Περιμένοντας τήν Ἀνάσταση, δρώντας γιά τήν Ἀνάσταση

2014-08-02 15:28

           Τοῦ Θανάση Ν. Παπαθανασίου

            Ὁ θάνατος δέν ἀντέχεται. Εἶναι κάτι πολύ βαρύ. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κραυγάζει ὅτι θέλει νά μείνει γιά πάντα ἀκέραια καί γιά πάντα παρέα μέ τούς ἀγαπημένους. Μά ὁ θάνατος ἀποσυνθέτει τά πάντα:

        - ἀποσυνθέτει τήν ἴδιά μου τήν ὕπαρξη καί κάνει τό κορμί μου κόκκους σκόνης,

        - ἀποσυνθέτει καί τίς συντροφιές μας, διότι σάν γνήσιος τύραννος - δηλαδή χωρίς νά μᾶς ρωτήσει - ἁρπάζει ἕναν ἀγαπημένο μας ἀπό ἀνάμεσά μας.

        - ἀποσυνθέτει τίς κοινωνικές σχέσεις, διότι θανάτωση εἶναι ἡ κοινωνική ἀδικία, ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ μετατροπή του σέ ἀναλώσιμο.

        Ἄν προσέξουμε τά λόγια τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων μας, θά δοῦμε αὐτή τήν πανανθρώπινη ἀλήθεια: Ὁ θάνατος δέν ἀντέχεται. Θά δοῦμε, π.χ., στά ἐγκώμια πού ψέλνουμε στόν Ἐπιτάφιο, ὅτι ἡ Παναγία δέν ἐμφανίζεται σάν ἀτάραχη καί ἀδάκρυτη ἡρωίδα, τάχα ἀλύγιστη μπροστά στό πάθος τοῦ μοναχογιοῦ της. Ἀντιθέτως: ἡ Παναγία ἐμφανίζεται στούς μεγαλοβδομαδιάτικους ὕμνους νά μαλλιοτραβιέται καί νά σκίζει τά μάγουλά της μέ τά νύχια της: «Σήμερον σέ θεωροῦσα ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν Σταυρῶ... παρειᾶς σύν θριξί καταξέουσα, κατετρύχετο».

        Ὅμως: Ὁ πόνος ὑπάρχει ? ἀλλά δέν καταλήγει σέ ἀπελπισία. Στούς θρήνους τῆς Μ. Πέμπτης καί Μ. Παρασκευῆς δηλώνεται μία ὑπόσχεση: ἡ ὑπόσχεση τῆς Ἀνάστασης. Τή Μ. Παρασκευή, λίγο πρίν ξεκινήσει ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος, ὁ Χριστός ἐμφανίζεται νά ἀπευθύνεται στήν Παναγία καί νά τῆς λέει: «Μή ἐποδύρου μου μῆτερ... Ἀναστήσομαι γάρ καί δοξασθήσομαι». Ποῦ σημαίνει: «Μήν ἀπελπίζεσαι μητέρα... Τελικά θά ἀναστηθῶ καί θά δοξαστῶ».

        Αὐτό τό περίεργο ἀντάμωμα πόνου καί ἐλπίδας, αὐτή ἡ ὕπαρξη ἐλπίδας μέσα στήν ὀδύνη τοῦ θανάτου, ἀποτυπώνεται καί στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ζωγραφίζεται ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ στή βυζαντινή τέχνη: Ὁ Χριστός εἰκονίζεται σέ κορυφαῖο πόνο, ὡστόσο τό κορμί του δέν κρέμεται ἀπό τά καρφιά σάν πτῶμα - σάν σακί. Παρ'  ὅλο πού πάσχει, κρατᾶ μία σφριγηλότητα, μία δύναμη: στέκει, δέν κρέμεται. Μ' αὐτό τόν τρόπο ἡ εἰκόνα δηλώνει ὅτι αὐτό πού εἰκονίζεται ἐδῶ, τό πάθος καί ὁ θάνατος, δέν εἶναι ἡ τελευταία σκηνή. Θά ἀκολουθήσει κι ἄλλη... Ἡ ἀνάσταση.

        Τό ἴδιο (ὅτι δηλαδή ὁ σταυρός δέν εἶναι τό τέρμα) δηλώνεται καί μέ τήν ἐπιγραφή, τήν ὁποία ἡ βυζαντινή τέχνη τοποθετεῖ στόν σταυρό. Δέν ἀναπαριστᾶ τήν ἐπιγραφή πού, σύμφωνα μέ τά εὐαγγέλια, τοποθέτησαν οἱ Ρωμαῖοι, «Ἰησοῦς Ναζωραῖος, βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων». Βάζει μία ἄλλη, πού γράφει (μέ βυζαντινή συντομογραφία, ἡ ὁποία σήμερα, δυστυχῶς, συχνά δέν κατανοεῖται) «Ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης». Ὁ ἴδιος ὁ σταυρός, δηλαδή, στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν σηματοδοτεῖ ἕνα τέρμα, ἀλλά μαρτυρεῖ ποιά θά εἶναι ἡ ἑπόμενη φάση: Ἡ δόξα τῆς Ἀνάστασης.

        Εἶπα ἤδη πῶς στή χριστιανική πίστη, ἡ ἀνθρώπινη ζωή στήνεται ἀνάμεσα σέ δύο πόλους: ἀνάμεσα στόν Πόνο καί στόν Πόθο: ἀνάμεσα στόν πόνο τοῦ θανάτου καί γιά τόν πόθο τῆς Ἀνάστασης. Γιά νά δοῦμε ὅμως κάτι...

        Ἤδη ἐδῶ καί πολλές χιλιάδες χρόνια, πρίν ἀκόμη κι ἀπό τόν χριστιανισμό, ὁ λαός μᾶς κάθε τέτοια ἐποχή (ἄνοιξη) πανηγύριζε. Γιόρταζε τό πέρασμα ἀπό τόν Θάνατο (τόν ὁποῖο ἐκπροσωποῦσε ὁ χειμώνας), στή Ζωή (τήν ὁποία ἐκπροσωπεῖ ἡ ἄνοιξη). Θυμόσαστε τόν μύθο τῆς Περσεφόνης; Ἔξι μῆνες τό χρόνο ἔμενε - λέει - αἰχμάλωτη στόν Ἅδη. Πένθος, θάνατος καί παγωνιά πάνω στή γῆ. Τήν ἄνοιξη ὅμως ξανά-ἀνέβαινε στόν πάνω κόσμο, καί ἡ γῆ ξαναζωντάνευε γιά ἔξι μῆνες. Χαρές καί πανηγύρια, λοιπόν, τήν ἄνοιξη.

        Τί συμβαίνει ἐδῶ; Μήπως ἡ ἰδέα τῆς Ἀνάστασης εἶναι μία πανανθρώπινη παράδοση (καί, τουλάχιστον, ἀρχαιοελληνική); Μήπως, δηλαδή, οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας εἶχαν δημιουργήσει αὐτή τήν ἀντίληψη, αὐτῆς τῆς Ἀνάστασης, καί ἁπλῶς ὅταν, ἀργότερα, ἦρθε ὁ Χριστιανισμός, ἁπλῶς πασπάλισε τήν ἀρχαία ἀντίληψη μέ χρυσόσκονη καί ἔβαλε ἀπάνω της τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ;

        Ἡ πρώτη ἐντύπωση μπορεῖ νά δείχνει ὅτι οὐσιαστικά πρόκειται γιά τό ἴδιο πράγμα. Ἄν ὅμως προσέξουμε, θά δοῦμε ὅτι μεταξύ της ἀρχαιοελληνικῆς καί τῆς χριστιανικῆς ἀντίληψης ὄχι ἁπλῶς ὑπάρχει διαφορά. Ὑπάρχει ἰλιγγιώδης διαφορά.

        Τί φανερώνει ὁ μύθος τῆς Περσεφόνης; Κάτι ζεστό, ἀναμφίβολα: Ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ποθεῖ τή λύτρωση ἀπό τόν θάνατο. Φανερώνει ὅμως καί κάτι τραγικό: Ἄν ἀδιάκοπα ἔχουμε ἀνάσταση τῆς Περσεφόνης, τότε δέν ἔχουμε μόνο αἰώνια ἐπανάληψη τῆς ζωῆς, μά καί αἰώνια ἐπανάληψη τοῦ θανάτου. Ὅσα ξαναζωντανέματα ἔχουμε, ἔχουμε καί τόσους θανάτους. Ὁ μύθος δέν περιλαμβάνει τό ὅραμα μίας τελικῆς κατάργησης τοῦ θανάτου. Μπορεῖ ὁ μύθος νά ἐμφανίζεται ὡς ἐλπιδοφόρος, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἐπιβεβαίωση μίας θεόρατης ταφόπλακας: Ὁ θάνατος, σύμφωνα μέ τόν μύθο, εἶναι ἀνίκητος. Θά ὑπάρχει γιά πάντα.

        Ἐδῶ ἀκριβῶς θά πρέπει νά συλλογιστοῦμε, ποιό εἶναι τό ἰδιαίτερο νόημα τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα, ποιό εἶναι τό μοναδικό νόημα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.

        Γιατί, ἄραγε, πανηγυρίζουμε τήν Ἀνάσταση; Γιατί μαζευόμαστε στίς πλατεῖες τά μεσάνυχτα τοῦ Μ. Σαββάτου πρός Κυριακή του Πάσχα, καί μάλιστα - μόλις βγεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη» ἀπό τά χείλη τοῦ ἱερέα - γιορτάζουμε ἐκρηκτικά; Ἔκρηξη φωτός γεμίζει τήν ἐκκλησία, ἐκρήξεις ξεσποῦν μέ τά πυροτεχνήματα, ὅσο κι ἄν μᾶς τρομάζουν, ἔκρηξη χαρᾶς φανερώνουν καί οἱ ὕμνοι, πού γίνονται πλέον γρήγοροι καί θριαμβευτικοί.

        Τό ἐρώτημα («γιατί πανηγυρίζουμε;») πιθανότατα ἀκούγεται ἀφελές. Καί ἡ ἀπάντηση φαίνεται αὐτονόητη: Πανηγυρίζουμε ἐπειδή ἀναστήθηκε ὁ Χριστός! Ἄς τό ψάξουμε ὅμως λίγο περισσότερο: Τί θά πεῖ, πανηγυρίζουμε τήν Ἀνάστασή του; Μήπως εἶναι ὅπως ὅταν παρακολουθοῦμε ἕνα περιπετειῶδες ἔργο, ὅπου, τελικά, μετά ἀπό πολλές ταλαιπωρίες, ὁ καλός ἐπί τέλους νικᾶ; Σ' αὐτή τήν περίπτωση χαίρομαι μέ τή νίκη του, ὅμως, ἡ νίκη τοῦ αὐτή δέν ἀλλάζει τή δική μου ζωή. Μπορεῖ νά τῆς φέρνει μία εὐχαρίστηση, ὅμως, παρά τό χάπυ-ἔντ, παραμένω τραγικά δέσμιος του θανάτου. Ὁ τελικός νικητής θά εἶναι αὐτός. Θυμᾶμαι μία φράση ἑνός μαθητῆ μου: «Καί τί ἔγινε ποῦ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός; Μαγκιά του! Ἐμένα, τί μέ ἀφορᾶ;».

        Σέ μερικούς μπορεῖ νά φαίνεται ἀσεβής ἡ φράση αὐτή, νομίζω ὅμως ὅτι κατορθώνει - χωρίς νά τό ξέρει - νά ἀγγίξει τό νόημα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, πού πολλές φορές, ὅσοι πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε πιστοί, τό λησμονοῦμε.

        Πῶς δηλώνεται ὁ ἀναστημένος Χριστός στήν Ἁγία Γραφή καί στούς ὕμνους μας; Δηλώνεται μέ δύο διατυπώσεις -κλειδί, πού χρειάζεται νά τίς προσέξουμε: «Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν» καί «Ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων».

        Οἱ ἐκφράσεις αὐτές προσδιορίζουν τόν Χριστό ὡς ἀρχή - ξεκίνημα αὐτοῦ πού πρόκειται νά ἀκολουθήσει. Αὐτό πού πέτυχε ὁ Χριστός (ἡ κατανίκηση τοῦ θανάτου καί τό τίναγμά του ἀπό τόν τάφο) δέν ἦταν ἁπλῶς τό τέρμα τῆς δικῆς του ἐπίγειας πορείας. Εἶναι ἡ ἀρχή τῆς δικῆς μας πορείας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι σμικρογραφία αὐτοῦ πού ὁ ἴδιος ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι κάποια στιγμή θά συμβεῖ σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, σέ ὁλόκληρη τήν κτίση. Ὅταν λοιπόν μαζευόμαστε στίς πλατεῖες τό βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου, δέν γιορτάζουμε ἁπλῶς μία ἐπέτειο, κάτι πού ἔγινε καί τελείωσε. Γιορτάζουμε αὐτό πού πρόκειται νά γίνει. Δίνουμε μαρτυρία, φανερώνουμε στόν κόσμο τί προσδοκοῦμε γιά τό μέλλον.

        Ἐδῶ ἀκριβῶς - στή φράση «τί προσδοκοῦμε γιά τό μέλλον» - βρίσκεται ἡ καρδιά τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού κατά ἕναν περίεργο τρόπο ἔχουμε μᾶλλον λησμονήσει. Οἱ περισσότεροι πιστεύουμε ὅτι τό τέλος κάθε ἀνθρώπου εἶναι ὁ θάνατός του, καί ὅτι (γιά ὅσους πιστεύουν) αἰώνια ζωή εἶναι τό νά πάει ἡ ψυχή (δίχως τό σῶμα) γιά πάντα κοντά στόν Θεό. Ὅμως: Εἶναι αὐτό σίγουρα αὐτό ποῦ θέλει ὁ Θεός; Θέλει ὁ Θεός μίαν αἰωνιότητα ὅπου γιά πάντα ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι κομματιασμένος, μέ διαλυμένο σῶμα καί ἀσώματη ψυχή; Γιά κάτι τέτοιο ἦρθε ὁ Χριστός; Τότε γιατί ἡ ἱστορία του δέν τελείωσε πάνω στόν Σταυρό; Δέν θά πήγαινε, οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ ψυχή του στίς ἀγκάλες τοῦ Πατρός του; Κάτι ἄλλο μᾶς λένε τά εὐαγγέλια: Ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, καί ἀναστήθηκε πλήρης. Μαζί, δηλαδή, μέ τό κορμί του, καί μάλιστα ἀναβαθμισμένο: ἄφθαρτο. Ὑλικό μέν, ἀλλά πλέον δίχως φθορά καί δίχως θάνατο. Δέν ἀναστήθηκε σάν διαφανές, ἄυλο, ἀσώματο φάντασμα!

        Ἀκούγεται περίεργο ὅποτε λεχθεῖ ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε μαζί μέ τό ὑλικό σῶμα του. Κι ὅμως. Στό τέλος τοῦ κατά Λουκᾶν εὐαγγελίου, ἐκεῖ ὅπου ἀναφέρονται οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στούς μαθητές του, βλέπουμε ὅτι οἱ μαθητές εἶχαν τήν ἴδια δυσκολία πού ἔχουν  καί πολλοί ἀπό τούς σημερινούς χριστιανούς: δέν μποροῦσαν νά χωνέψουν ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι σωματική. Ὁ Χριστός ὅμως τούς εἶπε: «Κοιτάξτε τά χέρια μου καί τά πόδια μου γιά νά βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος. Ψηλαφίστε μέ καί δεῖτε· ἕνα φάντασμα δέν ἔχει σάρκα καί ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε πώς ἔχω ἐγώ».

        Αὐτό, λοιπόν, ἐγκαινίασε καί ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός: Ὅτι στό τέλος τῆς ἱστορίας ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος θά ἀναστηθεῖ ὅπως αὐτός. Ὅλο τό σύμπαν θά γίνει ἄφθαρτο (ὅπως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ), χωρίς νά πάψει νά εἶναι ὑλικό. Ὁ θάνατος θά καταργηθεῖ ἅπαξ διά παντός. Θά καταργηθεῖ τελεσίδικα. Θά καταργηθεῖ γιά πάντα. Χωρίς γυρισμό στήν τωρινή κατάσταση τῆς φθορᾶς καί τοῦ πόνου.

        Ἐδῶ βρίσκεται ἡ χαώδης διαφορά τοῦ χριστιανικοῦ ὁράματος ἀπό τήν ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη. Στόν χριστιανισμό τό σύμπαν ὁδεύει πρός ἕνα τελικό φτάσιμο, πρός μία τελική ἀνακαίνισή του. Ὄχι σέ ἕναν αἰώνιο κύκλο ὅπου αἰωνίως θά ὑπάρχει ὁ θάνατος.

        Πανηγυρίζουμε, λοιπόν ἐπειδή μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔσκασε μύτη τό ἀνθρωπίνως ἀκατόρθωτο. Ἀπό τή στιγμή τῆς Ἀνάστασής του ξεκίνησε ἕνας πόλεμος, πού θά συνεχιστεῖ μέχρι νά ἔρθει ἡ τελική, καθολική, πανανθρώπινη Ἀνάσταση. Εἶναι αὐτό πού ἀκοῦμε τήν Μ. Παρασκευή: «Βασιλεύει, ἀλλ' οὐκ αἰωνίζει ἅδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν»? πού σημαίνει «Ὁ ἅδης βασιλεύει τώρα πάνω στό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἡ βασιλεία του δέν θά κρατήσει γιά πάντα». Τό μέλλον ἤδη ξεκίνησε μέ τήν προσωπική Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μά δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ. Στό μεσοδιάστημα αὐτό, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ἐπιλέξει ἐλεύθερα μέ ποιόν θά πάει καί ποιόν θά ἀφήσει. Ἄν θά στρατευτεῖ στά προκεχωρημένα χαρακώματα τῆς Ζωῆς ἤ ἄν θά συνταχτεῖ μέ τά λαγούμια τοῦ Θανάτου. Καί θάνατος εἶναι - ὅπως εἴπαμε - κάθε ἀποσύνθεση: ἀπό τόν βιολογικό θάνατο μέχρι τό νά ξεγράφω ἀπό τή ζωή μου τόν συνάνθρωπό μου. Θάνατος εἶναι τό ξεψύχισμα, θάνατος καί ἡ κοινωνική ἀδικία, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν ἀδυνάτων, ἡ ἀναλγησία γιά τόν ἀνθρώπινο πόνο.

        Ἄν, λοιπόν, ὄντως πιστεύουμε στό Χριστό καί στήν Ἀνάστασή του, τότε θά δεχτοῦμε τήν ὑπόσχεσή του γιά ἕναν νέο κόσμο, χωρίς κακό καί θάνατο. Αὐτό σημαίνει ἕνα χρέος: Τήν ρήξη τοῦ χριστιανοῦ μέ τίς δυνάμεις τοῦ θανάτου καί τῆς ἀδικίας.

        Δεῖτε πῶς ζωγραφίζει ἡ Ἐκκλησία τήν Ἀνάσταση. Ἡ εἰκόνα πού ἔχει ἐπικρατήσει δέν εἶναι αὐτή πού δείχνει τόν Χριστό νά πετάγεται ἀπό τόν τάφο ἀτομικά, μονάχος του, κρατώντας ἕνα σημαιάκι. Αὐτή δέν εἶναι κακή εἰκόνα, ἴσως ὅμως δέν εἶναι πλήρης. Πληρέστερη φαίνεται αὐτή πού ἀπεικονίζει τόν Χριστό μέσα στόν Ἅδη, ὅπου κατέβηκε ὅταν πέθανε στό Σταυρό. Στήν εἰκόνα αὐτή ἀξίζει νά προσέξουμε δύο ὑπέροχα στοιχεῖα:

        - Πρῶτον: Ὁ Χριστός ἔχει εἰσβάλει στόν Ἅδη καί ἔχει τσακίσει τή δύναμή του. Πατάει πάνω σέ σπασμένες πόρτες φυλακῆς, πάνω σέ σπασμένα λουκέτα καί ἁλυσίδες. Πέθανε ἀκριβῶς γιά νά εἰσβάλει στόν Ἅδη καί νά τόν καταστρέψει.

        - Δεύτερον: Ὁ Χριστός δέν ἀπεικονίζεται μόνος. Ἀπεικονίζεται νά ἔχει ἁρπάξει ἀπό τό χέρι τόν ἄνθρωπο. Γιά τήν ἀκρίβεια, δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς σύν-ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἀκριβῶς, δηλαδή, πού μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ.

        Ἐπιτρέψτε μου, λοιπόν, νά κλείσω μέ δύο σκέψεις: Τή στιγμή πού θά ἀνάψω τό κερί τῆς Ἀνάστασης, νά σκεφτῶ ὅτι

        - Ἄτιμα θά κρατῶ τό κερί ἄν δέν εἶμαι πρόθυμος γιά ρήξη μέ ὅ,τι φυλακίζει τόν ἄνθρωπο.

        - Ἄτιμα θά τό κρατῶ ἄν δέν εἶμαι πρόθυμος γιά ἀλληλεγγύη μέ τόν ἀδικημένο.

        - Άτιμα θά κρατῶ τό ἀναμμένο κερί ἄν δέν τό κρατῶ μέ ἐμπιστοσύνη σ' αὐτόν πού μου προσφέρει τήν ἴδια τοῦ τή ζωή: ἐμπιστοσύνη δηλαδή στόν Χριστό, πού μέ καλεῖ νά γίνει μοίρα μου ἡ μοίρα Του: Ἡ ἀνάστασή Του.

Καλή μας Ἀνάσταση.

Ἀπό τό https://kafsokaliva.blogspot.gr/2012/04/blog-post_13.html

(Ἐκτενέστερη ἀνάλυση, βλ. στό: Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Μέ τήν ψυχή στά πόδια. Ἀπό τό μνῆμα τό κενό στούς δρόμους τοῦ κόσμου, ἔκδ. Ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2007).