Περί καταλαλιᾶς

2014-08-01 14:35

Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου

        1. Κανείς ἀπό ὅσους σκέπτονται ὀρθά δέν θά ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιά γεννᾶται ἀπό τό μίσος καί τήν μνησικακία. Γί΄αὐτό καί τήν ἐτοποθετήσαμε στήν σειρά τῆς μετά τούς προγόνους της. Καταλαλιά σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλά καί παχειά, παχειά βδέλλα, κρυμμένη καί ἀφανής, ποῦ ἀπορροφᾶ καί ἐξαφανίζει τό αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

        2. Ὑπάρχουν κόρες πού διαπράττουν αἴσχη, χωρίς νά κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καί ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καί ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπό τίς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καί στά πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερική καταλαλιά τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικά καί ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

        3. Ἄκουσα μερικούς νά καταλαλοῦν καί τούς ἐπέπληξα. Καί γιά νά δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοί τοῦ κακοῦ μου ἀπήντησαν ὅτι τό ἔκαναν ἀπό ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον πρός αὐτόν πού κατέκριναν. Ἐγώ τότε τούς εἶπα νά τήν ἀφήσουν αὐτοῦ του εἴδους τήν ἀγάπη, γιά νά μή διαψευσθῆ ἐκεῖνος πού εἶπε: «Τόν καταλαλοῦντα λάθρα τόν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψάλμ. ρ΄ 5). Ἐάν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τόν ἄλλον, ἄς προσεύχεσαι μυστικά γί΄ αὐτόν καί ἄς μή τόν κακολογῆς. Διότι αὐτός ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπό τόν Κύριον.

        4. Ἐπί πλέον ἄς μή λησμονής καί τοῦτο, καί ἔτσι ὁπωσδήποτε θά συνέλθης καί θά παύσης νά κρίνης αὐτόν ποῦ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στήν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῶ ὁ ληστής στήν χορεία τῶν φονέων. Καί εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σέ μία στιγμή ὁ ἕνας ἐπῆρε τήν θέσι τοῦ ἄλλου!

        5. Ὅποιος θέλει νά νικήση τό πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἄς ἐπιρρίπτη τήν κατηγορία ὄχι στόν ἄνθρωπο πού ἁμάρτησε, ἀλλά στόν δαίμονα ποῦ τόν ἔσπρωξε στήν ἁμαρτία. Διότι κανείς δέν  θέλει νά ἁμαρτήση στόν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

        6. Εἶδα ἄνθρωπο ποῦ φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν ποῦ ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεός τόν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιά του Τόν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

        7. Αὐτόν πού σου κατακρίνει τόν πλησίον, ποτέ μή τόν σεβασθῆς, ἀλλά μᾶλλον νά τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγώ καθημερινῶς σφάλλω σέ χειρότερα, καί πῶς μπορῶ νά κατακρίνω τόν ἄλλον»; Ἔτσι θά ἔχης δύο ὀφέλη, μέ ἕνα φάρμακο θά θεραπεύσης καί τόν ἑαυτό σου καί τόν πλησίον.

        8. Μία ὁδός, καί μάλιστα ἀπό τίς σύντομες ποῦ ὁδηγοῦν στήν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τό νά μή κρίνωμε, ἔφ΄ ὅσον εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μή κρίνετε, καί οὗ μή κριθῆτε» (Λούκ. στ΄ 37). Ὅπως δέν συμβιβάζεται ἡ φωτιά μέ τό νερό, ἔτσι καί ἡ κατάκρισις μέ ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τήν μετάνοια.

        9. Ἀκόμη καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἄν ἰδῆς κάποιον νά ἁμαρτάνη, μήτε τότε νά τόν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στούς ἀνθρώπους. Μερικοί ἔπεσαν φανερά σέ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφά ὅμως ἔπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καί ἐκεῖνο ποῦ ἐκρατοῦσαν στά χέρια τούς ἦταν καπνός καί ὄχι ἥλιος.

        10. Ἄς μέ ἀκούσετε, ἄς μέ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοί κριταί τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐάν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καί πράγματι εἶναι, ὅτι «ἕν ὤ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ΄ 2), τότε ἄς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιά ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τόν πλησίον εἴτε ψυχικά εἴτε σωματικά, θά περιπέσωμε σ΄αὐτά. Καί δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη διαφορετικά.

        11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροί καί σχολαστικοί κριταί τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπό αὐτό τό πάθος, ἐπειδή δέν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιά τά ἰδικά τούς ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτική φροντίδα (γνώσι) καί μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τό περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καί ἰδῆ μέ ἀκρίβεια τά ἰδικά τοῦ κακά, γιά τίποτε ἄλλο δέν θά φροντίση πλέον στήν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δέν τοῦ ἐπαρκεῖ γιά νά πενθήση τίς ἰδικές τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καί ἄν θα ἐζοῦσε ἑκατό ἔτη, καί ἄν θά ἔβλεπε ὁλόκληρο τόν Ἰορδάνη ποταμό νά βγαίνη ἀπό τούς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

        12. Περιεργάσθηκα καλά τήν κατάστασι τοῦ πένθους καί δέν εὕρηκα σ΄ αὐτήν ἴχνος καταλαλιᾶς ἤ κατακρίσεως.

        13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικά ἤ στό νά ἁμαρτήσωμε ἤ, ἄν δέν ἁμαρτήσωμε, στό νά κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μέ τό δεύτερο νά μολύνουν οἱ κακοῦργοι τό πρῶτο. Ἄς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καί φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καί τοῦτο: Τίς διδασκαλίες, τά πράγματα ἤ τά κατορθώματα τοῦ ἄλλου τά κατηγοροῦν καί τά διαβάλλουν μέ εὐχαρίστησι καί εὐκολία, (νικημένοι καί) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπό τό πνεῦμα τοῦ μίσους.

        14. Εἶδα μερικούς οἱ ὁποῖοι μυστικά καί κρυφά διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καί στηριζόμενοι στήν ὑποκριτική καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μέ αὐστηρότητα αὐτούς πού ὑποπίπτουν σέ μερικά μικρά σφάλματα, τά ὁποῖα καί φανερώνουν.

        15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδής ἁρπαγή τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

        16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καί χωρίς νά ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νά καταστρέψη τόν ἄνθρωπο, ἔτσι καί ἡ κατάκρισις, ἐάν καί μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νά μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καί ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

        17. Ὁ καλός «ραγολόγος» τρώγει τίς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καί δέν πειράζει καθόλου τίς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καί συνετός ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετές βλέπει στούς ἄλλους τίς σημειώνει μέ ἐπιμέλεια, ἐνῶ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τά ἐλαττώματα καί τίς κατηγορίες. Γί΄ αὐτόν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ΄ 7).

        18. Μή κατακρίνης καί ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μέ τούς ἴδιους τους ὀφθαλμούς σου, διότι καί αὐτοί πολλές φορές ἐξαπατῶνται. Βαθμίς δεκάτη! Ὅποιος τήν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἤ τοῦ πένθους.

Ἀπὸ τὴν «Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Λόγος 10ος.