Πάλος Ἐγωάλος, ὁ ἐγωιστής παπαγάλος

2014-08-04 10:53

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας!

        Ἄχ, τί νά σᾶς πῶ! Εἶμαι ΣΥΝΝΕΦΟξετρελλαμένο μέ τήν ἀνοιξιάτικη φύση! Λουλούδια, πρασινάδες, λιακάδες! Δέ χορταίνω νά κάνω βόλτες! Πετάω ἀπό δῶ, πετάω ἀπό κεῖ! Θαῦμα σᾶς λέω! Καί ποῦ νά σᾶς περιγράψω τήν ἐκδρομή μου στό Πάπαγκαλ, στό μοναδικό νησί τοῦ κόσμου πού ἔχει χιλιάδες χιλιάδων γαλαζοπρασινοκίτρινους παπαγάλους μέ κοκκινομπλέ μύτη καί πορτοκαλοκαφέ πόδια!

        Τί;;;;;; Δέν ξέρετε τό Πάπαγκαλ;;;;;;!!! Θέλετε να πεῖτε ὅτι δέν ἔχετε πάει ποτέ;;;!!! Δηλαδή δέν ἔχετε ἀκούσει οὔτε τή φοβερή ἱστορία τοῦ Πάλου Ἐγωάλου τοῦ ἐγωιστῆ παπαγάλου;! Καλέ, αὐτόν τόν ξέρει ὅλος ὁ κόσμος.

        Ἀκοῦστε, λοιπόν.

        Στό Πάπαγκαλ ζοῦσε πρίν ἀπό χρόνια ἕνας μικρός παπαγάλος, πού τόν λέγανε Πάλο Ἐγωάλο. Το σπιτάκι του ἦταν τρυπωμένο πάνω στό μεγάλο δέντρο τῆς πλατείας Παπαγαλίζοντος, πρῶ το κλαδί δεξιά. Στό ἴδιο δέντρο κατοικοῦσαν ἄλλοι 1.000 παπαγάλοι. Ἦταν ὅλοι τόσο ἀγαπημένοι μεταξύ τους! Ἀφοῦ, νά φανταστεῖ τε, μάθαιναν ὅλοι ταυτόχρονα τίς ἴδιες ἀκριβῶς λέξεις. Καί φυσικά πάντα ὁ ἕνας βοηθοῦσε τόν ἄλλον. Οἱ πόρτες τους ἦταν συνέχεια ἀνοιχτές γιά τούς φίλους.

        Μόνο μιά πορτούλα δέν ἄνοιγε συχνά. Ἐκεῖ στό πρῶτο κλαδί δεξιά... Ἦταν ἡ πόρτα τοῦ Πάλου Ἐγωάλου. Τόν τελευταῖο καιρό μάλιστα δέν ἄνοιξε οὔτε τά παράθυρα. Οἱ παπαγάλοι τῆς γειτονιᾶς ἀνησύχησαν.

        - Πάλε Ἐγωάλε! Ποῦ εἶσαι; Σέ πεθυμήσαμε! Βγές νά σέ δοῦμε!

        - Δέν μπορῶ! Ἔχω σοβαρή δουλειά. Ἀφῆστε με ἥσυχο, τούς ἔκοβε ἀπότομα.

        - Μά ἐπιτέλους! Μήπως εἶσαι ἄρρωστος; ρωτοῦσαν οἱ ἀπʼ ἔξω.

        - Ὄχι, εἶμαι μιά χαρά! φώναζε ὁ Πάλος Ἐγωάλος.

        - Ἔ, τότε γιατί δέν βγαίνεις ἔξω;

        -Δεν προλαβαίνω! Καθρεφτίζομαι!!! ἀπάντησε σχεδόν τραγουδώντας.

        - Τίιιιι;;!! φώναξαν μʼ ἕνα στόμα τά παπαγαλάκια.

        - Μάλιστα, καθρεφτίζομαι! Ποῦ νά ξέρετε ἐσεῖς ἀπό καθρέφτες, ἀσχημούλικα!

        Τά παπαγαλάκια κοιτάχτηκαν μέ ὑποψίες. Σκέφτονταν μέ τό παπαγαλένιο τους μυαλό «Μπά, τί ᾽ναι τοῦτο πάλι; Τί σημαίνει καθρέφτης; Καί γιατί μᾶς εἶπε ἄσχημους; Ἄ, σίγουρα κάτι κακό συμβαίνει! Πρέπει νά τόν βοηθήσουμε».

        Μιά καί δυό τήν ἄλλη μέρα χτυποῦν τήν πόρτα του.

        - Πάλε Ἐγωάλε, βγές νά δεῖς τί σοῦ φέραμε!

        - Ἄ, δέν μπορῶ καθαρίζω τόν καθρέφτη μου!

        Τότε ἕνα πολύ μικρούτσικο παπαγαλάκι δεν ἄντεξε καί ρώτησε μέ θυμό:

        - Καί ποιός, δέ μοῦ λές, σοῦ ἔφερε αὐτόν τόν παλιοκαθρέφτη;;;

        - Ἡ γάτα τοῦ Κρύου Δάσους! ἀπάντησε κοφτά ἀπό μέσα ὁ Πάλος.

        - Ἴιιιιιι!!!!!!!! Μανούλα μου!!!! φώναξαν τρομαγμένοι ὅλοι οἱ παπαγάλοι.

        Μέσα σέ λίγη ὥρα τό νέο διαδόθηκε σʼ ὅλο τό νησί: «Ἡ τρομερή γάτα τοῦ Κρύου Δάσους ἔφερε ἕνα καθρέφτη στόν Πάλο Ἐγωάλο. Κι αὐτός τώρα νομίζει ὅτι εἶναι ὁ πιό σπουδαῖος παπαγάλος!»

        Κάποια μέρα, ἐπιτέλους ὁ Πάλος Ἐγωάλος ἄνοιξε πόρτες και παράθυρα καί βγῆκε στο μπαλκονάκι του. Ἕνα σούσουρο ἀκούστηκε σʼ ὅλα τά παπαγαλένια σπιτάκια κι ὅλοι βγῆκαν να τόν δοῦν. Αὐτός ὅμως οὔτε πού καταδέχτηκε νά κοιτάξει κανέναν. Τέντωσε τό κορμί του, ἄνοιξε τά πολύχρωμα φτερά του, κοίταξε ψηλά κι εἶπε γεμάτος καμάρι:

        - Ἄχ, εἶμαι ὁ πιό ὡραῖος καί σπουδαῖος παπαγάλος!

        - Ἔ, Πάλε Ἐγωάλε, θέλεις νά παίξουμε; τόλμησαν νά ρωτήσουν τά παπαγαλάκια.

        - Ἐγώ;! ὁ πιό ὡραῖος παπαγάλος; Μέ σᾶς;! εἶπε καί τά κοίταξε μέ περιφρόνηση.

        Ἐκείνη τήν ὥρα ὅμως συνέβη κάτι πολύ, πάρα πολύ, μά πάρα πάρα πολύ φοβερό. Μόλις ὁ Πάλος εἶπε «ἐγώ», φύτρωσε στό μπαλκονάκι του μιά σιδερένια βέργα. Τά πουλιά τρόμαξαν. Ἀλλά ὁ Πάλος Ἐγωάλος δέν ἔδωσε σημασία.

        - Ἆ, εἶναι γιά νά κρεμάσω τόν καθρέφτη μου, εἶπε ὑπερήφανα.

        Ἔτσι ἀπό κείνη τή μέρα ἔβγαλε τόν καθρέφτη ἔξω καί μέρα νύχτα καθρεφτιζόταν. Οἱ φίλοι του ἦταν πολύ στενοχωρημένοι. Κάτι ἔπρεπε νά κάνουν. Ὅμως τί;

        - Πάλε Ἐγωάλε, ἔλα νά πετάξουμε μαζί ψηλά στόν οὐρανό!

        - Ἐγώ θά πετάξω πιό ψηλά ἀπό ὅλους! Δεῖτε πόσο ὄμορφα εἶναι τά φτερά μου! εἶπε ὁ ἐγωιστής παπαγάλος χωρίς νά κουνηθεῖ.

        Ἀμέσως ἄλλη μιά σιδερένια βέργα φύτρωσε στό μπαλκονάκι του. Τά πουλιά τήν κοίταξαν μέ φρίκη, ἀλλά δέν τό ἔβαλαν κάτω.

        - Πάλε Ἐγωάλε, θά ἔρθεις μαζί μας στό Σχολεῖο;

        - Ἐγώ δέ χρειάζομαι σχολεῖο. Ἐγώ τά ξέρω ὅλα. Δεῖτε πόσο ὄμορφο εἶναι τό κεφάλι μου!

        Αὐτή τή φορά φύτρωσαν δυό βέργες μαζί.

        - Ἄχ, Πάλε Ἐγωάλε, σύνελθε ἐπιτέλους, φώναξε ὁ πιό γέρος Παπαγάλος τῆς γειτονιᾶς. Ἔτσι πού πᾶς θά μείνει ὁλομόναχος.

        - Ἐγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό παρέα. Ἔχω τον καθρέφτη μου!

        Ἄλλη μιά βέργα φύτρωσε μπροστά του.

        Καί γιά νά μήν σᾶς τά πολυλογῶ, φίλοι μου, κάθε φορά πού ὁ Πάλος ἔλεγε μέ περηφάνεια «ΕΓΩ» φύτρωναν σιδερένιες βέργες. Ἔτσι σιγά-σιγά τό μικρό του σπιτάκι ἔγινε κλουβί. Τά παπαγαλάκια δέν μποροῦσαν πιά νά τόν πλησιάσουν. Ὁ Πάλος Ἐγωάλος ὅμως δέν ἔβαζε μυαλό.

        Ὥσπου μιά μέρα...

        - Νιάααααρρρρ!!!!!!!! μιά ἄγρια γατίσια φωνή ἀκούστηκε πίσω του.

        - Ἴιιιι!!! τρόμαξε ὁ Πάλος. Ἡ γάτα τοῦ Κρύου Δάσους! Πῶς βρέθηκες μέσα στό σπίτι μου;

        - Βρῆκα μιά μυστική τρύπα κι εἶπα νά σοῦ κάνω ἐπίσκεψη. Κι ἔχω μιά πείνα... Εἶπε γεμάτη πονηριά κι ἅπλωσε τά νύχια της.

        - Ἐγώ δέν σέ προσκάλεσα! Ἐγώ δέν θέλω κανένα στό σπίτι μου! Ἐγώ σέ διατάζω νά φύγεις! φώναζε ὁ Πάλος Ἐγωάλος.

        Ὅμως τί κρίμα! Μέ κάθε «ΕΓΩ» πλήθαιναν τά σίδερα γύρω του. Τά παπαγαλάκια πῆραν εἴδηση τό κακό πού γινόταν κι ἔτρεξαν. Ὅμως ἦταν ἀδύνατο νά τόν γλιτώσουν. Τά σίδερα τοῦ «ΕΓΩ» ἦταν τόσο σκληρά, πού μόλις χτυποῦ σαν πάνω τους, τσάκιζαν τά φτερά τους.

        Ἐν τω μεταξύ ὁ Πάλος Ἐγωάλος φτεροκοποῦσε πάνω κάτω ἀπελπισμένος. Ἡ γάτα τοῦ Κρύου Δάσους ὅμως δέν ἀστειευόταν.

        - Ἦρθε ἡ ὥρα σου, ἐγωιστή παπαγάλε! φώναζε ἄγρια. Πάντα ὀνειρευόμουν νά φάω χρωματιστό παπαγάλο!

        - Βοήθεια! Βοήθεια! τσίριζε ὁ καϋμένος. Ἀπό τίς χαραμάδες τοῦ κλουβιοῦ εἶδε τά παπαγαλάκια πού προσπαθοῦσαν να τόν βοηθήσουν.

        - Κουράγιο! τοῦ φώναζαν, βάλε ὅλη σου τή δύναμη!

        - Δέν ἀντέχω! ἀπαντοῦσε ὁ Πάλος. Ἔχω μείνει μόνος κι ἀβοήθητος, εἶπε κλαίγοντας.

        - Τώρα θά δεῖς ΕΓΩ θά σέ φάω, φώναξε ἡ γάτα καί χύμηξε.

        Τήν τελευταία στιγμή ὁ Πάλος Ἐγωάλος κοίταξε δακρυσμένος τούς παλιούς του φίλους καί φώναξε αὐθόρμητα:

        - ΕΜΕΙΣ θά σέ νικήσουμε, κακιά γάτα!

        Ξαφνικά τότε, συνέβη κάτι ἐκπληκτικό, πού κανείς δέν τό περίμενε. Μόλις ὁ Πάλος εἶπε ΕΜΕΙΣ σωριάστηκαν μεμιᾶς τά σίδερα καί... χιλιάδες παπαγαλάκια ὅρμησαν πάνω στή γάτα τοῦ Κρύου Δάσους.

        Ὅσο γιά τόν καθρέφτη, τόν ἔκαναν κομμάτια. Καί φυσικά ὁ Πάλος Ἐγωάλος πῆρε ἕνα γερό μάθημα. Τό ἔκανε μάλιστα καί τραγούδι. Κι ὅποιος περνάει ἀπό τότε ἀπό τό Πάπαγκαλ το ἀκούει. Τό ἄκουσα κι ἐγώ καί σᾶς τό ἔφερα:

        Τό «ΕΓΩ» εἶναι κλουβί σιδερένια φυλακή!

        ΝΑ λές πάντοτε «ΕΜΕΙΣ» καί θά εἶσαι ὁ νικητής!

        Ἔ, μή μοῦ πεῖτε ὅτι δέν εἴχατε ἀκούσει ποτέ γιά τόν Πάλο Ἐγωάλο, τόν ἐγωιστή παπαγάλο!

        Σᾶς χαιρετῶ μέ ἀγάπη

τό ΣΥΝΝΕΦΟ

Ἀπό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/722/9.%20SYNNEFOPARAMYTHIA%20KAI%20ALLA....pdf