παιδιὰ γιὰ τὸν Ἰσραήλ. Οἱ Θεοπάτορες μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν λυπήθηκαν πάρα πολύ, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίσθηκαν. Κατέφυγαν σὲ «ἐκ βαθέων προσευχὴ» -ὁ Ἰωακεὶμ στὸ ὅρος καὶ ἡ Ἄννα στὸν κῆπο- ἡ ὁποία τελικὰ εἰσακούστηκε ἄμεσα, ἀφοῦ ἄγγελος Κυρίου πληροφόρησε καθέναν ξεχωριστὰ ὅτι θὰ γίνει ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση τέκνου ποὺ θὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

     Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, νὰ ἐπιδεικνύουμε ἀγόγγυστη ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν δική μας ὠφέλεια καὶ πνευματικὴ προκοπή. Εὐχόμεθα ἡ Κυρία μας Θεοτόκος καὶ ἡ Θεοπρομήτωρ Ἄννα, ποὺ ἔχουν τὴν εὐλογία νὰ θεραπεύουν τὴν φυσικὴ στειρότητα, νὰ θεραπεύσουν τὶς στεῖρες καρδιές μας ἀπὸ πνευματικὰ ἔργα, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ πέμψει  στὶς  ψυχές  μας  τὴν  θεία καὶ γλυκυτάτη Χάρη Του, ἡ ὁποία ὀμορφαίνει, ἀνακαινίζει, ἀθανατίζει, ἀφθαρτίζει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Βατοπεδινοῦ εἰς τὴν Γέννησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς Βατοπεδίου  κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τὸ 2002.

·      Ἱστορικὴ ἀναφορὰ στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

     Οἱ ἱστορικὲς ἀρχὲς τῆς γιορτῆς χάνονται μέσα στὴν  ἀρχαιότητα. Στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 335 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ἔκτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στὸν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου. Ἔκτοτε κατὰ τὴν ἐπέτειο τῶν Ἐγκαινίων, μεγάλη πανήγυρις ἐγίνετο στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, τὴν ἴδια ἡμέρα ἀναγράφεται ἡ μνήμη τῶν Ἐγκαινίων τῆς Ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν Ἀναστάσεως, καὶ ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται στὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ ἐκείνου. Ἡ ἑορτὴ διαρκοῦσε ὀκτὼ ἡμέρες. Τὴν δευτέραν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τὴν 14 Σεπτεμβρίου, κατὰ τὴν μαρτυρίαν ἀρμενικοῦ λειτουργικοῦ κειμένου τοῦ Ἐ΄ αἰῶνος, ἐγίνετο σύναξις εἰς τὸν Γολγοθὰ καὶ ἔδειχναν τὸν Τίμιο Σταυρὸ σὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ὁ Τίμιος Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ σεβασμιώτερο κειμήλιο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἦταν ἑπόμενο, εἰδικὴ πανήγυρις νὰ καθιερωθεῖ γιὰ αὐτόν, ἐπὶ τὴ εὐκαιρία τῆς συρροῆς τοῦ λαοῦ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῶν Ἐγκαινίων.

     Ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ἐπίσης, τοῦ 4ου καὶ 5ου μ. Χ. αἰών. μιλοῦν γιὰ τὴ θαυματουργικὴ ἀνεύρεση τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τὸ 395, ἀναφέρει, ὅτι στὸ Γολγοθὰ ἀνευρέθησαν τρεῖς σταυροί, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναγνωρίστηκε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποῦ ἦταν στὴ μέση τῶν δύο ἄλλων καὶ εἶχε καὶ τὴ γνωστὴ ἐπιγραφή. Ἄλλοι συγγραφεῖς μιλοῦν γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν, τὰ ὁποῖα ἔγιναν αἰτία νὰ ἀναγνωριστεῖ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἀναφέρει καὶ τὸ Συναξάρι τῆς γιορτῆς τῆς Ὕψωσης: Διαπορούσης δὲ τῆς Βασιλίσσης (Ἁγίας Ἑλένης), τὶς ἂν εἴη ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός, διὰ τῆς εἰς θανοῦσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται· καὶ ἀνέστη τὴ τούτου προσψαύσει· τῶν δὲ λοιπῶν δύο
σταυρῶν τῶν Ληστῶν μηδὲν εἰς τοῦτο ἐνδειξαμένων εἰς θαυματοποιΐας ὑπόδειγμα. Ὂν δήτα Τίμιον Σταυρὸν προσεκύνησεν ἡ Βασίλισσα καὶ ἠσπάσατο μετὰ τῆς Συγκλήτου ἁπάσης.

     Ἡ ἱστορία ἀναφέρει, πράγματι, ὅτι τὸ 326 ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἐπιτυχίες ποὺ εἶχε ὁ γιός της, ὁ Μεγάλος Κωνσταντῖνος. Ἐκεῖ, ὅμως, ἄρχισε καὶ τὶς ἀνασκαφές, γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀφοῦ πρῶτα γκρέμισε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, ποὺ ὑπῆρχε στὸ Γολγοθά. Βρέθηκαν τρεῖς σταυροί. Ο, τότε, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Μακάριος (314-333), μὲ ἀρκετοὺς ἱερεῖς, ἀφοῦ ἔκαναν δέηση, ἄγγιξε τὸ σῶμα μίας κυρίας ποὺ εἶχε πεθάνει, πάνω στοὺς σταυροὺς. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρὰ καὶ ἄγγιξε τὸν τρίτο σταυρό, ποὺ ἦταν τοῦ Κυρίου μας, ἡ γυναίκα ἀμέσως ἀναστήθηκε. Ἡ εἴδηση διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἱερουσαλήμ. Πλήθη πιστῶν ἄρχισαν νὰ συρρέουν γιὰ νὰ δοῦν τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἄρχισαν, δέ, νὰ κράζουν τὸ Κύριε Ἐλέησον. Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ἐπικράτησε ἡ γορτὴ τῆς Ὕψωσης.

     Αὐτὴ τὴν Ὕψωση καθιέρωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ γιορτάζουμε στὶς 14 Σεπτεμβρίου, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ὑψώσουμε μέσα στὶς ψυχές μας τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κὰτ΄ ἐξοχὴν ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὁρισμένοι Συναξαριστὲς ἀναφέρουν αὐτὴ τὴ μέρα καὶ τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 628, ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Ἡράκλειο, ὁ ὁποῖος εἶχε νικήσει τοὺς Ἀβάρους, ποὺ εἶχαν ἁρπάξει τὸ Σταυρὸ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ ὁ Ἡράκλειος τὸν ξαναπῆρε.

     Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της Οἰκουμένης. Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας. Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωμα. Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγμα. Σταυρός, Ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τὸ δαιμόνων τραῦμα.

Ἰωάννου Φουντούλη, καθηγητοῦ.

·      Πατερικὴ Σοφία

     «Τὸν 7ο αἰώνα ὑψώθηκε πανηγυρικὰ ὁ τίμιος Σταυρὸς στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν προσκυνήσει ὁ λαός.

     Ἐκείνου τοῦ γεγονότος ἀνάμνηση εἶναι ἡ τελετὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ, ποὺ γίνεται κάθε χρόνο, στὶς 14
Σεπτεμβρίου, στοὺς ἐνοριακοὺς καὶ μοναστηριακοὺς ναούς. Αυτή ἡ Ὕψωση, ὅμως, εἶναι ἐξωτερική. Ὑπάρχει, θὰ λέγαμε, καὶ μία πνευματικὴ Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ ποὺ συντελεῖται μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

     Πότε; Όταν κάποιος ἀποφασίζει νὰ αὐτοσταυρωθεῖ, νεκρώνοντας τὰ πάθη του. Όποιος δὲν τὸ κάνει, δὲν εἶναι ἀληθινὸς Χριστιανός. Τὸ λέει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος: «Οἱ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γὰλ 5,24). Όσοι, δηλαδή, εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν σταυρώσει τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτὸ τοὺς μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Οι Χριστιανοί, ὑψώνουν μέσα τοὺς αὐτὸν τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν κρατοῦν ὑψωμένο σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Έτσι εἶναι, ἄραγε; Ὁ καθένας ἂς ρωτήσει τὴ συνείδησή του. Και μακάρι νὰ μὴν πάρει τὴν ἀπάντηση· «Ἐσὺ κάνεις τὰ σαρκικά σου θελήματα καὶ ὑπακοῦς στὶς ἐπιθυμίες σου. Ὁ σταυρός σου δὲν εἶναι ὑψωμένος, ἀλλὰ ριγμένος στὸ λάκκο τῶν παθῶν, ποὺ σαπίζει ἀπ' τὴ καταφρόνια καὶ τὴν ἀμέλειά σου».

     Μετὰ τὴν ἀποκαθήλωση του νεκροῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ τίμιος Σταυρὸς ἔμεινε στὸ Γολγοθά. Οἱ Ἰουδαῖοι τὸν πῆραν καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἕνα σκουπιδόλακκο.

     Μετὰ τὴν Ἀνασταση του Κυρίου, πάλι, δὲν δίστασαν νὰ ἐπιχώσουν μὲ πέτρες καὶ χώματα τὸν Πανάγιο τάφο
Του, γιὰ νὰ τὸν ἐξαφανίσουν. Τέλος, ὅταν οἱ Ρωμαῖοι κυρίευσαν τὴν ἐπαναστατημένη Ἱερουσαλήμ, τὸ 70, κατέσκαψαν καὶ ἰσοπέδωσαν ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρά της. Καὶ ἀργότερα, κατὰ τὴν ἀνοικοδόμησή της, στὸν τόπο ὅπου πρῶτα ἦταν ὁ Πανάγιος τάφος, μὲ ὑποκίνηση τοῦ ἐχθροῦ, ἔχτισαν ναὸ τῆς Ἀφροδίτης, τῆς εἰδωλολατρικῆς θεᾶς τῆς ἀσέλγειας.

     Κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ μὲ τὸν ἐσωτερικὸ σταυρό μας. Όταν ὁ ἐχθρὸς κυριεύσει καὶ κατασκάψει τὴ νοητὴ
Ἱερουσαλήμ, τὴν ψυχή μας, ὁ Σταυρὸς αὐτὸς γκρεμίζεται ἀπὸ τὸν καρδιακὸ Γολγοθὰ στὸ σπουπιδόλακκο τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἡδονῶν. Στὴ θέση του τότε βάζουμε καὶ προσκυνᾶμε τὸ εἴδωλο τῆς Ἀφροδίτης, ὥσπου νὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ ἡ Θεία Χάρη, ἂν βέβαια μετανοήσουμε εἰλικρινά, ἡ ὁποία θὰ τσακίσει τὸ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ ὑψώσει μέσα μας τὸ Σταυρὸ τῆς νεκρώσεως τῶν παθῶν».

Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ ἐγκλείστου.

·      Διδάγματα ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ 

     Εἶπε ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας:

     "Εάν σοὺ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του, πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ
εἶσαι περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἂπ΄ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἤσαν ἀρεστὰ στὸν Θεό. Ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον".

·      Ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς περιόδου

     Οἱ ὀρθόδοξοι πιστοὶ τιμοῦμε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὴν ἁγία ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας. Ἡ ἱερὲς ἀκολουθίες ἔχουν πανηγυρικὸ χαρακτήρα, ἐνῶ ἔχει θεσπισθεῖ αὐστηρὴ νηστεία. Κατακλύζουμε τοῦ ἱεροὺς ναοὺς προκειμένου νὰ προσκυνήσουμε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ νὰ ἀντλήσουμε δύναμη καὶ χάρη οὐράνια ἀπὸ αὐτόν. Παίρνουμε μαζί μας κλώνους βασιλικοῦ ὡς εὐλογία καὶ τὸν ἐναποθέτουμε στὰ εἰκονίσματα ὡς ἐλιξίριο κατὰ τοῦ κακοῦ. Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τοῦ Σταυροῦ εἶναι προσκύνηση τοῦ Ἴδιου του Ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μᾶς Χριστοῦ καὶ ὄχι εἰδωλολατρικὴ πράξη, ὅπως κακόβουλά μας κατηγοροῦν οἱ ποικιλώνυμοι αἱρετικοί. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου μᾶς εἶναι τὸ καύχημά μας, τὸ νικηφόρο λάβαρο κατὰ τοῦ μεγαλύτερου ἐχθροῦ μας, τοῦ διαβόλου, τὸ ἀήττητο ὅπλο κατὰ τοῦ πολυπρόσωπου κακοῦ. Μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μία καρδιὰ ψάλλουμε τὸν ὑπέροχο παιάνα - τροπάριο τῆς μεγάλης ἑορτῆς: «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου».  
     Τὸ Ἱερότερο σύμβολο τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός, ἡ σημαία καὶ τὸ λάβαρο τῆς Ἐκκλησίας. Μία
φορὰ ἦταν ὄργανο θανατικῆς ἐκτελέσεως τῶν κακούργων καὶ τῶν ἀτίμων, ξύλο καταισχύνης καὶ κατάρας. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἐπάνω σ' αὐτὸν πέθανε ὁ ἀναμάρτητος Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Σταυρὸς ἔγινε «τίμιον ξύλον». Ἀπὸ τότε τὸ σχῆμα τοῦ χαράσσεται πάνω στοὺς τάφους τῶν χριστιανῶν στὶς κατακόμβες καί, μετὰ τοὺς διωγμούς, στολίζει τὰ στέμματα τῶν χριστιανῶν βασιλέων, ὑψώνεται ἐπάνω στὶς ἐκκλησίες καὶ παντοῦ εἶναι τὸ φυλακτὸ καὶ τὸ στολίδι τῶν χριστιανῶν.
     Γι' αὐτὸ κάθε 14η Σεπτεμβρίου, ποὺ γιορτάζομε τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἑλένη καὶ τὴν ὕψωσή του, ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:
     «Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης· Σταυρὸς ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας...».          
     Τὴν θεολογικὴ σημασία τῆς ἑορτῆς τὴν βρίσκουμε στὰ τροπάρια  τῆς  ἡμέρας.   Ἀπὸ  αὐτὰ  ἐκεῖνα τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τῶν αἴνων εἶναι τὰ πιὸ μεστὰ σὲ νοήματα καὶ πλουσιώτερα σὲ ποιητικὲς ἐξάρσεις Τὰ θεολογικὰ αὐτὰ νοήματα συμπυκνώνει στοὺς στίχους τοῦ τὸ πρῶτο ἀπόστιχο τοῦ Ἑσπερινοῦ:           
     "Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσέβειας τὸ ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τὸ τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα, δὶ' οὐ ἐξηφάνισται, ἡ φθορὰ καὶ κατήργηται, καὶ κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις,καὶ ὑψώθημεν, ἀπὸ γὴς πρὸς οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμὴν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμω τὸ μέγα ἔλεος".

     Το απολυτίκιο της ημέρας είναι το γνωστό σε όλους μας: «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν
κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ Σου, πολίτευμα».      
     Στὸ τροπάριο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὸ ὅτι ὁ λαὸς ἀνήκει στὸν Θεό: «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου». Ἑπομένως, ὁ λαὸς δὲν ἀνήκει στοὺς ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ τὸν διευθύνουν ὡς δικό τους κτῆμα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Θεό. Κληρονομία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική, ποὺ κρατᾶ ἀμετάβλητα καὶ ἀδιάλειπτα τὴν διαδοχή, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  
     Ἡ φράση "νίκας τοῖς βασιλεύσιν", ἀναφέρεται στοὺς ἄρχοντας ποὺ ἡγοῦνται τοῦ λαοῦ.Βέβαια γιὰ λόγους ποιμαντικούς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔχει ταλαιπωρηθῆ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἀπὸ παρεμβάσεις στὰ ἐνδότερά της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρείας, μπορεῖ νὰ γίνη ἀλλαγὴ κυρίως στὸ συγκεκριμένο τροπάριο, ἐπειδὴ ψάλλεται σὲ κάθε ἁγιασμό, μὲ τὴν φράση "νίκας τοῖς εὐσεβέσι".       
     Ἔπειτα, γίνεται λόγος γιὰ τὸ πολίτευμα τοῦ Κράτους ποὺ προστατεύεται  ἀπὸ τὸν Σταυρό:  «καὶ  τὸ σὸν  φυλάττων διὰ τοῦ σταυροῦ Σου πολίτευμα». Πρόκειται γιὰ ἕνα πολίτευμα ποὺ στηρίζεται στὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸ πολίτευμα τοῦ Σταυροῦ, δηλαδὴ στὴν ἀγάπη ὡς ὑπέρβαση τῆς φιλαυτίας. Καὶ τὸ ἐρώτημα τίθεται καυτό: Τὸ σύγχρονο πολίτευμα ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἀγώνα ὑπερβάσεως τοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ τῆς ἀτομοκρατίας, ἢ εἶναι ἕνα πολίτευμα ἀτομικῆς εὐδαιμονίας καὶ ἠδονοκρατίας μὲ τὶς ποικίλες μορφές της;      
     Ἀκόμη στὸ τροπάριο αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ βαρβάρους: «κατὰ βαρβάρων δωρούμενος». Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ βάρβαροι; Τὸ τροπάριο αὐτὸ θέτει ἕναν βαθὺ πολιτειακὸ προβληματισμὸ ποὺ δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ πολιτεύματος, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ πολιτείας τόσο τῶν ἀρχόντων ὅσο καὶ τῶν ἀρχομένων.
      Ἀπὸ τὸ Ἐφημ. Τὸ Βῆμα Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἰερόθεος, Ἱερὰ Μητρόπολις Καισαριανής, Βύρωνος καὶ
Ὑμηττού, πὲρ «Πρόσβασης» τ.74, Λάμπρος Κ. Σκόντζος Θεολόγος.

·      Ἕνας ἄγνωστος Ἅγιος

Ἡ Ἁγίακυλίνα


     Καταγόταν ἀπὸ τὸ Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης. Ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας της ὅμως, σκότωσε ἕναν Τοῦρκο, μετὰ ἀπὸ φιλονικία. Γιὰ ν' ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου, δέχτηκε τὸν μουσουλμανισμό. Ἡ μητέρα της ἔμεινε σταθερὴ στὸν Χριστὸ καὶ κάθε μέρα δίδασκε στὴν Ἀκυλίνα τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη. Παρὰ τὶς ἐπίμονες προσπάθειες τοῦ πατέρα της καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν Τούρκων, ἡ Ἀκυλίνα δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὅταν τὴν ὁδηγοῦσαν στὸ μαρτύριο τὴν ἀκολουθοῦσε καὶ ἡ μητέρα της, ποὺ τὴν παρότρυνε σ' αὐτό.
     Ἡ Ἀκυλίνα ἤλεγχε μὲ θάρρος τοὺς Τούρκους καὶ τὴν θρησκεία τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνει μαρτυρικά, μετὰ ἀπὸ πολυήμερο ραβδισμό, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1764.