Περί ἀκηδίας

2014-08-01 14:36

Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου
            1. Πολλές φορές ἕνας ἀπό τούς κλάδους τῆς πολυλογίας, ὅπως τό εἴπαμε καί προηγουμένως, εἶναι καί ὁ παρών, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀποτελεῖ καί τό πρῶτο τέκνο της. Ἐννοῶ τήν ἀκηδία. Γί΄αὐτό καί τῆς ἐδώσαμε τήν θέσι ποῦ τῆς ἁρμόζει μέσα στήν ἀθλία ἁλυσίδα τῶν παθῶν.

            Ἀκηδία σημαίνει παράλυσις τῆς ψυχῆς καί ἔκλυσις τοῦ νοῦ, ὀκνηρία καί ἀδιαφορία πρός τήν ἄσκησι, μίσος πρός τίς μοναστικές ὑποσχέσεις. (Ἡ ἀκηδία εἶναι ἀκόμη) αὐτή πού μακαρίζει τούς κοσμικούς, ποῦ κατηγορεῖ τόν Θεόν ὅτι δέν εἶναι εὐσπλαγχνικός καί φιλάνθρωπος, ποῦ φέρνει ἀτονία τήν ὥρα τῆς ψαλμωδίας καί ἀδυναμία τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Αὐτή ποῦ μᾶς κάνει σιδερένιους στά διακονήματα, ἀόκνους στό ἐργόχειρο, σπουδαίους στήν πρακτική ζωή τῆς ὑπακοῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν θεωρητική ζωή τῆς ἡσυχίας).
            2. Ἄνδρας πού ἀσκεῖ τήν ζωή τῆς ὑπακοῆς δέν γνωρίζει τί σημαίνει ἀκηδία, διότι φθάνει στά πνευματικά μέσω τῶν αἰσθητῶν, (τά ὁποία αἰσθητά δέν φέρνουν ἀκηδία).
            3. Τό κοινόβιο εἶναι ἐχθρός της ἀκηδίας, ἐνῶ σ΄ ἕναν ἡσυχαστή ἡ ἀκηδία γίνεται σύζυγος αἰώνιος, δέν θά τόν ἀποχωρισθῆ πρίν ἀπό τόν θάνατό του, καί πρίν ἔλθη τό τέλος του θά τόν πολεμᾶ καθημερινά. Μόλις ἀντικρυσε τό κελλί τοῦ ἠσυχαστοῦ ἐμειδίασε καί ἀφοῦ τόν ἐπλησίασε ἔστησε κοντά τήν σκηνή της.
            4. Ὁ ἰατρός ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς τό πρωί, ἐνῶ ἡ ἀκηδία τούς ἀσκητᾶς τό μεσημέρι. Ἡ ἀκηδία προτρέπει τό ἔργο τοῦ ξενοδόχου καί παρακαλεῖ νά γίνωνται ἐργόχειρα γιά νά προσφέρωνται ἐλεημοσύνες. Παρακινεῖ νά γίνωνται μέ προθυμία ἐπισκέψεις στούς ἀσθενεῖς, ὑπενθυμίζουσα τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἠσθένησα καί ἤλθετε πρός μέ» (Μάτθ. κέ΄ 36). Μᾶς παρακαλεῖ νά πηγαίνωμε στούς λυπημένους καί στούς ὀλιγοψύχους. «Παραμυθεῖσθε τούς ὀλιγοψύχους» (Ἅ΄ Θέσ. ἐ΄ 14) μᾶς λέγει αὐτή ἡ ὀλιγόψυχη. Ἐνῶ ἱστάμεθα στήν προσευχή, μᾶς ὑπενθυμίζει διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα καί χρησιμοποιεῖ κάθε τέχνασμα, ὥστε νά μᾶς ἀποτραβήξη ἀπό ἐκεῖ, σάν μέ ἕνα καπίστρι, μέ κάποια αἰτία εὔλογη, αὐτή ἡ παράλογη.
            5. Ὁ δαίμων τῆς ἀκηδίας στόν μοναχό, τόν ὁποῖο ἔχει καταλάβει, δημιουργεῖ τίς τρεῖς πρῶτες ὧρες -πρώτη, τρίτη καί ἕκτη- μία κατάστασι φρίκης, πονοκέφαλο καί πυρετό καί ἀνακάτωμα τοῦ στομάχου. Μόλις φθάση ἡ ἐνάτη ὥρα παρατηρεῖται κάποια μικρή βελτίωσις. Μόλις στρωθῆ ἡ τράπεζα, ἀναπηδᾶ ὁ μοναχός ἀπό τό στρῶμα του. Μόλις ἔλθη ἡ ἑπομένη ὥρα τῆς προσευχῆς, αἰσθάνεται πάλι βεβαρημένο τό σῶμα του. Μόλις σταθῆ νά προσευχηθῆ, ἡ ἀκηδία τόν βυθίζει πάλι στόν ὕπνο καί μέ ἄκαιρα χασμουρητά τοῦ ἁρπάζει ἀπό τό στόμα τόν στίχο τῆς προσευχῆς.

            6. Ὅλα τά ἄλλα πάθη καταπολεμοῦνται μέ μία ἀντίστοιχη ἀρετή τό καθένα. Ἡ ἀκηδία ὅμως εἶναι γιά τόν μοναχό ἕνας ψυχικός θάνατος ποῦ περιέχει ὅλα τά κακά.
            7. Ἡ ἀνδρεία ψυχή κατώρθωσε νά ἀναστήση τόν νοῦ ποῦ ἦταν νεκρός. Ἡ ἀκηδία ὅμως καί ἡ ὀκνηρία κατώρθωσαν νά σκορπίσουν ὅλον τόν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.
            8. Ἔφ΄ ὅσον καί ἡ ἀκηδία εἶναι ἕνα ἀπό τά ὀκτώ πρωταρχικά πάθη τῆς ψυχῆς, καί μάλιστα τό βαρύτερο, ἄς τό ἀντιμετωπίσωμε καί αὐτό ἀναλόγως, ὅπως καί τά ἄλλα. Πλήν ἄς προσθέσωμε καί τοῦτο: Ὅταν δέν γίνεται ψαλμωδία καί ἀκολουθία, ἡ ἀκηδία δέν παρουσιάζεται. Καί ὅταν τελείωσε ὁ κανών τῆς προσευχῆς, τότε ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί.
            9. Τόν καιρό τῆς ἀκηδίας φαίνονται οἱ βιασταί. Καί τίποτε ἄλλο δέν προξενεῖ στόν μοναχό τόσους στεφάνους ὅσο ἡ ἀκηδία. Πρόσεξε καλά καί θά τήν ἀντιληφθῆς νά μήν ἀφίνη τά πόδια σέ ὀρθία στάσι, καί νά μᾶς σπρώχνη, ὅταν καθώμαστε, νά γέρνουμε στόν τοῖχο. Μᾶς προτρέπει ἐπίσης νά κοιτάζωμε ἔξω ἀπό τό παράθυρο, δημιουργώντας φανταστικά κτυπήματα καί βήματα ποδιῶν. Ἐκεῖνος ποῦ πενθεῖ τόν ἑαυτό του δέν γνωρίζει τί θά πῆ ἀκηδία.
            10. Ἄς δένεται καί αὐτός ὁ τύραννος μέ τήν μνήμη τῶν πταισμάτων, καί ἄς δέρνεται μέ τό ἐργόχειρο. Καί ἀφοῦ συρθῆ μέ τήν σκέψι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καί σταθῆ ἐμπρός μας, ἄς ἐρωτᾶται καταλλήλως:

«Λέγε μας λοιπόν καί σύ, παράλυτε καί ἔκλυτε, ποιός εἶναι ὁ κακός γονεύς σου; Ποιά εἶναι τά τέκνα σου; Ποιοί εἶναι αὐτοί ποῦ σέ πολεμοῦν; Καί ποιός ὁ φονευτῆς σου»;
            Αὐτός δέ ἀναγκαζόμενος θά μᾶς ἀποκρινόταν:

            «Ἐγώ σέ αὐτούς ποῦ ἀσκοῦν πραγματικά τήν ζωή τῆς ὑπακοῆς, «οὐκ ἔχω ποῦ τήν κεφαλήν κλίναι». Σέ ὅσους ἔχω τόπο, τούς εὑρίσκω στήν ἡσυχία καί συζῶ μαζί τους. Οἱ ἰδικές μου μητέρες εἶναι πολλές καί διάφορες: Ἄλλοτε ἡ ψυχική ἀναισθησία, ἄλλοτε ἡ λησμοσύνη τῶν ἄνω, καί μερικές φορές ἡ ὑπερβολική κόπωσις (εἴτε ψυχική εἴτε σωματική). Τά ἰδικά μου τέκνα εἶναι:

            Οἱ μετακινήσεις ἀπό τόν ἕνα τόπο στόν ἄλλο ποῦ γίνονται μαζί μου, ἡ παρακοή στόν πνευματικό πατέρα, ἡ λησμοσύνη τῆς Κρίσεως, καί μερικές φορές ἡ ἐγκατάλειψις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἰδικοί μου ἀντίπαλοι, ἀπό τούς ὁποίους τώρα ἔχω δεθῆ, εἶναι ἡ ψαλμωδία καί τό ἐργόχειρο. Ἐχθρική σ΄ ἐμένα εἶναι καί ἡ σκέψις τοῦ θανάτου, ἀλλά ἐκείνη ποῦ μέ θανατώνει τελείως εἶναι ἡ προσευχή, ἑνωμένη μέ τήν βεβαῖα ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Γιά τό ποιός ὅμως ἐγέννησε τήν προσευχή ἐρωτήσατε τήν ἴδια».
            (Πρόκειται γιά) νίκη! Ὅποιος τήν κατέκτησε, εἶναι δόκιμος γιά κάθε καλό ἔργο.

Ἀπό τό βιβλίο «Κλίμαξ», Ι.Μ.Παρακλήτου.

Ἀπό τό https://agiameteora.net/index.php/paterika/3345-giou-oannou-to-sinaitou-peri-kidias