Παραινέσεις περί ἤθους ἀνθρώπων καί χρηστῆς πολιτείας (Β' μέρος)

2014-08-02 09:17

          Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

101. Η ΑΛΟΓΗ ΨΥΧΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΔΟΥΛΗ ΣΤΟ ΣΩΜΑ

            Ἡ ψυχή, τῆς ὁποίας τό λογικό (ἡ ὀρθή σκέψης) νικήθηκε καί παρεσύρθη (ἀπό τίς ἡδονές), ἐνῶ εἶναι ἀθάνατη καί (πρέπει νά εἶναι) κυρία τοῦ σώματος, γίνεται δούλη στό σῶμα της μέ τίς ἡδονές, χωρίς νά καταλαβαίνει ὅτι ἡ καλοπέραση καί ἡ πολλή φροντίδα τοῦ σώματος, βλάπτει (θανάσιμα) τήν ψυχή. Ἀναίσθητη τότε (στό καλό) καί σάν μωρή (πλέον) φροντίζει (μόνον) γιά τήν τροφή τοῦ σώματος.
102. Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
            Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πονηρός. Τίποτε κακό στόν οὐρανό, τίποτε καλό στή γῆ. Ὁ λογικός ἄνθρωπος ὅμως διαλέγει τό καλλίτερο καί (ἔτσι) γνωρίζει τόν Θεό τῶν ὅλων καί τόν εὐχαριστεῖ καί τόν ὑμνεῖ, καί πρίν πεθάνει περιφρονεῖ τό σῶμα καί τό ἐμποδίζει νά πραγματοποιήσει τίς πονηρές αἰσθήσεις, γιατί γνωρίζει τήν καταστρεπτική τους ἐνέργεια, δηλαδή πῶς θά χαθεῖ αἰώνια.

103. Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΗΣΙΑ

            Ὁ Πονηρός ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τήν πλεονεξία καί καταφρονεῖ τή δικαιοσύνη, χωρίς οὔτε νά λογαριάζει τό ἀβέβαιο, τό ἄστατο καί τό ὀλιγοχρόνιό της ζωῆς του, οὔτε νά ἐνθυμεῖται τό ἀδωροδόκητο καί ἀναπόφευκτό του θανάτου. Κι' ἄν καταντήσει αἰσχρός καί ἀνόητος γέρος, εἶναι σάν τό σάπιο ξύλο, τελείως ἄχρηστος γιά ὁτιδήποτε.

104. ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΚΑΙΡΩΝ

            Μόνον ὅταν δοκιμάζουμε λύπη, τότε αἰσθανόμεθα τίς ἡδονές καί τή χαρά. Ὅπως, ἄν δέν διψάσει κανείς, δέν νοιώθει εὐχαρίστηση ὅταν πίνει, οὔτε τρώγει μέ εὐχαρίστηση ἄν δέν πεινάσει, οὔτε κοιμᾶται εὐχάριστα ἄν δέν νυστάξει πολύ, οὔτε νοιώθει τή χαρά, ἄν πρωτύτερα δέν λυπηθεῖ. Ἔτσι, οὔτε τά αἰώνια ἀγαθά θά ἀπολαύσομε, ἄν δέν καταφρονήσουμε τά ὀλιγοχρόνια.

105. Ο ΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΥ

            Ὁ λόγος εἶναι ὑπηρέτης τοῦ νοῦ. Διότι ἐκεῖνο πού θέλει ὁ νοῦς αὐτό καί ἐξηγεῖ ὁ λόγος.

106. Ο ΝΟΥΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ

            Ὁ νοῦς βλέπει τά πάντα, ἀκόμη καί τά οὐράνια πράγματα. Τίποτε δέν τόν σκοτίζει, παρά μόνον ἡ ἁμαρτία. Στόν καθαρό νοῦ τίποτε δέν εἶναι ἀκατάληπτο, καθώς καί στό λόγο τίποτε δέν εἶναι ἀνείπωτο.

107. Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ

            Κατά τό σῶμα ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός, ἀλλά ὡς πρός τό νοῦ καί τό λόγο εἶναι ἀθάνατος. Ὅταν σιωπᾶς, νοεῖς καί ἀφοῦ νοήσεις λαλεῖς (δηλαδή ὅταν μέ τό νοῦ σκεφθεῖς ἕνα πράγμα, τότε μπορεῖς νά τό ἐξωτερικεύσεις μέ τό λόγο). Διότι μέ τή σιωπή ὁ νοῦς γεννᾶ τό λόγο. Ὅταν προσφέρεται εὐχάριστος λόγος στό Θεό, ἀποτελεῖ τοῦτο σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

108. ΑΣΥΛΛΟΓΙΣΤΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ

            Ὅποιος λαλεῖ ἀκαταλόγιστα, δέν ἔχει νοῦ. Διότι ἐνῶ δέν καταλαβαίνει τίποτα, ὅμως ὁμιλεῖ. Ἀλλά σύ ἐξέτασε (ὄχι τί θά πεῖς ἄλλα) τί σέ συμφέρει νά κάνης πρός σωτηρία τῆς ψυχῆς.

109. ΟΙ ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΛΟΓΟΙ, ΔΩΡΟ ΘΕΟΥ

            Ὁ λόγος πού ἔχει νόημα (πνευματικό) καί εἶναι ψυχωφελής εἶναι δῶρο Θεοῦ, καθώς βέβαια καί ὁ λόγος, ὁ γεμάτος φλυαρίες καί πού ζητεῖ τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γής καί τοῦ διαστήματος καί τά μεγέθη τοῦ ἡλίου καί τῶν ἄστρων, εἶναι εὔρημα ἀνθρώπου πού ματαιοπονεῖ. Γιατί ζητεῖ μάταια καί μέ ὑπερηφάνεια αὐτά πού δέν ὠφελοῦν σέ τίποτα, σάν νά θέλει νά κουβαλήσει νερό μέ τό κόσκινο.

            Αὐτά δέν εἶναι δυνατόν νά τά βροῦν οἱ ἄνθρωποι.

110. ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΩΝ Ο ΘΕΟΣ

            Κανείς (ἄλλος) δέν βλέπει τόν οὐρανό, οὔτε μπορεῖ νά ἐννοήσει τά οὐράνια πράγματα, παρά μόνον ὁ ἄνθρωπος πού φροντίζει γιά ἐνάρετη ζωή καί κατανοεῖ καί δοξάζει τόν ποιήσαντα αὐτά γιά σωτηρία καί ζωή τοῦ ἀνθρώπου.

            Διότι ἕνας τέτοιος καί θεοφιλής ἄνθρωπος, γνωρίζει ἀσφαλῶς ὅτι, χωρίς τό Θεό, τίποτε δέν ὑπάρχει. Ἀλλά πανταχοῦ καί σ' ὅλα (τά ποιήματα) εἶναι Αὐτός ὁ ἀπεριόριστος Θεός.

111. ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΨΥΧΗΣ

            Ὅπως ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας τοῦ βγαίνει ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ ψυχή βγαίνει γυμνή ἀπό τό σῶμα. Ἄλλη μέν καθαρή καί φωτεινή, ἄλλη μέ κηλίδες καί λεκέδες (σπίλους) ἀπό τά πταίσματα καί ἄλλη μαύρη ἀπό τά πολλά παραπτώματα.

            Γι' αὐτό ἡ λογική καί θεοφιλής ψυχή, σάν θυμᾶται καί ὑπολογίζει τά μετά θάνατον κακά, πολιτεύεται (ἐδῶ) εὐσεβῶς, γιά νά μήν καταδικασθεῖ ἀπ' αὐτά καί τή ρίξουν (στήν κόλαση). Διότι οἱ ἄπιστοι καί ἀσεβοῦν καί ἁμαρτάνουν, μέ τό νά καταφρονοῦν τά μετά θάνατον, οἱ ψυχικά ἀνόητοι.

112. ΛΗΘΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

            Ὅπως σάν βγεῖς ἀπό τή μητρική κοιλιά δέν θυμᾶσαι τίποτα ἀπό τά ὑπάρχοντα στήν κοιλιά, ἔτσι κι ὅταν βγεῖς ἀπό τό σῶμα δέν θυμᾶσαι τίποτε ἀπό τά σωματικά.

113. Η ΑΦΘΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΨΥΧΩΝ

            Ὅπως μετά πού βγῆκες ἀπό τήν κοιλιά (τῆς μάνας σου) ἔγινες μεγαλύτερος καί καλλίτερος στό σῶμα, ἔτσι καί σάν βγεῖς καθαρός καί ἄσπιλος ἀπό τό σῶμα, θά εἶσαι ἀνώτερος καί ἄφθαρτος καί θά ζεῖς στούς οὐρανούς.

114. Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

            Ὅπως ὅταν τελειωθεῖ μέσα στήν κοιλιά τό σῶμα, εἶναι ἀνάγκη νά γεννηθεῖ, ἔτσι καί ἡ ψυχή, ὅταν ἐκπληρώσει τούς ὅρους πού ὅρισε ὁ Θεός, εἶναι ἀνάγκη νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα.

115. ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΣΩΜΑΤΟΣ-ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΨΥΧΗΣ

            Ὅπως θά χρησιμοποίησεις τήν ψυχή ὅταν εἶσαι μέσα στό σῶμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί αὐτή θά χρησιμοποίηση ἐσένα ὅταν ἐξέλθει ἀπό τό σῶμα. Ὅποιος χρησιμοποίηση τό σῶμα καλά καί ἀπολαυστικά ἐδῶ, αὐτός ἔκανε κακή χρήση τοῦ ἑαυτοῦ του γιά τά μετά θάνατον. Διότι ἔτσι καταδίκασε σάν ἀνόητος τήν ψυχή του.

116. Η ΑΤΕΛΗΣ ΨΥΧΗ

            Ὅπως τό σῶμα, ὅταν βγεῖ ἀτελές ἀπό τήν κοιλιά δέν μπορεῖ νά ἀνατραφεῖ, ἔτσι καί ἡ ψυχή, ὅταν βγεῖ χωρίς νά' χεῖ κατορθώσει νά γνωρίσει τό Θεό μέ τή χρηστή πολιτεία, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ἤ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό.

117. Η ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

            Τό σῶμα, ἑνωμένο μέ τήν ψυχή, βγαίνει ἀπό τό σκότος τῆς κοιλίας στό φῶς. Ἡ δέ ψυχή, ἑνωμένη μέ τό σῶμα, δένεται μαζί του στό σκοτάδι τοῦ σώματος. Γι' αὐτό πρέπει κανείς νά μισῆ καί νά παιδεύει τό σῶμα, σάν ἐχθρό καί πολέμιο τῆς ψυχῆς. Διότι τό πλῆθος τῶν φαγητῶν καί τῆς καλοφαγίας διεγείρει (ξεσηκώνει) τά πάθη τῆς κακίας στούς ἀνθρώπους. Μόνον ἤ ἐγκράτεια τῆς κοιλίας ταπεινώνει τά πάθη καί σώζει τήν ψυχή.
118. Ο ΝΟΥΣ ΟΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
            Ἡ ὅραση τοῦ σώματος εἶναι τά μάτια καί ἡ ὅραση τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Καί ὅπως τό σῶμα, ἄν δέν ἔχει μάτια, εἶναι τυφλό καί δέν βλέπει οὔτε τόν ἥλιο πού καταφωτίζει ὅλη τή γῆ καί τή θάλασσα, οὔτε μπορεῖ νά ἀπολαύσει τό φῶς ἔτσι καί ὑ ψυχή, ἐάν δέν ἔχει νοῦν ἀγαθόν καί χρηστή πολιτεία, εἶναι τυφλή, καί τό Θεό, τόν ποιητή καί εὐεργέτη τῶν ὅλων, δέν Τόν κατανοεῖ, οὔτε Τόν δοξάζει, οὔτε μπορεῖ νά ἀπολαύσει τή δική Του ἀφθαρσία καί τά αἰώνια ἀγαθά.

119. ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

            Ἀναισθησία καί μωρία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, διότι τό κακό γεννᾶται ἀπό τήν ἀγνωσία, τό δέ ἀγαθόν προσγίνεται στούς ἀνθρώπους ἀπό τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί σώζει τήν ψυχή.

            Ἐάν λοιπόν ἐπιδιώκεις πρόθυμα νά μήν κάνης τά δικά σου θελήματα καί διατηρεῖς ξάστερο τό μυαλό σου καί γνωρίζεις τό Θεό, τότε ἔχεις τό νοῦ σου στίς ἀρετές. Ἐάν ἐπιδιώκεις νά κάνης τά πονηρά θελήματά σου γιά ἡδονή, μεθᾶς ἔτσι μέσα σέ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί χάνεσαι, ὅπως τά ἄλογα ζῶα, χωρίς νά θυμᾶσαι τά κακά πού θά σού συμβοῦν μετά θάνατον.

120. ΠΡΟΝΟΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΟΣ

            Πρόνοια εἶναι ἐκεῖνα πού γίνονται ἀπό θεία ἀνάγκη, ὅπως τό νά ἀνατέλλει καί νά βασιλεύει κάθε μέρα ὁ ἥλιος καί νά καρποφορεῖ ἡ γῆ. Ἔτσι καί νόμος λέγεται ὅ,τι γίνεται ἀπό ἀνάγκη. Ὅλα ὅμως ἔγιναν γιά τόν ἄνθρωπο.

121. ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΟΝΗΡΙΑ

            Σάν ἀγαθός πού εἶναι ὁ Θεός, ὅσα κάνει, τά κάνει γιά τόν ἄνθρωπο. Κι' ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ἑαυτόν τοῦ τά κάνει καί τά καλά καί τά κακά. Γιά νά μή θαυμάζεις ὅμως τήν εὐτυχία τῶν κακῶν ἀνθρώπων, γνώριζε ὅτι, ὅπως οἱ πόλεις τρέφουν τούς δήμιους καί δέν ἐπαινοῦν τήν κάκιστή τους προαίρεση, ἀλλά τούς χρησιμοποιοῦν γιά νά τιμωροῦν τούς ἄξιους τιμωρίας, κατά τόν ἴδιο τρόπο βέβαια καί ὁ Θεός ἐπιτρέπει στούς πονηρούς νά καταδυναστεύουν τά βιοτικά, ὥστε διά μέσου αὐτῶν νά τιμωροῦνται οἱ ἀσεβεῖς. Ὕστερα ὅμως καί αὐτούς, τούς παραδίδει στήν κρίση, ἐπειδή ὄχι ἀπό ὑπηρεσία πρός τό Θεό, ἀλλά ἀπό ὑποδούλωση στήν πονηρή τους προαίρεση, ἔκαναν τόσα δεινά στούς ἀνθρώπους

122. Η ΑΓΝΟΙΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ

            Αὐτοί πού σέβονται τά εἴδωλα, ἄν γνώριζαν κι ἄν ἔβλεπαν μέ τήν καρδιά τούς τί σέβονται, δέν θά ἐπλανῶντο οἱ ἄθλιοι ποτέ μακριά ἀπό τήν εὐσέβεια. Ἀλλά παρατηρώντας τήν καλαισθησία, τήν τάξη καί τήν πρόνοια σ' ὅσα ἔγιναν καί γίνονται ἀπό τό Θεό, θά γνώριζαν Αὐτόν πού τά ἔφτιασε γιά τόν ἄνθρωπο.

123. Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΕΧΕΙ ΑΦΘΟΝΑ ΤΗ ΖΩΗ

            Ὁ ἄνθρωπος, σάν κακός καί ἄδικος πού εἶναι, μπορεῖ νά φονεύει. Ὁ Θεός ὅμως δέν παύει ποτέ νά χαρίζει ζωή καί στούς ἀνάξιους (ἀκόμη). Διότι ἐπειδή δέν κινεῖται ποτέ ἀπό φθόνο καί εἶναι ἀγαθός ἐκ φύσεως, θέλησε νά γίνει ὁ κόσμος καί ἔγινε καί γίνεται γιά τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του.

124. Η ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

            Ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού κατάλαβε τί εἶναι τό σῶμα, ὅτι δηλαδή εἶναι φθαρτό καί ὀλιγοχρόνιο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἐννοεῖ καί τήν ψυχή, πώς εἶναι θεία καί ἀθάνατη καί πνοή Θεοῦ, πού συνεδέθη μέ τό σῶμα, γιά νά ὡριμάσει μέσω δοκιμασιῶν καί ν' ἀποθεωθεῖ. Ὅποιος κατάλαβε τήν ψυχή, αὐτός πολιτεύεται σωστά καί ὅπως ἀρέσει στό Θεό, χωρίς νά ὑπακούει στό σῶμα κι' ἀκόμη, βλέποντας τό Θεό μέ τό μυαλό του, παρατηρεῖ νοητικά καί ὅλα ἐκεῖνα τά αἰώνια ἀγαθά, πού χαρίζονται στήν ψυχή ἀπό τό Θεό.

125. ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

            Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ἀγαθός καί χωρίς φθόνο, ἔχει δώσει στόν ἄνθρωπο τήν ἐξουσία τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀφοῦ τοῦ δώρισε γνώση, ὥστε παρατηρώντας τόν κόσμο καί τά γινόμενα σ' αὐτόν νά γνωρίσει Αὐτόν πού ἐποίησε τά πάντα γιά τόν ἄνθρωπο.

            Στόν ἀσεβῆ, ἐπιτρέπεται νά θέλει καί νά μήν καταλαβαίνει. Γιατί τοῦ ἐπιτρέπεται καί νά εἶναι ἄπιστος καί νά ἀστοχεῖ καί νά νιώθει τά ἀντίθετα τῆς ἀλήθειας.

            Τόσο μεγάλη ἐξουσία ἔχει ὁ ἄνθρωπος καί τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ.

126. Ο ΝΟΥΣ ΒΟΗΘΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

            Εἶναι προσταγή τοῦ Θεοῦ, μέ τήν αὔξηση τοῦ σώματος, νά γεμίζει καί ἡ ψυχή ἀπό νοῦν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἐκλέξει ἀπό τό καλό καί τό κακό ἐκεῖνο πού τοῦ ἀρέσει.

            Ψυχή ἡ ὁποία δέν διαλέγει τό καλό, δέν ἔχει νοῦν. Συνεπῶς ὅλα μέν τά σώματα ἔχουν ψυχή, δέν λέγεται ὅμως πώς κάθε ψυχή ἔχει νοῦν. Διότι ὁ θεοφιλής νοῦς, δημιουργεῖται στούς σώφρονος καί ὁσίους (τους ἁγνούς) καί δικαίους καί καθαρούς καί ἀγαθούς καί ἐλεήμονας καί στούς εὐσεβεῖς.

            Ἡ παρουσία τοῦ νοῦ, ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο βοήθεια στήν πορεία του πρός τόν Θεό.

127. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΝΟΜΙΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

            Ἕνα μόνον δέν ἐπιτρέπεται στόν ἄνθρωπο, τό νά εἶναι ἀθάνατος. Τοῦ ἐπιτρέπεται νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, ἐάν καταλάβει ὅτι τό μπορεῖ αὐτό. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει καί νοεῖ καί πιστεύει καί ἀγαπᾶ, τότε, μέ χρηστή πολιτεία, γίνεται συνόμιλος τοῦ Θεοῦ (ἤτοι συναναστρέφεται τόν Θεόν).

128. ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΑΟΡΑΤΩΝ

            Τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου βλέπει μόνον αὐτά πού φαίνονται. Ἀλλά ὁ νοῦς κατανοεῖ καί τά ἀόρατα. Διότι ὁ θεοφιλής νοῦς, εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνος πού ἔχει νοῦν θεοφιλῆ, ἔχει φωτισμένη καρδιά καί βλέπει τόν Θεόν (νοερά) διά μέσου του ἰδίου τοῦ νοός του.

129. ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ

            Κανείς ἀγαθός δέν εἶναι αἰσχρός, ἐκεῖνος πού δέν εἶναι καλός, εἶναι πάντως κακός καί φιλοσώματος (φιλοτομαριστής).

            Πρώτη ὅμως ἀρετή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καταφρόνησης τῆς σαρκός. Διότι ὁ χωρισμός ἀπό τά πρόσκαιρα, τά φθαρτά καί τά ὑλικά, πού γίνεται προαιρετικά (μέ τή θέλησή μας) καί ὄχι ἀπό στέρηση (φτώχεια), μᾶς κάνει κληρονόμους τῶν αἰωνίων καί ἄφθαρτων ἀγαθῶν.

130. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΘΑ

            Ὅποιος ἔχει νοῦν (ὁ νουνεχής καί σώφρων) γνωρίζει τί εἶναι ὁ ἐαυτός του, ὅτι δήλ. εἶναι ἄνθρωπος φθαρτός. Κι' ἐκεῖνος πού γνωρίζει τόν ἑαυτόν του, ὅλα τά γνωρίζει, ὅτι εἶναι ποιήματα τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Διότι εἶναι στήν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου νά τά καταλάβει ὅλα καί νά πιστέψει σωστά. Γνωρίζει ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὅτι ὅσοι καταφρονοῦν τά βιοτικά, ἔχουν μέν ἐλάχιστον κόπο (τούς κοστίζει αὐτό βέβαια κάτι), ἀποκομίζουν ὅμως ἀπόλαυση καί αἰώνια ἀνάπαυση παρά τοῦ Θεοῦ μετά θάνατον.

131. ΨΥΧΗ ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΤΙΚΟ
            Ὅπως τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι νεκρό, ἔτσι καί ἡ ψυχή χωρίς τό νοητικό εἶναι ἀργή καί δέν μπορεῖ νά κληρονομήσει τόν Θεό.
132. Ο ΘΕΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
            Μόνον τόν ἄνθρωπο ἀκούει ὁ Θεός. Μόνον στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός φαίνεται. Ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος (φίλος του ἀνθρώπου), ὅπου κι' ἄν εἶναι καί (ταυτόχρονα) Θεός. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄξιος προσκυνητής τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός παίρνει ἄλλη μορφή (καί γίνεται ἄνθρωπος).
133. ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΟΜΩΣ...
            Ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο ἐποίησε ὅλο τόν οὐρανό, πού τόν στολίζουν τά ἄστρα. Γιά τόν ἄνθρωπο τή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι (ὅμως) τήν καλλιεργοῦν γιά τούς ἑαυτούς τῶν. Ὅσοι δέν αἰσθάνονται τήν τόση πρόνοια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀνόητοι στήν ψυχή.
134. ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ
            Τό καλό εἶναι ἀφανές, ὅπως καί τά οὐράνια (πράγματα). Τό κακό εἶναι φανερό, ὅπως τά γήινα. Καλό εἶναι αὐτό πού δέν ἔχει σύγκριση (τό ἀσύγκριτο). Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει νοῦν διαλέγει τό καλλίτερο. Διότι μόνον στόν ἄνθρωπο εἶναι νοητός ὁ (ἀσύγκριτος) Θεός καί τά ποιήματά Του.

135. Ο ΝΟΥΣ ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

            Ὁ νοῦς (τό νοερό - τό πνευματικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου) φαίνεται στήν ψυχή καί ἡ φύσις (τό ὑλικό - τό φθαρτό στοιχεῖο) στό σῶμα. Ὁ μέν νοῦς ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τῆς ψυχῆς, ἐνῶ στή φύση τοῦ σώματος ἐνυπάρχει ἡ διάχυσης (ἡ διάλυσης, ἡ φθορά καί καταστροφή). Ἐνῶ σέ κάθε σῶμα ὑπάρχει φύσις, ὄχι ὅμως καί σέ κάθε ψυχή νοῦς (δήλ. φρόνησης), γι' αὐτό καί δέν σώζεται κάθε ψυχή.

136. Η ΨΥΧΗ ΓΕΝΝΗΤΗ - Ο ΝΟΥΣ ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ

            Ἡ ψυχή εἶναι στόν κόσμο, ὡς γεννητή, ἀλλά ὁ νοῦς εἶναι ὑπεράνω του κόσμου, ὡς ἀγέννητος. Ἡ ψυχή ὅμως ἡ ὁποία κατανοεῖ τόν κόσμο καί θέλει νά σωθεῖ, ἔχει κάθε ὥρα ὡς νόμον ἀπαράβατο καί σκέπτεται μέσα τῆς (δύο πράγματα): ὅτι τώρα εἶναι ὁ ἀγών καί ἡ ἐξέτασις καί δέν ἐπιτρέπει (στόν ἑαυτό της) νά κάνη τόν κριτή,

            Καί ὅτι χάνεται μία ψυχή ἤ καί σώζεται ἀπό μικρή καί αἰσχρή ἡδονή.

137. ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

            Στή γῆ κτίστηκαν ἀπό τό Θεό γέννηση καί θάνατος. Ἐνῶ στόν οὐρανό πρόνοια καί ἀνάγκη. Κι' ὅλα ἔχουν γίνει γιά τόν ἄνθρωπο καί τή σωτηρία του.

            Ὁ Θεός, μή ἔχοντας ἀνάγκη ἀπό κανένα ἀγαθό, γιά τούς ἀνθρώπους δημιούργησε οὐρανό καί γῆ καί τά στοιχεῖα (τῆς φύσεως), διότι φιλοτιμεῖται νά τούς δώσει μ' αὐτά κάθε ἀπόλαυση.

138. ΘΝΗΤΑ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΑ

            Τά θνητά ὑπόκεινται στά ἀθάνατα, τά δέ ἀθάνατα ὑπηρετοῦν τούς θνητούς, ὑπηρετοῦν δηλαδή τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, τόν ἄνθρωπο, ἀπό τή φιλανθρωπία καί τήν ἔμφυτη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού τά ἔκτισε. (Ἀθάνατο ἐννοεῖ ἐδῶ κάθε τί ποῦ διαρκεῖ ἐπί μακροτάτων χρόνων).

139. ΕΥΣΕΒΗΣ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΒΛΑΠΤΕΙ

            Ὅποιος φτώχυνε καί δέν μπορεῖ νά βλάψει, δέν ὑπολογίζεται στούς εὐσεβεῖς (ἀπό τήν πράξη αὐτή). Ἀλλά ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βλάψει καί δέν χρησιμοποιεῖ τή δύναμή του στό κακό, ἀλλά λυπᾶται τούς ταπεινότερούς (του), ἀπό σεβασμό στό Θεό, ἐκεῖνος λαβαίνει τίς καλές ἀμοιβές καί μετά θάνατον.

140. ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

            Ἀπό τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἔπλασε, πάρα πολλοί εἶναι οἱ δρόμοι γιά τή σωτηρία, πού ἐπιτρέπουν τίς ψυχές καί τίς ἀνεβάζουν στούς οὐρανούς. Γιατί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀπολαμβάνουν κι' ἐξασφαλίζουν, γιά μέν τήν ἀρετή τίς (πρέπουσες) ἀντιμισθίες καί γιά τά ἁμαρτήματα τίς τιμωρίες.

141. Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ

            Ὁ Υἱός εἶναι μέσα στόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα μέσα στόν Υἱό καί ὁ Πατήρ μέσα καί στούς δύο. Μέ τήν πίστη γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅλα τά ἀόρατα καί νοούμενα. Καί πίστη εἶναι ἡ θεληματική συγκατάθεσης τῆς ψυχῆς.

142. ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΗΔΟΝΕΣ ΑΙΤΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

            Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι πού ἀναγκάζονται, σέ διάφορες περιστάσεις ἤ ἀνάγκες, νά κολυμποῦν στά μεγάλα ποτάμια, ἄν δέν τά χάσουν, διασώζονται γιατί, κι' ἄν εἶναι ὁρμητικά τά ρεύματα, ἔστω κι' ἄν παρ' ὀλίγον νά ρουφηχτοῦν, ἄν πιαστοῦν σ' ὁτιδήποτε φυτρωμένο στίς ὄχθες, γλιτώνουν. Ὅσοι ὅμως βρεθοῦν μεθυσμένοι, ἔστω κι' ἄν χίλιες μύριες φορές τέλεια ἔμαθαν νά κολυμποῦν, ἐπειδή νικῶνται ἀπό τό κρασί, τό ρεῦμα τούς παρασύρει κάτω ἀπ' τό νερό καί διαγράφονται ἀπό τούς ζωντανούς.

            Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ψυχή, ὅταν μπλεχθεῖ στά σύρματα καί στούς περισπασμούς τῶν ρευμάτων τῆς ζωῆς, ἐάν δέν ἔλθει στά συγκαλά της, ἀφοῦ ξεζαλιστεῖ ἀπό τήν κακία τῆς ὕλης καί δέν ἐννοήσει ὅτι μολονότι εἶναι θεία καί ἀθάνατη, ὅμως συνεδέθη, γιά νά δοκιμαστεῖ, μέ τήν ὀλιγόχρονη, πολύπαθη καί θνητή ὕλη τοῦ σώματος, μέλλει νά παρασύρεται ἀπό τίς σωματικές ἡδονές στήν καταστροφή, καταφρονώντας τόν ἑαυτό της καί μεθυσμένη ἀπό τήν ἀγνωσία (τοῦ Θεοῦ) μίας καί δέν θ' ἀντιλαμβάνεται τήν κατάστασή της, οὔτε θά βοηθάει τόν ἑαυτό της, ἀφανίζεται καί βρίσκεται ἔξω ἀπό τούς σωζόμενους. Διότι πολλάκις τό σῶμα μᾶς συμπαρασύρει σάν ποτάμι πρός ἀπρεπεῖς ἡδονές.

143. ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΑ ΠΑΘΗ

            Ἡ λογική ψυχή, μένοντας ἀμετακίνητη στήν καλή προαίρεση (διάθεση), χαλιναγωγεῖ σάν τ' ἀλόγα τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό καί νικώντας τά ἀκαταλόγιστα πάθη της, τά περισφίγγει καί καταβάλλοντος τά στεφανώνεται καί ἀξιώνεται νά ἔχει κατοικία στούς οὐρανούς.

            Αὐτό εἶναι ἔπαθλο νίκης καί τῶν κόπων, πού λαμβάνει ἀπό τόν Θεό πού τήν ἔκτισε.

144. Η ΠΙΣΤΗ ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΘΟΡΥΒΕΙΤΑΙ

            Ἡ ἀληθινά λογική ψυχή, βλέποντας τίς εὐτυχίες τῶν πονηρῶν καί τήν εὐημερία τῶν ἀναξίων δέν θορυβεῖται, σάν φαντάζεται τίς ἀπολαύσεις τους στή ζωή αὐτή, ὅπως οἱ ἀσυλλόγιστοι ἄνθρωποι.

            Διότι γνωρίζει πολύ καλά καί τῆς τύχης τό ἄστατο καί τοῦ βίου τό ἄδηλο καί τῆς ζωῆς τό ὀλιγοχρόνιο καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ τό ἀδωροδόκητο καί πιστεύει ἡ ψυχή αὐτή ὅτι, ἀκόμη καί γιά τήν ἀναγκαία τροφή τῆς ὁ Θεός δέν παραμελεῖ.

145. Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

            Ἡ ζωή τοῦ σώματος καί ἡ ἀπόλαυσης τοῦ βίου τούτου, μέσα σέ πολύν πλοῦτο καί σέ ἐξουσία, καταντοῦν θάνατος τῆς ψυχῆς. Ἐνῶ ὁ κόπος καί ἡ ὑπομονή καί ἡ μετ' εὐχαριστίας στέρηση καί ὁ θάνατος (νέκρωση) τοῦ σώματος, εἶναι ζωή καί αἰώνια τροφή (ἀπόλαυση) τῆς ψυχῆς.

146. Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ

            Ἡ λογική ψυχή, καταφρονώντας τήν ὑλική κτίση καί τήν ὀλιγόχρονη ζωή, ἐκλέγει καί προτιμᾶ τήν οὐράνια ἀπόλαυση καί τήν αἰώνια ζωή, πού τήν παίρνει ἀπό τό Θεό μέ τή χρηστή πολιτεία (συμπεριφορά).

147. ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟ ΚΑΚΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

            Ὅσοι φοροῦν ροῦχα βουτηγμένα στή λάσπη, λερώνουν τά ροῦχα αὐτῶν πού θ' ἀκουμπήσουν ἐπάνω τους. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ κακῆς προαιρέσεως, πού ἀκολουθοῦν στραβό δρόμο στή ζωή, ὅταν συναναστρέφονται μέ τούς ἁπλοϊκώτερους καί τούς μιλοῦν λόγια ἄπρεπα, μολύνουν σάν βόρβορος μέ τήν ἀκοή τήν ψυχή τους.

148. ΑΡΧΗ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

            Ἀρχή ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία, μέ τήν ὁποία χάνεται ἡ λογική ψυχή. Ἀλλά ἀρχή σωτηρίας καί βασιλείας τῶν οὐρανῶν, γίνεται στήν ψυχή ἡ ἀγάπη.

149. ΣΑΝ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ Η ΑΜΕΛΗΣ ΨΥΧΗ

            Ὅπως τό παραμελημένο χάλκωμα, πού δέν τό περιποιεῖται κανείς, σαπίζει πεταμένο καί ἀχρησιμοποίητο ἀπό τή σκουριά, γίνεται ἄχρηστο καί σιχαμερό, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ἀργή ψυχή, πού δέν φροντίζει γιά τή χρηστή πολιτεία καί γιά τήν ἐπιστροφή πρός τόν Θεό, φθείρεται κι' αὐτή, ὅπως ὁ χαλκός ἀπό τή σκουριά καί καταντᾶ ποταπή καί ἄχρηστη πρός σωτηρία, ἐπειδή χωρίζει τόν ἑαυτό της, μέ τίς πονηρές πράξεις τοῦ σκότους, ἀπό τή σκέπη καί προστασία τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι σωρεύεται ἐπάνω της ἡ κακία, πού μαζεύεται σάν σκουριά ἐπάνω στήν ὕλη τοῦ σώματος, ἀπό τήν (πνευματική) ἀδιαφορία της.
150. ΑΓΑΘΟΣ, ΑΠΑΘΗΣ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΣ Ο ΘΕΟΣ
            Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός καί ἀπαθής καί ἀμετάβλητος. Ἐάν κανείς θεωρεῖ εὔλογο καί ἀληθινό ὅτι δέν μεταβάλλεται ὁ Θεός, ἀλλά ἀπορεῖ:

            Πῶς χαίρει μέ τούς ἀγαθούς καί ἀποστρέφεται τούς κακούς, ὀργίζεται μέ ὅσους ἁμαρτάνουν καί γίνεται ἴλεως ὅταν λατρεύεται;

            Εἶναι πρέπον νά εἰποῦμε, ὅτι ὁ Θεός οὔτε χαίρει οὔτε ὀργίζεται, διότι τό νά χαίρει κανείς καί νά λυπᾶται εἶναι πάθος, οὔτε μέ δῶρα κολακεύεται, διότι θά νικιόταν ἀπό τήν ἡδονή. Δέν εἶναι σωστό καί δίκαιον, νά ἐπηρεάζεται τό θεῖον, εὐμενῶς ἤ δυσμενῶς, ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα. Ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός. Μόνον ὠφελεῖ καί οὐδέποτε βλάπτει. Μένει πάντα ὁ ἴδιος.

            Ἐμεῖς ὅμως, μένοντας ἀγαθοί, ἐπειδή ἔτσι Τοῦ μοιάζουμε, συναπτόμαστε μέ τό Θεό, κι' ἄν γίνομαι κακοί, χωριζόμαστε ἀπό τό Θεό, ἐπειδή παύουμε νά τοῦ μοιάζουμε. Ἐάν ζοῦμε τήν ἀρετή, προσκολλόμαστε (καί ἀφοσιωνόμαστε) στό Θεό. Ἐάν γίνομαι κακοί, Τόν κάνομε ἐχθρό μας (ἀνθρωποπαθῶς), ἀφοῦ δέν θά ὀργίζεται ἄδικα, μίας καί τά ἁμαρτήματά μας ὄχι μόνον δέν ἀφήνουν τό Θεό νά λάμπει μέσα μας, ἀλλά καί μᾶς δένουν μέ τούς δαίμονας, πού θά μᾶς κολάσουν.

            Ὅταν ὅμως, μέ προσευχές καί μέ καλά ἔργα, βρίσκομαι ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, δέν ὑπηρετοῦμε τό Θεό οὔτε Τόν μεταβάλλομε, ἀλλά μέ τά ἔργα καί μέ τήν μας πρός τό θεῖον γιατρεύαμε τή δική μας τήν κακία. Καί πάλιν ἀπολαμβάναμε τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.

            Ὥστε εἶναι τό ἴδιο νά εἰποῦμε πώς ὁ Θεός ἀποστρέφεται τούς κακούς καί ὁ ἥλιος κρύβεται στούς στερημένους ὅραση.

151. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΣΕΒΕΙΑ

            Ἡ εὐσεβής ψυχή γνωρίζει τό Θεό τῶν ὅλων. Διότι ἡ εὐσέβεια δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά τό νά κάνομε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ καί συνίσταται στό νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἄφθονος (χωρίς φθόνο), φρόνιμος, πράος, χαριστικός κατά δύναμιν, κοινωνικός, ἀφιλόνεικος καί ὅτι ἀρεστό στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

152. Ο ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ - ΦΑΡΜΑΚΟ ΠΑΘΩΝ

            Ἡ γνώση (τοῦ θελήματος) τοῦ Θεοῦ καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι θεραπευτικά μέσα τῶν ὑλικῶν παθῶν. Διότι ἄν κατέχει τήν ψυχή ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, θά μείνουν τά πάθη ἀνίατα καί θά σαπίσουν ὁλότελα τήν ψυχή. Ἡ ψυχή σαπίζει, σάν ἀπό χρόνιο ἕλκος, ἀπό τήν κακία, γιά τήν ὁποία εἶναι ἀνεύθυνος ὁ Θεός, μίας κι ἔστειλε στούς ἀνθρώπους ἐπιστήμη καί γνώση.

153. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ

            Τόν ἄνθρωπο τόν γέμισε ὁ Θεός μέ ἐπιστήμη καί γνώση, φροντίζοντας νά ξεκαθαρίσει τά πάθη καί τήν αὐθαίρετη κακία καί θέλοντας, ἀπό τήν ἀγαθότητά Του, νά μεταθέσει τό θνητό στήν ἀθανασία (νά κάμει τόν ἄνθρωπο ἀθάνατο).

154. ΚΑΘΑΡΟΣ ΝΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΘΕΟ

            Μόνον ὁ νοῦς πού εἶναι μέσα σέ καθαρή καί φιλόθεο ψυχή βλέπει ἀληθινά τόν ἀγέννητο καί ἀθεώρητο καί ἀνείπωτων Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος καθαρός γιά τούς καθαρούς στήν καρδιά.

155. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ ΨΥΧΗΣ

            Στέφανος ἀφθαρσίας, ἀρετή καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τό νά ὑποφέρει εὐχαρίστως καί μέ προθυμία τίς συμφορές.

            Μεγίστη βοήθεια τῆς ψυχῆς γίνεται ἡ κυριαρχία θύμου, γλώσσης, κοιλίας, ἡδονῶν.

156. Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

            Ἡ συνεκτική δύναμης τοῦ κόσμου εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ὑπάρχει πουθενά τόπος ἔρημος ἀπό τή θεία Πρόνοια.

            Πρόνοια εἶναι ὁ αὐτοτελής (ὁ ἀπολύτως τέλειος) λόγος τοῦ Θεοῦ, πού δίδει τόν τύπο (τή μορφή) τῆς ὕλης ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ὁ κόσμος καί εἶναι δημιουργός καί τεχνίτης ὅλων τῶν γινομένων. Γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά στολισθεῖ ἡ ὕλη χωρίς τή διακριτική δύναμη τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι εἰκόνα καί νοῦς καί σοφία καί πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

157. ΠΩΣ ΚΥΛΑ Η ΨΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ

            Ἡ ἐπιθυμία, πού προέρχεται ἀπό τήν ἐνθύμηση (ἀναμνήσεις), εἶναι ρίζα τῶν σκοτεινῶν παθῶν.

            Ἡ ψυχή καθώς βυθίζεται στήν ἀνάμνηση τῆς ἐπιθυμίας, ἀγνοεῖ τόν ἑαυτό της, ὅτι εἶναι πνοή Θεοῦ κι ἔτσι κατρακυλάει πρός τό ἁμάρτημα, χωρίς νά λογαριάζει ἡ ἀνόητη, τά μετά θάνατον κακά.

158. ΟΙ ΑΝΙΑΤΕΣ ΨΥΧΙΚΕΣ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ

            Πιό μεγάλη καί ἀνίατη ἀρρώστια καί ἀπώλεια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀθεΐα καί ἡ φιλοδοξία. Διότι (αὐτά πού εἶναι) ἡ ἐπιθυμία τοῦ κακοῦ, εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ἀγαθόν δέ εἶναι τό νά κάνη κανείς ἄφθονα ὅλα τά καλά, ὅσα ἀρέσουν στό Θεό τῶν ὅλων.

159. Ο ΘΕΟΣ ΜΟΝΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΙΛΕΙ

            Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικός του Θεοῦ (μπορεῖ νά νοήσει τόν Θεό). Διότι μόνον μ' αὐτό τό ζῶον ὁμιλεῖ ὁ Θεός, τή νύχτα μέ τά ὄνειρα καί τήν ἡμέρα μέ τό νοῦ. Καί μέ ὅλα προλέγει καί προσημαίνει τά μέλλοντα ἀγαθά στούς ἄξιούς Του ἀνθρώπους.

160. ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

            Τίποτε δέν εἶναι δύσκολο σ' αὐτόν πού πιστεύει καί θέλει νά νοήσει τόν Θεό. Ἐάν μάλιστα θέλεις καί νά Τόν δεῖς, βλέπε τήν ἁρμονία καί τήν πρόνοια ὅλων ὅσα ἔγιναν καί γίνονται μέ τό λόγο Του. Πάντα δέ (ἔγιναν) γιά τόν ἄνθρωπο.

161. ΑΓΙΟΣ Ο ΚΑΘΑΡΟΣ ΑΠΟ ΚΑΚΙΑ

            Ἅγιος ὀνομάζεται ὁ καθαρός ἀπό κακία καί ἁμαρτήματα. Γι' αὐτό καί μεγαλύτερο κατόρθωμα τῆς ψυχῆς, πού καί στό Θεό ἀρέσει, εἶναι τό νά μήν ὑπάρχει κακία στόν ἄνθρωπο.

162. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

            Τό ὄνομα καθορίζει ἕνα πράγμα μεταξύ πολλῶν. Ἄρα εἶναι ἀνόητο νά νομίζει κανείς ὅτι ὁ Θεός, ἐνῶ εἶναι ἕνας καί μόνον, ἔχει ἄλλο ὄνομα. Γιατί τό ὄνομα Θεός αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει: Τόν ἄναρχο πού τά ἔφτιασε ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο.

163. ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΟΣ

            Ἐάν ἡ συνείδησή σου σέ ἐλέγχει γιά πράξεις πονηρές καί τίς παραδέχεσαι, τότε κόψε τές ἀπό τήν ψυχή σου, προσδοκώντας τίς καλές πράξεις. Διότι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος καί φιλάνθρωπος.

164. ΠΟΙΟΣ Ο ΑΧΩΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

            Γνωρίζει τόν Θεό καί γνωρίζεται ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιδιώκει μέ κάθε τρόπο νά εἶναι ἀχώριστος ἀπό τό Θεό. Ἀχώριστός του Θεοῦ γίνεται ὁ ἄνθρωπος πού μένει ἀγαθός παρά πάντα (τά ἐμπόδια) καί κυριαρχεῖ σ' ὅλες τίς ἡδονές, ὄχι ἐπειδή τοῦ χορηγήθηκαν λιγοστές, ἀλλά ἀπό θέληση καί ἐγκράτεια δική του.

165. ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΝΟΗΤΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ

            Εὐεργέτησε αὐτόν πού σέ ἀδικεῖ καί θάχεις φίλο τό Θεό. Σέ κανένα μή διαβάλεις τόν ἐχθρό σου. Ἐξάσκησε ἀγάπη, σωφροσύνη, ὑπομονή, ἐγκράτεια καί τά ὅμοια. Γιατί αὐτή (ἡ ἐξάσκηση) εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἀκολούθηση τοῦ Θεοῦ, μέσω ταπεινοφροσύνης καί τῶν ὁμοίων ἀρετῶν.

            Αὐτά δέν εἶναι ἔργα τῶν τυχόντων, ἀλλά ψυχῆς νοητικῆς (πού ἐννοεῖ τήν πνευματική της φύση).

166. ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΑΓΓΕΛΩΝ - ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΖΩΩΝ ΚΑΙ ΦΥΤΩΝ

            Μέ ἀφορμή αὐτούς πού τολμοῦν νά λέγουν ἀσεβῶς ὅτι τά φυτά καί τά λάχανα ἔχουν ψυχή, ἔγραψα τό κεφάλαιο αὐτό πρός χάριν τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, γιά νά ἔχουν κάποια εἴδηση (σχετική).

            - Τά φυτά ἔχουν μέν τή φυσική ζωή, ἀλλά ψυχή δέν ἔχουν.

            - Ὁ ἄνθρωπος λέγεται λογικό ζῶον, διότι ἔχει νοῦν (νόηση - σκέψη), (ὁ ὁποῖος νοῦς) καταλαβαίνει καί μαθαίνει τέχνες καί ἐπιστῆμες.

            - Τά ἄλλα ὅμως ζῶα τῆς γής καί τοῦ ἀέρος ἔχουν φωνή, γιατί ἔχουν πνεῦμα (πνοή) καί ψυχή (αἰσθητικό βίον).

            - Καί ὅλα μέν ὅσα μεγαλώνουν καί μικραίνουν (γηράσκουν) εἶναι μέν ζῶα (ζῶντα ὄντα), γιατί ζοῦν καί αὐξάνονται, ἀλλά δέν ἔχουν ὅλα ψυχή.

            -  Εἰς τά ζῶα (γενικῶς τά ζῶντα ὄντα), διακρίναμε τέσσαρα διάφορα (εἴδη) διότι:

            - Ὅλα τά ἄλλα δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν χωρίς ζωή (ἀφανίζονται μετά θάνατον). Κάθε ὅμως ψυχή, μολονότι ἀνθρώπινη, εἶναι ἀεικίνητη ἀπό ἕναν τόπο σ' ἄλλον τόπο.

167. ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ

            Ὅταν σου ἔλθουν φαντασίες κάποιας ἡδονῆς, φυλάξου, μήπως ἀμέσως συναρπαγῆς ἀπ' αὐτήν. Καί ἀφοῦ κυριαρχήσεις λίγο τή φαντασία, θυμήσου τό θάνατο καί σκέψου πώς εἶναι ἀνώτερη ἡδονή, νά ἔχεις συνειδητή ἐπίγνωση πώς νίκησες αὐτή τήν πλάνη τῆς ἡδονῆς.

168. ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΚΑΚΙΑ

            Ὅπως στήν κάθε γέννηση συνυπάρχει καί τό πάθος, διότι κάθε τί πού γεννιέται στή ζωή αὐτό καί φθείρεται, ἔτσι καί στό πάθος ἐνυπάρχει ἡ κακία.

            Μή λοιπόν πεῖς, ὅτι ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά κόψη τήν κακία. Διότι αὐτοί πού τά λέγουν αὐτά, τά λένε ἀπό ἀναισθησία καί ἀπό μωρία.

            Δέν ὑπῆρχε πραγματικά ἀνάγκη νά κόψη ὁ Θεός τήν ὕλη, διότι αὐτά εἶναι πάθη τῆς ὕλης (ὑλικά).

            Ὁ Θεός ὅμως ξέκοψε τήν κακία ἀπό τούς ἀνθρώπους γιά τό συμφέρον τους καί τούς δώρισε νοῦν καί ἐπιστήμη καί γνώση καί διάκριση τοῦ καλοῦ, ὥστε, γνωρίζοντας τήν κακία καί ὅτι βλαπτόμαστε ἀπ' αὐτήν, νά τήν ἀποφεύγομε. Ἀλλά ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τήν κακία καί σεμνοπερηφανεύεται γι' αὐτήν καί μάχεται, σάν περιπλεγμένος σέ δίχτυα, κυριευμένος ἐσωτερικά ἀπ' αὐτήν, χωρίς νά μπορέσει ποτέ νά ἀνυψωθεῖ διανοητικά, γιά νά ἰδεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὅλα τά ἔκαμε πρός σωτηρία καί ἀποθέωση τοῦ ἀνθρώπου.

169. ΠΟΥ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ

            Τά θνητά (οἱ κακοί ἄνθρωποι) φθονοῦν τούς ἑαυτούς τούς γί` αὐτό προγνωρίζουν αὐτόν τόν θάνατο. (Διότι) κάθε τί τό ἀθάνατο εἶναι ἀγαθό καί γι' αὐτό τό προσλαμβάνει ἡ ὅσια (ἁγνή) ψυχή. Ἐνῶ κάθε θνητό εἶναι κακό καί γι' αὐτό συνταιριάζει μέ τήν ἀνόητη καί ἄθλια ψυχή.

170. ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΣΟΥ ΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

            Ὅταν πηγαίνεις εὐχαριστημένος νά πέσεις στό κρεβάτι σου, ἀφοῦ ἀναλογιστεῖς μέσα σου τίς εὐεργεσίες καί τήν τόσο μεγάλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γεμίζεις ἀπό ἀγαθές ἔννοιες καί χαίρεσαι περισσότερο.

            Τότε ὁ ὕπνος τοῦ σώματος γίνεται γιά σένα ξύπνημα τῆς ψυχῆς καί τό κλείσιμο τῶν ματιῶν σου γίνεται ἀληθινή δράση τοῦ Θεοῦ καί ἡ σιωπή σου, κυοφορώντας μέσα σου τό ἀγαθόν, ἀναπέμπει συνειδητά, ἀπό τό βάθος τῆς ψυχῆς καί μ' ὅλη της τή δύναμη, δόξα πρός τό Θεό τῶν ὅλων.

            Διότι, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ κακία ἀπό τόν ἄνθρωπο, τότε, παραπάνω ἀπό κάθε πολυτελῆ θυσία, ἡ εὐχαριστία καί μόνη ἀρέσει στό Θεό. Σ' Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.

AMHN

Ἀπό τό https://www.oodegr.com/oode/pateres1/antwnios/paraineseis1.htm