Καλημέρα

2014-08-04 10:28

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ

        Σήμερα σηκώθηκα γιά τό σχολεῖο κατσουφιασμένη. Ἄργησα νά ξυπνήσω, δεν εἶχα διαβάσει καλά τά μαθηματικά, ὁ μικρός μου ἀδερφός ἔκανε χίλιες ὧρες να πιεῖ τό γάλα του, ὅλα μοῦ ἔφταιγαν. Βιαστικά χαιρέτησα τή μητέρα μου καί πῆρα τήν τσάντα μου νά φύγω, νά προλάβουμε τό λεωφορεῖο. Στήν πόρτα μέ πρόλαβε ὁ παππούς, πού αὐτές τίς μέρες εἶναι στο σπίτι μας.

        - Καλημέρα! Κοίτα τι ὄμορφη μέρα! μοῦ εἶπε.

        - Τί λές, παππού; Ποῦ τήν εἶδες τήν ὀμορφιά; Για μένα, ἐκείνη τή μέρα, τίποτα δέν ἦταν ὄμορφο.

        - Ἄνοιξε καλά τά μάτια σου καί θά δεῖς!

        - Τί θά δῶ, παππού;

        - Ψάξε νά βρεῖς τί δῶρα σοῦ στέλνει σήμερα ὁ Θεός.

        Καθώς μπῆκα στό λεωφορεῖο καί κάθησα στή θέση μου, -εὐτυχῶς δέν τό εἴχαμε χάσει-, τό βλέμμα μου ἔπεσε στόν οὐρανό. Ἦταν γεμάτος χρώματα και ἄσπρα μικρά συννεφάκια ἐδῶ κι ἐκεῖ! Κι ἐγώ πού νόμιζα πώς εἶχε συννεφιά!

        Στό σχολεῖο μου μέ περίμεναν οἱ φίλες μου, νά παίξουμε κυνηγητό. Εἶμαι πολύ γρήγορη στό τρέξιμο. Κι ἐκεῖ πού τίς κυνηγοῦσα, σκέφτηκα πώς δῶρο ἀπ᾽ τό Θεό εἶναι ἡ ὑγεία καί πού μπορῶ νά τρέχω.

        Στό σπίτι, ὅταν γύρισα τό μεσημέρι, ἡ μητέρα μου, πού γυρνάει πιό ἀργά, - ὅπως καί ὁ μπαμπάς ἀπό τή δουλειά του-, εἶχε ἀφήσει στό τραπέζι τό μεσημεριανό μας. Κάθησα νά φάω μέ τον παππού.

        - Πῶς πέρασες σήμερα; μέ ρώτησε.

        - Καλά, παππού, ἀπάντησα. Ψάχνω καί τά δῶρα πού μοῦ εἶπες.

        - Βρῆκες πολλά;

        - Τρία, ἀπάντησα. Και τοῦ ἐξήγησα γιά τόν ὄμορφο οὐρανό, τό τρέξιμο στό κυνηγητό, τίς φίλες μου πού παίζουμε μαζί. Εἶναι πολλά ἀκόμα;

        Ὁ παππούς χαμογέλασε αἰνιγματικά.

        - Ψάξε κι ἄλλο, μοῦ εἶπε. Τί ἄλλο ἔγινε στό σχολεῖο;

        - Δέν ἔγινε τίποτα πολύ σπουδαῖο, παππού. Γράψαμε ὀρθογραφία, λύσαμε ἀσκήσεις, σηκώθηκα στόν πίνακα... Ἄ, παππού, καθώς κατέβαινα τίς σκάλες, πῆγα να πέσω. Δέν πρόσεξα το προτελευταῖο σκαλοπάτι. Μά εὐτυχῶς δέ χτύπησα.

        Ὁ παππούς μέ κοίταξε χαμογελώντας.

        - Ποιός νομίζεις σέ φύλαξε;

        - Ὁ ἄγγελός μου, παππού; Εἶναι κι αὐτός ἕνα ἀπό τά δῶρα τοῦ Θεοῦ;

        - Βέβαια, παιδί μου. Ὁ ἄγγελός μας εἶναι κάθε στιγμή μαζί μας, μᾶς προστατεύει καί μᾶς βοηθάει, μᾶς ὁδηγεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

        Πῆγα νά διαβάσω χαρούμενη τά μαθήματά μου. Τά δῶρα πού μέ περίμεναν κάθε μέρα ἦταν πολλά κι ἐγώ οὔτε πού τά εἶχα προσέξει. Ὕστερα ἀπό λίγο, ἄκουσα τό καναρίνι μας νά κελαηδάει γλυκά. Μία πεταλούδα πέταξε ἀπ' το ἀνοιχτό παράθυρο καί γιά μία στιγμή στάθηκε πάνω στό βιβλίο τῆς Γλώσσας. Τί ὄμορφα πού ἦταν τά πολύχρωμα φτερά της! Ἡ μητέρα μου μέ τόν ἀδελφό μου ἦταν στόν κῆπο κι ἔκοβαν λουλούδια. Μπορεῖ νά μή μοῦ ἀρέσει νά τά ποτίζω, ἀλλά μ' ἀρέσει πολύ νά τά βλέπω. Εἶναι κι αὐτά δῶρα τοῦ Θεοῦ;

        Ἡ μέρα πέρασε. Ὁ οὐρανός γέμισε πάλι χρώματα, καθώς ὁ ἥλιος ἔδυε ἀργά πίσω ἀπ' τά βουνά.

        - Πές μου, παππού, δῶρα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλ᾽ αὐτά; Γιατί;

        - Δῶρα ὅλα, παιδί μου, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἡ στεριά καί ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη και τ΄ἀστέρια, τά ζῶα, τά ψάρια, τά πουλιά, τά δέντρα, τά λουλούδια, τά ποτάμια, οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς χαρίζει καί μᾶς ἀγαποῦν, οἱ ἄγγελοι πού μᾶς σκεπάζουν και μᾶς φρουροῦν, ἡ Ἐκκλησία Του πού μᾶς σώζει, ἡ χάρη Του πού μᾶς συγχωρεῖ, το Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του, στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού μᾶς χαρίζει «ζωήν αἰώνιον». Κοίτα τί δῶρα μεγάλα καί ἀκριβά μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ!

        Γύρισα στό δωμάτιό μου χαρούμενη. Χαρούμενη πού ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει και μᾶς φροντίζει στοργικά. Χαρούμενη θα εἶμαι καί αὔριο καί κάθε μέρα. Καλημέρα, Χριστέ μου! Σ᾽ εὐχαριστῶ!

Μυρόπη

Ἀπό τό https://www.osotir.org/attachments/article/3568/743.pdf