Προοπτικές της Πατερικῆς σκέψης γιά μία θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης

2014-08-02 15:29

       Εἶναι περιττό νά προσημειώσω ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα θέμα πελώριο, τό ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο νά ἀντιμετωπιστεῖ σέ ὅλες του τίς διαστάσεις ἀπό μία εἰσήγηση. Αὐτό, λοιπόν, ποῦ θά ἐπιχειρήσω ἐδῶ, εἶναι νά ἐντοπίσω μερικούς ἄξονες τῆς Πατερικῆς σκέψης (σχεδόν ἀποκλειστικά ἑλληνόφωνων Πατέρων, καθόσον μέ αὐτούς ἔχω προσωπικά ἀσχοληθεῖ μέχρι τώρα), ἄξονες οἱ ὁποῖοι δύνανται, κατά τή γνώμη μου, νά τροφοδοτήσουν σήμερα ἕναν σημαντικό θεολογικό στοχασμό γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη καί τή σχετική χριστιανική μαρτυρία.

Α.

            Ὡς γνωστόν, τά λόγια μέ τά ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀνήγγειλε δημοσίως τήν ἀποστολή τοῦ περιγράφουν, σύμφωνα μέ τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, μία ἀποστολή ἀπελευθερωτική:

            "Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὗ εἴνεκεν ἔχρισε μέ, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκε μέ, ἰάσασθε τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀναβλέψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρυξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν" (Λούκ. 4: 18-19). [Μετάφραση: "Τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μέ κατέχει, γιατί ὁ Κύριος μέ ἔχρισε καί μ' ἔστειλε ν' ἀναγγείλω τό χαρμόσυνο μήνυμα στούς φτωχούς, νά θεραπεύσω τούς τσακισμένους ψυχικά· στούς αἰχμαλώτους νά κηρύξω λευτεριά καί στούς τυφλούς ὅτι θά βροῦν τό φῶς τους· νά φέρω λευτεριά στούς τσακισμένους, νά ἀναγγείλω τοῦ καιροῦ τόν ἐρχομό πού ὁ Κύριος θά φέρει τή σωτηρία στό λαό του". (Τή μετάφραση τήν παίρνω ἀπό τήν ἔκδοση Ἡ Καινή Διαθήκη. Τό πρωτότυπο κείμενο μέ μετάφραση στή δημοτική, ἔκδ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας, Ἀθήνα 1989)].

            Εἶναι τό χωρίο τό ὁποῖο, ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1970, ἔχει γίνει ἀφετηριακό σημεῖο τῆς σύγχρονης θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης, τοῦ ρεύματος, δηλαδή, τό ὁποῖο, ξεκινώντας ἀπό τή Λατινική Ἀμερική ἐξαπλώθηκε παγκόσμια καί ὅρισε ὡς εὐαγγελικό καθῆκον καί ὡς ἀποστολή της  Ἐκκλησίας τήν καταπολέμηση τῶν κοινωνικῶν δομῶν πού παράγουν ἀδικία καί ἐξαθλίωση.   

            Ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον νά κατανοήσουμε τό χωρίο μέσα στό εὐαγγελικό του πλαίσιο καί τήν ὅλη βιβλική του συνάφεια. Σύμφωνα μέ τόν Λουκᾶ τά λόγια αὐτά εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα, τό ὁποῖο ὁ Χριστός τό διάβασε φωναχτά στή συναγωγή καί τό συνέδεσε ρητά μέ τόν ἑαυτό του καί τήν ἀποστολή του. Ὡστόσο, ἄν προσέξουμε, θά δοῦμε ὅτι στό κείμενο τοῦ Λουκᾶ τό παρατιθέμενο προφητικό κείμενο δέν εἶναι "ἀτόφιο" (ὅπως ἀφήνει νά νοηθεῖ ἡ φράση τοῦ εὐαγγελιστῆ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ξετύλιξε τό χειρόγραφο, βρῆκε τό σημεῖο ὅπου ἦταν γραμμένο τό ἀπόσπασμα καί τό ἀνέγνωσε), ἀλλά πρόκειται γιά μία σύνθεση: Σχεδόν ὁλόκληρο τό ἀπόσπασμα πού διάβασε ὁ Χριστός εἶναι τό Ἤσ. 61: 1-2, πλήν τῆς φράσης "ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει" (: "νά φέρω λευτεριά στούς τσακισμένους"). Αὐτήν ὁ Λουκᾶς τήν πρόσθεσε στό ἀπόσπασμα παίρνοντας τήν ἀπό ἄλλο σημεῖο τοῦ Ἠσαΐα, ὅπου διευκρινίζεται - ἐκ στόματος Θεοῦ - ποιά εἶναι ἡ αὐθεντική νηστεία, ἡ ὁποία εὐχαριστεῖ τόν Θεό. Ἡ αὐθεντική νηστεία, λέει ἐκεῖ ὁ Ἠσαΐας, δέν ἔγκειται στήν τήρηση λατρευτικῶν τύπων.

            "Μ' αὐτό τόν τρόπο πού προσεύχεστε, δέν πρόκειται νά εἰσακουστεῖ ἡ προσευχή σας. Ἡ νηστεία, ὅπως ἐγώ τή θέλω [λέει ὁ Θεός], δέν εἶναι νά κακουχεῖστε γιά μία μέρα, καί τό κεφάλι κάτω νά τό σκύβετε, καθώς τό βοῦρλο, μέ ροῦχα πένθιμα νά κάθεστε στή στάχτη" (58: 5).

            Ἡ αὐθεντική νηστεία ἔγκειται σέ ἀπελευθερωτική πράξη:

            "Νά σπᾶτε τῶν ἀδικημένων τά δεσμά, νά λύνετε τά φορτία πού τούς βαραίνουν, τούς καταπιεσμένους ν' ἀπελευθερώνετε καί νά συντρίβετε κάθε ζυγό" (58: 6).

            Μέ τήν προσθήκη αὐτή τό κείμενο τοῦ εὐαγγελίου γίνεται προδήλως ριζοσπαστικότερο καί ἐντείνει τήν ἔμφαση ὅτι αὐτό πού ἐγκαινίασε ὁ Χριστός εἶναι μία καινούργια ἐποχή, ἐποχή ἀλληλεγγύης καί ἀπελευθέρωσης.

            Περί τούς δεκατέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, συναντᾶμε ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (π. 1296 - 1359), ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νά διευκρινίσει ποιά εἶναι ἡ νηστεία πού ἐγκρίνει ὁ Θεός. Ὁ Γρηγόριος παραθέτει τό παραπάνω χωρίο τοῦ Ἠσαΐα ("νά σπᾶτε τῶν ἀδικημένων τά δεσμά, νά λύνετε τά φορτία πού τούς βαραίνουν, τούς καταπιεσμένους ν' ἀπελευθερώνετε καί νά συντρίβετε κάθε ζυγό") καί συνεχίζει:

            "Οἱ ἅρπαγες καί οἱ ἄδικοι δέν θά ἀναστηθοῦν γιά νά ἔρθουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό καί νά κριθοῦν, ἀλλά εὐθύς γιά νά καταδικαστοῦν [...], διότι καί στήν ἐδῶ ζωή ποτέ δέν εἶχαν ἔρθει πραγματικά πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό [...]. Οἱ τεράστιες περιουσίες εἶναι στήν πραγματικότητα κοινές, ἀφοῦ προέρχονται ἀπό τά κοινά ταμεῖα τῆς φύσης πού ἐφτίαξε ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι πλεονέκτης αὐτός ποῦ οἰκειοποιεῖται τά κοινά, ἔστω κι ἄν δέν εἶναι σάν ἐκεῖνον ποῦ ἁρπάζει φανερά τά ξένα; Ἑπομένως, ὁ μέν πρῶτος - ἀλλοίμονο - θά τιμωρηθεῖ μέ φρικτή ποινή σάν κακός δοῦλος, ὁ δέ δεύτερος θά ὑποστεῖ χειρότερες καί πιό φριχτές τιμωρίες. Κανείς ἀπ' αὐτούς δέν θά μπορέσει νά ἀποφύγει τήν ποινή, ἄν δέν δεχτεῖ στή ζωή τοῦ τούς φτωχούς [...]. Κατά τήν ἔσχατη κρίση οἱ δίκαιοι θά λένε: Ἡ νοοτροπία ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τή φράση 'τό δικό μου καί τό δικό σου' ἔχει πλέον διωχθεῖ μακρυά ἀπό ἐδῶ, ἀφοῦ καί στή γήινη ζωή μας τήν εἴχαμε μισήσει. Γι' αὐτό ἄλλωστε κληρονομήσαμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅπου κυριαρχοῦσε αὐτή ἡ φράση ('τό δικό μου καί τό δικό σου'), τήν ὁποία οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν ὀνομάζουν φράση ψυχρή, ἀπουσίαζε ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης καί διωχνόταν μακριά ὁ Χριστός".

            Νομίζω ὅτι στo ἀπόσπασμα αὐτό τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μποροῦμε νά ὑπογραμμίσουμε ἰδίως τά ἑξῆς τρία σημεῖα:

            1. Σύμφωνα μέ τό ἀπόσπασμα, πρόβλημα ἀποτελεῖ ὁ πλοῦτος καθαυτόν, δηλαδή ἀκόμη κι ἐκεῖνος πού ἀποκτήθηκε νόμιμα. Τό πρόβλημα, οὐσιαστικά, τό γεννά ἡ προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἰδιοκτησία. Αὐτή ἡ πεποίθηση ἀποτελεῖ (ὅπως θά δοῦμε παρακάτω) μία ραχοκοκκαλιά ἡ ὁποία διαπερνᾶ διαχρονικά τήν Πατερική θεολογία, πράγμα πού ὁ ἴδιος ὁ Παλαμᾶς τό γνωρίζει καί τό μνημονεύει. Ὄντως, ὅτι ἡ φράση "τό δικό μου καί τό δικό σου" εἶναι "ψυχρή", εἶναι κάτι πού ὑπογράμμιζε, δέκα αἰῶνες νωρίτερα, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος - ἴσως καί ἄλλοι Πατέρες πού ἐγώ ἀγνοῶ.

            2. Θεωρῶ πολύ σημαντική τή φράση τοῦ Παλαμᾶ: "... ἄν δέν δεχτεῖ στή ζωή τοῦ τούς φτωχούς". Προφανῶς ἐδῶ ἐννοεῖ κάτι παραπάνω ἀπό τήν περιστασιακή ἐλεημοσύνη. Σύμφωνα μέ μία μακρά παράδοση, πού ξεκινᾶ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, οἱ φτωχοί καί οἱ ἀδύναμοι (αὐτοί, δηλαδή, πού δέν ἀντλοῦν τήν ταυτότητά τους ἀπό τήν κοινωνική ἰσχύ καί δέν θεμελιώνουν τήν ἐλπίδα του στόν πλοῦτο) ἀποτελοῦν τούς φίλους του Θεοῦ. Εἶναι ἐνδιαφέρον πῶς αὐτή ἡ παράδοση συνέβαλε σέ χειροπιαστές ἐκκλησιαστικές ρυθμίσεις, δηλαδή σέ ἱερούς κανόνες οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν ἀπό τούς ἐπισκόπους νά ὑπερασπίζονται τούς φτωχούς καί τούς ἀδυνάτους ἀπό τήν τυραννία τῶν ἰσχυρῶν. Γιά παράδειγμα, ὁ 7ος κανόνας τῆς συνόδου τῆς Σαρδικῆς (τό 343) ζητᾶ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες νά ἐπισκέπτονται τούς πολιτικούς ἄρχοντες μόνο γιά νά τούς ὑποβάλουν αἰτήματα γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν ἀδυνάτων. Προκειμένου, μάλιστα, νά ἀποτραποῦν ἰδιοτελεῖς συναλλαγές μεταξύ ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί κρατικῶν ἀξιωματούχων, ὁ κανόνας ἀπαγορεύει αὐστηρά κάθε ἄλλη ἐπίσκεψη. Ἄν ὁ ἐπίσκοπος δέν ἐνεργεῖ ὡς προστάτης τῶν ἀδυνάτων, ἔλεγε ὁ ἀνανεωτής τοῦ μοναχικοῦ βίου ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (759-826), καταδικάζεται, διότι συμπεριφέρεται ὄχι ὡς ἐπίσκοπος, ἀλλά σάν ἔμπορος.  Ὅπως ἔχει καταδείξει ὁ Peter Brown, ἤδη στά τέλη τοῦ 4ου αἰώνα ἡ ἐκλογή ἐπισκόπου σέ μία πόλη σήμαινε ὅτι οἱ φτωχοί της ἀποκτοῦσαν ἐπί τέλους φωνή, ἡ ὁποία εἰσακουόταν ἀπό τίς αὐτοκρατορικές ἀρχές.

            Στήν ἴδια λογική βρίσκονται καί ἄλλες διατάξεις. Γιά παράδειγμα, ὁ 12ος κανόνας τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (τό 767) ὅρισε ὅτι, ἄν χρειαστεῖ νά πουληθεῖ κάποιο ἐκκλησιαστικό κτῆμα, θά πρέπει νά φροντίσει ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἡγούμενος, ὥστε ὁ ἀγρός νά μήν πουληθεῖ σέ ἄρχοντες καί σέ πλούσιους, ἀλλά ἤ σέ κληρικούς ἤ σέ μικρούς γεωργούς. Μέ τή ρύθμιση αὐτή ἡ Ἐκκλησία συνέπλεε, προφανῶς, μέ τήν κεντρική αὐτοκρατορική ἐξουσία στή μακρόχρονη σύγκρουσή της μέ τούς μεγάλους γαιοκτήμονες, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἰδιαιτέρως τυραννικοί πρός τούς μικρούς ἀγρότες. Παρόμοια, ὁ 41ος Ἀποστολικός κανόνας (μᾶλλον στά τέλη τοῦ 3ου αἵ.) διατάσσει, τά ἔσοδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας νά διανέμονται σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809) διευκρινίζει ὅτι μέ τή φράση "ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη" ἐννοοῦνται οἱ χῆρες, οἱ φτωχοί καί (πράγμα πολύ σημαντικό καί γιά τίς δικές μας μέρες) οἱ ξένοι. Μάλιστα, κατά τόν 25ο κανόνα τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (341), ἄν ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος ἀδιαφορεῖ μπροστά στήν καταπίεση τῶν φτωχῶν, ὀφείλει νά ἐξετάσει τό ζήτημα ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων. Ὅλη αὐτή ἡ ὀπτική ἀποτελεῖ, κατά τή γνώμη μου, σημεῖο συνάντησης τῆς παραδοσιακῆς θεολογίας μέ τή σύγχρονη θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης. Τό 1967 ὁ Gustavo Gutierrez τόνισε ὅτι ὁ Θεός τάσσεται μέ τό μέρος τῶν φτωχῶν, καί εἰσηγήθηκε τόν ὄρο "preferential option for the poor", ὄρο τόν ὁποῖον ἀνέδειξε, στή συνέχεια, σειρά ἐκκλησιαστικῶν πρωτοβουλιῶν, μέ πρώτη, τό 1968, τή σύνοδο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπισκόπων της Λατινικῆς Ἀμερικῆς στήν κορυφαία βιομηχανική πόλη Medellin τῆς Κολομβίας.

            3. Ὁ Παλαμᾶς συνδέει τά ἔσχατα μέ τήν ἱστορία, καί τή σωτηρία μέ τήν πράξη. Στό ἐν λόγω κείμενό του εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία χωρίς τήν ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη πρός τούς ἀδυνάτους. Χαρακτηριστικά ὑποστηρίζει ὅτι ὅποιος προσπερνᾶ τά θύματα τῆς ἱστορίας διώχνει μακρυᾶ τοῦ τόν Χριστό! Ἐδῶ παραπέμπω στή ἐμβληματική φράση τοῦ Jon Sobrino, ἐκπροσώπου τῆς θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης στό Ἔλ Σαλβαδόρ: "Extra pauperes nulla salus" - "Ἔξω ἀπό (ἤ: χωρίς) τούς φτωχούς δέν ὑπάρχει σωτηρία". "Γιά τήν ἀκρίβεια", διευκρινίζει ὁ Sobrino, "δέν λέω ὅτι μαζί μέ τούς φτωχούς ἡ σωτηρία ὑπάρχει αὐτόματα, ἀλλά ὅτι χωρίς αὐτούς δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει διόλου". H σύνδεση ἱστορίας καί ἐσχάτων σημαίνει ὅτι ἡ πράξη τῶν Χριστιανῶν μέσα στήν ἱστορία ἔχει ἕνα χαρακτηριστικό πού τήν διαφοροποιεῖ ἀπό τίς πράξεις ἀλληλεγγύης ὅσων δέν εἶναι Χριστιανοί: ἡ πράξη τῶν Χριστιανῶν (ὀφείλει νά) εἶναι πράξη προφητική, πράξη δηλαδή πού φανερώνει στόν κόσμο τί λογής εἶναι ἡ Βασιλεία πού προσδοκοῦν οἱ Χριστιανοί. Δίνει μαρτυρία γιά τόν κόσμο πού θά ἔρθει. Ἡ πράξη τῶν Χριστιανῶν, δηλαδή, ὀφείλει νά ἀποτελεῖ ἔμπρακτη μαρτυρία γιά τό ὅραμα τῆς θανάτωσης τοῦ θανάτου - κάθε θανάτου, κάθε δύναμης πού ἀντιστρατεύεται τήν ἀγάπη. Στήν προοπτική αὐτή (καί, προφανῶς, ἀντίθετα πρός τόν σύγχρονο "εὐχαριστιακό μονισμό", ὁ ὁποίoς ἀντιλαμβάνεται τή θεία Εὐχαριστία ὡς τό μοναδικό σημεῖον τῆς Βασιλείας καί τήν ἀποσυνδέει ἀπό τήν κοινωνική πράξη), ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη καί ἡ ἀλληλεγγύη ἀποτελοῦν μέσα στήν ἱστορία σημεῖον τῆς Βασιλείας.

            Γιατί αὐτά τά σημεῖα τοῦ κειμένου τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔχουν, κατά τή γνώμη μου, ἰδιαίτερη σημασία; Διότι ὁ Παλαμᾶς εἶναι ὁ κατ' ἐξοχήν ἐκφραστής τῆς θεολογίας τῆς θεώσεως καί τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου νά γίνει σ' αὐτήν ἐδῶ τή ζωή (ἰδίως μέσω τῆς νοερῆς προσευχῆς) κοινωνός τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Τό παραπάνω κείμενο, λοιπόν, τό προσάγω ἐπειδή ἔχει ἐξαιρετική συμβολική σημασία σήμερα. Ἡ θεολογία περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου συχνά γίνεται δεκτή ὡς μυστικισμός, ὡς ἀπόσυρση στό ἐσωτερικό του ἀνθρώπινου ἑαυτοῦ, ὡς καταπολέμηση τῶν παθῶν κλπ, χωρίς ὀργανική σύνδεση μέ τήν πράξη καί μέ τόν πλησίον καί, συχνά, χωρίς ὀργανική σύνδεση μέ τήν ἐσχατολογική ἀνακαίνιση ὁλόκληρού του κόσμου. Συχνά, μάλιστα, ἡ ἐνασχόληση μέ θέματα ἀλληλεγγύης θεωρεῖται πνευματικῶς ἐπιζήμια, διότι (πάντα κατά τίς ἐν λόγω ἀπόψεις) ἀποπροσανατολίζει τόν πιστό ἀπό τόν κατ' ἐξοχήν στόχο του, τήν προσπάθεια γιά προσωπική του κάθαρση. Ὄντως εὔκολα μπορεῖ νά συναντήσει κανείς καί Πατερικά κείμενα καί νεώτερα θεολογικά ἔργα Ὀρθοδόξων θεολόγων πού συμμερίζονται αὐτή τήν προβληματική προσέγγιση. Ὡστόσο, αὐτό πού πρέπει νά προσέξουμε, εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική γραμματεία δέν εἶναι μία συμπαγής οὐσία, οὔτε ἀποτελεῖ ἀνιστορικό ὑλικό πού ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό, ὅπως περίπου ὑπονοοῦν οἱ θιασῶτες ἑνός "πατρολογικοῦ Ταλμουδισμοῦ". Ἡ ἐκκλησιαστική παρουσία στήν ἱστορία συντίθεται ἀπό ρεύματα πού συγκλίνουν ἤ ἀποκλίνουν, καί τά ὁποία πάντως πρέπει νά ἐξετάζονται μέσα στήν ἱστορική συνάφειά τους καί νά κρίνονται μέ βάση τήν ἀναζήτηση τῶν οὐσιωδῶν κριτηρίων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος.

            Τό κείμενο τοῦ Παλαμᾶ μπορεῖ νά ἐγείρει ἕνα ἐρώτημα, τό ὁποῖο καί θέτουμε ὡς δεῖγμα πολλῶν παρόμοιων ἐρωτημάτων ποῦ ἀναδύονται στό πεδίο ποῦ ἐξετάζουμε: Εἶναι, ἄραγε, ἡ ριζοσπαστικότητα τοῦ ἐν λόγω κειμένου σύστοιχη πρός τήν ὅλη κοινωνικό-πολιτική στάση τοῦ συγγραφέα του; Μέσα στό ἱστορικό πλαίσιό της ἀντί-ἀριστοκρατικῆς ἐξέγερσης τῶν Ζηλωτῶν στή Θεσσαλονίκη τοῦ 14ου αἵ., ὁ Παλαμᾶς συμβάδισε μέ τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνό (μέ τόν ὁποῖον εἶχε ταχθεῖ ἡ ἀριστοκρατία) κι ὄχι μέ τόν Ἰωάννη Παλαιολόγο (μέ τόν ὁποῖον συντάχθηκαν οἱ λαϊκές μάζες). Γιατί, ἄραγε; Ἡ ὅποια ἀπάντηση δέν θά πρέπει νά εἶναι φορμαλιστική ἤ ἰδεοτυπική (βλέποντας τήν ὁποιαδήποτε πλευρά ὡς συμπαγῆ θρησκευτικό-κοινωνικό-πολιτική ὀντότητα), ἀλλά χρειάζεται νά συνεξετάσει  ὅλες τίς παραμέτρους ἐκείνης τῆς συνάφειας (πράγμα πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος). Φαίνεται, πάντως, ὅτι ἡ στάση τοῦ Παλαμᾶ ἦταν ἡ χαρακτηριστική ὁρισμένων ἀριστοκρατικῶν κύκλων, οἱ ὁποῖοι ἔψεγαν μέν τήν κοινωνική ἀδικία (ὁ Meyendorff ἔχει ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ Παλαμᾶς, παρά τήν πολιτική συμπόρευσή του μέ τόν Καντακουζηνό,  οὐδέποτε ὑπέστειλε τήν ὀξεία κριτική του), ἀλλά δέν προχωροῦσαν ἰδιαίτερα σέ κοινωνική δράση - ἀντίθετα πρός ἄλλες ριζοσπαστικότερες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Σέ κάθε περίπτωση, πάντως, ἡ διαύγεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀπτικῆς, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στό ὡς ἄνω ἀπόσπασμα τοῦ Παλαμᾶ, παραμένει ἐξαιρετικῆς ἀξίας γιά τόν προσανατολισμό τοῦ πιστοῦ.

            Ἡ κοινωνική ἀπελευθερωτική δράση, λοιπόν, ἔχει ὄντως ρίζες σέ ρεύματα τῆς Πατερικῆς παράδοσης καί δέν εἶναι ἀσύμβατη πρός τόν προσωπικό πνευματικό ἀγώνα. Δάσκαλοι ὅπως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς ἔχουν βοηθήσει ἰδιαιτέρως νά τό ἀντιληφθοῦμε αὐτό. Ἡ κορωνίδα τῶν ἀρετῶν, λέει ὁ Μάξιμος (ὑπομνηματίζοντας βασικούς βιβλικούς ἄξονες), εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀξεδιάλυτα διπλή: ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο? εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό της εἰρήνης πού βιώνουν οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι. Κι ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀβυσσαλέα δυνατότητα νά ἐναντιωθεῖ στή φύση του καί νά ὑποκαταστήσει τήν ἀγάπη μέ μία καρικατούρα της: τή λατρεία τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι προσκολλᾶται στόν κόσμο γιά νά κερδίσει ἀτομική ἱκανοποίηση. Ἡ ἡδονή συμπλέκεται μέ τήν ὀδύνη, καθόσον οἱ φυσικές δυνάμεις ἐκφυλίζονται σέ πάθη, καθένα ἀπό τά ὁποία ἀποζητᾶ νά κυριαρχήσει. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβίζεται στήν ἀτομικότητά του καί ἡ κοινωνία του μέ τούς ἄλλους ἀποσυντίθεται. Ὅπως ἔχει πεῖ ὁ Christopher Lash, ὁ καταναλωτικός καπιταλισμός δίνει τόση μεγάλη ἔμφαση στήν ἄμεση ἱκανοποίηση ἀνώριμων ἐπιθυμιῶν, καλλιεργεῖ τόσο πολύ τό πάθιασμα τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν εἰκόνα του, ὥστε δημιουργεῖ ναρκισσιστικές προσωπικότητες, ἀνίκανες στήν πραγματικότητα γιά ἄνοιγμα καί γιά ἔγνοια γιά τόν ἄλλον. Ἡ φρενίτιδα τοῦ καταναλωτισμοῦ φαντασιώνεται ὅτι θά γεμίσει τό τεράστιο συναισθηματικό κενό πού δημουργεῖται.

            Εἶναι γνωστή ἡ διακήρυξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, "Ὅσοι [...] εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ" (Γάλ. 3: 27-28). Στό χωρίο αὐτό ὁρισμένοι βλέπουν ἁπλῶς τή διαβεβαίωση ὅτι ὁ Χριστός δέν κάνει πνευματικές διακρίσεις ἀνάμεσα στά μέλη του. Ἀντιθέτως, ὅμως, κυριολεκτικές κοινωνικές διαστάσεις διέγνωσε στό χωρίο ὁ ἅγιος Ἰωάννης, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, ὀνομάστηκε Ἐλεήμων ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ ἐκτεταμένου φιλανθρωπικοῦ ἔργου του. Ὁ Ἰωάννης ὑποστήριξε ὅτι ἡ πνευματική ἰσότητα συνεπάγεται ἀξίωση γιά κοινωνική ἰσότητα: "Ἄν εἴμαστε ἴσοι ἐνώπιόν του Χριστοῦ", ἔλεγε, "νά γίνουμε ἴσοι καί μεταξύ μας". H Ἐκκλησία, δηλαδή, πρέπει νά ὑπάρχει ὡς κοινότητα πού βιώνει τήν ἀγάπη, τήν ἰσότητα καί τήν ἀλληλεγγύη. Ἄν αὐτή ἡ θέση συνδυαστεῖ μέ τήν Πατερική ἐπιμονή ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ἀνεξαρτήτως θρησκείας) εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ἀξίωση γιά ἰσότητα ἀποκτᾶ οἰκουμενικές διαστάσεις. Αὐτές οἱ προοπτικές ἔχουν ἐξαιρετικό φιλοσοφικό καί πολιτικό βάρος, ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ πεποίθηση τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα φιλοσόφου Ἀριστοτέλη (4ος αἵ. π.Χ.) ὅτι ὁρισμένοι λαοί εἶναι ἐκ φύσεως δοῦλοι, ἄντεξε πολύ μέσα στόν χρόνο (ὅσο κι ἄν τήν ἀμφιβήτησαν οἱ Στωικοί) καί μάλιστα ἔλαβε ἐπικύρωση ἀπό χριστιανικές προσωπικότητες ὅπως ὁ Θωμάς Ἀκινάτης τόν 13ο αἰώνα.

Β.

            Νομίζω ὅτι στήν Πατερική γραμματεία μποροῦν, ἁδρομερῶς, νά ἐντοπιστοῦν πέντε ἰδιαίτεροι βασικοί ἄξονες, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν βάση γιά μία ἀπελευθερωτική ὀπτική:

            1. Ἡ ἔμφαση στήν πράξη.

            2. Ἡ ἀποστέρηση τοῦ ἐργατικοῦ μισθοῦ καί ἡ ἱερότητα τῶν ἀδυνάτων.

            3. Ἡ ταξική διάρθρωση τῆς κοινωνίας καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

            4. Ἡ ἐλεημοσύνη ὡς κίνδυνος.

            5. Ἡ διεκδίκηση καί ἡ ἀντίσταση.

1. Η ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

            Ἡ ἀφήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου λέει ὅτι τήν ἕβδομη ἡμέρα ὁ Θεός ""κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ" (Γέν. 2: 3). O Χριστός, ὡστόσο, διευκρίνισε ὅτι αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀπό τότε ὁ Θεός μένει ἀδρανής. Φανέρωσε ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ὁ ὧν, ἀλλά καί ὁ πράττων: "Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, καγῶ ἐργάζομαι" (Ἰω. 5: 17). Ἡ ἀγάπη δέν παύει ποτέ - ὅπως ποτέ δέν παύει νά ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀγάπη ἐστίν. Καί ἡ ἀγάπη εἶναι κίνηση, ἄνοιγμα σ' ἐκεῖνον πού εἶναι ὄχι-ἐγώ. Ἡ ἀγάπη, κοντολογής, ἐμπεριέχει τήν πράξη.

            Οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ φέρνουν στόν κόσμο τήν ἐσχατολογική Βασιλεία. Ὁ κόσμος θά γίνει αὐθεντικά αὐτό πού πλάστηκε γιά νά εἶναι, ὅταν θά γίνει ὁ καινούργιος, ἀνακαινισμένος κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὑπ' αὐτή τήν προοπτική, ὁ κόσμος ἀκόμα βρίσκεται σέ διαδικασία φτιαξιματός του. Τό κτιστό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, δέν εἶναι ἁπλῶς φτιαγμένο, ἀλλά, κατά κάποιον τρόπο, ἀκόμα φτιάχνεται. Ἡ ἱστορία, δηλαδή, εἶναι μία ἀνοιχτή πορεία, ἡ ὁποία φτιάχνεται ὄχι αὐτομάτως, ὄχι μέσω κάποιας ἐντελέχειας, ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη καί ἀπροκαθόριστη συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μέ ὅραμα πάντα τήν ἐσχατολογική Βασιλεία.

            Ἡ προσδοκία τῆς Βασιλείας ἐκφράζεται στή  θεία λατρεία, ἀλλά καί στήν ἔμπρακτη ἀγάπη. Ἀλλιῶς, ἡ χριστιανική ζωή κινδυνεύει νά ὀλισθήσει σέ μαγική ἀντίληψη, σέ ριτουαλισμό. "Γνωρίζω πολλούς", ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος, "πού νηστεύουν, προσεύχονται, σκληραγωγοῦνται καί γενικά ἐφαρμόζουν μέ προθυμία κάθε θρησκευτική συνήθεια, ἀρκεῖ νά μήν τούς κοστίζει τίποτα, καί δέ δίνουν δεκάρα γιά ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Τί τούς ὠφελεῖ ἡ ὑπόλοιπη ἀρετή τους; Δέν εἶναι κατάλληλοι για  τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ".

            Τόν κίνδυνο αὐτό, τῆς ἀποσύνδεσης τῆς λατρευτικῆς ζωῆς ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη ἐπισημαίνουν καί δύο προσωπικότητες τῶν νεωτέρων χρόνων: Ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τολμᾶ νά πεῖ πώς ὅποιος ἔχει ἀποκτήσει περιουσία μέ ἁρπαγές καί ἀδικίες, δέν συγχωρεῖται ἁπλῶς μέ τό νά μετανιώσει, ἀκόμα κι ἄν βαπτιστεῖ μετά τήν τέλεση τῆς ἀδικίας. Πρέπει νά ἀποκαταστήσει τή δικαιοσύνη καί νά ἐπιστρέψει στούς ἀδικημένους ὅσα ἅρπαξε ἀπ' αὐτούς. Στό ἴδιο πνεῦμα ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714 - 1779) δίδασκε ὅτι, ἀκόμα κι ἄν συγχωρέσουν τόν ἐκμεταλλευτή ὅλοι οἱ πνευματικοί πατέρες, ὅλοι οἱ ἱερεῖς, ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι κι ὅλοι οἱ πατριάρχες, ὁ δράστης μένει ἀσυγχώρητος ἄν δέν τόν συγχωρήσει αὐτός πού ἀδικήθηκε - εἴτε ὁ ἀδικημένος εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός, εἴτε δυτικός Χριστιανός εἴτε ἑβραῖος.

2. H ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΚΑΙ Η ΙΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ.

            Ὡς γνωστόν, στή Βίβλο ἀποτυπώνεται ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ πόνος τῶν ἀδικημένων φωνάζει πρός τόν οὐρανό: ἔτσι φωνάζει ἡ τυραννία τῶν ἑβραίων στήν Αἴγυπτο (Ἕξ. 2: 23) καί ὁ ἀποστερημένος  μισθός, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν ὁ ἐργάτης εἶναι ἑβραῖος ἤ ξένος (Δεύτ. 24: 14-15). Ταυτόχρονα, ὁ ἀποστερητής (αὐτός πού δέν δίνει στόν ἐργάτη τόν δεδουλευμένο μισθό) θωρεῖται φονιάς (Σόφ. Σείρ. 34: 22). Αὐτή ἡ γραμμή φτάνει, ὅπως γνωρίζουμε, μέχρι τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου, στήν Καινή Διαθήκη, ὅπου ἡ θεία ὀργή ἀπευθύνεται ἐναντίον ὅσων κατακράτησαν τό μεροκάματο τῶν θεριστών  (5: 4-6).

            Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ἡ ἴδια γραμμή ἀποτυπώνεται καί σέ ἔργα Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία νά καταδικάζει πνευματικά τους ἀποστερητές μέ τό ἐπιτίμιο τοῦ φονιά. Παρόμοια, σύμφωνα μέ τόν 59ο ἀποστολικό κανόνα, ὁ κληρικός πού δέν βοήθησε τόν φτωχό συνάδελφό του, καθαιρεῖται ὡς φονιάς τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὁ δέ Ἰωάννης Χρυσόστομος πηγαίνει ἀκόμα παραπέρα, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ ἀποστέρηση τοῦ μισθοῦ εἶναι πιό βασανιστική καί πιό βαρειά ἀπό τόν φόνο.

            Κάναμε ἤδη λόγο γιά τήν ἱερότητα τῶν φτωχῶν. Μποροῦμε, ἐπί πλέον, νά ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ τά ἑξῆς: Σύμφωνα μέ τό κανονικό δίκαιο, τά λετoυργικά σκεύη τῶν ναῶν (λ.χ. τό δισκοπότηρο) εἶναι ἱερά καί δέν ἐπιτρέπεται νά πωλοῦνται. Μία μόνο ἐξαίρεση χωράει: νά πωληθοῦν, ὥστε μέ τήν εἴσπραξη νά ἀπελευθερωθοῦν αἰχμάλωτοι (σύμφωνα μέ μία ἄλλη ἄποψη, καί γιά νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἄμυνα τῆς χώρας ἐναντίον ἐχθρῶν πού τῆς ἐπιτίθενται). "Ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας", τόνιζε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων (π. 339 - 397), "ἔγκειται στή στήριξη τῶν ἐξαθλιωμένων. Ἄς ἀπαριθμήσουν οἱ ἐθνικοί πόσους αἰχμαλώτους ἐξαγόρασαν οἱ ναοί τους, πόσα βοηθήματα ἔχουν διανείμει στούς φτωχούς, σέ πόσους πρόσφυγες ἔχουν προσφέρει τά πρός τό ζῆν". Ἰδιαιτέρως, μάλιστα, οἱ ἡγούμενοι τοῦ κέλτικου Χριστιανισμοῦ κατά τόν 6ο - 8ο αἰώνα εἶχαν θεωρήσει βασικό καθῆκον τούς τήν ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων, κατά κυριολεκτική ἐφαρμογή τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ στό κατά Λουκᾶ εὐαγγέλιο, πού εἴδαμε στήν ἀρχή. Ἐξαιρετικά χαρακτηριστική, ὅμως, εἶναι ἡ στάση τοῦ ἁγίου Ἀκακίου, ἐπισκόπου Ἀμίδης στίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα. Κατά τόν πόλεμο μεταξύ Βυζαντινῶν καί Περσῶν (421-422), οἱ Βυζαντινοί αἰχμαλώτισαν ἑπτά χιλιάδες Πέρσες, οἱ ὁποῖοι καί ἄρχιαν νά λιμοκτονοῦν. Ὁ ἅγιος Ἀκάκιος συγκάλεσε τούς κληρικούς τῆς ἐπισκοπῆς του καί τούς εἶπε: "Ὁ Θεός μας δέν χρειάζεται οὔτε δίσκους, οὔτε ποτήρια. Οὔτε τρώει, οὔτε πίνει, μίας καί δέν ὑπόκειται σέ καμμία ἀνάγκη. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀπό τήν εὐγνωμούνη τῶν προσκυνητῶν ἡ Ἐκκλησία ἔχει πολλά κειμήλια, χρυσά καί ἀσημένια, ἁρμόζει νά σώσουμε μ' αὐτά τούς αἰχμάλωτους στρατιῶτες καί νά τούς ταΐσουμε". Πράγματι, τά πολύτιμα ἐκκλησιαστικά σκεύη δόθηκα γιά λιώσιμο καί μέ τά ἔσοδα ἐξασφαλίστηκε ἡ διατροφή τῶν (ἀλλοφύλων καί ἀλλοθρήσκων) αἰχμαλώτων, ἀλλά καί τά ἐφόδα γιά νά ἐπιστρέψουν στόν τόπο τους. Ὁ χρονογράφος ἀναφέρει ὅτι ὁ Πέρσης μονάρχης ζήτησε νά γνωρίσει ἀπό κοντά τόν ἐπίσκοπο καί ἐξέφρασε τόν θαυμασμό του γιά τή φρόνηση τῶν Βυζαντινῶν, νά νικοῦν κᾶ μέ τόν πόλεμο καί μέ τήν εὐεργεσία.

            Στήν προοπτική αὐτή ἡ Ἐκκλησία δέν χρειάζαι νά ἀπό-ἱερωθεῖ προκειμένου  νά συναντήσει τόν κόσμο, οὔτε καί ἡ συνάντησή της μέ τίς ὀδύνες τοῦ κόσμου συνιστᾶ ἀποϊεροποίησή της. Τό ἀντίθετο! Μέ κάθε τρόπο (καί τελώντας τήν Εὐχαριστία καί διακονώντας τά θύματα τῆς ἱστορίας) ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά πραγματώνεται καί νά φανερώνεται ὡς τό "μυστήριο [sacrament] τῆς ἀπελευθέρωσης", κατά τήν προσφυή διατύπωση τοῦ Leonardo Boff (1938 - ), Βραζιλιάνου ἐκπροσώπου τῆς θεολογίας τῆς ἀπελευθέρωσης . 

3. Η ΤΑΞΙΚH ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.

            Συχνά ἔχει διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ταξική κοινωνία εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός δημιουργεῖ τούς πλούσιους καί τούς ἀναθέτει νά διαχειρίζονται τά ὑλικά ἀγαθά, καί ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ φτωχοῦ δίνεται ἐπίσης ἀπό τόν Θεό γιά νά ἔχουν ὁρισμένοι ἄνθρωποι τήν πολύτιμη εὐκαιρία νά ἀσκοῦνται στήν ὑπομονή μέσω τῆς φτώχειας. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι μπορεῖ κανείς νά βρεῖ σέ ἔργα Πατέρων πλῆθος συμβουλῶν πρός μέν τούς πλούσιους νά γίνουν φιλανθρωπότεροι, πρός δέ τούς φτωχούς νά γίνουν ὑπομονετικότεροι. Τέτοιες συστάσεις ἦταν, προφανῶς, ἀναπόφευκτες μέσα στά πλαίσια τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἔργου, προκειμένου νά ἁπαλύνεται κάπως ἡ κοινωνική ἀθλιότητα καί νά ἀντιμετωπίζονται οἱ τρέχουσες ἀνάγκες. Θά εἶναι, ὡστόσο, ἀνακριβές καί ἄδικο ἄν νομίσουμε ὅτι οἱ Πατέρες κινήθηκαν μόνο σ' αὐτή τή λογική.

            Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις ὅπου οἱ Πατέρες προσφέρουν τή βάση γιά μία ριζική ἀμφισβήτηση τῆς ταξικῆς κοινωνίας. Ὄχι μόνο δέν τήν ἐκλαμβάνουν ὡς θέλημα Θεοῦ, ἀλλά - ἀντιθέτως - τή θεωροῦν ὡς μία ἀπό τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν παράδεισο. Ἡ φτώχεια, ὁ πλοῦτος καί ἡ δουλεία, λένε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, εἰσέβαλαν στήν ἀνθρωπότητα ὅπως εἰσβάλλουν στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό οἱ ἀρρώστειες. Ὁ νόμος, συνεπῶς, - συνεχίζει ὁ Γρηγόριος - τόν ὁποῖον πρέπει νά δέχεται ὁ Χριστιανός, δέν εἶναι ὄ  νόμος τοῦ ἰσχυροῦ (δηλαδή ἡ ταξική ἀνισότητα), ἀλλά τοῦ δημιουργοῦ (ἡ ἰσότητα). Παρόμοια καί ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, Χρυσόστομος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος κ.α. ἐπιμένουν ὅτι ἡ γῆ δόθηκε ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους ἀπό κοινοῦ, καί ὅτι καθ' αὐτό τό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας (ὅπως, κατά συνέπεια, καί τό δικαίωμα κληρονομίας) ἀποτελεῖ αὐθαιρεσία. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα πού ἐπιστρατεύει ὁ Μ. Βασίλειος γιά νά ἀπαντήσει στούς ἰσχυρισμούς τῶν πλουσίων ὅτι τάχα δέν ἀδικοῦν κανέναν, ἀφοῦ ἡ ἰδιοκτησία τούς εἶναι νόμιμη. Ὁ πλούσιος - λέει - μοιάζει μέ ἐκεῖνον πού μπαίνει πρῶτος στό θέατρο, καταλαμβάνει ὅσα περισσότερα ἄδεια καθίσματα μπορεῖ καί, κατόπιν, δέν ἀφήνει νά καθίσουν ἐκεῖ ὅσοι μπαίνουν μετά. Στήν προοπτική αὐτή, πρόβλημα ἀποτελεῖ καθ' αὐτός ὁ πλοῦτος, ἀκόμα κι ἄν ἔχει συγκεντρωθεῖ μέ νόμιμους τρόπους, διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀστέριος, ἐπίσκοπος Ἀμασείας στά τέλη τοῦ 4ου αἵ., εἶναι ἀδύνατο νά συγκεντρωθεῖ τεράστιος πλοῦτος δίχως ἁμαρτία, δηλαδή δίχως τήν ἐξαθλίωση καί τόν πόνο τῶν ἄλλων. Ἐδῶ πρέπει νά συνυπολογιστεῖ ἡ κριτική πού ἄσκησαν πολλά ἐκκλησιαστικά πρόσωπα στήν τοκογλυφία καί στό πιστωτικό σύστημα τῆς ἐποχῆς, τό ὁποῖο συχνά συνιστοῦσε νόμιμη κλοπή. 

            Ἡ διαμάχη περί τοῦ ἄν ἡ κοινωνική ἀδικία εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἔχει καταγραφεῖ χαρακτηριστικά καί στό ἑξῆς ζήτημα: Σέ κάποιο σημεῖο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Θεός, μιλώντας μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἀγγαίου, λέει: "Σέ μένα, τόν Κύριό του σύμπαντος, ἀνήκει τό ἀσήμι καί τό χρυσάφι" (2: 8). Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομός μας πληροφορεῖ ὅτι στήν πρόταση αὐτή κάποιοι εἶχαν προσθέσει τή φράση: "... καί τό δίνω [τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι] σέ ὅποιον θέλω ἐγώ [ὁ Θεός]", θέλοντας, προφανῶς, νά νομιμοποιήσουν μεταφυσικά τήν πλουτοκρατία. Ὁ Χρυσόστομος καταδικάζει μέ ὀξύτητα τήν προσθήκη, τήν ὁποία θεωρεῖ ὅτι τήν μεθόδευσε ὁ διάβολος. Εἶναι ἀδιανόητο, λέει μέ ἀγανάκτηση, νά πείθονται μερικοί ὅτι εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁ πλουτισμός ἀνθρώπων βρώμικων, πού δέν τούς ἀξίζει νά ἀντικρύζουν τόν ἥλιο καί νά ἀναπνέουν, ἀφοῦ ἀναστατώνουν τά πάντα γύρω τους, ἁρπάζουν τά σπίτια τῶν χηρῶν, ἀδικοῦν τούς ὀρφανούς καί καταδυναστεύουν τούς κατώτερούς τους. 

            Ἡ ἄρνηση νά θεωρηθεῖ θέλημα Θεοῦ ἡ κοινωνική ἀδικία ἀποτελεῖ, κατά τή γνώμη μου, ὕψιστη ὑπηρεσία. Δείχνει τή δύναμη πού ἔχει ἡ ἑρμηνεία, ὡς δημιουργική δύναμη μίας ζωντανῆς θεολογίας. Καθένας, δηλαδή, ὀφείλει νά συνταχθεῖ μέ μία μείζονα θεώρηση, μέ μία μείζονα ἐπιλογή, ἡ ὁποία καί θά νοηματοδοτήσει ἐπί μέρους κείμενα καί ἀποσπάσματα. Γιά παράδειγμα, ἀντίθετα πρός τόν Χρυσόστομο, ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων χρησιμοποιεῖ τό ἐν λόγω χωρίο τοῦ Ἀγγαίου, μαζί μέ τήν προσθήκη, γιά νά συμπεράνει ἀκριβῶς ὅτι τόν πλοῦτο τόν χορηγεῖ ὁ Θεός. Βέβαια, ἄν προσέξει κανείς τό κείμενό του, θά δεῖ ὅτι ὁ Κύριλλος πασχίζει νά ἀποτρέψει μίαν μανιχαϊστική ἀντίληψη, ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά ἀνήκουν στόν διάβολο. Θέλει μέν νά ὑπερασπιστεῖ τήν κυριότητα τοῦ Θεοῦ ἐπί τοῦ σύμπαντος κόσμου, δέν ἀναπτύσσει, ὅμως, κοινωνική κριτική, ὅπως ἔκανε ὁ Χρυσόστομος, κι ἔτσι σταματᾶ στό συμπέρασμα πού εἴπαμε. 

4. H ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΩΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ.

            Ὅπως γνωρίζουμε, τήν ἐλεημοσύνη ἡ Ἐκκλησία τή βλέπει σάν μία πολύτιμη δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου: τή βλέπει σάν τό ἄνοιγμα στόν ἄλλον καί σάν τήν ἔμπρακτη ἀπό-προσκόλληση ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά.

            Ταυτόχρονα, ὡστόσο, οἱ Πατέρες διακρίνουν ἐδῶ ἕναν κίνδυνο. Ἡ ἐλεημοσύνη μπορεῖ νά διαστραφεῖ καί νά καταντήσει ἄλλοθι τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, ἰδίως ὅταν ἀσκεῖται ἀπό αὐτόν πού προκαλεῖ τήν κοινωνική ἀδικία. "Ποιό εἶναι τό ὄφελος", λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, "ἄν δημιουργεῖς πολλούς φτωχούς μέ τήν ἐκμετάλλευση καί ἀνακουφίζεις ἕναν μέ τήν ἐλεημοσύνη; Ἄν δέν ὑπῆρχε τό πλῆθος τῶν ἐκμεταλλευτῶν, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε τό πλῆθος τῶν ἐξαθλιωμένων". Παρόμοια ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Χρυσόστομος κ.α. ὑπογραμμίζουν ὅτι ὁ πλούσιος πού προσφέρει ἐλεημοσύνη, ὄχι μόνο δέν δικαιοῦται ἀνταμοιβή ἀπό τόν Θεό, ἀλλά, ἀντιθέτως, εἶναι ἔνοχος γιά τίς ἀδικίες πού διαπράττει γιά νά συσσωρεύσει τόν πλοῦτο του.

            Στό πνεῦμα αὐτό βρίσκουμε καί κάποιες πολύ ἐνδιαφέρουσες κανονικές ρυθμίσεις. Ἀκολουθώντας τή βιβλική ρήση ὅτι "ὅποιος προσφέρει μία θυσία μέ τῶν φτωχῶν τά χρήματα, εἶναι σάν νά θυσιάζει ἕνα παιδί μπροστά στά μάτια τοῦ πατέρα τοῦ" (Σόφ. Σείρ. 34: 20), οἴ  "Ἀποστολικές Διαταγές" (τόν 4ον αἵ.) ζητοῦν ἀπό τούς ἐπισκόπους νά μήν ἀποδέχονται δωρεές πλουσίων οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλεύονταν τούς ἀδυνάτους. Καί μάλιστα ζητοῦν νά ἀπορρίπτουν αὐτές τίς δωρεές, ἀκόμη κι ἄν ἡ ἐκκλησία τούς κινδυνεύει νά καταστραφεῖ ἀπό τήν ἔλλειψη πόρων. Δέν μπορεῖ (λένε, στήν ἴδια γραμμή, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), νά γίνει ὁ Θεός συνένοχος ληστῶν καί ἁρπακτῶν.

5. ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

            Σέ κάποιο σημεῖο τοῦ ἔργου τοῦ ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικής (τόν 5ον αἵ.) ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ νοηματοδοτεῖται ὄχι ἀπό τήν ὀργή, ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη, ἀκόμα καί πρός αὐτούς οἱ ὁποῖοι τόν ἀδικοῦν. Ὅμως (συνεχίζει) εἶναι λάθος νά νομίσουμε πώς ἡ ὀργή ὀφείλει νά λείψει ἐντελῶς ἀπό τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ. Αὐτό τό ὁποῖο ὀφείλει νά ξερριζώσει ὁ πιστός, εἶναι ὁ στρεβλός προσανατολισμός τῆς ὀργῆς, δηλαδή ἡ χρήση της γιά τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἐγωισμοῦ του. Ἄν, ὅμως, ἡ ὀργή φανερώνει φροντίδα γιά τόν συνάνθρωπο, εἶναι θεμιτή. Αὐτό, συνεπῶς, πού ὀφείλει νά κάνει ὁ Χριστιανός, εἶναι νά ὀργίζεται ἐναντίον ἐκείνων πού καταδυναστεύουν τούς φτωχούς. Παρόμοια, ὁ Χρυσόστομος λέει ρητά ὅτι ἡ ὀργή εἶναι φυσική δύναμη πού ἐμφυτεύθηκε μέσα μας ἀπό τόν Θεό, ἀκριβῶς γιά νά βοηθοῦμε τούς ἀδικουμένους. Ἀντιθέτως, ὁ πόθος γιά τά χρήματα - συνεχίζει - δέν εἶναι φυσική δύναμη. 

            Χαρακτηριστική τῶν κριτηρίων πού καλεῖται νά ἐφαρμόσει ὁ Χριστιανός στή καθημερινή ζωή τοῦ εἶναι καί μία ἀντιδικία πού ἀπασχόλησε τήν Ἐκκλησία ἤδη τόν 2ον αἰώνα. Οἱ αἱρετικοί Μαρκιωνίτες δέχονταν ἕνα εἶδος δυαρχίας. Ὑποστήριζαν δηλαδή ὅτι ἀπό τή μία ὑπάρχει ὁ κακός θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ καλός Θεός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἕνα ἀπό τά ἐπιχειρήματα πού πρόβαλλαν πρός ἐνίσχυση τῆς θέσης τους, ἦταν ἕνα περιστατικό πού μνημονεύεται στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅταν ὁ Θεός προετοίμαζε τούς Ἑβραίους γιά τήν ἀναχώρηση οὐ ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου, τούς διέταξε νά ζητήσουν σάν δανεικά ἀπό τοῦ Αἰγυπτίους πολύτιμα σκεύη καί ρουχισμό, στήν πραγματικότητα ὅμως ὄχι γιά νά τούς τά ἐπιστρέψουν ἀργότερα, ἀλλά γιά νά τά ἰδιοποιηθοῦν (Ἕξ. 11:2, 12: 35-36). Αὐτό ἀποδείκνυε, κατά τή γνώμη τῶν Μαρκιωνικῶν, τήν ἀνηθικότητα τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στίς ἀπόψεις τούς ἀπάντησε ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λυών (τέλη 2ου - ἀρχές 3ου αἵ.), ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε κάτι ὁλότελα διαφορετικό. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας, μά ἀποκαλύπτεται μέσα στήν ἱστορία μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους. Ἡ ἐντολή του πρός τούς Ἑβραίους ὑπογραμμίζει τό δικαίωμα τῶν ἐργαζομένων νά διεκδικοῦν τά δικαιώματά τους. Μέ τήν ὑπεξαίρεση τῶν πολυτίμων σκευῶν ἀπό τούς Αἰγυπτίους, λέει ὁ Εἰρηναῖος, οἱ Ἑβραῖοι δέν ἔκαναν τίποτα ἄλλο παρά νά εἰσπράξουν ἕνα μέρος τῶν ἀπλήρωτων μισθῶν τους, μέ τούς ὁποίους οἱ Αἰγύπτιοι εἶχαν πλουτίσει πολλαπλάσια.

            Δέν μποροῦμε νά ποῦμε, βέβαια, ὅτι αὐτή ἡ θέση τοῦ Εἰρηναίου σηματοδότησε μία γενικότερη ἐπαναστατική στάση τῆς Ἐκκλησίας κατά τῆς θεσμοποιημένης κοινωνικῆς ἀδικίας. Προφανῶς ἐνέπνεε διάφορα ἤπια κοινωνικά μέτρα (ὅπως ἡ αὐτοκρατορική νομοθεσία γιά ἀποτροπή τῆς κερδοσκοπίας καί τόν σχηματισμό τεράστιων περιουσιῶν) καί, βεβαίως, προσωπικές στάσεις ζωῆς. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι δύο αἰῶνες ἀργότερα, συναντᾶμε αὐτή τή στάση (δηλαδή τή διάπραξη παρανομίας προκειμένου νά ἀποδοθεῖ οὐσιαστική δικαιοσύνη) στό ἐπίπεδό της ἁγιότητας. Ὁ ἀββάς Μακάριος της Ἀλεξάνδρεας προχώρησε σέ ἀπάτη, προκειμένου νά περιθάλψει τούς ἀνίατούς της Ἀλεξάνδρειας. Πῆρε χρήματα ἀπό μία πλούσια καί φιλοχρήματη γυναίκα μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά τῆς ἀγόραζε πολύτιμους λίθους σέ τιμή εὐκαιρίας. Ὅμως τά χρήματα τά διέθεσε στή νοσηλεία τῶν ἀσθενῶν.   

            Ἡ Ἐκκλησία ἦταν πάντα ἐπιφυλακτική ἀπέναντι στήν ἄσκηση βίας. Στά Πατερικά κείμενα, ὡστόσο, βρίσκουμε μερικές φορές τόν προβληματισμό, ὅτι δέν εἶναι ἴδιο πράγμα ὅλες οἱ περιπτώσεις βίας. Ὁ Χρυσόστομος, γιά παράδειγμα, καταδίκασε τίς βίαιες ἐνέργειες τοῦ ἐξεγερμένου λαοῦ τῆς Ἀντιόχειας, ἀλλά τόν ὑπερασπίστηκε ἐνώπιόν του αὐτοκράτορα. Κι ἐπί πλέον, σέ μίαν ἄλλη περίπτωση μιλάει πρός τούς εὔπορους Χριστιανούς καί ὑπερασπίζεται τούς πεινασμένους ποῦ καταφεύγουν στή βία: "Δέν φρίττετε, δέν κοκκινίζετε ἀπό ντροπή, ὅταν χαρακτηρίζετε κακοῦργο αὐτόν ποῦ παλεύει γιά τό ψωμί του; Ἀκόμα κι ἄν εἶναι κακοῦργος, ἀξίζει νά βοηθηθεῖ, ἀφοῦ πιέζεται ἀπό τήν πείνα τόσο πολύ, ὥστε ἀναγκάζεται νά κάνει τέτοια πράγματα". Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων δήλωνε ὅτι προκειμένου νά βοηθηθοῦν οἱ φτωχοί, δέν εἶναι καθόλου κακό ἄν μποροῦσε κανείς νά σκαρφιστεῖ τρόπους ὥστε ἀκόμα καί νά γδύσει τούς πλουσίους, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1289-1293 καί 1303-1309) καί ἐκ τῶν πρώτων εἰσηγητῶν τοῦ ἡσυχασμοῦ, πρωτοστάτησε σέ μέτρα κοινωνικῆς μεταρρύθμισης καί συνάντησε σφοδρή ἀντίθεση ἀπό ἐπισκόπους καί μοναχούς, ὅταν ἐπεχείρισε νά διαθέσει μοναστική περιουσία ὑπέρ τῶν ἀδυνάτων.  Καί, φυσικά, αὐτές οἱ θέσεις διατυπώνονταν σέ ἀντίθεση πρός θέσεις ἄλλων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν αὐτό τόν ριζοσπαστικό ἀκτιβισμό.

            Γιά νά κατανοήσουμε τή δυναμική πού ἔχει ἡ ἑρμηνεία, εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον νά δοῦμε πῶς διάφοροι Πατέρες ἑρμηνεύουν τό γνωστό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου,

            "Πάσα ψυχή ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω· οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μή "ὑπό Θεοῦ· αἵ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν" (Ρώμ. 13: 1).

            Παρ' ὅλο πού τό χωρίο αὐτό εἶναι κατηγορηματικό, οἱ ἐν λόγω Πατέρες δέν τό δέχονται χωρίς ἀντιρρήσεις. Ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἄδικη ἐξουσία δέν ἀποτελεῖ θέλημα Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Πατέρες δίνουν προτεραιότητα στή δικαιοσύνη καί στό συμφέρον τοῦ λαοῦ, καλοῦν τόν κάθε πιστό νά κρίνει τήν πολιτική ἐξουσία καί νά διακρίνει πότε αὐτή εἶναι ἄνομη, κι ἔτσι κλείνουν τό δρόμο στόν χειρότερο πολιτικό ἐφιάλτη: τή θεοκρατία.  Κατά τή γνώμη μου, αὐτή ἡ θέση εἶναι πρόδρομος τῆς νεωτερικότητας καί τῆς χειραφέτησης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἐπίπεδό του ὑπηκόου στό ἐπίπεδό του πολίτη.

Γ.

            Κατά πόσο μπόρεσαν τά παραπάνω ρεύματα τῆς Πατερικῆς σκέψης νά ἐπηρεάσουν δραστικά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη, ἀλλά θά πρέπει, νομίζω, νά ἀναζητηθεῖ στό γεγονός πού ἐπεσήμανα ἀπό τήν ἀρχή: ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ἱστορία εἶναι σύνθετη. Γίνεται μέ συγκρούσεις καί ἀντιφάσεις, μέ ἁγιότητα καί προδοσία. Κάθε φορᾶ θά πρέπει νά κοπιάζουμε, ὥστε νά ἐντοπίζουμε καί νά ἐγκολπωνόμαστε τά κριτήρια πού διασώζουν τήν οὐσία τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἄς θυμηθοῦμε, γιά παράδειγμα, τή διαχρονική σύγκρουση μεταξύ δύο ἀπόψεων στά σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας: ἀφ' ἑνός της ἄποψης ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι πλούσια καί ἰσχυρή, καί ἀφ' ἑτέρου τῆς ἄποψης ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι ἑκούσια φτωχή καί ταπεινή - ἡ δεύτερη ἄποψη μοιάζει σαφῶς νά ἔχει ἡττηθεῖ μέσα στήν ἱστορία. Τόν 4ον αἰώνα αὐτή ἡ σύγκρουση ἐκδηλώθηκε μεταξύ του αὐτοκρατορικοῦ ἰδεώδους ἀπό τή μία, καί τοῦ μοναστικοῦ κινήματος ἀπό τήν ἄλλη. Τόν 10ον αἰώνα ἐκδηλώθηκε μεταξύ τῶν παλαιῶν ἐρημιτῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀπό τή μία, καί τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε ἐκεῖ τόν θεσμό τοῦ πλούσιου μοναστηριοῦ, ἀπό τήν ἄλλη. Τόν 16ον αἰώνα ἐκδηλώθηκε στή Ρωσία μεταξύ του ἁγίου Νίλου τῆς Σόρα (πού ὑπερασπιζόταν τή μοναστική ἀκτημοσύνη) ἀφενός, καί τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βολότσκ (πού ὑπερασπιζόταν τήν μοναστική περιουσία) ἀφετέρου. Εἶναι ἐντυπωσιακό ὅτι πολλές φορές ἡ σύγκρουση αὐτή ἐκδηλωνόνταν ἀντίστοιχα καί ὡς διαφωνία γιά τό ἄν οἱ αἱρετικοί θά γίνονταν ἀνεκτοί ἤ ἄν, ἀντιθέτως, θά διώκονταν ποινικά.

            Χαρακτηριστικό τῶν περιπλοκότητας τήν ὁποία θά συναντήσει σήμερα ὁ ἐρευνητής, εἶναι καί τό ἑξῆς ἐρώτημα: Δέν θά εἶναι, ἄραγε, ἀναχρονισμός ἄν περιμένουμε (μέ τά κριτήρια τοῦ σημερινοῦ, νεωτερικοῦ ἀνθρώπου) νά εἶχε ζητήσει ἡ Ἐκκλησία τῶν μέσων χρόνων τήν ἄμεση κατάργηση τῆς δουλείας; Μήπως κάτι τέτοιο θά ἦταν τόσο οὐτοπικό, ὅσο τό νά ζητήσει κανείς σήμερα τήν ἄμεση κατάργηση τῆς μισθωτής ἐργασίας; Οἱ συλλογισμοί αὐτοί προδήλως εὐσταθοῦν, ταυτόχρονα ὅμως δέν πρέπει νά γίνονται τό ἄλλοθι τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἀπώλεια τοῦ ὁράματος! Εἶναι πολύ σπουδαῖο ζήτημα, ἡ λογική του Εὐαγγελίου νά διεμβολίζει τό κοινωνικό κατεστημένο καί νά φέρνει στή καθημερινότητα τά κριτήρια τῆς Βασιλείας. Αὐτή, λοιπόν, ἡ διελκυστίνδα ρεαλισμοῦ καί ὁράματος ἐκδηλώνεται πάντα μέ ἔνταση μέσα στήν ἱστορία.

            Ὅπως ξέρουμε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν προέτρεψε νά καταργηθεῖ ἡ δουλεία. Ἐπέλεξε μία μετριοπαθῆ ὁδό, αὐτήν τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων ἀφεντικῶν καί δούλων, καί ἔδωσε ἔμφαση στό ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κοινωνική του θέση. Αὐτό εἶναι ἰδιαιτέρως ἐμφανές στήν ἐπιστολή του πρός τόν Φιλήμονα, ὅπου τόν μέν δραπέτη δοῦλο Ὀνήσιμο τόν ἀποστέλλει στόν κύριό του Φιλήμονα, ἀπό δέ τόν Φιλήμονα ζητεῖ νά δεχτεῖ τόν Ὀνήσιμο ὡς ἀδελφό ἐν Χριστῷ.

            Ἀπόηχος αὐτῆς τῆς στάσης τοῦ Παύλου βρίσκεται στόν 3ο κανόνα τῆς συνόδου τῆς Γάγγρας (τό 340), ὁ ὁποῖος καταδίκασε τούς "Εὐσταθιανούς", δηλαδή ὁμάδες πιστῶν οἱ ὁποῖοι προέτρεπαν τούς δούλους νά δραπετεύσουν ἀπό τά ἀφεντικά τους. Οἱ "Εὐσταθιανοί" ἀκολουθοῦσαν τόν Εὐστάθιο, ἐπίσκοπο Σεβαστείας, ὁ ὁποῖος ἦταν διακεκριμένος κήρυκας τοῦ ἀσκητισμοῦ. Δέν ἐπρόκειτο γιά τυχαία προσωπικότητα. Ἡ ζωή του καί οἱ ἀδελφότητες πού εἶχε συγκροτήσει λειτούργησαν ὡς ὑπόδειγμα γιά τή μοναστική θεολογία καί πράξη τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐσταθίου, ὡστόσο, ἔσφυζε ἀσκητικῶν ἀκροτήτων (περιλάμβανε, λ.χ., τήν περιφρόνηση πρός τόν γάμο), κι ἔτσι τό κίνημά του καταδικάστηκε συνολικά ὡς παρεκτροπή. Θά μποροῦσε, ἄραγε, εἰδικά ἡ θέση του γιά τή δουλεία νά εὕρισκε εὐρύτερη ἀπήχηση; Εἶναι θέμα ἰδιαίτερης ἔρευνας. Σέ κάθε περίπτωση, ὅμως, ἡ σοβαρότητα τοῦ Εὐσταθίου μαρτυρᾶ ὅτι ἡ ἀπελευθερωτική στάση ἀναβλύζει ἀκριβῶς ἀπό τήν χριστιανική πίστη, στά σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας.

            Οἱ βυζαντινοί κανονολόγοι ἀρκέστηκαν στό νά ἑρμηνεύσουν τόν κανόνα τῆς Γάγγρας ὡς ἀπόηχο τῶν θέσεων τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καί οὐσιαστκά προσπέρασαν τήν ἀξία τῶν ἀπελευθερωτικῶν αἰτημάτων. Ὁ Ἰωάννης Βαλσαμῶν, μάλιστα, ὑπεραμυνόμενος, τόν 12ον αἰώνα, τῆς ρύθμισης τοῦ κανόνα, μνημονεύει ἕναν νόμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου, ὁ ὁποῖος, στά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα, ἐπέτασσε τόν ἀφορισμό ὅσων ἐξεγείρονταν κατά τῶν βασιλέων ἤ κατά τῶν κυρίων τους. Ὁ σχετικός νόμος δέν ἔχει διασωθεῖ αὐτούσιος, ὁ Βαλσαμῶν, ὅμως, δίνει τήν πληροφορία ὅτι εἶχε συνυπογραφεῖ ἀπό τόν βασιλέα, τόν πατριάρχη Ἀλέξιο καί τή σύνοδο! Στό πνεῦμα αὐτό, τῆς προάσπισης τῆς καθεστηκυίας κοινωνικῆς τάξης, κινοῦνται καί ἄλλες κανονικές ρυθμίσεις. Γιά παράδειγμα, οὐδείς ἱερός κανόνας ἀπαγορεύει σέ κληρικούς τήν κατοχή δούλων (ἐνῶ ὑπάρχουν κανόνες πού ἀπαγορεύουν στούς κληρικούς νά δανείζουν μέ τόκο), ἐπειδή δέ χειροτονία δούλου συνεπαγόταν τήν ἀπελευθέρωσή του, οἱ κανόνες ἀξιώνουν προηγούμενη ἄδεια τοῦ κυρίου. Ἄν δοῦλος κατόρθωνε νά χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος χωρίς αὐτή τή προϋπόθεση, θά καθαιρεῖτο καί θά ἐπέστρεφε στήν προγενέστερη κατάστασή του.

            Πλάϊ, ὅμως, σ' αὐτή τήν σύμπλευση κράτους καί Ἐκκλησίας μέ σκοπό τή μεταφυσική θωράκιση τῆς κοινωνικῆς τάξης, βρίσκουμε καί ρυθμίσεις οἱ ὁποῖες ἔδιναν στούς δούλους τή δυνατότητα νά ἀρνηθοῦν τήν ἐκτέλεση ἀνήθικων ἐντολῶν τῶν κυρίων τους (καί, ἄρα, ἀναγνώριζαν τή δυνατότητα τοῦ δούλου νά ἀξιολογεῖ τίς ἐντολές τοῦ κυρίου), καθώς καί κανόνες πού καταδίκαζαν Χριστιανούς κυρίους, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν, διέτασσαν τούς δούλους τούς (οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ἦταν Χριστιανοί) νά ἀρνηθοῦν αὐτοί τήν χριστιανική πίστη γιά λογαριασμό τῶν κυρίων τους. Τέτοιοι κανόνες μπορεῖ ἴσως νά φαίνονται ἀστεῖοι καί περιττοί στίς μέρες μας, ὅμως ἀποτελοῦν, κατά τή γνώμη μου, πολύτιμες ἐμβρυακές καταφάσεις τῆς χειραφέτησης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἐπίπεδό του ὑπηκόου στό ἐπίπεδό του πολίτη, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω. Καί θά ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον νά μελετηθοῦν ἐνδελεχῶς διάφορες χριστιανικές σοσιαλιστικές, οὐτοπικές, ἀντιεξουσιαστικές κ.α. κινήσεις πού ἐκδηλώθηκαν κατά τούς νεώτερους χρόνους, μετά τή συγκρότηση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.

Δ.

            Ἄς μου ἐπιτραπεῖ νά κλείσω μέ τρεῖς ἐπισημάνσεις λακωνικές: 

            1. Οἱ θιασῶτες μίας ἀπελευθερωτικῆς θεολογίας δέν πρέπει νά ἀποκτήσουν μεσσιανική αὐτοσυνειδησία. Οὔτε νά καταλήξουν σέ πατερναλιστική στάση, στήν ὁποία ὁ ἀπελευθερωτής μιλᾶ γιά λογαριασμό τοῦ προστατευόμενου, ἀλλά συχνά δέν τόν ἀκούει. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά εἶναι διάκονος τῆς ἀπελευθερωτικῆς ἀποστολῆς τοῦ Θεοῦ, καί νά εἶναι ἕτοιμη νά ἀμφισβητεῖ κάθε δουλεία. Νά εἶναι, δηλαδή, ἕτοιμη νά διακρίνει πότε οἱ ἐλπιδοφόρες παρουσίες ἐκφυλίζονται σέ νέα κατεστημένα.

            2. Ἡ ἀπελευθέρωση εἶναι ἀξεχώριστα συνδεδεμένη μέ τή συμφιλίωση. Ἄν ἡ συμφιλίωση πάρει διαζύγιο ἀπό τήν ἀπελευθέρωση, τότε θά καταντήσει συμβιβασμός μέ τόν παλαιό κόσμο καί μέ τή δεσποτεία τοῦ θανάτου. Αὐτό πού θά ἀπομείνει θά εἶναι μία φενάκη συμφιλίωσης - μία καρικτούρα της.

            3. Noμίζω ὅτι μία σημαντική δυσκολία πού ἀντιμετωπίζει ἡ χριστιανική συνείδηση μέσα στήν ἱστορία, εἶναι τό ἑξῆς: πῶς ἡ χριστιανική μαρτυρία θά ἀντανακλᾶ ἕναν τρόπο ζωῆς, καί δέν θά εἶναι ἁπλῶς μία ἄσαρκη ἰδεολογία. Τό δύσκολο δέν εἶναι νά δηλώσεις γενικά κι ἀφηρημένα ὅτι ἀγαπᾶς ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό δύσκολο εἶναι νά ἀναγνωρίσεις στόν κάθε συγκεκριμένο ἄνθρωπο τόν ἴδιο τόν Χριστό. Μέ δύο λόγια, τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὄντως τοῦ Χριστοῦ, ὅταν κηρύττεται μέ τόν τρόπο τοῦ Χριστοῦ.

Δημοσιεύτηκε στόν συλλογικό τόμο: Βιβλική θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης, πατερική θεολογία καί ἀμφισημίες τῆς νεωερικότητας, ἔκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2012, σσ. 143-168.

Ἀπό τό https://blogvirona.blogspot.gr/2013/01/blog-post_10.html