Περί θανάτου (Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἡλιέ)

2014-08-02 15:08

       Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἡλιέ

        Πατέρες καί ἀδελφοί,

        Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς ὁμιλεῖ συχνά γιά τήν τελευταία ὥρα καί τό λεπτό της παρούσης ζωῆς μας, ἀπό τήν ὁποία κρίνονται ὅλες οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλά γιατί τόσο ἐνδιαφέρον καί προσοχή σ' αὐτή τήν ἐσχάτη στιγμή τῆς παρούσης ζωῆς μας;

        Ἡ τελευταία αὐτή ὥρα εἶναι ἀνώτερη ἀπό ὅλη τήν ζωή μας, ὅσο μακροχρόνια καί νά ἦταν αὐτή. Γιά νά καταλάβουμε αὐτό πρέπει νά σκεφθοῦμε ὅτι γι' αὐτό τό τελευταῖο λεπτό ὁ Ἐπουράνιος Πατήρ μᾶς ἔστειλε στόν κόσμο τόν Μονογενῆ Του Υἱό. Γι' αὐτό τό λεπτό ὁ Χριστός γεννήθηκε ὡς βρέφος στήν σπηλιά, σπαργανώθηκε στήν φάτνη, ἔκλαυσε μέσα στά ἄχυρα καί ὑπέμεινε τά πάντα ἀπό τό ἀχάριστο γένος τῶν ἀνθρώπων μέχρι τοῦ ὀδυνηροῦ καί σταυρικοῦ Του θανάτου. Γι' αὐτό τό λεπτό γράφθηκαν τά τέσσερα εὐαγγέλια γιά νά μᾶς ἐλευθερώσουν ἀπό τήν πλάνη, νά μᾶς διδάξουν γιά τόν οὐράνιο σκοπό μας καί νά μᾶς προετοιμάσουν γιά τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς μας. Γι' αὐτό τό λεπτό δόθηκαν τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ἑπτά Μυστήρια, ὡς μέσα ἁγιασμοῦ μας, οἱ Δέκα Ἐντολές καί τελευταία ἡ κλῆσις γιά τήν μοναχική ζωή μας. Γι' αὐτό τό λεπτό τόσοι ἅγιοι ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο γιά τίς ἐρήμους, τίς σπηλιές καί τίς τρῶγλες τῆς γής καί ἀγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου γιά τήν ἐσχάτη καλή ἀπολογία ἐνώπιόν του Δικαίου Κριτοῦ. Γι' αὐτό τό λεπτό τόσα ἑκατομμύρια μάρτυρες ὑπέφεραν τά βάσανα καί ἐθυσίαζαν τήν παροῦσα ζωή γιά νά κερδίσουν τήν αἰώνια.

        Ἀδελφοί μου, ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἐχθρός της σωτηρίας μᾶς γνωρίζει καλλίτερα ἀπό ἐμᾶς πόση μεγάλη σημασία ἔχει αὐτό τό τελευταῖο λεπτό της ζωῆς μας. Γι' αὐτό τότε μᾶς προκαλεῖ μεγάλους καί φοβερούς πειρασμούς, γιά νά θανατώση τήν ψυχή μας καί νά μᾶς ἀπομακρύνη ἔστω τήν ἐσχάτη ἐκείνη στιγμή ἀπό τόν Θεό καί Σωτήρα μας.

        Καί τώρα νά σᾶς κάνω τήν ἐρώτηση: Ἄραγε γνωρίζετε ποιοί εἶναι οἱ πειρασμοί τούς ὅποιους παρουσιάζει ὁ διάβολος στήν ὥρα τῆς ἐξόδου μᾶς ἀπ' αὐτή τήν ζωή;

        Κατά τούς Ἁγίους Πατέρας τέσσερεις εἶναι οἱ ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ στίς ἐπιθανάτιες στιγμές.

        Ὁ πρῶτος πειρασμός τοῦ διαβόλου γίνεται ἐναντίον τῆς πίστεώς μας. Βλέποντας ὁ διάβολος ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀδυνάτισε, ἀρχίζει νά τοῦ σπέρνη στόν νοῦ λογισμούς ἀπιστίας καί ἀμφιβολίας γιά τήν ὀρθόδοξο πίστι μας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σ' αὐτή τήν περίπτωσι μᾶς συμβουλεύει τά ἑξῆς: «Ὅταν ἰδοῦμε ὅτι μᾶς φέρνει λογισμούς ἀπελπισίας καί ἀπιστίας κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, ν' ἀπομακρύνουμε αὐτούς ἀπό τήν σκέψι μᾶς λέγοντας: «Πήγαινε ὀπίσω μου, σατανᾶ, πατέρα τοῦ ψεύδους, διότι δέν θέλω οὔτε νά σέ ἀκούω. Μοῦ εἶναι ἀρκετό νά πιστεύω σ' αὐτά πού πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μου». Δέν πρέπει νά δίνουμε καθόλου σημασία στούς λογισμούς τῆς ἀπιστίας, ὅπως μᾶς διδάσκει καί ἡ Ἁγία Γραφή: «ἐάν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῆ ἐπί σέ, τόπον σου μή ἁφῆς», (Ἐκκλησ. 10,4). Ἐνῶ, ἐάν ὁ πονηρός ὄφις σέ ἐρωτήση: «Καί τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία»; Μή τοῦ δώσης προσοχή καί μή τοῦ ἀπαντήσης καθόλου. Ἐάν εἶσαι δυνατός στήν πίστι καί θέλεις νά τόν ἐντροπιάσης, ἀπάντησέ του νοερά: «Ἡ Ἁγία μου Ἐκκλησία πιστεύει στήν ἀλήθεια». Ἐάν σέ ἐρωτήση πάλι: «ποιά ἀλήθεια;» νά τοῦ ἀπαντήσης: «Αὐτή τήν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία». Κράτησε τόν νοῦ σου δυνατά καί σταθερά στόν Σταυρωθέντα Κύριο, λέγοντάς Του: «Θεέ μου Πλάστη μου καί Δημιουργέ μου, βοήθησε μέ γρήγορα γιά νά μή ἀπομακρυνθῶ ἀπό τήν ἀλήθειά Σου καί τήν πίστι Σου. Καθώς μέ τήν Χάρι Σου μέ ἀνεγέννησες ἔτσι μέχρι τέλους τῆς παρούσης ζωῆς μου νά μέ φυλάξης πρός δόξα τοῦ Ὀνόματός Σου».

        Ὁ δεύτερος πειρασμός στήν ὥρα τοῦ θανάτου μᾶς εἶναι τῆς ἀπελπισίας. Προσπαθεῖ δηλαδή ὁ διάβολος νά μᾶς προκαλέση φόβο ἐνθυμίζοντας τίς ἁμαρτίες μας γιά νά μᾶς ρίξη ἔτσι στόν βυθό τῆς ἀπελπισίας. Ἀλλά ἐσύ, ἀδελφέ μου, στάσου γενναῖος σ' αὐτό τόν κίνδυνο καί νά γνωρίζης ἐκ τῶν προτέρων δύο πράγματα: Ἐάν ἡ ἐνθύμησις τῶν ἁμαρτιῶν σου σέ ταπεινώνη καί σού προκαλῆ πόνο στήν καρδιά σου, διότι ἐλύπησες τόν Θεό μέ τίς ἁμαρτίες σου, καί αὐτός ὁ πόνος σου φέρνει στήν ψυχή εἰρήνη, ἀγάπη γιά τόν Θεό καί πραότητα, τότε νά ξέρης ὅτι αὐτή ἡ ἐνθύμησις εἶναι ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅταν σου προκαλεῖ ὀργή στήν καρδιά, ἀδημονία καί ταραχή, νά γνωρίζης ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ δαίμονος, ὁ ὅποιος θέλει νά σέ ρίξη στόν λάκκο τῆς ἀπελπισίας πιστεύοντας ὅτι δέν ὑπάρχει γιά ἐσένα σωτηρία καί ὅτι θά κολασθῆς. Τότε νά ταπεινώνεσαι περισσότερο καί νά ἔχης τήν ἐλπίδα σου στόν Θεό καί ὄχι στά ἔργα σου. Μόνο ἔτσι μέ γλυτώσης ἀπό τούς νοητούς ἐχθρούς, θά σύντριψης τά ἅρματά τους καί θά δοξάσης τόν Θεό. Κατόπιν, ἐάν σου φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός σου λέγει πῶς δέν εἶσαι ἀπό τά πρόβατά Του, νά μή χάσης τήν ἐλπίδα σου πού ἔχεις πρός Αὐτόν, ἀλλά μέ ταπείνωσι νά Τοῦ εἴπης: «Πράγματι ἔχεις δίκαιο, Θεέ μου, ἄν μέ ἀρνηθῆς λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἀλλά ἐγώ ἔχω μεγάλη ἐλπίδα στό ἔλεός Σου ὄτι  θά μέ συγχωρέσης. Ζητῶ τήν σωτηρία γιά τήν παναθλία μου ψυχή, ἡ ὁποία γιά τήν κακία τῆς εἶναι ἄξια τιμωρίας, ἀλλά πού γι' αὐτήν ἔχυσες τό παντιμο Αἷμα Σου. Θέλω νά σωθῶ, Λυτρωτά μου, γιά τήν δόξα Σου ἔχοντας ἐλπίδα στό ἄπειρο ἔλεός Σου, γι' αὐτό καί ἀφήνω τόν ἑαυτό μου στά χέρια Σου. Κᾶνε γιά μένα αὐτό πού θέλει ἡ εὐσπλαχνία Σου, διότι γιά μένα μόνο ἐσύ εἶσαι ὁ Δεσπότης μου, καί ἄν ἀκόμη ἀποθάνης, ἐγώ πάλι σέ Ἐσένα θά ἔχω τήν ἐλπίδα μου».

        Ὁ τρίτος πειρασμός τοῦ διαβόλου στήν ὥρα τοῦ θανάτου μᾶς εἶναι τῆς κενοδοξίας καί τῆς ἐμπιστοσύνης στά ἔργα μας πού ἐκάναμε. Γι' αὐτό οὐδέποτε, μά προπαντός στήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς μας, νά μή ἀφήσουμε τόν νοῦ μας νά αἰσθανθῆ ἱκανοποίησι γιά τά ἔργα πού ἔκανε, ἔστω καί νά ἐπέτυχε ὅλες τίς ἀρετές τῶν ἅγιων. Τό στήριγμά μας σέ ἐκείνη κυρίως τήν ὥρα νά εἶναι μόνο ἡ ἐλπίδα μας στόν Θεό, στό ἔλεός Του, στό Τίμιο Αἷμα Του πού ἔχυσε ἀπό ἀγάπη γιά ἐμᾶς καί τήν σωτηρία μας. Πάντοτε, μά προπαντός ἐκείνη τήν ὥρα, νά κατηγοροῦμε τόν ἑαυτό μας, νά τόν καταδικάζουμε ὡς ἄξιο τιμωρίας, χωρίς νά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί ἐάν μᾶς παρουσιάση ὁ πειρασμός κάποιο καλό ἔργο μας, ἐμεῖς νά λέγωμεν τότε, ὅτι ὁ Θεός τό ἔκανε καί ὄχι ἐμεῖς. Ἐπί πλέον νά μή περιμένουμε τόν δίκαιο δῆθεν μισθό γιά τά ἔργα μας, γιά τούς ἀγῶνες μας καί τίς νίκες μας κατά τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας. Νά παραμένουμε συνεχῶς μέσα σέ ἕνα ἅγιο φόβο, σκεπτόμενοι ὅτι ὅλοι οἱ κόποι καί οἱ ἀγῶνες μας θά ἦταν μάταιοι καί ἀνεκτέλεστοι, ἐάν ὁ Θεός δέν μᾶς εἶχε ὑπό τήν σκέπη Του καί τήν βοήθειά Του. Ὅταν σκεπτώμεθα ὅλα αὐτά, οἱ δαίμονες δέν θά μπορέσουν τότε νά σπάσουν τόν δεσμό μας μέ τόν Ἐπουράνιο Πατέρα μας καί θά περάσουμε μέ τό ἔλεός Του χαρούμενοι ἀπό αὐτή τήν γῆ τῆς ἐξορίας στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τήν περιπόθητη πατρίδα μας.

        Ὁ τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στίς τελευταῖες μας στιγμές εἶναι οἱ φαντασίες καί οἱ διάφορες μορφές καί παραστάσεις.

        Σ' ὁλόκληρη τήν ζωή μας ὁ πονηρός ἐχθρός δέν μᾶς πολεμᾶ μέ φαντασίες τόσο ὅσο στό τέλος τῆς ζωῆς μας, θέλοντας νά μᾶς πλανήση μέ τίς ψευδοαπάτες, δῆθεν θεωρίες καί τούς μετασχηματισμούς του σέ ἄγγελο φωτός.

        «Σ' ὅλα αὐτά, ἀδελφέ μου, νά παραμένης σταθερά στήν συναίσθησι τῆς μηδαμινότητος καί ἁμαρτωλότητός σου. Ὅταν ἔλθη μέ φαντασίες ὁ διάβολος νά σέ προσβάλη, μέ θάρρος καί τολμηρή καρδιά νά τοῦ εἰπῆς: «Χάσου, ἄθλιε, στό σκοτάδι σου, διότι δέν μοῦ χρειάζονται οἱ φαντασίες σου. Δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό ἄλλο τίποτε, παρά ἀπό τήν εὐσπλαχνία τοῦ Ἰησοῦ μου καί τίς πρεσβεῖες τῆς Ἀειπαρθένου, Μητρός Του καί τῶν ἄλλων Ἁγίων. Ἐάν καί μετά ἀπό πολλές ἀποδείξεις καί ἐμφανίσεις καταλάβης ὅτι εἶναι ἀληθινά σημεῖα ἀπό τόν Θεό καί πάλι διῶξε τά καί ὅσο μπορεῖς νά τά ἀπομακρύνης ἀπό κοντά σου. Δέν θά λυπηθῆ ὁ Θεός γι' αὐτή τήν στάσι σου, ἔστω καί νά προέρχωνται οἱ θεωρίες ἀπ' Αὐτόν. Γνωρίζει Ἐκεῖνος νά σέ πείση, ἐάν τά σημεῖα εἶναι ἀπ' Αὐτόν, ὥστε νά τά δεχθῆς».

        Αὐτές εἶναι οἱ σπουδαιότερες ἐπιθέσεις μέ τίς ὅποιες συνηθίζουν οἱ νοητοί ἐχθροί μας νά μᾶς προσβάλλουν στά τελευταῖα λεπτά τῆς ζωῆς μας....

        Ἀπό τούς παλαιοτέρους καιρούς οἱ ἐκλεκτοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὤπλιζοντο δυνατά κατά τῆς ἁμαρτίας μέ τήν συνεχῆ ἐνθύμησι τοῦ θανάτου. Ὡς πρῶτος διδάσκαλος τῆς μνήμης τοῦ θανάτου θεωρεῖται ὁ Νῶε, ὁ ὅποιος πρό τοῦ χωρισμοῦ τῶν παιδιῶν του, τά ἐκάλεσε καί τούς ἐμοίρασε τά ὀστᾶ τοῦ προπάτορος Ἀδάμ, τά ὅποια διατηροῦσε στήν Κιβωτό ὡς κληρονομιά ἀπό τούς παλαιοτέρους πατριάρχας. Ὅταν τά ἐμοίρασε στά παιδιά του, ἐκεῖνα τόν ἐρώτησαν: «Σέ τί θά μᾶς ὠφελήσουν αὐτά τά ὀστᾶ τοῦ Ἀδάμ, πάτερ;» καί ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Παιδιά μου, μεγάλη ὠφέλεια θά σᾶς προξενοῦν αὐτά, ἐάν πάντοτε τά ἀντικρύζετε. Ἀπό πολλές κακίες θά σᾶς ἐμποδίζουν καί σέ πολλά καλά ἔργα θά σᾶς προτρέπουν. Βλέποντας αὐτά θά ἐνθυμῆσθε τίς ψυχές τῶν προπατόρων μας, οἱ ὅποιες τώρα βασανίζονται στίς φοβερές φυλακές τοῦ ἅδου, διότι κατεπάτησαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ φαγόντες ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Μή ξεχνᾶτε ὅτι καί ἐσεῖς μετά ἀπό ὀλίγο καιρό θά ἀποθάνετε καί ἐάν ἐδῶ καταπατήσετε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θά βασανίζεσθε ἐκεῖ αἰωνίως, ὅπως οἱ προπάτορες  Ἀδάμ καί Εὕα. Νά γιατί πρέπει νά μνημονεύετε τόν θάνατο, βλέποντας τά ὀστᾶ αὐτά, ὥστε νά φυλάγετε ἐδῶ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ» (Ἀπό τό βιβλίο «Θύρα τῆς Μετανοίας»).

        Ἀλλά καί ὁ κανών τῆς ὑπομονῆς ὁ δίκαιος Ἰώβ θέλοντας νά δείξη πόση ὠφέλεια ἔχει ἡ θεωρία τῶν τάφων καί ὀστῶν τῶν νεκρῶν, γι' αὐτούς πού θέλουν στήν ζωή τῶν νά διορθωθοῦν, λέγει: «καί αὐτός εἰς τάφους ἀπηνέχθη καί ἐπί σωρῶν ἠγρύπνησεν» (Ἰώβ 21,32). Πράγματι, τίποτε δέν ξυπνᾶ τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν χαύνωσι καί ἀναισθησία καί τίποτε δέν τόν ἐμποδίζει τόσο ἀπό τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, ὅσο ἡ σκέψις τοῦ θανάτου. Τό ἴδιο τονίζει καί ἡ Ἁγία Γραφή, ὅταν λέγη: «Υἱέ μου, μνήσθητι τῶν ἐσχάτων σου καί οὐδέποτε ἁμαρτήσει».

        Ἐμεῖς οἱ θνητοί, ἀφ' ὅτου γεννώμεθα, ἀρχίζουμε ὁλοταχῶς νά τρέχουμε πρός τόν τάφο. Μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο ἄκρων καί ὁρίων, τῆς γεννήσεως καί τοῦ θανάτου, προσδιορίζεται ἡ ἀπόστασις τῆς παρούσης ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι ὅπως ὁ ἀντίλαλος μιᾶς φωνῆς πού ἀκούγεται καί γρήγορα χάνεται. Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ (7,6): «ὁ δέ βίος μου ἐλαφρότερος λαλιᾶς». Κανείς ἀπό τούς φιλοσόφους καί ρήτορας αὐτοῦ του κόσμου δέν μπορεῖ νά μᾶς ὠφελήση περισσότερο, ὅσο ἡ φωνή τοῦ θανάτου.

        Ὅταν τό σῶμα μᾶς διεγείρεται ἀπό τίς κακές του ἐπιθυμίες, νά ἐρωτᾶμε τόν θάνατο: «Τί λέγεις, ὤ θάνατε, νά συγκατατεθῶ στούς αἰσχρούς λογισμούς καί νά τελέσω τήν ἁμαρτία ἐνώπιόν του Θεοῦ ἡ ὄχι;». Τότε ἄς ἀκούσωμε τήν Γραφή πού λέγει: «Τό δέ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωή καί εἰρήνη» (Ρώμ. 8,6) διότι  «εἰ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν, εἰ δέ πνεύματι τάς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. 8,13). Ἐνῶ, ὅταν ἡ φιλαργυρία μᾶς αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ, ὥστε νά συγκεντρώσουμε χρήματα, χωρίς νά τά προσφέρουμε αὐτά ὡς ἐλεημοσύνη στούς πτωχούς, ἄς ἀκούσωμε πάλι τόν Κύριο στό κατά Ματθαῖο Εὐαγγέλιο νά μᾶς λέγει: «Μή θησαυρίζετε ὑμίν θησαυρούς ἐπί τῆς γής, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει» (6, 19). Καί ποιό θά εἶναι τό τέλος τῶν ἄσπλαχνων καί φιλάργυρων: «καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον» (Μάτθ. 25,46). Καί ὅταν πάλι ὁ λογισμός μᾶς συμβουλεύει νά τρώγωμε, νά πίνουμε καί νά διασκεδάζουμε σ' αὐτό τόν κόσμο, ἄς ἐρωτᾶμε τόν θάνατο καί αὐτός θά μᾶς λέγη: Ἄνθρωπε, πρόσεχε διότι «οὐ γάρ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίω» (Ρώμ. 14,17). Πρόσεχε διότι «οὔτε μέθυσοι, οὔτε πλεονέκται, οὐ λοίδοροι βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι» (Ἅ' Κόρ. 6,10).

        Πατέρες καί ἀδελφοί, γνωρίζουμε σίγουρα ὅτι ὅλοι θά ἀποθάνουμε, ἀλλά τό πιό συγκλονιστικό εἶναι ὅτι δέν γνωρίζουμε πῶς καί πότε θά ἀποθάνουμε. Μᾶς περιμένει λοιπόν ὁ θάνατος, ἀλλά εἴμεθα προετοιμασμένοι γι' αὐτόν; Ἀκοῦμε συχνά ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο ὅτι Μαρία ἡ Μαγδαληνή καθόταν ἀπέναντί του τάφου τοῦ Κυρίου καί ἔκλαιε, ἐνῶ ὁ δίκαιος Ἰώβ μέσα στούς πόνους καί τούς στεναγμούς τοῦ ἔλεγε: «ἐάν δέ ὑπομείνω, ἅδης μου ὁ οἶκος, ἐν δέ γνόφω ἔστρωταί μου ἡ στρωμνή. Θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καί ἀδελφήν σαπρίαν» (17,13-14). Νά σκεπτώμεθα, ἀδελφοί μου, ὅτι τό μνῆμα εἶναι ἡ πατρίς ὅλων τῶν καλῶν ἔργων καί ὁ τόπος κάθε χριστιανικῆς φιλοσοφίας. Νά πηγαίνουμε καί ἐμεῖς συχνά στούς τάφους καί στό Κοιμητήριο καί ἐκεῖ θά διδασκώμεθα ὅσα δέν μποροῦν νά μᾶς προσφέρουν ὅλες οἱ ἀνθρώπινες φιλοσοφίες. Καί ἐάν μέ τόν νοῦ μᾶς εἰσέλθουμε μέσα στόν τάφο, θά ἀκούσωμε τίς φωνές τῶν κεκοιμημένων νά λέγουν πρός ἐμᾶς: «Ἐδῶ, βασιλεῦ, εἶναι τό σκῆπτρο σου, ἐδῶ ἡγεμόνες τοῦ κόσμου εἶναι τά παλάτια σας, ἐδῶ δικαστή εἶναι τό κρεββάτι σου, ἐδῶ, ἀρχιερεῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μίτρα σου, ἐδῶ φιλόσοφε, εἶναι ἡ ἀκαδημία σου, ἐδῶ διδάσκαλε, εἶναι τό σχολεῖο σου, ἐδῶ ρῆτορ εἶναι ὁ ἄμβων σου, ἐδῶ μοναχέ, εἶναι ἡ ἄσκησί σου, ἐδῶ θνητέ ἄνθρωπε, εἶναι ἡ κατοικία σου...».

        Τήν παροδικότητα τῆς ζωῆς μας τήν περιγράφει σέ πολλά σημεῖα της ἡ Ἁγία Γραφή: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι χόρτος καί ἄνθος χόρτου (Ψάλμ. 89,5-6), εἶναι σκιά, ἡ ὁποία ἀναχωρεῖ γρήγορα καί ἐξαφανίζεται (Ἅ΄ Παραλειπ. 29,15) εἶναι καπνός: «ὅτι ἐξέλιπον ὡσεί καπνός αἵ ἡμέραι μου καί τά ὀστᾶ μου ὡσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψάλμ. 101,4). Ἡ ζωή μᾶς ὁμοιάζει μέ τό πέταγμα τοῦ ἀετοῦ (Ἰώβ 9,26), εἶναι τόσο σύντομη ὅσο χρειάζεται νά γκρεμίση κάποιος μία καλύβα πού μόλις ἐφτίαξε (Ἤσ. 38,12), τρέχει ὅπως τό νερό ἐπί τῆς γής (Β' Βασιλ. 14,14), ὅμοια- ζεῖ μέ τόν ὕπνο καί τήν ἀτμίδα (Ἴακωβ. 4,14).

        Καί ἐάν, ἀδελφέ μου, ὅλα αὐτά τά ἐγνώριζες ἡ τά ἔμαθες ἀπό τίς Ἁγίες Γραφές, γιά ποιά αἰτία ἔδεσες τήν καρδιά σου μέ τά μάταια καί ἐφήμερα πράγματα τοῦ κόσμου; Γιά ποιά αἰτία δέν ἀγωνίσθηκες νά βάλης καλή ἄρχη μετανοίας καί καθαρᾶς ζωῆς ἐνώπιόν του Θεοῦ; Ἡ φωνή τῶν νεκρῶν ἄς ἦχοι πάντοτε στά αὐτιά μας: «Νήφετε καί ἀγρυπνεῖτε, ἀδελφοί μου, ὅσο ἔχετε καιρό, διότι δέν γνωρίζετε τήν ἀκριβῆ ὥρα πού θά ἔλθετε πρός ἐμᾶς»!

        Μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἄς ἔχουμε τήν σκέψι μας πάντοτε στό τελευταῖο λεπτό της ζωῆς μας, ὅπου τότε θά κριθῆ ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας ἡ σωτηρία της. Ἀπ' αὐτό τό λεπτό κρίνεται ἡ αἰωνιότης στήν κόλασι ἤ στόν παράδεισο, ὅπου ἡ κατάστασις παραμένει ἀμετάβλητος στούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἱερομονάχου Κλεόπα Ἡλιέ, «Πνευματικοί Λόγοι», Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1992

Ἀπό τό https://www.impantokratoros.gr/gkleopas_peri_thanatou.el.aspx