Κύριε μή μέ ἐλεήσεις

2014-08-03 17:28

            Πρίν ἀπό πολλά χρόνια ζοῦσε σέ κάποιο χωριό τῆς πατρίδος μᾶς ἕνας νέος, πού ἀπό μικρός εἶχε τόν πόθο νά γίνει ἀσκητής. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποιες δυσκολίες: Ἦταν ἀγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδυνοῦς καί μέ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις.

            Ὅμως στήν ἡλικία τῶν 40 περίπου ἐτῶν μπόρεσε νά πραγματοποιήσει τή κρυφή του ἁγία ἐπιθυμία. Ἔφυγε ἀπό τό χωριό του καί περιπλανώμενος ἀπό τόπο σέ τόπο κατέληξε σ' ἕνα ἐρημονήσι, ὅπου βρῆκε ἕνα γέρο ἀσκητή πού τοῦ ἀνέπαυε τήν καρδιά καί ἔγινε ὑποτακτικός του.

            Μέ ἔκπληξη λοιπόν παρατηροῦσε ὅτι ὅταν προσευχόταν ὁ Γέροντας τοῦ ἔλαμπε ὁλόκληρος, καί ἰδιαιτέρως ὅταν παρακλητικά καί μετά δακρύων ἔλεγε: «Κύριε, ἐλέησον μέ».

            Ὁ Γέρο ἀσκητής ἦταν καί αὐτός ἀγράμματος, ἀλλά οἱ συμβουλές τοῦ ἦταν πολύτιμες καί γεμάτες σοφία καί ὅλη του ἡ πνευματική προσπάθεια συγκεντρωνόταν στό πώς νά μάθει νά προσεύχεται καί ὁ ὑποτακτικός του μέ τό «Κύριε, ἐλέησον μέ».

            Τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Γέρο ἀσκητής χάρισε στόν ὑποτακτικό του τό τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, ἔκανε τόν σταυρό του καί λέγοντας τρεῖς φορές τό «Κύριε, ἐλέησον μέ», «Κύριε, ἐλέησον μέ», «Κύριε, ἐλέησον μέ», ἡ ὀσιακή τοῦ ψυχή πέταξε στόν οὐρανό.

            Μετά τήν κοίμηση καί ταφῆ τοῦ Γέροντός του, ὁ ἐν λόγω ὑποτακτικός ζοῦσε πλέον ὁλομόναχος στό ἐρημονήσι ὡς ἀσκητής καί ἡσυχαστής μέσα σέ μία σπηλιά, ἀκολουθώντας τό ἴδιο τυπικό προσευχῆς καί κανόνων πού παρέλαβε ἀπό τόν Γέροντά του.

            Ἔτσι περασαν 30 ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά δεῖ ποτέ τοῦ ἄνθρωπο. Μέ τό πέρασμα ὅμως τῶν ἐτῶν καί μέ τήν βραδυγλωσσία καί βραδύνοια πού τόν διέκρινε, μπέρδευε τά λόγια της Εὐχῆς προσευχόμενος ἔλεγε «Κύριε, μή μέ ἐλεήσεις». Ἡ καρδιά τοῦ ὅμως ἦταν δοσμένη ὁλόκληρη στόν Θεό, γιά αὐτό καί δάκρυα ἔτρεχαν ἄφθονα ἀπό τά γεροντικά του μάτια, ὅταν μέρα καί νύχτα προσευχόταν μέ κατάνυξη καί συντριβή, ἐπαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές τό «Κύριε, μή μέ ἐλεήσεις».

            Κάποια ἀνοιξιάτικη μέρα ἕνα καράβι ἄραξε κοντά στό ἐρημονήσι. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιβάτες τοῦ ἦταν καί ὁ ἐπίσκοπός της ἐπαρχίας ἐκείνης καί ὁ καπετάνιος γιά νά τόν ξεκουράσει καί νά τόν εὐχαριστήσει τόν πῆρε μέ μία βάρκα καί πῆγαν στό νησί γιά νά περπατήσουν. Ἀντίκρισαν ἐκεῖ ἕνα μονοπάτι τό ὁποῖο ἀκολούθησαν καί ἔφτασαν μπροστά σέ μία σπηλιά ὅπου ἀπό μέσα ἄκουσαν τήν πονεμένη προσευχή τοῦ ἀσκητῆ πού ἔλεγε συνεχῶς «Κύριε, μή μέ ἐλεήσεις».
            Προχώρησε ὁ ἐπίσκοπος καί εἶδε ἕνα σκελετωμένο γέροντα ἀσκητή, μέ μάτια βαθουλωμένα μέσα στίς κόγχες τους, νά εἶναι γονατιστός καί ὁλόλαμπρος νά προσεύχεται καί νά κλαίει.

            Ὁ δεσπότης μέ πολλή συστολή προσπάθησε νά τοῦ πεῖ ὅτι αὐτή ἡ προσευχή του δέν εἶναι σωστή καί πρέπει νά λέει «Κύριε, ἐλέησον μέ». Ταράχθηκε ὁ ἀσκητής πιστεύοντας, ὅτι 30 τόσα χρόνια ἔκανε κακό στή ψυχή του καί ξέσπασε σέ κλάματα ἱκετεύοντας τόν ἐπίσκοπο νά τόν μάθει νά λέει σωστά τήν προσευχή. Κι ἐκεῖνος μέ δέος προσπάθησε γιά ἀρκετή ὥρα νά τοῦ «στρώσει» τή γλώσσα στό νά λέει  «Κύριε, ἐλέησον μέ».

            Φεύγοντας ὁ ἐπίσκοπος τόν συνόδευσε ὁ ἀσκητής μέχρι τήν ἀκροθαλασσιά, ἐπαναλαμβάνοντας μαζί του τό «Κύριε, ἐλέησον μέ», γιά νά μήν τό ξεχάσει. Τό καράβι ἔφυγε καί ὁ ἀσκητής τό παρακολουθοῦσε μέ τό βλέμμα τοῦ λέγοντας συνεχῶς «Κύριε, ἐλέησον μέ».

            Δέν πέρασαν πέντε λεπτά καί ὁ ἐρημίτης ξέχασε τό «Κύριε, ἐλέησον μέ», σάστισε καί ζαλίστηκε!
            - Καί τώρα τί θά γίνω; καί ξέσπασε σέ δάκρυα.
            Στήν ἀπελπισία τοῦ πετάει στήν θάλασσα τό κουρελιασμένο ράσο του καί βαδίζει πάνω σέ αὐτό πρός τό καράβι.
            -Φάντασμα, φάντασμα...! φώναζαν τρομαγμένοι οἱ ναῦτες.

            Μέ τίς φωνές ἀνέβηκε ὁ δεσπότης στό κατάστρωμα καί εἶδε τόν ἀσκητή νά τοῦ φωνάζει:
            - Τί νά λέω; Τί νά λέω δεσπότη μου;
            Καί ἐκεῖνος μέ συγκίνηση τοῦ ἀπάντησε:
            - Ὅτι ἔλεγες νά λές παιδί μου! Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη προσευχή γιά τήν ψυχή σου. Συγχώρεσε μέ καί κᾶνε καί γιά μένα ἕνα σταυρό! 

Ἀπό τό https://agiameteora.net/index.php/istories/152-kirie-mi-me-eleisis