Ζούλης Νούλης ὁ θαμνούλης

2014-08-04 10:13

Συννεφοπαραμύθια καί ἄλλα...

        Φίλοι μου, γειά σας!

        Ὅ,τι καί νά σᾶς πῶ, εἶναι ἀδύνατο νά φανταστεῖτε τί πέρασα. Ἄχ, τί λαχτάρα ἦταν αὐτή! Ἄχ, τι εἶδαν τά ΣΥΝΝΕΦΟματάκια μου καί τί ἄκουσαν τά ΣΥΝΝΕΦΟαυτάκια μου! Ἦταν φοβερό. Φοβερό σᾶς λέω! Καί νά τύχει ἐδῶ πιό κάτω, στήν παρακάτω γειτονιά;!

        Γιά νά μήν σᾶς κρατάω ὅμως σέ ἀγωνία θά σᾶς τά πῶ ἀπό τήν ἀρχή.

        Πρίν ἀπό λίγα χρόνια φύτρωσε στόν κῆπο τοῦ Σχολείου ἕνας τόσος δά μικρός θαμνούλης. Ἦταν καταπράσινος καί φουντωτός, στρογγυλός σάν μπαλίτσα και τό ὄνομά του ἦταν Ζούλης Νούλης. Ὅλα τά φυτά τοῦ κήπου εἶχαν νά λένε γιά τόν καινούργιο φίλο, πού εἶχε ἕνα σωρό ταλέντα καί τά φανέρωνε σιγά σιγά.

        Νά, ἄς ποῦμε τό φθινόπωρο, μόλις ἄρχιζαν οἱ βροχοῦλες, γύριζε τά φύλλα του ἀπό τή γυαλιστερή πλευρά. Καί μόλις αὐτά ξεπλένονταν, ἔλαμπαν σάν καθρεφτάκια. Τό χειμώνα πάλι, ὅταν ἄρχιζε ὁ δυνατός βοριάς, ὁ θαμνούλης ἄφηνε μερικές τρύπες στά κλαδιά του καί, καθώς περνοῦσε ἀπʼ ἀνάμεσα ὁ ἀέρας, ἔπαιζε μουσική. Τή μιά μέρα ἄκουγες τό «Χιόνια στο καμπαναριό», τήν ἄλλη μέρα τό «Ἔξω πέφτει χιόνι» κι ὅταν ἔφταναν τά Χριστούγεννα ὁ θαμνούλης Ζούλης Νούλης ἔπαιζε τά καλάντα! Καταπληκτικό! Τήν ἄνοιξη... Πώ πώ! Τί λουλούδια, τί συνδυασμοί! Ἄλλοτε ἔβγαζε καρώ πορτοκαλοκαφέ, ἄλλοτε ρόζ μέ κόκκινες βοῦλες. Κι ὅταν πλησίαζε καμιά ἐθνική γιορτή, ἔβγαζε ἄσπρα μέ γαλάζιες ρίγες! Φανταστικό! Τό καλοκαίρι ποτέ δέν ξεραινόταν, γιατί εἶχε μεγάλες ἀποθῆκες νεροῦ στίς ρίζες του, σάν πισίνες. Ἔτσι ὅλα τά πουλιά καί τά ἔντομα κρύβονταν μέσα του γιά λίγη δροσιά.

        - Καλέ, τί θάμνος εἶναι αὐτός;! ἔλεγαν ὅλα τά φυτά τοῦ κήπου μέ θαυμασμό.

        - Θάμνος φαινόμενο! φώναζαν τά παιδιά καί τόν χάϊδευαν.

        Δυστυχῶς κανείς δέν εἶχε καταλάβει τήν ἀρρώστια τοῦ θαμνούλη Ζούλη Νούλη! Κανείς!

        - Ζούλη Νούλη, τί ὄμορφα πού μοσχοβολᾶνε τά λουλούδια σου, φώναζαν ἐνθουσιασμένες οἱ μέλισσες.

        -Ἡ τριανταφυλλιά μυρίζει πιό ὄμορφα! ἔλεγε μέ παράπονο ὁ θαμνούλης μας.

        - Ζούλη Νούλη, τί μουσική θά παίξεις σήμερα; ρωτοῦσαν τά κοτσύφια.

        - Ἄχ, γιατί νά μήν εἶμαι σάν τά ἀηδόνια, κλαψούριζε ὁ θαμνούλης.

        - Καλέ ἐσύ εἶσαι θάμνος μοναδικός καί ζηλεύεις τούς ἄλλους! ἀπόρησαν οἱ πεταλοῦδες καθώς τόν ἄκουσαν νά ἀναστενάζει.

        Κι ὅμως ὁ θαμνούλης Ζούλης Νούλης ἦταν φοβερός ζηλιάρης. Ποτέ του δέν ἦταν ἱκανοποιημένος μέ τά χαρίσματά του. Πάντα ἔβρισκε κάτι νά ζηλέψει στούς ἄλλους. Πάντα παραπονιόταν. Καί φυσικά εἶχε τά θαμνοματάκια του πάντα πάνω στούς ἄλλους. Γιʼ αὐτό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν εἶδε νά φυτεύουν δίπλα του ἕνα μικρό κυπαρισσάκι.

        - Τί ᾽ναι πάλι αὐτό; ρώτησε ἀκατάδεχτα και γεμάτος ἀγωνία.

        - Εἶναι ἕνα κυπαρίσσι, εἶπε ὁ κηπουρός τοῦ Σχολείου, θά μεγαλώσει καί θά σοῦ δίνει σκιά, θά κάνετε καλή παρέα.

        - Δέν θέλω οὔτε σκιά οὔτε παρέα, ἀπάντησε ξερά ὁ Ζούλης Νούλης κι ἔριξε λοξή ματιά στό δεντράκι.

        - Καλημέρα, εἶπε εὐγενικά τό κυπαρίσσι.

        -Μμμ, ἐσύ δέν εἶσαι πού γίνεσαι ψηλό λιγνο σαν ὀδοντογλυφίδα...! Χί, χί, χί! εἶπε κοροϊδευτικά ὁ θαμνούλης.

        Κι ἀπό κείνη τή μέρα δέν ξαναμίλησε στο κυπαρίσσι. Ὅμως τό κυπαρισσάκι ψήλωνε μέρα μέ τή μέρα. Ψήλωνε, ψήλωνε... ὥσπου ξεπέρασε τό θάμνο.

        - Μωρέ, μουρμούρισε γεμάτος ζήλεια ὁ Ζούλης, μωρέ γιά κοίτα 'κεῖ!

        Κι ὕστερα ἄρχισε νά φωνάζει:

        -Ἔεεεε! Ἄκου νά σοῦ πῶ, ψηλέ, μη νομίζεις ὅτι τώρα πού ψήλωσες εἶσαι πιό σπουδαῖος ἀπό μένα!

        - Τό κυπαρίσσι δέν ἀπάντησε. Μόνο τέντωσε τό κορμί του. Καί σέ λίγο καιρό ψήλωσε τόσο πολύ, πού ὁ θαμνούλης ἔβλεπε μόνο τόν κορμό του.

        - Ἔεεεε! Μήν κάνεις ὅτι δέν ἀκοῦς! Μή νομίζεις ὅτι ἔγινες σπουδαῖος! φώναζε ἀπό χαμηλά ὁ θάμνος. Ἐγώ ξέρω μουσική, ξέρω ζωγραφική, ξέρω τίς ἐποχές... Καί τί δέν ξέρω! Εἶμαι σπουδαῖος θάμνος ἐγώ!

        Τό κυπαρίσσι ὅμως δέν ἄκουγε πιά, γιατί ἦταν ψηλά, ψηλά. Ὁ θάμνος κόντευε νά σκάσει ἀπό τή ζήλεια του. Δέν ἤξερε τί νά κάνει. Μιά ἔβγαζε χρωματιστά λουλούδια, μιά ἔπαιζε μουσική, μιά στριφογυρνοῦσε τά φύλλα του, μιά ἔβαζε τά κλάματα. Μάταια προσπαθοῦσαν νά τόν συνεφέρουν τά πουλιά.

        -Ζούλη Νούλη, τοῦ εἶπε μιά μέρα ἡ σοφή κουκουβάγια, μήν ἀσχολεῖσαι μέ τό κυπαρίσσι. Κοίταξε πόσες ὀμορφιές ἔχεις!

        - Ὄχι! Ὄχι! Ὄχι! φώναζε με νεῦρα ὁ θάμνος, θέλω νά γίνω ψηλός σάν τό κυπαρίσσι!

        - Αὐτό δέν γίνεται, ἀπάντησε ἡ κουκουβάγια. Ἄλλα χαρίσματα ἔχει ἕνα κυπαρίσσι κι ἄλλα ἕνας θάμνος.

        - Ξέρω, ξέρω... τώρα ὅλοι ἀγαποῦν τό κυπαρίσσι πιό πολύἀπό μένα. Ἐμένα κανένας δέν γυρνάει νά μέ κοιτάξει, κλαψούρισε ὁ ζηλιάρης θάμνος.

        - Αὐτό δέν εἶναι ἀλήθεια, πετάχτηκε τότε ἕνα περιστεράκι. Κοίταξε πόσα πουλιά δροσίζονται στή ρίζα σου, κοίταξε πόσες πεταλοῦδες παίζουν μέ τά λουλούδια σου...

        - Ὄχι! Ὄχι! Ὄχι! Ὅλοι σας ἀγαπᾶτε τό κυπαρίσσι πιό πολύἀπό μένα, γιατί εἶναι ψηλό!

        - Ὦ, Ζούλη Νούλη, φώναξε τότε μιά τουλίπα ἀπό τό διπλανό παρτέρι, γιά δές πόσο ὄμορφα εἶναι τά λουλούδια σου!

        -Ὄχι! ξανάπε γεμάτος νεῦρα ὁ θάμνος. Το κυπαρίσσι ἔχει καφέ κουκουναράκια, πού τά προτιμοῦν τά παιδιά στά παιχνίδια τους. Θέλω κι ἐγώ κουκουνάρια! Θέλω κουκουνάρια! Πάει τέλειωσε! Θέλω νά γίνω ψηλός καί γεμάτος κουκουνάρια!

        Ὥσπου ἕνα βράδυ, πούδέν εἶχε φεγγάρι κι ἦταν ὅλα κατασκότεινα στόν κῆπο, ὁ Ζούλης Νούλης ρούφηξε δυό βαρέλια νερό, ἔριξε στή ρίζα του δυό τσουβάλια λίπασμα κι ἅπλωσε τά κλαδιά του καί... καί... Πώ - πώ! Τί ψηλός πού ἔγινε! Κι ὅταν ξημέρωσε...

        - Καλέ, τί εἶναι αὐτό ἐκεῖ κάτω; μονολόγησε. Ἄ! Χά! Χά! Χά! Τό κυπαρίσσι! Μμμμ, ἐπιτέλους σέ ξεπέρασα! Φώναξε ἐνθουσιασμένος κι ἔστρεψε περήφανα τά κλαδιά του στόν ἥλιο.

        Ὅμως ὁ ἥλιος δέν ἀστειευόταν. Ἦταν τόσο καυτός ἐκείνη τήν ὥρα, πούμέσα σέ λίγα λεπτά μαράθηκαν τά λουλούδια τοῦ Ζούλη, ἔκλεισαν κι ἔγιναν κατακίτρινα κι ὕστερα καφετιά.

        - Ἐπιτέλους ἔχω καί κουκουνάρια, εἶπε ἔκπληκτος ὁ ζηλιάρης θάμνος.

        Ξάφνου ἔνιωσε ἕνα δυνατό τράνταγμα.

        - Μά τί γίνεται; Ἄ, ὁ φίλος μου ὁ κυρ - Βοριάς! Ἔεεε, θέλεις νά τραγουδήσουμε, ρώτησε ὁ Ζούλης κι ἅπλωσε τά τεράστια κλαδιά του.

        Ὅμως ὁ Βοριᾶς δέν τόν ἀναγνώρισε κι ἄρχισε νά τόν κλωτσᾶ μέ ὅλη του τή δύναμη, ὥσπου... «ΚΡΑΚ!» ἔσπασε τό πρῶτο κλαδί.

        Σέ λίγο μαζεύτηκαν σύννεφα. Ὁ Ζούλης Νούλης γύρισε τά φύλλα του ἀπό τή γυαλιστερή πλευρά.

        - Ὡραῖα, εἶπε, τώρα μέ τή βροχή θά γίνω ὁ πιό μεγάλος καί ἀστραφτερός καθρέφτης!

        Μά τί κρίμα, τά σύννεφα ἀντί γιά βροχή ἔριξαν δυνατό χαλάζι. Καί τά φύλλα τοῦ Ζούλη κουρελιάστηκαν στή στιγμή. Ὁ θάμνος τότε γύρισε πρός τό κυπαρίσσι. Στητό, ἀκούνητο δέν σάλευε. Περίμενε νά περάσει ἡ μπόρα.

        - Ζούλη Νούλη! φώναζε ἡ κουκουβάγια, κατέβα! Κατέβα! Κινδυνεύεις! Ἐσύ εἶσαι γιά να στολίζεις τά παρτέρια. Κατέβα! Ἔρχεται χειμώνας καί κεραυνοί!

        -Ὄχι!Ὄχι!Ὄχι! Ξέρω! Θέλετε νά φαίνεται μόνο τό κυπαρίσσι! ἔλεγε μέ πεῖσμα ὁ θάμνος, πού δέν ἔβαζε μέ τίποτα μυαλό.

        Ἄχ, τί νά σᾶς πῶ, φίλοι μου, δέν μποροῦσα νά τό κοιτάζω ἄλλο. Σηκώθηκα καί πέταξα μακριά... Πάντως... προχθές πούπέρασα πάνω ἀπό τόν κῆπο τοῦ Σχολείου, δέν τόν εἶδα πουθενά τό Ζούλη Νούλη τό ζηλιάρη θαμνούλη!

        Φίλοι μου σᾶς χαιρετῶ,

        Καί ... μακριά ἀπό τή ζήλεια! Σκοτώνει!

ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ

Ἀπό τό https://www.osotir.org/images/stories/pdf/725/725%20EPILOGES%20ARTHTON.pdf