Μία διαφορετική κλήση

2014-08-04 09:04

            Ἀληθινή ἱστορία

            Ὁ Ἰάκωβος ἔριξε μία ματιά στό κοντέρ τοῦ αὐτοκινήτου τοῦ πρίν κόψει ταχύτητα: πήγαινε μέ 100 σέ περιοχή μέ ὅριο ταχύτητας 50. Σταμάτησε τό αὐτοκίνητο στήν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἀλλά ὄχι ἐντελῶς ἔξω ἀπό τό ρεῦμα κυκλοφορίας. Ἄσε τόν ἀστυνομικό νά ἀνησυχεῖ γιά τήν παρεμπόδιση τῆς κυκλοφορίας σκέφτηκε.
           Ὁ ἀστυνομικός βγῆκε ἀπό τό περιπολικό. Ὁ Ἰάκωβος δέν πίστευε στά μάτια του: ἦταν ὁ Στέφανος ἀπό τήν ἐκκλησία! Ὁ Ἰάκωβος βούλιαξε στό κάθισμά του. Αὐτό ἦταν χειρότερο ἀπό πρόστιμο: ἕνας πιστός ἀστυνομικός νά πιάνει ἕναν ἀδελφό ἀπό τήν ἐκκλησία καί μάλιστα γιά ὑπερβολική ταχύτητα.
            Βγῆκε ἀπό τό ἁμάξι του καί πλησίασε ἐνῶ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται,τόν ἄνθρωπο πού ἔβλεπε κάθε Κυριακή καί πού δέν τόν εἶχε δεῖ ποτέ μέ στολή.

            - Γειά σου, Στέφανε.

            - Γειά σου, Ἰάκωβε.

            - Μᾶλλον μέ ἐπίασες στά πράσα,βιαζόμουν,ξέρεις νά πάω στή γυναίκα μου καί τά παιδιά μου.

            - Μᾶλλον ἀπάντησε μονολεκτικά ὁ ἀστυνομικός.

            - Ἄστα βρέ παιδί μου τελευταία καθόμουν μέχρι ἀργά στό γραφεῖο. Φοβᾶμαι πώς ἔτρεχα λίγο στό δρόμο.

            - Καταλαβαίνω ὅτι γενικά τό πατᾶς τό γκάζι τοῦ εἶπε ὁ ἀστυνομικός.

            Ὤχ. Αὐτό δέν ἦταν καί τόσο καλό. Ὥρα νά ἀλλάξουμε σκέφτηκε ὁ Ἰάκωβος καί ἄλλαξε τακτική.
           - Δηλαδή μέ πόσο λές ὅτι πήγαινα;

            - Μέ 90. Κάθισε πάλι στό αὐτοκίνητό σου, παρακαλῶ,εἶπε σοβαρά ὁ ἀστυνομικός.

            - Νά σού πῶ Στέφανε, περίμενε λίγο. Τό κοίταξα ἀκριβῶς πρίν μέ σταματήσεις.Σχεδόν ἄγγιζα τά 65.

           - Σέ παρακαλῶ,Ἰάκωβε μπές μέσα.

            Θυμωμένος ὁ Ἰάκωβος μπῆκε ἀπότομα στό αὐτοκίνητο καί ἔκλεισε τήν πόρτα μέ δύναμη, ἔμεινε ἔτσι κοιτάζοντας ἐκνευρισμένος μπροστά.

            Ἕνα δυνατό χτύπημα στήν πόρτα τόν ἔκανε νά γυρίσει τό κεφάλι του. Εἶδε τόν Στέφανο μέ ἕνα διπλωμένο χαρτί στό χέρι.

            Ὁ Ἰάκωβος ἄνοιξε ἐλάχιστα τό παράθυρο ἴσα-ἴσα γιά νά χωρέσει ἡ κλήση.

            Εὐχαριστῶ πολύ! Δέν μπόρεσε νά μήν τό πεῖ μέ εἰρωνία.

            Ὁ Στέφανος γύρισε στό περιπολικό χωρίς ἄλλη κουβέντα, καθώς ὁ Ἰάκωβος ξεδίπλωνε τό χαρτί πού τοῦ εἶχε δώσει γιά νά δεῖ πόσο θά τοῦ κόστιζε ἡ κλήση πού πῆρε. Ἄρχισε νά διαβάζει:

            [Ἀγαπητέ μου Ἰάκωβε,κάποτε εἶχα μία κόρη. Ἦταν ἔξι χρονῶν ὅταν σκοτώθηκε ἀπό ἕνα αὐτοκίνητο.Καλά τό μάντεψες,κάποιος πού ἔτρεχε. Ὁ ὁδηγός πλήρωσε τό πρόστιμο,ἔκανε τρεῖς μῆνες στή φυλακή,καί μετά ἦταν ἐλεύθερος. Ἐλεύθερος νά ἀγκαλιάσει τίς κόρες του καί τίς τρεῖς.
          Ἐγώ εἶχα μόνο μία καί θά πρέπει νά περιμένω νά πάω στόν οὐρανό γιά νά τήν ἀγκαλιάσω. Προσπάθησα χίλιες φορές νά συγχωρέσω αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού σκότωσε τήν κόρη μου. Χίλιες φορές νόμιζα ὅτι τά κατάφερα.
          Ἴσως νά τά κατάφερα,ἀλλά τό χρειάζομαι ξανά. Ἀκόμη καί τώρα. Προσευχήσου γιά μένα. Καί πρόσεχε. Ὁ γιός μου εἶναι τό μόνο πού μου ἔχει μείνει Στέφανος].

            Ὁ Ἰάκωβος γύρισε τό κεφάλι τοῦ μόλις πού πρόλαβε νά δεῖ τό περιπολικό πού ἀπομακρυνόνταν. Τό κοιτοῦσε μέχρι πού ἐξαφανίστηκε.Ἕνα ὁλόκληρο τέταρτο μετά ἔφυγε καί ἐκεῖνος, ὁδηγώντας πολύ ἀργά καί ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά τόν συγχωρέσει.

Ἀπό τό https://agiameteora.net/index.php/istories/3369-mia-diaforetiki-klisi-alithini-istoria