Εὐλογημένο Σαρανταλείτουργο ...

2014-08-03 13:10

            Πατρὸς Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου

            Κάποτε, ἕνας χριστιανός, ἐνῶ ἔσκαβε μὲ πολλοὺς μαζὶ σ' ἕνα νταμάρι, ἔπεσε βράχος καὶ τοὺς καταπλάκωσε ἡ στοά. Ἡ γυναίκα αὐτοῦ του χριστιανοῦ, ἡ κυρία Ἀργυρῶ, ἔδωσε ὅ,τι εἶχε ἀπὸ τὸ ὑστέρημά της σὲ ἕναν ἱερέα νὰ κάμη 40 Λειτουργίες γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἄνδρα τῆς σ' ἕνα ἐξωκκλήσι κοντὰ στὸ μέρος ὅπου ἔγινε δυστύχημα, διότι ἐπιστέψε ὅτι εἶναι νεκρός. Καθημερινὰ μάλιστα πήγαινε ἕνα πρόσφορο, ἕνα μπουκάλι μὲ κρασὶ καὶ μία λαμπάδα, σὰν πτωχὴ ποὺ ἦταν.    
            Ὅταν ἔφθασε ὁ ἱερέας στὶς 20 Λειτουργίες, ὁ διάβολος φθόνησε τὴν εὐλάβεια τῆς κυρὰ Ἀργυρῶς καὶ ἀφοῦ μετασχηματίστηκε σὲ ἕναν γνωστό της χωρικό, τὴν συνάντησε τὸ πρωὶ στὸν δρόμο καὶ τῆς εἶπε: - Ξέρεις; Ὁ παπὰς δὲν πῆγε στὴν Ἐκκλησία γιατί εἶχε δουλειὰ βιαστικὴ καὶ γι' αὐτὸ μὴν κοπιάζεις. Αὔριο πηγαίνεις τὴν προσφορά σου. Αὐτὸ τῆς τὸ ἔκαμε ὁ διάβολος τρεῖς φορὲς στὸ διάστημα τῶν 40 Λειτουργιῶν.  
            Ἐν τῷ μεταξύ, ἔγινε μεγάλη προσπάθεια ν' ἀνοίξουν στοὰ στὸ ὀρυχεῖο, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ βγάλουν τὰ πτώματα, τὰ ὁποῖα ἤσαν πάρα πολλά. Ἤσαν ὅλοι τους νεκροί. Εἶχαν ἤδη περάσει 40 ἡμέρες. Σκάβοντας ἀκόμη πιὸ βαθειά, ἔφθασαν σ' ἕνα μέρος, ὅπου ἄκουσαν μία φωνή! Ἀνθρωπινὴ φωνὴ ποὺ τοὺς ἔλεγε: - Προσέξτε, ζῶ! Σκάψτε μὲ προσοχή, γιατί ἐπάνω μου εἶναι δύο πέτρες, μὴν πέσουν καὶ μὲ θανατώσουν.    
            Αὐτοὶ θαύμασαν καὶ πράγματι, σκάβοντας μὲ πολλὴ προσοχὴ ἀπὸ τὰ πλάγια, βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ζωντανὸ καὶ τὸ ἀνήγγειλαν χαρούμενοι στὴν γυναίκα του. Ἀποροῦσαν ὅλοι πῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔζησε ἐπὶ 40 ἡμέρες χωρὶς τροφὴ καὶ χωρὶς νερό. Κι αὐτὸς τοὺς εἶπε: - Κάθε μέρα μου ἔδινε κάποιος - ἀοράτως, δὲν ξέρω πῶς - ἕνα ψωμὶ καὶ ἕνα μικρὸ δοχεῖο μὲ κρασί, ἐνῶ μία λαμπάδα ἀναμμένη ἦταν μπροστά μου, καὶ ἔτσι ἔτρωγα.
            Ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς φορές, ὅπου δὲν ἔφαγα τίποτε οὔτε φῶς εἶδα καὶ πικράθηκα πολύ, ὀδυρόμενος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, γιατί νόμισα ὅτι ἔπαψε πλέον νὰ μὲ βοηθᾶ αὐτὸ τὸ ἀόρατο χέρι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἤμουν ἕτοιμος πλέον νὰ πεθάνω ἀπὸ πείνα καὶ δίψα.
            Κατόπιν, εἶδα καὶ πάλι τὴν ἀναμμένη λαμπάδα, καὶ δίπλα τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί, ὅπως καὶ πρίν, καὶ ἐδόξασα τὸν Θεὸ ποὺ δὲν μὲ ἐγκατέλειψε μέχρι τέλους καὶ ἔτσι ἐπέζησα καὶ σώθηκα θαυματουργικά.       
            Ὅλοι βέβαια δοξολόγησαν τὸν Θεό, διότι ἤσαν χριστιανοὶ καὶ ἔμειναν μὲ τὴν ἀπορία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος. Αὐτή, χριστιανοί μου, εἶναι ἡ πίστις μας! Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθοδοξία μας.