Λόγος στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου

2014-08-01 14:08

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

            «Πάντοτε μέν, ἀδελφοί, ὀφείλουμε νά διακηρύττουμε τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ (δί' αὐτῆς, λοιπόν, ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν) μάλιστα σ' αὐτόν τόν καιρόν τῶν Νηστειῶν ὀφείλουμε νά κάμνομεν, χάριν τῆς κοινῆς ὠφελείας....

            Ἄς ποῦμε, λοιπόν, περί τῆς μετανοίας, αὐτά πού εἶπεν ὁ Χριστός, ὁ Δεσπότης καί φιλάνθρωπος Υἱός τοῦ φιλανθρώπου Πατρός, ὁ μόνος γνήσιος ἐξηγητής τῆς Πατρικῆς Οὐσίας. Ἄς ἀναπτύξουμε ὅλην τήν Παραβολήν γιά τόν Ἄσωτον, γιά νά μάθουμε ἀπό αὐτήν πῶς πρέπει νά προσευχώμεθα στόν Ἀπροσπέλαστον καί πῶς νά ζητοῦμε συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας.

            Ὁ Σωτήρ ἐδῶ διαλέγεται ὄχι ἀντικειμενικῶς, ἀλλά Παραβολικῶς. Γι' αὐτό καί γιά τόν Πατέρα τοῦ ὁμιλεῖ σάν γιά κάποιον ἄνθρωπον, ὅπως καί γιά τούς δούλους, ὁμιλεῖ σάν νά εἶναι τέκνο, γιά νά δείξει τήν στοργήν τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους. Κάποιος ἄνθρωπος, λέγει, εἶχε δύο υἱούς. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ὁ Πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν καί Θεός κάθε παρηγοριᾶς. Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ δύο υἱοί; Ἤσαν οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί. Ἤσαν αὐτοί πού τηροῦσαν τά θεία προστάγματα καί οἱ παραβαίνοντες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί εἶπεν ὁ νεώτερος στόν πατέρα του. Καί ποιός εἶναι αὐτός ὁ νεώτερος υἱός; Αὐτός πού ἔχει ἄστατη γνώμη καί μεταφερόμενος ἐδῶ καί ἐκεῖ ἀπό τούς ἀνέμους τῆς νεότητος. Καί ἐκ φύσεως μέν ἀνεγνώρισε τόν Πλάσαντα ὡς Πατέρα, ἀλλά ἐκ κακῆς προαιρέσεως δέν Τόν ἐτίμησε. Καί λέγει. Πατέρα, δός μου τό ἀνάλογόν της περιουσίας πού μου ἀνήκει. Καλῶς ἐζήτησεν ἀπό τόν Θεόν τόν θεϊκόν πλοῦτον, ἀλλά κακῶς ἐδαπάνησε. Καί ὁ πατέρας ἐχώρισεν στά παιδιά τήν περιουσίαν. Ἔδωσεν σ' αὐτούς, ὡς Κτίστης, ὅλην τήν κτίση. Παρέσχε σ' αὐτούς σώματα καί λογικές ψυχές, πού ἀπό τόν ὀρθόν λόγον χειραγωγούμενοι νά μή διαπράττουν τίποτε παράλογο. Ἔδωσεν σ' αὐτούς τόν νόμον Του, τόν φυσικόν καί τόν γραπτόν ὡσάν θεῖον παιδαγωγόν. Καί ἔτσι μέ τόν νόμον παιδαγωγούμενοι ἐφαρμόσουν τίς θελήσεις τοῦ Νομοθέτου.

            Καί ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες μάζεψε τό μερίδιό του, ὁ νεώτερος υἱός (ὡσάν νεώτερος ἐνήργησε) "ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν". Ἔφυγεν ἀπό τόν Θεόν καί ἔφυγε καί ὁ Θεός ἀπ' αὐτόν. Ὁ Θεός δέν ἐκβιάζει ἐκεῖνον πού δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ. Γιατί ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι καρπός ἐλευθερίας καί ὄχι ἐξαναγκασμοῦ. Καί ἐκεῖ διεσκόρπισεν τήν περιουσίαν τοῦ ζώντας ἀσώτως. Ἐκεῖ ὅλον τόν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τοῦ τόν ἔχασε. Ἐκεῖ ἐναυάγησε μέ σαρκικές τέρψεις. Ἐκεῖ παίζοντας καί ἐμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Ἐκεῖ ἀγοράζοντας ψυχοφθόρες ἡδονές καί γέλωτες, ἐκέρδησε αἰτίες δακρύων.

            Καί τίς μέν ἀρετές πού εἶχε, τίς ἔχασε. Τίς δέ κακίες, πού δέν εἶχε ἀπέκτησε. Ἀφοῦ ἐδαπάνησε ὅλον τόν πλοῦτον τοῦ (γιατί εἶναι ἀδύνατον νά παραμείνει ὁ πλοῦτος τῆς χάριτος σ' αὐτούς πού ζοῦν αἰσχρῶς), ἔγινεν στήν χώρα αὐτήν ἰσχυρός λιμός. Γιατί ὅπου δέν καλλιεργεῖται τό σιτάρι τῆς σωφροσύνης, ἐκεῖ λιμός ἰσχυρός.

            Ὅπου δέν φυτεύεται ἡ ἄμπελος τῆς ἐγκρατείας, ἐκεῖ λιμός ἰσχυρός. Ὅπου τό σταφύλι τῆς ἁγνότητος δέν ληνοπατεῖται, ἐκεῖ λιμός ἰσχυρός. Ὅπου τό οὐράνιον γλεῦκος δέν τρέχει, ἐκεῖ λιμός ἰσχυρός. Ὅπου ὑπάρχει εὐφορία κακῶν ἐκεῖ πάντως θά ὑπάρχει ἀφορία τῶν ἀγαθῶν. Ὅπου ἀφθονία τῶν πονηρῶν πράξεων, ἐκεῖ πάντως σπανίζουν οἱ ἀρετές. Ὅπου δέν πηγάζει τό ἔλαιον τῆς φιλανθρωπίας, ἐκεῖ λιμός ἰσχυρός. Τότε, λοιπόν, αὐτός ἄρχισε νά στερεῖται τροφῆς. Γιατί δέν ἔμειναν σ' αὐτόν, παρά μόνον τά κακά της ἀκράτειάς του ἐπειδή ἔπραξε τά κακά της ἁμαρτίας. Καί ἀμέσως ὑπετάγη σέ ἕναν πολίτην ἐκείνης τῆς χώρας. Πολίτες δέ ἐκείνης τῆς χώρας ἤσαν οἱ δαίμονες, ὅπου εἶχε μεταναστεύσει. Καί ὁ πολίτης ἐκεῖνος, τόν ἔστειλε στόν ἀγρόν του νά βόσκει χοίρους. Γιατί ἔτσι τιμοῦν οἱ δαίμονες αὐτούς πού τούς τιμοῦν. Ἔτσι ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν καί αὐτές τίς δωρεές χαρίζουν σ' αὐτούς πού τούς ὑπακούουν.

            Καί ἐπιθυμοῦσε νά γεμίσει τήν κοιλίαν του μέ τά ξυλοκέρατα, ἀπό τά ὁποία ἔτρωγαν οἱ χοῖροι. Τί σημαίνουν τά ξυλοκέρατα; Ἡ γεύση τούς εἶναι γλυκειά, ἀλλά συγχρόνως καί σκληρή καί τραχειά. Γιατί τέτοια εἶναι καί ἡ γεύση τῆς ἁμαρτίας. Εὐφραίνει μέν ὀλίγον, ἀλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα καί μαστίζει αἰώνια.

            Λοιπόν, ἦλθε στόν ἑαυτόν του καί ἐνθυμηθεῖς τήν μακαριότητα στό πατρικό σπίτι καί τήν τωρινήν ἀθλιότητα καί σκεφθεῖς ποιός μέν ἦταν ὅταν ἦταν ὑποτασσόμενος στόν Πατέρα καί Θεόν, τί δέ ἔγινε ὅταν ὑποτάχθηκε στούς δαίμονες. λοιπόν ἀφοῦ θυμήθηκε ὀλ' αὐτά, εἶπε. πόσοι μισθωτοί στόν πατέρα μου ἔχουν ψωμί περίσσιον καί ἐγώ πεθαίνω ἀπό τήν πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι εὐφραίνονται ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές; ἐνῶ δέ ἐγώ πεινῶ γιά τά θεία λόγια; Ώ, μέ πόσα κακά ἕντυσα τόν ἑαυτόν μου! Γιατί ἀπομακρύνθηκα ἀπό τήν μακαρία ἐκείνη ζωή; Ώ, πόσων ἀγαθῶν στερήθηκα! Γιατί νά εἰσέλθω στόν χῶρον αὐτῆς, τῆς θανατηφόρου ζωῆς; Τώρα ἔμαθα ἀπό αὐτά πού ἔπαθα, νά μή ἐγκαταλείπει κανείς τόν Θεόν. Τώρα ἔμαθα νά παραμένω κοντά στόν πάντοτε προστατεύοντα αὐτούς πού εἶναι πλησίον Του. Τώρα ἔμαθα νά μή ἐμπιστεύεται κανείς τούς ἀκαθάρτους δαίμονας, πού διδάσκουν κάθε φθοράν καί ἀκαθαρσίαν.

            Τί λοιπόν λέγει; Θά σηκωθῶ καί θά ὑπάγω στόν Πατέρα μου. Θά ἐπιστρέψω καλῶς ἀπ' ὅπου κακῶς ἔφυγα. Θά ὑπάγω πρός τόν Πατέρα μου καί Ποιητήν καί Δεσπότην καί κηδεμόνα καί προνοητήν. Θά φθάσω στόν Πατέρα μου, πού μέ περιμένει ἀπό χρόνια καί ὑποδέχεται μέ ἀγάπην αὐτούς πού ἐπιστρέφουν στόν οἶκον Του. Λοιπόν, θά σηκωθῶ νά ὑπάγω στόν Πατέρα μου καί θά τοῦ εἰπῶ: Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά ὀνομάζομαι υἱός Σου. κᾶνε μέ σάν ἕνα ἀπό τούς μισθωτούς δούλους Σου. Εἶναι ἀρκετά τά λόγια αὐτά, γιά νά σωθῶ. Εἶναι ἀρκετόν τό ὄνομα τοῦ Πατρός μου, γιά νά Τόν συγκινήσει. Γιατί δέν μπορεῖ ὁ Πατέρας μου, ἀκούγοντας τό ὄνομά Του ἀπό ἐμένα, νά μή φανεῖ καί στά ἔργα Πατέρας. Δέν μπορεῖ νά μή σπλαχνιστεῖ ἀφοῦ εἶναι εὔσπλαγχνος. Δέν δύναται νά μή μοῦ δώσει ἄφεση γιά τά ὀλισθήματά μου, μόλις ἀκούσει τό "ἁμάρτησα" καί δέν μπορεῖ νά μή λησμονήσει τήν δίκαιαν ὀργήν Του, μόλις ἀκούσει τήν φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια στόν Θεόν. Γνωρίζω πόσον ἰσχυρά εἶναι τά δάκρυα στόν Θεόν. Γνωρίζω ὅτι κάθε ἁμαρτωλός, πού προσφεύγει στόν Θεόν μέ θερμά δάκρυα, ὡσάν τόν Πέτρον, λαμβάνει ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Γνωρίζω τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μου, γνωρίζω τήν ἡμερότητα τοῦ Πατρός μου. Θά μέ ἐλεήσει μετανοοῦντα, ἀφοῦ δέν μέ ἐκόλασε ἁμαρτήσαντα.

            Καί σηκώθηκε καί πῆγε στόν Πατέρα του, προσθέσας ἔτσι στήν καλήν βουλήν τήν ἀγαθή πράξη. Γιατί δέν πρέπει μονάχα νά θέλουμε τήν ὠφέλειαν, ἀλλά νά δείχνουμε μέ τίς πράξεις τίς ἀγαθές ροπές. Εὐρισκόμενος ἀκόμη σέ ἀπόσταση ἀπό τόν τόπον, πού ἦταν ὁ Πατέρας του, ἀλλά πλησίον ὅμως στόν πρέποντα τρόπον, καί σηκώνοντας τά χέρια του καί κτυπώντας τό στῆθος του, πού ὑπῆρξεν ἐργαστήριον πονηρῶν λογισμῶν, τό δέ πρόσωπόν του προσηλώνοντας τό στή γῆ, τά δέ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ προβάλλοντας ὡσάν πρεσβευτές καί προμελετώντας τήν ἀπολογίαν του. Καί μόλις ἔφθασεν, ἀνεβόησε μέ δυνατή φωνή καί μέ κλαυθμόν λέγοντας. Πατέρα, ἁμάρτησα στόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου. Ἁμάρτησα, τό γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα καί Θεέ. Τίς ἁμαρτίες μου Σύ μόνον γνωρίζεις. Ἁμάρτησα, ἐλέησε ὡς Θεός καί Δεσπότης. Δέν εἶμαι ἄξιος νά βλέπω τόν οὐρανόν καί νά παρακαλῶ Σέ τόν Ἀγαθόν μου Δεσπότην, ὅπως εἶμαι γεμάτος ἀπό μεγάλα καί ἀπαίσια ἐγκλήματα. Δέν ὑπάρχει ἀριθμός τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ἐλέησε ὡς Ἀγαθός Θεός, πού εἶσαι πάντοτε, ὅτι δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγομαι υἱός Σου. Δέξαι μέ σάν ἕνα δοῦλον Σου.

            Ἔτσι, ἱκετεύοντας ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του, τόν εἶδε Ἐκεῖνος, πού βλέπει νά πλημμελοῦν, ἀλλά νά παραβλέπει ἐκείνους, πού ἁμαρτάνουν, ἀναμένοντας τήν μετάνοιάν τους. Τόν εἶδε ὁ Πατέρας του καί τόν εὐσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ἦταν στήν ἀγαθότητα ἄν καί ὑπῆρχε Θεός στήν φύση. Ἔτρεξεν ὁ Πατέρας καί ἐπεσεν ἐπάνω στόν τράχηλόν του καί τόν θερμοφίλησε. Δέν περίμενε τόν ἁμαρτήσαντα νά ἔλθει πλησίον Του, ἀλλά αὐτός ὁ Πατέρας ἔσπευσε καί προαπάντησε τόν υἱόν. Καί δέν συχάθηκε τόν τράχηλόν του, πού ἦταν γεμάτος ἀπό κηλίδες τῆς ἀσωτείας καί ἀκαθαρσίας. Ἀλλά ἀφοῦ τόν ἀγκαλίασε μέ τά ἄχραντα χέρια του, τόν καταφιλοῦσε ἀχόρταγα, αὐτόν πού πάντοτε ποθοῦσε. Ὤ τῆς ἀφάτου καί φοβερᾶς εὐσπλαγχνίας! Ὤ παραδόξου φιλανθρωπίας! Ὤ ξένων σπονδῶν! Ὤ ξένων καταλλαγῶν! Ἐπεισεν ἀμέσως τόν Θεόν σέ μία ροπήν, ὥστε νά συγκαταβεῖ στά δάκρυα καί νά παραβλέψει πλῆθος ἀμέτρητον ἁμαρτημάτων.

            Ἐθαύμασες, βλέποντας τόν Θεόν νά κολακεύει ἁμαρτωλόν; Ὤ τῆς στοργῆς τῶν πατρικῶν σπλάγχνων! Ὁ ἁμαρτωλός ἐπί τῆς γής ἐδάκρυσε καί ὁ μόνος ἀναμάρτητος ἀπό τόν οὐρανόν ἔστρεψε τόν ἑαυτόν του ἀπό φιλανθρωπίαν πρός τήν γῆν. Ποιός εἶδε ποτέ τόν Θεόν νά κολακεύει ἁμαρτωλόν; Ποιός εἶδε τόν δικαστήν νά περιποιεῖται τόν κατάδικον; Ποιός εἶδε ποτέ τόν κατάδικον νά τόν κολακεύουν; Ἀλλά ὁ Θεός, ὅμως, παρηγορεῖ, ὅπως κάποτε τόν Ἰσραήλ "Λαός μου", λέγει, "σέ τί σέ ἀδίκησα ἤ σέ τί σέ ἐνώχλησα;" Καί τώρα τά ἴδια γίνονται, ἐπειδή ἔτσι θέλει ὁ εὐκατάλλακτος Θεός, ἔτσι συνηθίζει νά νικᾶται ἀπό τόν ἑαυτόν τοῦ ὁ Πατέρας τῶν οἰκτιρμῶν καί πάσης παρακλήσεως.

            Καί δέν ἀρκέστηκε σ' αὐτά ὁ ἄσωτος αὐτός υἱός, ἀλλά καί στά ἀγαθά τῆς μετανοίας ὄντας ἄσωτος, δέν ἐνόμισεν ὅτι εἶναι ἐπαρκής ἡ τόση φιλανθρωπία γιά τήν τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικῶς πρός τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἀλλά ἐκεῖνα, πού ἐμελέτησε νά εἰπεῖ στόν Πατέρα, αὐτά ἔλεγε ἐνώπιόν Του μέ σχῆμα ταπεινόν. Πατέρα, ἄν μου πρέπει νά Σέ ὀνομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως ἁμαρτάνω φοβᾶμαι, ὀνομάζοντας Σέ Πατέρα καί δέν ὑβρίζω μέ τήν κλήση αὐτή τό ἀνύβριστον ὄνομα. Ἀκόμη, ἄν ἡ συνείδησή μου δέν μοῦ κλείνει τά χείλη μου, ἄν οἱ κακές μου πράξεις δέν μοῦ δένουν τήν γλώσσα, ἄν ἡ ἁμαρτωλή ζωή μου ἐμποδίζει τόν λόγον).

            Πατέρα Ἅγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά ἀπό στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, καί Δημιουργέ κατά φύσιν, ἁμάρτησα στόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγομαι υἱός Σου. Ἁμάρτησα, ὁμολογῶ τά παραπτώματά μου, δέν κρύβω αὐτά πού βλέπεις, δέν ἀρνοῦμαι αὐτά πού γνωρίζεις. Ὡς ὑπεύθυνος εἶμαι ἐδῶ, ὡς παράνομος κατακρίνομαι, Σύ ὡς κριτής ἐλέησον μέ. Ἁμάρτησα στόν οὐρανόν (γιατί φοβοῦμαι ὡσάν κατηγόρου φωνήν τήν μορφή τοῦ στερεώματος), εὐλαβοῦμαι νά ἀτενίσω στό φῶς τῆς Θεότητος, ἔχοντας ρυπαρούς τους ὀφθαλμούς τῆς διανοίας μου. Ἁμάρτησα στόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά ὀνομάζομαι υἱός Σου.

            Ἰδού ἀνακηρύττω τόν ἑαυτόν μου, κατακρίνω τόν ἑαυτόν μου, κατά τοῦ ἑαυτοῦ μου βγάζω ἀπόφαση. Δέν χρειάζομαι δικαστήν νά μέ καταδικάσει, δέν χρειάζονται κατήγοροι νά μέ ἐλέγξουν, δέν ἔχω ἀνάγκην μαρτύρων γιά ἀποδείξεις. Μέσα μου ἔχω τήν συνείδηση, ὡσάν δικαστήν ἀδέκαστον, στήν ψυχήν μου ὑπάρχει τό φοβερόν δικαστήριον, μέσα στήν συνείδησή μου εὑρίσκονται οἱ μάρτυρες, βλέπω μέ τά μάτια μου τούς κατηγόρους μου. Τά θέατρα μέ κατηγοροῦν, οἱ ἱπποδρομίες μέ κατακρίνουν, ὅσα ἔβλεπα στίς θηριομαχίες μέ ἐλέγχουν. Ἡ ἀσωτία μου μέ καταισχύνει, οἱ πράξεις μου μέ στηλιτεύουν, ἡ τωρινή γυμνότης μου μέ φανερώνει, αὐτά τά κουρέλια τῆς ντροπῆς, πού φορῶ, μέ καταντροπιάζουν καί δέν εἶμαι ἄξιος υἱός Σου νά λέγομαι. Ποίησον μέ ὡς ἕνα τῶν μισθίων Σου. Μήτε ἀπό τήν αὐλήν Σου νά μέ διώξεις, Δέσποτα, γιά νά μή μέ εὕρει πάλιν ὁ πολέμιος περιπλανώμενον καί μέ συλλάβει σάν αἰχμάλωτον. Ἀλλά οὔτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικῆς Τραπέζης ἑλκύσεις μέ. Γιατί δέν τολμῶ νά βλέπω τά Ἅγια τῶν Ἁγίων μέ μάτια ἀκάθαρτα. Ἄφησε μέ νά στέκωμαι μαζί μέ τούς κατηχουμένους μέσα ἀπό τίς θύρες τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, θεωρώντας τά τελούμενα μυστήρια, νά ποθήσω, σύν τῷ χρόνω, νά μετάσχω πάλιν σ' αὐτά. Καί λουόμενος μέ τά θεία νάματα, νά καθαρίσω ἀπό τήν αἰσχύνη τῶν αἰσχρῶν ἀσμάτων τόν ρύπον, πού παραμένει ἀκόμη στ' αὐτιά μου. Καί βλέποντας τούς μαργαρίτες (τό Σῶμα Σου) νά τούς παίρνουν εὐσεβεῖς πιστοί, νά ἐπιθυμήσω καί ἐγώ ν' ἀποκτήσω χέρια ἄξια νά τούς ὑποδεχθούν. (1).

            Αὐτά λέγοντας τοῦ Ἀσώτου, καί κλαίοντας δυνατά, εἶπεν ὁ Πατέρας στούς δούλους Του. Σέ ποιούς δούλους; Στούς ἱερεῖς καί λειτουργούς τῶν προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα τήν πρώτην στολήν καί ἐνδύστε τόν. Φέρετε τήν ἐξ οὐρανῶν ὑφαντήν, αὐτήν πού κατεσκεύασεν τό πνευματικόν πῦρ. Φέρετε τήν στολήν, πού ὑφαίνεται στά ὕδατα τῆς κολυμβήθρας. Φέρετε τήν στολήν, πού κατασκευάζεται ἀπό τήν πνευματικήν φωτιά καί ἐνδύστε τόν. Ἐνδύσατε αὐτόν, πού ἀπογυμνώθηκε, ἐνδύσατε τόν νέον Ἀδάμ, πού ἐγύμνωσεν ὁ διάβολος. Ἐνδύσατε τόν βασιλέα τῆς κτίσεως, κοσμῆστε αὐτόν, γιά τόν ὁποῖον ἐκόσμησα τόν κόσμον, καλλωπίστε τοῦ υἱοῦ μου τά φίλτατα μέλη.

            Δέν ἀνέχομαι νά τόν βλέπω ἀκαλλώπιστον. Δέν ἀνέχομαι νά ἀφεθεῖ ἡ εἰκόνα μου γυμνή. Θεωρῶ ἐντροπήν δική μου τήν ἐντροπήν τοῦ δικοῦ μου παιδιοῦ. Θεωρῶ δόξαν μου τόν πλοῦτον τοῦ παιδιοῦ μου. Δῶστε καί δακτυλίδι στό χέρι του, γιά νά φορεῖ τόν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί φορώντας αὐτό, νά φρουρεῖται ἀπό αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κι ἔτσι, περιφέροντας τήν σφραγίδα μου, θά εἶναι φοβερός σ' ὅλους τους πολεμίους καί ἐναντίους. Καί φαινόμενος ἀπό μακρυά, νά δείχνει ποιοῦ Πατέρα εἶναι αὐτός υἱός. Δῶστε του καί ὑποδήματα στά πόδια του, γιά νά μή εὕρει πάλιν ὁ ὄφις γυμνήν τήν πτέρναν του καί τόν κτυπήσει μέ τό κεντρί του, ἀλλά μᾶλλον αὐτός νά καταπατεῖ τήν κεφαλήν τοῦ δράκοντος καί νά συντρίψει τοῦ πολεμίου τά κέντρα, γιά νά τρέχει στόν δρόμον τοῦ Θεοῦ.

            Καί στή συνέχεια, ἀφοῦ φέρετε τόν σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τόν. Ποιόν σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιόν; Αὐτόν πού ἐγέννησε ἡ δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τόν μόσχον τόν ἀδάμαστον, πού δέν δέχθηκε ζυγόν ἁμαρτίας, τόν Παρθένον καί ἐκ Παρθένου, τόν ἀκολουθοῦντα αὐτούς, πού Τόν ἀκολουθοῦν ὄχι ἐξ ἀνάγκης, ἀλλ' ἑκουσίως. Αὐτόν, πού δέν κάνει χρήση τῆς δυνάμεώς Του οὔτε τῶν κεράτων Του, ἀλλά πού πρόθυμα παραδιδόμενον νά σφάζεται ἀπό τούς ἱερεῖς. Θυσιάστε, τόν θεληματικῶς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αὐτόν πού ζωοποιεῖ τούς θυσιάζοντες, θυσιάστε τόν θυσιαζόμενον πού ὅμως, δέν πεθαίνει. Θυσιάστε τόν μελιζόμενον, πού ἁγιάζει αὐτούς, πού τόν μελίζουν. Θυσιάστε τόν ἐσθιόμενον ἀπό τούς πιστούς, πού ποτέ δέν δαπανᾶται. Θυσιάστε τόν αὐτόν, πού κάνει μακαρίους ἐκείνους πού τόν τρώγουν. Καί ἀφοῦ φάγομεν ὅλοι ἄς εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ υἱός μου αὐτός ἦταν νεκρός καί ξαναέζησε. ἦταν ἀπωλεσμένος καί εὑρέθηκε.

            Καί ἄρχισαν νά εὐφραίνωνται. Ἐσεῖς πού γευτήκατε ἀπό αὐτήν τήν θυσίαν, γνωρίζετε τήν πνευματικήν εὐφροσύνην, καί θυμάστε τά φρικτά μυστήρια, τούς λειτουργούς της θείας ἱερουργίας, πού μιμοῦνται μέ τίς λεπτές ὀθόνες, τά φτερά τῶν Ἀγγέλων, ὅπως ἁπλώνονται στούς ἀριστερούς ὤμους, καί περιφερόμενοι στήν ἐκκλησία, φωνάζουν: μή κανείς ἀπό τούς κατηχουμένους, μή κανείς ἀπό τούς μή ἐσθίοντας, μή κανείς κατάσκοπος, μή κανείς ἀπό ἐκείνους πού δέν δύνανται νά ἰδοῦν τό οὐράνιον αἷμα ἐκχυνόμενον "εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν", μή κανείς ἀνάξιος της ζωντανῆς θυσίας, μή κανείς ἀμύητος, μή κανένας, πού δέν δύναται, λόγω τῶν ἀκαθάρτων χειλέων του, νά ψαύσει τά φρικτά μυστήρια.

            Ὕστερα οἱ Ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανόν, δοξολογοῦντες καί λέγοντες: Ἅγιος ὁ Πατέρας, πού θέλησε νά θυσιασθεῖ ὁ σιτευτός μόσχος, πού δέν γνώρισεν ἁμαρτία, καθώς λέγει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας: "Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι Αὐτοῦ". Ἅγιος ὁ Υἱός, μαζί καί μόσχος, ὁ πάντοτε ἑκουσίως θυόμενος καί πάντοτε ζωντανός. Ἅγιος ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πού τελεσιούργησε τήν θυσίαν.

            Ὅταν, λοιπόν, ἐγένοντο αὐτά στό ἐσωτερικόν, ὁ πρεσβύτερος υἱός, πού ἔφθασε ἀπό μακρυά, ἄκουσε τίς συμφωνίες καί τούς χορούς. Καί προσκαλώντας ἕνα δοῦλον, ἐρωτοῦσε νά μάθει τί σημαίνουν αὐτά, γιατί ἀκούω μουσικές: Ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε. ὁ Δαβίδ ὁ Προφήτης ψάλλει τόν στίχον "τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους". Καί προτρέπει τούς παρόντες νά φάγουν λέγοντας: "Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος". Ὁ δέ Παῦλος, ὁ ἐξηγητής τῶν θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. "Τό Πάσχα ἠμῶν, ὑπέρ ἠμῶν ἐτύθη Χριστός". Ἡ Ἐκκλησία πανηγυρίζει, εὐφραίνεται καί χορεύει. Ὁ πρεσβύτερος υἱός λέγει στόν δοῦλον: καλά, χωρίς νά εἶμαι ἐγώ, ἄλλοι τά δικά μου μυστήρια, παρά τήν ἀπουσίαν μου, ἀπολαμβάνουν στό σπίτι μου; Ναί, ἀπαντᾶ, γιατί ἦλθεν ὁ ἀδελφός σου καί ὁ Πατέρας σου ἐθυσίασε τό σιτευτόν μόσχον, ἐπειδή χάρηκε πού τόν δέχθηκε ὑγιαίνοντα.

            Καί ὁ δίκαιος ἀδελφός ὠργίσθηκε καί δέν θέλησε νά εἰσέλθει στό σπίτι του. Ὁ δίκαιος, λοιπόν, ὠργίσθηκε καί ὑποδουλώθηκε στόν φθόνον, αὐτός ποῦ κατεπάτησε τά τερπνά της ζωῆς κυριεύτηκε ἀπό τόν φθόνον; καί πῶς ὁ Παῦλος λέγει. "ἐβουλόμην αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατά σάρκα"; Ὁ Σωτήρας, ὅμως, δέν ἐσχημάτισε τήν Παραβολήν ἔτσι, ὥστε νά δείξει τόν δίκαιον βάσκανον, ἀλλά γιά νά διακηρύξει τόν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χρηστότητος τοῦ Πατρός Του. Καί αὐτό φανερώνεται ἀπό τά ἀκόλουθα. Ἡ παραβολή λέγει ὁ Πατέρας του, ἐξῆλθε ἀπό τόν οἶκον καί παρηγοροῦσε τόν υἱόν του. Ώ, ἀνεκφράστου σοφίας! Ὤ θεοφιλοῦς προνοίας! Καί τόν ἁμαρτωλόν ἐλέησε καί τόν δίκαιον ἐκολάκευσε. Καί τόν ὄρθιον δέν ἄφησε νά πέσει καί τόν πεσόντα σήκωσε. Καί τόν πένητα ἐπλούτισε καί τόν πλούσιον δέν ἄφησε νά φτωχύνει μέ τόν φθόνον.

            Ὁ πρεσβύτερος εἶπε στόν Πατέρα του: Τόσα χρόνια ἐγώ σου δουλεύω καί οὐδέποτε παρέβλεψα ἐντολήν Σου. Καί σ' ἐμένα ποτέ δέν ἔδωσες ἕνα ἐρίφιον, γιά νά εὐφρανθῶ μέ τούς φίλους μου. Ἀλλά "περιέρχομαι ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Ὅταν δέ ὁ υἱός Σου αὐτός ἦλθεν, πού σέ κατεφρόνησε καί σού κατέφαγε τόν πλοῦτον μέ τίς πόρνες, ἀμέσως θυσίασες γιά χάρι τοῦ τόν μόσχον τόν σιτευτόν. Καί οὔτε μέ λόγους τόν κατηγόρησες, οὔτε τό Πρόσωπόν Σου ἀπέστρεψας ἀπό τήν ἀθλιότητά του. Ἀλλά ἀμέσως τόν ἐξενοδόχησες, καί μέ λαμπρή στολή τόν κατεκόσμησες, καί τό ἀστραφτερό χρυσό δακτυλίδι τοῦ ἐφόρεσες, καί μέ ὑποδήματα τόν ἀσφάλισες καί τήν Ἐκκλησίαν ἄνοιξες καί τήν τράπεζαν εὐτρέπισες καί τούς κρατῆρες ἐγέμισες. Ἀλλά καί τόν μόσχον τόν σιτευτόν ἐθυσίασες καί προσκάλεσες τούς πιστούς στήν εὐωχίαν αὐτήν καί ἔκανες τούς Ἀγγέλους νά χορεύουν καί παρεσκεύασες ἕνα παράξενον συμπόσιον μέ συμμετοχή τῆς γής καί τοῦ οὐρανοῦ. Καί ὅλα αὐτά καί τίς τόσες δωρεές προσέφερες σ' αὐτόν, πού κατεφρόνησε τήν ἀγαθότητά Σου καί ὕβρισε τήν εὐγένειά Σου. Τί νά εἰπῶ γιά τό βάθος καί τό πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, πῶς νά θαυμάσω τήν θάλασσαν τῆς εἰρήνης καί γαληνότητός Σου; Ἐλεεῖς, Κύριε, ὅλους γιατί τά πάντα ἠμπορεῖς καί παραβλέπεις τά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, πού προσέρχονται μετανοοῦντες.

            Ὁ δέ Πατέρας τοῦ εἶπε: Τέκνον, σύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου. Ἐσύ δέν ἐχωρίσθης ποτέ ἀπό τούς κόλπους μου. Ἐσύ ἀπό τήν Ἐκκλησίαν μου δέν ἀπεμακρύνθης. Ἐσύ προσέχεις πάντοτε στούς ψαλμούς καί στούς ὕμνους. Ἐσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί μέ τούς Ἀγγέλους. Ἐσύ στό Θυσιαστήριον παριστάμενος μέ παρρησία λέγεις, "Πάτερ ἠμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου". Αὐτός δέ προσῆλθε σ' ἐμένα κατακριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας τό πρόσωπόν του στήν γῆ καί μέ συντετριμμένη καί σκοτεινή φωνή, ἐφώναξε: "Πατέρα μου, ἁμάρτησα στόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγομαι υἱός Σου. Πάρε μέ ὡς ἕνα μισθωτόν δοῦλον Σου".

            Ἐγώ, τέκνον, τί εἶχα νά κάμω σ' αὐτά τά συγκλονιστικά λόγια; Ἠμποροῦσα νά μή ἐλεήσω τόν δικόν μου υἱόν, ποῦ ἐπέστρεψε; Ἐσύ πού θυμώνεις δίκασε. Ὡς φιλάνθρωπος πού εἶμαι δέν μποροῦσα νά κάνω κάτι ἀπάνθρωπον. Δέν ἠμπορῶ νά μή ἐλεήσω αὐτόν, πού ἐγώ ἐδημιούργησα. Δέν δύναμαι νά μή λυπηθῶ αὐτόν πού γέννησα ἀπό τά σπλάγχνα μου. Τέκνον, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου καί ὅσα ἔχω, ὅλα δικά σου εἶναι. Ὁ οὐρανός δικός σου, τό στερέωμα δικό σου, ὁ ἥλιος δικός σου φωστήρας, ἡ σελήνη δική σου ὑπηρέτρια, τά ἀστέρια δικά σου πολύφωτα, ὁ ἀέρας δικός σου τροφέας καί ὅλα τά ἐναέρια δικά σου. Ἡ γῆ καί ὅσα φύονται, δικά σου, ἡ θάλασσα καί ὅσα εἶναι σ' αὐτή δικά σου. Ὁ κόσμος ὅλος, δικός σου. Ἡ Ἐκκλησία, δική σου. Τό Θυσιαστήριον, δικό σου. Ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, δικός σου. Ἡ θυσία, δική σου. Οἱ Ἄγγελοι, δικοί σου. Οἱ Ἀπόστολοι, δικοί σου. Οἱ Μάρτυρες, δικοί σου. Τά παρόντα, δικά σου. Τά μέλλοντα, δικά σου. Ἡ Ἀνάσταση, δική σου. Ἡ ἀθανασία, δική σου. Ἡ ἀφθαρσία, δική σου. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δική σου. Ὅλα τά φαινόμενα καί νοούμενα, δικά σου.

            Μήπως ἐπῆρα ὅσα ἔχεις καί τά ἔδωσα σ' ἐκεῖνον; Μήπως σέ ἐγύμνωσα καί ἐκεῖνον ἕντυσα; Μήπως ἐκ τῶν πραγμάτων μου δέν ἐχάρισα τό ἔλεος; Μήπως ἐξ ἴσου δέν εἶμαι Πατέρας σου καί ἐκείνου; Καί ἐσένα τιμῶ γιά τήν ἀρετήν σου καί ἐκεῖνον ἐλεῶ γιά τήν πολύ καλήν ἐπιστροφήν του. Καί ἐσένα ποθῶ γιά τόν ἐνάρετον βίον σου, καί ἐκεῖνον ποθῶ γιά τήν μετάνοιάν του. Καί ἐσένα ἀγαπῶ γιά τήν μακροθυμίαν σου, καί ἐκεῖνον ἀγαπῶ, πού ἐπέστρεψε σ' ἐμένα. Καί ἐσένα ἀγαπῶ γιά τήν ἀρετήν σου, καί ἐκεῖνον ἀγαπῶ γιά τήν μετάνοιάν του.

            Ἔπρεπε νά εὐφρανθεῖς καί νά χαρεῖς, πού ὁ ἀδελφός σου αὐτός ἦταν νεκρός καί ζωντάνεψε, ἦταν χαμένος καί εὑρέθη. Ποιός βλέποντας νεκρόν νά ἀνασταίνεται, δέν εὐφραίνεται; Καί ποιός εὑρίσκει ἐκεῖνο πού ἔχασε καί δέν ἀγάλλεται; Ἔλα καί ἐσύ, υἱέ μου, νά συνευφρανθεῖς μαζί μας καί σκίρτησε μαζί μέ τούς Ἀγγέλους καί ἀγκαλίασε τόν ἀδελφόν σου μέ μας καί ψάλλε μέ τόν Δαυίδ ἐκεῖνο τό πνευματικό μέλος, πού ταιριάζει στό τωρινό πανηγύρι μας. "Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἵ ἀνομίαι καί ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἵ ἁμαρτίαι. μακάριος ἀνήρ, ὤ οὐ μή λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν".

            Ἀκούσατε τήν θείαν Παραβολήν καί ἐμάθατε τό περιεχόμενόν της καί τήν σημασία τῆς ἐννοήσατε. Ἐμάθατε ὅτι ἔχομεν Κύριον φιλάνθρωπον καί ἀνεξίκακον. Πρός Αὐτόν λοιπόν νά καταφύγωμεν μέ καθαρή καρδιά. Ἐλᾶτε νά φωνάξωμεν ὅλοι πρός Αὐτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενῆ Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτήσαμεν στόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἴμαστε ἄξιοι νά γενώμεθα υἱοί Σου, ἀλλά ἔχομεν τό θάρρος στούς οἰκτιρμούς Σου. Ἔχομεν ἐνέχυρο τῆς φιλανθρωπίας Σου τόν Τίμιον Σταυρόν, πού ὑπέμεινες γιά μας. Ἔχομεν ἐγγυητές τῆς εὐσπλαγχνίας Σου τήν ἄλλοτε πόρνην καί τόν ἄλλοτε ληστήν. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῶν, ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, καταφεύγομεν στήν φιλανθρωπία Σου. Ὅπως ἐκείνους μετέβαλες σέ σεβασμίους καί μακαρίους, Κύριε, καί ἐμᾶς, πού Σου προσπίπτομεν, ἐλέησον. Καί ὅπως ἀνέστησες νεκρούς μέ τήν Σταύρωσή σου καί ἐμᾶς, πού νεκρωθήκαμεν ἀπό ἁμαρτίες, ἀπό τήν πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ἀνάστησε, γιά νά ἀπολαύσουμε τήν Ἀνάστασή Σου μαζί μέ τούς λυτρωθέντες. Καί νά ἐπιμείνωμεν στήν δέηση αὐτή, γιά νά μᾶς εἰπεῖ ὁ Δεσπότης Χριστός. "Κατά τήν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμίν".

            Καί ἐσεῖς οἱ μέλλοντες νά λάβετε τήν δωρεάν τοῦ Βαπτίσματος, νά ἀπορρίψετε κάθε ἀλλότριον λογισμόν καί κατευθύνοντες τίς ψυχές σας στόν οὐράνιον Νυμφίον, θά δεχθῆτε τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. "Ὁ Κύριος ἐγγύς, μηδέν μεριμνᾶτε". Ὁ λυτρωτής στέκεται στήν θύραν, ὁ ἰατρός εἶναι ἐδῶ, τό ἰατρεῖον ἄνοιξε, τά φάρμακα ὑπάρχουν, ἡ κολυμβήθρα ὅλους τους δέχεται, ἡ Χάρις ἔχει ἁπλωθεῖ, ἡ στολή ὑφαίνεται ἀπό τόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μακάριοι αὐτοί πού ἀξιώνονται νά φορέσουν τήν στολήν. Μόνον σεῖς ἀνάψτε τίς λαμπάδες τῆς πίστεως, ἔχοντας καί ἄφθονον λάδι, ὥστε, ὅταν ἀκουσθεῖ ἡ φωνή τήν νύκτα, ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται, νά ἐξέλθετε σέ ἀπάντησή Του μέ φαιδρές τίς λαμπάδες, χορεύοντας καί σκιρτώντας νά φωνάζετε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Σέ Αὐτόν νά εἶναι ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες. Ἀμήν». (2).

            [1.   Ὁ ἀναγνώστης πρέπει νά γνωρίζει, ὅτι τό Πανάγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐδίδετο στίς παλάμες, ἡ μία ὑπό τήν ἄλλην, ὅπως συνέβαινεν στούς ἀποστολικούς χρόνους, μέχρι τήν ἐποχήν τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀργότερα ἐδίδετο - ἐλαμβάνετο μέσα σέ μικρά πολύτιμα σκεύη. Ἀργότερα καθιερώθη ἡ ἁγία λαβίδα.].

           [ 2.   Ὁ ἅγιος Πατήρ, ἀναφερόμενος στόν μολυσμόν τῆς ὁράσεως τοῦ Ἀσώτου, ὀνομάζει τά θεάματα, θέατρα, ἱπποδρομίες καί θηριομαχίες. Φυσικά τώρα εἶναι ἄλλα αἴτια πού μολύνουν τήν ψυχήν, ὅπως ἡ Τηλεόραση, ἡ ὁποία, κατά τόν χαρακτηρισμόν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού τήν εἶδε προορατικῶς, εἶναι αὐτός ὁ σατανᾶς καί τά κέρατά του εὑρίσκονται στά κεραμμύδια!].

"Λόγος στήν Παραβολή τοῦ Ἀσώτου", Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ».

Ἀπό τό https://www.impantokratoros.gr/parabolh_asotou_agixrisostomos.el.aspx