Προσευχή καί μνησικακία

2014-08-09 09:26

     Ἱερομόναχου Γρηγορίου Ἁγιορείτου

     «Ἄν ἡ καρδιά μᾶς τρέφει κάποια ἀντιπάθεια γιά ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἡ προσευχή μας δέν εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεό. Ἡ προσευχή τοῦ ἀνθρώπου πού δέν συγχωρεῖ μένει ἄκαρπη, χωρίς καθόλου ὠφέλεια. Ἕνας μεγάλος ἐργάτης τῆς προσευχῆς, ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, γράφει πολύ παραστατικά: «Αὐτός πού προσεύχεται καί μνησικακεῖ, μοιάζει μέ ἐκεῖνον πού σπέρνει στήν θάλασσα καί περιμένει νά θερίση». Ἡ προσευχή, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «εἶναι καιρός συγχωρήσεως καί στεναγμοῦ, ὄχι ὀργῆς. Εἶναι καιρός
δακρύων καί ὄχι θυμοῦ, καιρός κατανύξεως καί ὄχι ἀγανάκτησης».

     Μερικές φορές τό αἴσθημα τῆς ἀντιπάθειας καί τῆς μνησικακίας γι' αὐτόν ποῦ μᾶς ἔβλαψε εἶναι καλά κρυμμένο μέσα στήν καρδιά μας. Νομίζουμε ὅτι δέν ἔχουμε τίποτε μέ τόν ἀδελφό, ἁπλά δέν θέλουμε νά ἔχουμε καμία σχέση μαζί του. Τό κριτήριο μέ τό ὅποιο θά ἐξετάσουμε τόν ἑαυτό μᾶς ἀναφέρει ὁ γέροντας Παίσιος:«Ἄν θυμᾶσαι τό κακό, καί λυπᾶσαι ὅταν αὐτός ποῦ σου τό ἔκανε πάη καλά, ἤ χαίρεσαι ὅταν δέν πάη καλά, αὐτό εἶναι μνησικακία. Ἄν ὅμως, παρά τό κακό πού σου ἔκανε ὁ ἄλλος, χαίρεσαι μέ τήν προκοπή του, αὐτό δέν εἶναι μνησικακία».       
     Ὁποιοδήποτε μεγάλο καί πνευματικό ἔργο κάνει ὁ ἄνθρωπος πού δέν συγχωρεῖ καί δέν ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, εἶναι μάταιο καί ἄχρηστο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει στόν ὕμνο τῆς ἀγάπης: Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν Ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἤχων ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καί ἐάν ἔχω προφητείαν καί ἐάν ἔχω τά μυστήρια πάντα καί πάσαν τήν γνῶσιν, καί ἐάν ἔχω πάσαν τήν πίστιν, ὥστε Ὅρη
μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἴμι. Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμα μου ἴνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι. Δηλαδή: «Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι μιλῶ ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί τῶν Ἀγγέλων, ἀλλά δέν ἔχω ἀγάπη, ἔγινα χαλκός πού ἠχολογάει ἤ κύμβαλο πού ἀλαλάζει. Καί ἐάν ἔχω προφητικό χάρισμα καί γνωρίζω ὅλα τά μυστήρια καί ἔχω τέτοια πίστη πού νά μετακινῶ βουνά, ἄλλα δέν ἔχω ἀγάπη, δέν εἶμαι τίποτε. Ἀκόμη καί ἄν διαθέσω ὅλα μου τά ὑπάρχοντα καί παραδώσω τό σῶμα γιά νά καεῖ, ἄλλα δέν ἔχω ἀγάπη, τίποτε δέν ὠφελοῦμαι».

     Τό ἑπόμενο περιστατικό ἐπιβεβαιώνει τούς λόγους αὐτούς τοῦ ἀποστόλου Παύλου:      
     Κάποιος Ἱερέας, ὀνομαζόμενος Σαπρίκιος, ἦταν πολύ φίλος μέ κάποιον λαϊκό, τόν Νικηφόρο. Ἀπό κάποια παρεξήγηση ὅμως ἡ φιλία τούς μετατράπηκε σέ ἄσβεστο μίσος. Ὁ Νικηφόρος γρήγορα συνῆλθε ἀπό τό πάθος καί, παρόλο πού δέν ἔφταιγε, προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά πετύχη τήν συμφιλίωση, παίρνοντας ὅλο τό σφάλμα ἐπάνω του. Δυστυχῶς ὅμως ὁ Σαπρίκιος δέν ἤθελε οὔτε νά ἀκούση γιά συμφιλίωση. Σέ λίγο καιρό ξέσπασε διωγμός καί ὁ Σαπρίκιος συνελήφθη. Ἄρχισαν οἱ ἀνακρίσεις, τά βασανιστήρια, ὁ Σαπρίκιος ὅμως δέν ἀρνοῦνταν τήν πίστη καί ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ ἐκτέλεσή του. Ὁ Νικηφόρος, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Σαπρίκιος βαδίζει τόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, θεώρησε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τήν συμφιλίωση ποῦ ποθοῦσε.

     Παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του, ἔπεσε στά πόδια του, τόν Ἱκέτευε. Ἐκεῖνος ὅμως οὔτε γύρισε νά κυττάξη τόν πεσμένο φίλο του. Τότε πλέον ἤ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ἐγκατέλειψε. Φθάνοντας στόν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, σάν νά σκοτίσθηκε καί ρωτοῦσε γιατί θά τόν θανατώσουν. «Διότι δέν θυσιάζεις στούς θεούς», ἦταν ἡ ἀπάντηση. Καί τότε ὅ Σαπρίκιος ἀρνήθηκε μπροστά σέ ὅλους τόν Χριστό, γιά νά σώση τήν ζωή του. Μάταιες στάθηκαν οἱ Ἱκεσίες τοῦ μακάριου Νικηφόρου, ποῦ μέ σπαραγμό ψυχῆς προσπαθοῦσε νά συνεφέρη τόν φίλο του. Ἡ ψυχή τοῦ Σαπρικίου εἶχε γίνει σκληρότερη ἀπό τήν πέτρα. Ὁ Νικηφόρος τότε ὁμολόγησε μπροστά σέ ὅλους τόν Χριστό, ἔσκυψε τό κεφάλι στό ξίφος τοῦ δημίου καί κέρδισε μέσα σέ λίγη ὥρα τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ἱερομονάχου Γρηγορίου, «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν», Ἱερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Καρυές Ἅγιον Ὅρος