Σαρανταλείτουργο «Ὑπέρ Ἀναπαύσεως»

2014-08-03 13:59

            Ὁ γερό-Δανιήλ ὁ ἁγιορείτης (1929), ὁ σοφός ἡσυχαστής τῶν Κατουνακίων, ἔχει καταχωρισμένο στά χειρόγραφά του καί τό ἀκόλουθο περιστατικό, πού συνέβη τό 1869 στήν πατρίδα του, τή Σμύρνη.
            Κάποιος ἐνάρετος χριστιανός κάλεσε στά τελευταῖα της ζωῆς τοῦ τόν πνευματικό του πάπα-Δημήτρη καί τοῦ εἶπε:
            - Ἐγώ σήμερα πεθαίνω. Πές μου, σέ παρακαλῶ, τί πρέπει νά κάνω τήν κρίσιμη τούτη ὥρα;
            Ὁ ἱερέας, γνωρίζοντας τήν ἀρετή του καί τή μυστηριακή προετοιμασία του, τοῦ πρότεινε τό ἑξῆς:
            - Δῶσε ἐντολή νά σού κάνουν μετά τό θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ' ἕνα ἐξωκκλήσι.
            Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ κύρ-Δημήτρης - αὐτό ἦταν τό ὄνομά του - ἄφησε ἐντολή στό γιό του νά κάνει μετά τήν κοίμησή του σαρανταλείτουργο. Κι ἐκεῖνος, ὑπακούοντας στήν τελευταία ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ του πατέρα, ἀνέθεσε χωρίς καθυστέρηση τήν ἐκτέλεσή της στόν πάπα-Δημήτρη.
            Ὁ σεμνός λευίτης δέχτηκε νά κάνει τό σαρανταλείτουργο, πού ὁ ἴδιος εἶχε προτείνει στό μακαρίτη, καί ἀποσύρθηκε γιά ὅλο αὐτό τό διάστημα στό ἐξωκκλήσι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.

            Οἱ τριάντα ἐννέα λειτουργίες ἔγιναν ἀπρόσκοπτα. Ἡ τελευταία ἔπρεπε νά γίνει ἡμέρα Κυριακή. Τό βράδυ ὅμως τοῦ Σαββάτου πιάνει τόν παπά ἕνας δυνατός πονόδοντος καί τόν ἀναγκάζει νά ἐπιστρέψει στό σπίτι του.
            Ἡ πρεσβυτέρα τοῦ πρότεινε νά βγάλει τό δόντι, μά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε, γιατί ἔπρεπε τήν ἑπομένη νά τελέσει τήν τελευταία λειτουργία. Τά μεσάνυχτα ὁ πόνος κορυφώθηκε, καί τελικά ὁ παπάς ἀναγκάστηκε νά βγάλει τό δόντι. Ἐπειδή ὅμως παρουσιάστηκε αἱμορραγία, ἀνέβαλε τήν τελευταία λειτουργία γιά τή Δευτέρα.
            Στό μεταξύ, τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, ὁ Γεώργιος, ὁ γιός τοῦ μακαριστοῦ Δημητρίου, ἑτοίμασε μερικά χρήματα γιά τόν κόπο τοῦ ἱερέα, μέ σκοπό νά τοῦ τά δώσει τήν ἑπόμενη μέρα.
            Τά μεσάνυχτα ξύπνησε γιά νά προσευχηθεῖ. Ἀνακάθησε στό κρεβάτι κι ἄρχισε νά φέρνει στό νοῦ τοῦ τίς ἀρετές, τά χαρίσματα καί τά σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε ἀπ' τό μυαλό του ἡ ἀκόλουθη σκέψη: «Ἄραγε ὠφελοῦν τά σαρανταλείτουργα τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων, ἤ τά καθιέρωσε ἡ ἐκκλησία γιά παρηγοριά τῶν ζώντων;»
            Τότε ἀκριβῶς τόν πῆρε ἕνας ἐλαφρός ὕπνος, καί εἶδε πώς βρέθηκε σέ μία πεδιάδα μέ ὀμορφιά ἀπερίγραπτη. Ἐνίωθε ἀνάξιο τόν ἑαυτό του νά βρίσκεται σέ τέτοιον ἱερό καί παραδεισένιο χῶρο. Μπροστά του ἁπλωνόταν ἕνα ἀπέραντο καί κατάφυτο περιβόλι, πού μοσχοβολοῦσε μέ μίαν ἀνέκφραστη εὐωδία.
            «Αὐτός ὁπωσδήποτε θά εἶναι ὁ παράδεισος!», μονολόγησε. «Ώ, τί μακαριότητα περιμένει ὅσους ζοῦν ἐνάρετα στή γῆ!»

            Ἐξετάζοντας ἔκπληκτος τά ὑπερκόσμια κάλλη, εἶδε ἕνα λαμπρό ἀνάκτορο μέ ἔξοχη ἀρχιτεκτονική χάρη, ἐνῶ οἱ τοῖχοι τοῦ ἔλαμπαν ἀπ' τά διαμάντια καί τό χρυσάφι. Ἡ ὀμορφιά τοῦ ἦταν ἀνέκφραστη.
            Πλησιάζει πιό κοντά, καί τότε - τί χαρά! - βλέπει στήν πόρτα τοῦ παλατιοῦ τόν πατέρα τοῦ ὁλοφώτεινο καί λαμπροφορεμένο.
            - Πῶς βρέθηκες ἐδῶ, παιδί μου; τόν ρωτάει μέ πραότητα καί στοργή.
            - Οὔτε κι ἐγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δέν εἶμαι ἄξιος γι' αὐτόν τόν τόπο. Ἀλλά πές μου, πῶς τά περνᾶς ἐδῶ; Πῶς ἦρθες; Τίνος εἶναι αὐτό τό παλάτι;
            Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας, πού τῆς εἶχα ἰδιαίτερη εὐλάβεια, μέ ἀξίωσε νά καταταχθῶ σ' αὐτό τό μέρος. Ἦταν μάλιστα νά μπῶ σήμερα μέσα στό παλάτι. Ὁ οἰκοδόμος ὅμως, πού τό χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία - ἔβγαλε ἀπόψε τό δόντι του - κι ἔτσι δέν τελείωσαν οἱ σαράντα μέρες τῆς οἰκοδομῆς του. Γιά αὐτό τό λόγο θά μπῶ αὔριο.
            Ὕστερα ἀπ' αὐτά ὁ Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος καί ἔκπληκτος, ἀλλά καί μέ ἀπορίες. Πέρασε τήν ὑπόλοιπη νύκτα ἀναπέμποντας αἴνους καί δοξολογίες στό Θεό. Τό πρωί, μετά τή θεία λειτουργία, πῆρε πρόσφορα, νάμα καί ἁγνό κερί καί ξεκίνησε γιά τό ἐξωκκλήσι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁ πάπα-Δημήτρης τόν ὑποδέχθηκε μέ χαρά:
            - Τώρα μόλις τελείωσα κι ἐγώ τή θεία λειτουργία. Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε τό σαρανταλείτουργο.
            Αὐτό εἶπε γιά νά μήν τόν λυπήσει.
            Ὁ ἐπισκέπτης τότε τοῦ διηγήθηκε τό νυχτερινό του ὅραμα. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο πού ὁ πατέρας του δέν μπῆκε στό παλάτι, γιατί ὁ οἰκοδόμος ἔβγαλε τό δόντι του, ὁ πάπα-Δημήτρης ἐνίωσε φρίκη, ἀλλά καί θαυμασμό.
            - Ἐγώ εἶμαι, ἀγαπητέ μου, ὁ οἰκοδόμος πού ἐργάστηκε στήν οἰκοδομή τοῦ παλατιοῦ, εἶπε μέ χαρά. Σήμερα δέν λειτούργησα, γιατί ἔβγαλα τό δόντι μου. Θά λειτουργήσω ὅμως τή Δευτέρα, κι ἔτσι θά ὁλοκληρώσω τό πνευματικό παλάτι τοῦ πατέρα σου.

Θαύματα καί ἀποκαλύψεις ἀπό τή Θεία Λειτουργία, Ἐκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς, σέλ. 27-29.